today-is-a-good-day
22.6 C
Athens

Ολοκληρώθηκαν οι ανασκαφές στον σταθμό Βενιζέλου του μετρό Θεσσαλονίκης

Ένα παλίμψηστο με στοιχεία από τη ζωή της Θεσσαλονίκης σε πλαίσιο 17 αιώνων, δηλαδή κατά τα ελληνιστικά, ρωμαϊκά και βυζαντινά χρόνια, ήρθε στο φως χάρη στις ανασκαφές που έγιναν για τον σταθμό Βενιζέλου του Μετρό. Οι αρχαιολογικές έρευνες ολοκληρώθηκαν προχθές Κυριακή, 31 Ιουλίου και μαζί τους τέλειωσε η πρώτη φάση για την ασφαλή προσωρινή απόσπαση και μεταφορά των σημαντικών αρχαιοτήτων που βρέθηκαν εκεί. Οι εργαζόμενοι του υπουργείου Πολιτισμού, ωστόσο, δεν έχουν καιρό για ανάπαυση. Εχουν ήδη ξεκινήσει τις συσκέψεις εργασίας με αντικείμενο τις μελέτες επανατοποθέτησης. Σε αυτές μετέχει ο επιστήμονας που συνετέλεσε το θαύμα της πρώτης φάσης, ο Δημήτρης Κορρές, ειδικευμένος στις μεταφορές κτισμάτων και αρχαιοτήτων.

Χωρίς ανασκαφές, λοιπόν, θα είναι πλέον ο χώρος του σταθμού Βενιζέλου. Η τετράμηνη καθυστέρηση στο έργο, λόγω του ότι οι ανασκαφές είχε αποφασιστεί να φτάσουν μέχρι το φυσικό έδαφος, εκεί όπου δεν υπάρχουν αρχαιολογικά κατάλοιπα, δεν θα επηρεάσει το υπόλοιπο χρονοδιάγραμμα. Οι εργασίες κατασκευής του σταθμού, που έχουν ήδη ξεκινήσει σε όσα κομμάτια παρέδιδε η Αρχαιολογική Υπηρεσία, θα συνεχιστούν με εντατικούς ρυθμούς, όπως λέει στο ThePresident ο πρόεδρος της Αττικό Μετρό Νίκος Ταχιάος. Η λειτουργία του μετρό, δεν θα καθυστερήσει καθόλου.

Η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη σημειώνει, επίσης, πως οι συσκέψεις που γίνονται εδώ και λίγες μέρες, θα συνεχιστούν και έχουν διπλό στόχο: να διασφαλιστεί πως η επανατοποθέτηση θα γίνει με ασφάλεια για τα αρχαία, και μέσα στο χρονικό πλαίσιο που έχει οριστεί.

Μια δεκαετία αντιγνωμιών, διχογνωμιών, προσφυγών στα δικαστήρια συμπεριλαμβανομένου και του Συμβουλίου της Επικρατείας ώστε να μη μετακινηθούν οι αρχαιότητες, τέλειωσε. Και τέλειωσε με τον καλύτερο τρόπο. Ο σταθμός θα κατασκευαστεί με ασφάλεια, οι αρχαιότητες θα αναδειχθούν και το μόνο που θα μείνει είναι η αναίτια αντίδραση στην προσωρινή απόσπαση και μεταφορά. Ισως και να μην είναι τόσο αναίτια, βεβαίως, αλλά δεν θα το αναλύσουμε τώρα.

Βυζαντινό σταυροδρόμι

Ο σταθμός Βενιζέλου του Μετρό Θεσσαλονίκης, χωροθετείται στη διασταύρωση των οδών Εγνατίας και Βενιζέλου. Έχει μήκος 78,60μ. και πλάτος 21,75μ., και καταλαμβάνει όλο το πλάτος του οδοστρώματος της οδού Εγνατία. Έχει κατασκευασθεί με Διαφραγματικούς Τοίχους από οπλισμένο σκυρόδεμα, με πάχος 1,00μ.

Κατά την εκτέλεση των αρχαιολογικών ανασκαφών για την κατασκευή του σταθμού, αποκαλύφθηκαν σημαντικές αρχαιότητες, που χρονολογούνται μεταξύ του 4ου και 9ου αιώνα οποίες χαρακτηριστήκαν ότι αποτελούν τμήμα της διασταύρωσης των ρωμαϊκών οδών Decumanus Maximus και Cardo με παρακείμενα κατάλοιπα τοιχοποιιών καταστημάτων και άλλων υποδομών εκείνης της εποχής. Τα παραπάνω θεμελιώνονται είτε απ’ ευθείας σε έδαφος είτε σε υποκείμενες αρχαιότητες.

