today-is-a-good-day
22.6 C
Athens

Οι γενναίοι που φύλαξαν τα αρχαία της Ελλάδας στον πόλεμο και την κατοχή, ήταν μια χούφτα ήρωες

Απρίλιο του 1941, οι Γερμανοί μπήκαν στην Αθήνα. Βρήκαν την πόλη βουτηγμένη στο πένθος της σκλαβιάς, με κατάκλειστα παράθυρα και έρημους δρόμους. Πήγαν σε πολλά σημεία τις επόμενες μέρες. Ανάμεσά τους και το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, στην Πατησίων. «Πού είναι τα αρχαία;» ρώτησαν. «Στο χώμα, όπως πάντα» απάντησαν σιβυλλικά οι αρχαιολόγοι και οι άνθρωποι του μουσείου. Δεν αποκαλύφθηκε ποτέ πού τα είχαν κρύψει. Η απόφασή τους αποδείχθηκε σοφή, καθώς οι λεηλασίες, οι κλοπές, οι λαθραίες ανασκαφές και οι καταστροφές σε περιφερειακά μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους, ήταν πολλές. Σώθηκαν όμως σχεδόν όλα τα απτά σημάδια του ελληνικού πολιτισμού, χάρη στην προβλεπτικότητα και τον ηρωισμό όσων ασχολήθηκαν μαζί τους πριν από την κήρυξη, καν, του Ελληνο-ιταλικού πολέμου.

Οσο πλησίαζε ο μεγάλος πόλεμος, και με δεδομένη τη χιτλερική εισβολή στην Πολωνία 14 μήνες πριν (Σεπτέμβριος 1939), η οποία υπήρξε το έναυσμά του, η Ελλάδα έκανε προσπάθειες να ασφαλίσει τα πολυτιμότερα κτήματά της, τα αρχαία της. Ηδη από το 1937  είχαν γίνει ανάλογες προετοιμασίες, και είχαν συνταχθεί κατάλογοι αρχαιοτήτων που θα έπρεπε να αποκρυβούν, ώστε να μη καταστραφούν σε τυχόν πολεμική σύρραξη. Η Κατοχή δεν χωρούσε στο μυαλό κανενός, έστω ως έννοια. Ωστόσο, τα αρχαία μας κινδύνευσαν πολύ περισσότερο κατά τη διάρκειά της.

Καμπανάκια χρόνια πριν

Καμπανάκια κινδύνου χτυπούσαν χρόνια πριν, αλλά  «η κυβέρνηση Μεταξά, για να μη δώσει λαβή στις δυνάμεις του Άξονα να αμφισβητήσουν την ουδετερότητά της, δίσταζε να προχωρήσει φανερά σε σχετικές προεργασίες που θα μπορούσαν να εκληφθούν ως ένδειξη προσχώρησης στις αντίπαλες δυνάμεις» σημειώνει ο Ακαδημαϊκός Μιχάλης Τιβέριος. Με το ξέσπασμα του ελληνοϊταλικού πολέμου πάντως, ξεκίνησε αμέσως η απόκρυψη των αρχαιοτήτων που βρίσκονταν σε μουσεία και αρχαιολογικές αποθήκες και ολοκληρώθηκε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, με τάξη, καταγραφή και σοβαρότητα. Εντύπωση προξενεί η παντελής απουσία των Γερμανών αρχαιολόγων που τότε βρίσκονταν στην Ελλάδα, από την γιγαντιαία αυτή προσπάθεια. «Και όμως οι Γερμανοί αρχαιολόγοι είχαν αφιερώσει τη ζωή τους για την αποκάλυψη, διάσωση και μελέτη των αρχαιολογικών αυτών θησαυρών, εξαιτίας αυτών βρίσκονταν στη χώρα μας, και επιπλέον η Γερμανία δεν είχε ακόμη εμπλακεί σε πόλεμο με την Ελλάδα» τονίζει ο αρχαιολόγος και ακαδημαϊκός. «Το Βερολίνο μάλιστα ήταν αντίθετο με την επίθεση του Μουσολίνι τη δεδομένη εκείνη χρονική στιγμή, γι’ αυτό και κράτησε στο ξέσπασμα του ελληνοϊταλικού πολέμου μια, σιωπηρή έστω, ουδετερότητα».