Ο  δρόμος κατά τη ρωμαϊκή εποχή λεγόταν decumanus maximus και οι κάθετοι cardo. Κατά τους βυζαντινούς χρόνους ονομάστηκε  Μέση Οδός ή Λεωφόρος. Όπως έδειξαν και οι ανασκαφές σε κατώτερα στρώματα, αυτοί οι κεντρικοί δρόμοι με τα εργαστήρια, τις κατοικίες, τα κοινωφελή έργα, παρέμειναν σχεδόν ίδια επί αιώνες και μαρτυρούν το «κοσμικό» πρόσωπο της πόλης. Μάλιστα, η Μέση Οδός άλλαξε ελάχιστα σε μορφή και ρυμοτομία από τον 11ο αιώνα μέχρι και τον 19ο. Οι αρχαιολογικές ανασκαφές μαρτυρούν πως οι κάτοικοι ήταν ιδιαίτερα επιμελείς και επισκεύαζαν συνέχεια τη σημαντική αυτή λεωφόρο.

Έξι με εξήμισι μέτρα ήταν το πλάτος της, αν και αυτό μερικές φορές δεν τηρούνταν. Η Μέση Οδός με το οδόστρωμα, τα πεζοδρόμιά της και 24 χώρους, «κατά κανόνα με λασπόχτιστους τοίχους και κομμάτια από αρχαία μάρμαρα (σπόλια) σε δεύτερη χρήση» αποκαλύφθηκε σε μήκος 76,6μ. Τεμνόταν σε δύο σημεία της από μικρές, κάθετες οδούς. Είναι ορατά ακόμα και τα ίχνη από τις άμαξες που διέσχιζαν τους συγκεκριμένους δρόμους.

Στη συμβολή της Μέσης Οδού και μιας καθέτου, εντοπίσθηκε τετράπυλο με οκτώ πεσσούς που το στήριζαν και άλλους έξι οι οποίοι όριζαν καταστήματα- στοές. Οι μαρμάρινες πλάκες είχαν ίχνη από επιτραπέζια παιχνίδια. Όλα τα κατάλοιπα το δρόμου και των οικοδομημάτων, χρονολογούνται μεταξύ των τελών του 6ου και των αρχών του 7ου αιώνα.

Στην αρχή υπήρχε η εντύπωση πως σε εκείνο το σημείο, δηλαδή στο ύψος του σταθμού Βενιζέλου, ήταν το εμπορικό κέντρο της βυζαντινής Θεσσαλονίκης. Όμως, τα ευρήματα στον παρακείμενο σταθμό της Αγίας Σοφίας, δείχνουν πως το κέντρο βρισκόταν στην Αγία Σοφία.

Ο  κεντρικός οδικός άξονας της βυζαντινής Θεσσαλονίκης, στον σταθμό Βενιζέλου εμφανίζεται στρωμένος όμως με χωμάτινα και χαλικόστρωτα καταστρώματα. Κάτι που προφανώς συνηγορεί υπέρ του ότι το εμπορικό κέντρο ήταν αλλού. Γύρω από τους δρόμους εκτείνονται πυκνοδομημένα οικοδομικά τετράγωνα,  που συνιστούν γειτονιές της βυζαντινής αγοράς της πόλης. Καταστήματα και εργαστήρια προσανατολίζονται με ανοιχτούς προς το δρόμο χώρους για την έκθεση των προς πώληση προϊόντων.

Πληθώρα μικροαντικειμένων και κοσμημάτων, όπως επιστήθιοι σταυροί, γυάλινα και χάλκινα βραχιόλια, χάλκινα κυρίως και σπανιότερα ασημένια δακτυλίδια, μαρτυρούν τον διαχρονικά εμπορικό χαρακτήρα της περιοχής, με έμφαση στον τομέα της αργυροχρυσοχοΐας.

Υστερη αρχαιότητα

Στο αμέσως κατώτερο στρώμα, βρέθηκαν ίχνη κτισμάτων, που ανήκουν στα τέλη του 2ου έως και τον 6ο αιώνα μ.Χ. . Περιλαμβάνουν οικιστική νησίδα, λουτρά και πλούσιο δίκτυο αγωγών. Επίσης, εντοπίσθηκε πυκνοδομημένος ιστός με επάλληλες φάσεις κοντά στη διασταύρωση των οδικών αξόνων.

Ο κεντρικός αγωγός του οδικού άξονα αποκαλύπτεται κάτω από αυτόν και κατά το μήκος του. Οι διαφορετικοί τρόποι κατασκευής του υποδεικνύουν μακρά διάρκεια χρήσης, από τον όψιμο 3ο- 4ο αιώνα μέχρι και τις αρχές του 7ου, όπως διαπιστώνουν οι ανασκαφείς.