Η απουσία των Γερμανών αρχαιολόγων από την προσπάθεια απόκρυψης και διάσωσης των αρχαιοτήτων, στην οποία είχε πάρει μέρος, νεαρός τότε, και ὁ ακαδημαϊκός Σπύρος Ιακωβίδης, είναι αδικαιολόγητη. Μόνο ὁ Otto Walter είχε προστρέξει να προσφέρει απλόχερα τη βοήθειά του· ο Walter δεν ήταν όμως Γερμανός αλλά Αυστριακός και είχε ενσωματωθεί στο προσωπικό του Γερμανικού Ινστιτούτου ως δεύτερος υποδιευθυντής του από τη στιγμή που η χώρα του προσαρτήθηκε στο Γ́ Ράιχ, με  αποτέλεσμα να διαλυθεί το Αυστριακό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο και να  απορροφηθεί από το αντίστοιχο Γερμανικό.

Οι Ελληνες αρχαιολόγοι είχαν εξαιρετικές σχέσεις με τους Γερμανούς μέχρι τον πόλεμο και έκαναν τις μεταπτυχιακές τους σπουδές κατά συντριπτική πλειονότητα στη Γερμανία. Από την 27η Απριλίου του 1941, ημέρα κατά την οποία «η χιτλερική σημαία βεβήλωσε τον βράχο της Ακρόπολης, έως τη 12η Οκτωβρίου του 1944 που υπεστάλη, οι σχέσεις αυτές άλλαξαν ριζικά», αναφέρει ο κ. Τιβέριος. «Οι Γερμανοί αρχαιολόγοι, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, μεταμορφώθηκαν, έγιναν άλλοι άνθρωποι, σκαιοί και απόκοσμοι».

Η απόκρυψη των αγαλμάτων

Είμαστε όμως ακόμη στην 28η Οκτωβρίου 1940, οπότε, με την κήρυξη του πολέμου, αρχίζει η τεράστια επιχείρηση. Κάτω από τα βάθρα τους, σε λάκκους που σκάφτηκαν υπό τα δάπεδα αιθουσών ή σε αυλές μουσείων, σε σπηλιές γύρω από την Ακρόπολη, σε πηγάδια, οι πρόγονοί μας έκρυψαν τους μεγαλύτερους θησαυρούς της Ελλάδας: τις αρχαιότητές της. Γνωστή ως «η απόκρυψη των αγαλμάτων», η μεγάλη επιχείρηση  έγινε συντεταγμένα και αποτελεί μια κορυφαία πράξη της ελληνικής αρχαιολογίας. Με ταχύτητα, με σύστημα, μεθοδικά, με τάξη και με απόλυτη τήρηση διαδικασιών και πρακτικών, οι αρχαιολόγοι και άλλοι δημόσιοι υπάλληλοι, φρόντισαν να κρύψουν χιλιάδες ευρήματα που σώθηκαν με αυτό τον τρόπο από τις αρπαγές των κατακτητών.

Η επιχείρηση ξεκίνησε με σκοπό να προφυλαχθούν τα αρχαία από τους βομβαρδισμούς και τους άλλους κινδύνους του πολέμου και αποδείχθηκε σωτήρια κίνηση μετά την γερμανική εισβολή. Ο Σπ. Ιακωβίδης ήταν φοιτητής και πήγε να βοηθήσει. Όπως έλεγε σε ντοκιμαντέρ, «η δουλειά γινόταν στα υπόγεια του μουσείου. Τα αγάλματα τοποθετούνταν σαν άνθρωποι σε διαδήλωση. Στη συνέχεια χυνόταν πάνω τους άμμος που ξεχώριζε το ένα από το άλλο και τα σκέπαζε, και από πάνω έπεφτε πλάκα τσιμέντο. Τα παράθυρα των υπόγειων χώρων τα φράζανε με τσουβάλια από άμμο. Με αυτόν τον τρόπο δεν μπορούσαν να πάθουν τίποτε από αεροπορική επιδρομή».

Η  εποποιία αγκάλιασε σχεδόν όλα τα μουσεία της χώρας,  από τους Δελφούς και την Ολυμπία μέχρι τη Θεσσαλονίκη, τη Σπάρτη και τα ελληνικά νησιά. Από τους σημαντικότερους πρωταγωνιστές του κολοσσιαίου αυτού έργου ήταν οι αρχαιολόγοι Χρήστος και Σέμνη Καρούζου, ο Γιάννης Μηλιάδης και ο Αντώνης Κεραμόπουλος. Συμμετείχαν, όμως, όλοι οι εν ενεργεία αρχαιολόγοι – ανάμεσά τους ένας Αγγλος και, τι ειρωνεία, ένας Γερμανός!

Με τη λήξη του μεγάλου πολέμου μια άλλη οδύσσεια ξεκίνησε, αυτή της αποκατάστασης των αντικειμένων και της εκ νέου έκθεσής τους στις γεμάτες σιωπηλή προσμονή αίθουσες των μουσείων.  Το μακρόχρονο και κοπιώδες έργο της ανασυγκρότησης και επανέκθεσης των αρχαιοτήτων ολοκληρώθηκε στο μεγαλύτερο μέρος του μετά τον εμφύλιο που ακολούθησε την απελευθέρωση από τους Γερμανούς.

Ζημίαι των αρχαιοτήτων

Με την είσοδο των Γερμανών, μια σκηνή επαναλαμβανόταν σε όλες τις πόλεις που έχουν αρχαιολογικά μουσεία. Οι Γερμανοί  τα βρίσκουν άδεια και  ρωτούν με μανία πού είναι τα αγάλματα. Εκείνα έχουν «φύγει» και δεν υπάρχει στόμα να αποκαλύψει πού πήγαν. Στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, οι αρχαιολόγοι απαντούν σιβυλλικά: «στο χώμα, όπως πάντοτε». Με κίνδυνο της ζωής τους, το ζεύγος Καρούζου (οι μεγάλοι «Καρουζαίοι» όπως τους αποκαλούσαν όσοι τους έζησαν) και οι συνεργάτες τους, αρνούνται να οργανώσουν έκθεση στις άδειες αίθουσες, επικαλούμενοι το φρόνημα του ελληνικού λαού, που πεθαίνει από την πείνα και δεν ενδιαφέρεται, λένε, για αρχαιότητες.

Την ίδια εποχή, ο Γιάννης Μηλιάδης, ο γενναίος έφορος Ακροπόλεως, με κίνδυνο ζωής, επίσης, αποστέλλει γραπτές διαμαρτυρίες στον Γερμανό Φρούραρχο των Αθηνών επειδή οι («μορφωμένοι» και «φιλάρχαιοι») στρατιώτες του έχουν μετατρέψει τον Ιερό Βράχο σε κέντρο ακολασίας και υπαίθριο ουρητήριο. Εκείνος ουρλιάζει απειλώντας ότι θα τον εκτελέσει για τις… συκοφαντίες εναντίον των Γερμανών στρατιωτών. Και ο Μηλιάδης επιμένει…. Οπως όλοι οι συνάδελφοί του, ανά την επικράτεια.

Στο περίφημο πλέον «Ζημίαι των αρχαιοτήτων εκ του πολέμου και των στρατών κατοχής» το οποίο κυκλοφόρησε από το Υπουργείον Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων το 1946, οι Χρήστος Καρούζος, Γιάννης Μηλιάδης, Μαρίνος Καλλιγάς, Γρηγόριος Ανδρουτσόπουλος και Νικόλαος Ζαφειρόπουλος (οι περισσότεροι μέλη του ΕΑΜ Αρχαιολόγων) κατέγραψαν τις περιπέτειες των αρχαιοτήτων μέχρι την Απελευθέρωση. Η έρευνα ήταν βαθιά, αλλά δεν κατέστη δυνατόν στη ρημαγμένη από τον πόλεμο χώρα να συγκεντρωθούν όλα τα στοιχεία. Τα όσα πάντως έχουν καταγραφεί, αποτελούν αποδείξεις για το έγκλημα που συντελέστηκε και στον τομέα της πολιτιστικής μας κληρονομιάς.