Το πυκνό δίκτυο υποδομών εντοπίσθηκε κάτω από το λιθόστρωτο κατάστρωμα του κεντρικού δρόμου. Ανάμεσά τους, βρέθηκε σε μήκος 3,5μ κτιστός αγωγός με λιθόστρωτη καμάρα εσωτερικά. Άλλος κτιστός αγωγός ήρθε στο φως σχεδόν σε όλο το μήκος του σκάμματος (60,22μ ) παρόμοιας κατασκευής, αλλά με μεγαλύτερη καμάρα, που ήταν εμφανής και εξωτερικά. Η κατασκευή των αγωγών, όπως συμπεραίνουν οι αρχαιολόγοι, ανάγεται χρονικά σε περίοδο προγενέστερη τόσο του μαρμαρόστρωτου (μέσα 4ου) όσο  και του λιθόστρωτου (6ος αι.) κεντρικού δρόμου. Θα πρέπει να είχαν διάρκεια χρήσης από το τέλος του 2ου ή στον 3ο αι. μ.Χ. και μέχρι τον 5ο αιώνα.

Η οικοδομική νησίδα που βρέθηκε ΝΑ της διασταύρωσης των δύο κεντρικών αξόνων έφερε στο φως επάλληλες οικοδομικές φάσεις οι οποίες προσφέρουν χρήσιμες πληροφορίες για την αστική οργάνωση της Θεσσαλονίκης από τον 3ο έως τον 5ο αιώνα μ.Χ. Eκεί υπήρχαν κιονοστήρικτες στοές που ανάγονται χρονικά στο β μισό του 4ου και στον 5ο αιώνα. Τα κτηριακά κατάλοιπα ανήκουν σε λουτρικές εγκαταστάσεις.

Στο ανατολικό ήμισυ του οικοδομικού τετραγώνου και αμέσως χαμηλότερα από το υπόστρωμα της μαρμαρόστρωτης πλατείας του 6ου αιώνα, αποκαλύφθηκαν τμήματα δύο αποσπασματικά σωζόμενων χώρων και σύγχρονοί τους κτιστοί αγωγοί. Στο εσωτερικό των χώρων ανασκάφηκε εκτεταμένο στρώμα καταστροφής από κεράμους και λίθους, που έδωσε κεραμική του 5ου αιώνα καθώς και υποκείμενα χωμάτινα δάπεδα του 5ου και 4ου αι. Στην υπόλοιπη έκταση δεν διαπιστώνεται οικοδομική δραστηριότητα και πρόκειται πιθανώς για ανοιχτό χώρο μεγαλύτερων σωζόμενων διαστάσεων 22,70 επί 5,90μ. Κάτι που οδηγεί στο συμπέρασμα πως ίσως τα λουτρά ήταν δημόσιας χρήσης.

Εντονα εργαστηριακά κατάλοιπα παραπέμπουν ίσως σε επαγγελματική χρήση, κάτι που ενισχύεται και από την μεγάλη συγκέντρωση νομισμάτων Η χρήση αυτή ξεκίνησε τουλάχιστον από τον 2ο αιώνα. Τμήμα της οικοδομικής νησίδας είχε βρεθεί και κατά τις ανασκαφές στα φρεάτια εξαερισμού και αποσπάσθηκε. Εχει επίσης εντοπισθεί εντυπωσιακό ψηφιδωτό, το οποίο όμως διακόπτεται από νεότερες οικοδομικές προσθήκες.

Ελληνιστικά και ρωμαϊκά

Στην τρίτη φάση, αποκαλύφθηκαν αρχαιότητες από τον 2ο αι. π.Χ. έως τον 3ο αι. μ.Χ. (ελληνιστικά και ρωμαϊκά). Τα οικοδομικάκατάλοιπα αφορούν σε αποσπασματικά σωζόμενα δίκτυα υποδομών και καταστρώματα του προγενέστερου κύριου οδικού άξονα (decumanus) και του κάθετου (cardo) στο ύψος της σημερινής οδού Βενιζέλου- καθώς και τοιχοποιιών της πρώτης οικοδομικής νησίδας ΝΑ της διασταύρωσης των πρωιμότερων αυτών οδικών αξόνων.

Αποκαλύφθηκαν οκτώ επάλληλα καταστρώματα  άλλα λιθόστρωτα, κατασκευασμένα με ποικίλα υλικά, όπως μικρές κροκάλες, σιδηροσκουριές, θραύσματα κεραμίδων και κεραμική και άλλα χαλικόστρωτα, με μικρά όστρακα, ίχνη καύσης και πηλοεπιφάνειες, τα οποία χρονολογούνται ως επί το πλείστον στον 1ο αι. π.Χ. Πήλινοι αγωγοί που είχαν εντοπισθεί και στο δυτικό φρεάτιο, συμπληρώνουν την εικόνα των υποδομών σε αυτή την ενότητα της πόλης.

Λαμβάνοντας υπόψη τα νέα αυτά ανασκαφικά στοιχεία, οι αρχαιολόγοι αναγνωρίζουν έναν νέο οδικό άξονα με κατεύθυνση Β>Ν, ο οποίος είναι είτε μετατοπισμένος δυτικότερα του cardo του 4 ου αιώνα ή είχε ένα ευρύτερο πλάτος, το οποίο όμως καταλήφθηκε και περιορίστηκε από τον οψιμότερο δρόμο με το μαρμάρινο κατάστρωμα

Η ανασκαφική έρευνα στην πρώτη νησίδα που είχε διατηρηθεί από το προηγούμενο στρώμα, έφερε στο φως προγενέστερες οικοδομικές φάσεις, οι οποίες προσφέρουν χρήσιμες πληροφορίες για την αστική οργάνωση της Θεσσαλονίκης κατά τους ρωμαϊκούς και ελληνιστικούς χρόνους. Η παρουσία εργαστηριακών κατασκευών και προϊόντων, όπως οι τοξωτές τοιχοποιίες, παραπέμπουν σε εργαστηριακή χρήση με ταυτόχρονη εμπορική, καθώς αξιοσημείωτος είναι και ο μεγάλος αριθμός νομισμάτων.

Ταυτόχρονα, η εύρεση αντικειμένων που σχετίζονται με την θρησκεία, θα μπορούσε να παραπέμπει σε χώρο δημόσιας χρήσης, αγοράς με χώρους εμπορικούς αλλά και λατρείας. Βέβαια αυτό «αποτελεί μια υπόθεση εργασίας, η οποία με την ολοκλήρωση της μελέτης του ανασκαφικού υλικού ή θα επιβεβαιωθεί ή θα ανατραπεί».

Στην περιοχή του λουτρού και αμέσως ανατολικά ψηφιδωτού, αποκαλύφθηκε η συνέχειά του, με τον εντοπισμό και έτερου διάχωρου με παράσταση ανδρικής μορφής που φέρει την επιγραφή «ωΡΟΦΟΡΟC», πλαισιωμένη από ταινία με πλοχμό και ζώνη με τρισδιάστατα γεωμετρικά μοτίβα. Όλη η κεντρική σύνθεση πλαισιώνεται από ζώνη ομόκεντρων τετραγώνων και εξωτερική ταινία με ρόδακες, με εναλλαγή λευκών και μαύρων ψηφίδων.

Εντοπίσθηκαν επίσης κτίσματα τα οποία είχαν τοίχους με πηλοκονία ως συνδετικό υλικό οι οποίοι οριοθετούν ορθογώνιους χώρους, χωρίς να είναι εφικτός ο προσδιορισμός των διαστάσεών τους, λόγω του ότι χάνονται κάτω από την επαλληλία των οψιμότερων. Έχουν, ωστόσο, εντοπισθεί στρώματα χρήσης του 2 ο αι. π.Χ., που τεκμηριώνουν την ύπαρξη του ελληνιστικού ορίζοντα στον τομέα αυτό, ενώ η ανασκαφική έρευνα δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί. Από τα κινητά ευρήματα προκύπτουν μικτές χρήσεις, οικιακές και εργαστηριακές-εμπορικές, ενώ όσον αφοράς τον πολεοδομικό σχεδιασμό διαπιστώνουμε την ύπαρξη οργανωμένου αστικού ιστού.

Η συγκεκριμένη ανασκαφή απέδωσε πλήθος κινητών ευρημάτων. Πολυάριθμα νομίσματα σε κακή κατάσταση διατήρησης, λόγω διάβρωσης, άφθονη κεραμική, χαρακτηριστική των ρωμαϊκών χρόνων, terra sigillata, μελαμβαφή κεραμική, θραύσματα αγγείων- σκύφοι με ανάγλυφο διάκοσμο, της ύστερης ελληνιστικής περιόδου, λυχνάρια, μυροδοχεία και ειδώλια, αγνύθες και πλήθος άλλων αντικειμένων, η συντήρηση και η καταγραφή των οποίων προχωρά παράλληλα με την ανασκαφική έρευνα.

Η τελευταία φάση ανασκαφών, που τελείωσε την Κυριακή, φτάνει μέχρι την ελληνιστική Θεσσαλονίκη του Κασσάνδρου και, σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις, αποκαλύπτονται κυρίως εμπορικά καταστήματα και στοές. Η Θεσσαλονίκη του Κασσάνδρου  θεμελιώθηκε το 315/316 π.Χ.

Η ανώτερη, βυζαντινή φάση, θα διατηρηθεί σχεδόν εν συνόλω, με «νησίδες» κατώτερων στρωμάτων, δηλαδή κάποια σημεία που παρουσιάζουν ενδιαφέρον.

Αγγελική Κώττη

Διαβάστε επίσης

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