Σύμφωνα με όσα αναφέρονται, στη διάρκεια της Κατοχής σε 37 πόλεις και περιοχές της χώρας εκλάπησαν αρχαιότητες από τους Γερμανούς κατακτητές, ενώ την ίδια περίοδο Γερμανοί αρχαιολόγοι (με στρατιωτική στολή) πραγματοποίησαν παράνομες ανασκαφές σε 17 περιοχές και έστειλαν τα ευρήματα στη Γερμανία. Καταστροφές ή σοβαρές ζημιές έλαβαν χώρα και κατά την αποχώρηση των κατακτητών. Η απόκρυψη κινητών ευρημάτων, γνωστή ως «η απόκρυψη των αγαλμάτων» έσωσε πολύτιμες αρχαιότητες. Αρχαιολόγοι, εργάτες, φύλακες και λοιπό προσωπικό των μουσείων συμπεριφέρθηκαν αξιοθαύμαστα. Αρνήθηκαν με κίνδυνο της ζωής τους να αποκαλύψουν πού βρίσκονται τα αρχαία και απαντούσαν σιβυλλικά «στο χώμα, όπου και ανήκουν». Δεν βρέθηκε έστω ένας να καμφθεί ή να δώσει πληροφορίες.

Εστία συνεχών προστριβών ήταν η διενέργεια ανασκαφικών ερευνών σε διάφορα σημεία της χώρας. Στην Πελοπόννησο, στη Στερεά Ελλάδα, στη Θεσσαλία, στη Μακεδονία, στην Κρήτη. Εγγραφα διαμαρτυρίας εκ μέρους των κατοχικών κυβερνήσεων επιστρέφονταν ως απαράδεκτα από τις αρχές Κατοχής.
Ελάχιστες από αυτές τις λαθραία ανασκαφείσες αρχαιότητες, για τις οποίες μάλιστα δεν διαθέτουμε ανασκαφικές καταγραφές, έχουν επιστραφεί στη χώρα μας και μόνο όταν τα εντοπίσαμε και τα διεκδικήσαμε.

Καταστροφές μνημείων

Σοβαρές καταστροφές βυζαντινών και μεταβυζαντινών μνημείων έγιναν και σε περιπτώσεις κατά τις οποίες, για λόγους αντιποίνων, τα γερμανικά στρατεύματα κατέκαιαν ολόκληρα χωριά και κωμοπόλεις, χωρίς να κάνουν καμιά απολύτως εξαίρεση για κανένα κτίσμα, όσο σημαντικό και αν ήταν αυτό. Ετσι αρκετές εκκλησίες εξαφανίσθηκαν από προσώπου
γης. Ακόμη, πολλές μονές, για τις οποίες υπήρχαν πληροφορίες ότι έβρισκαν σε αυτές καταφύγιο στελέχη της Αντίστασης, δέχτηκαν, από ξηράς και αέρος, την εκδικητική μανία του κατακτητή.

Τον Αύγουστο του 1943 η ονομαστή βυζαντινή Μονή του Οσίου Λουκά στο Στείρι της Φωκίδας δέχεται επίθεση από τρία γερμανικά βομβαρδιστικά. Θύματα γερμανικών επιθέσεων πέφτουν και οι Μονές του Αγίου Μελετίου στον Κιθαιρώνα, του Αγίου Σεραφείμ της Δομβούς, της Αγίας Λαύρας στα Καλάβρυτα, της Παρηγορήτισσας και των Βλαχερνών στην Αρτα, μονές των Μετεώρων, ενώ η Μονή Καταφυγίου ή Κουμασίων στους Κορυσχάδες της Ευρυτανίας, κτίσμα της Τουρκοκρατίας, με πολλά κειμήλια στο θησαυροφυλάκιό της, κυρίως εικόνες και χειρόγραφα, ανατινάζεται και καταστρέφεται ολοσχερώς. Καταστράφηκαν επίσης μεσαιωνικές γέφυρες και κάστρα, τμήματα αρχαιολογικών χώρων και εκλάπησαν αρχαιότητες. Ιδιαίτερη καταστροφή υπέστη η Κρήτη, λόγω της αρχαιοκαπηλικής δραστηριότητας του ανώτατου στρατιωτικού διοικητή Κρήτης, στρατηγού Ρίνγκελ. Ευτυχώς, στις αρχές του 1942 μετατέθηκε στο Ανατολικό Μέτωπο.

Αγνωστος αριθμός

Τόσες δεκαετίες μετά, η Ελλάδα ακόμα δεν έχει βρει άκρη ως προς το πόσες αρχαιότητές της εκλάπησαν ή καταστράφηκαν από τα γερμανικά, τα  ιταλικά και τα βουλγαρικά στρατεύματα κατοχής επειδή οι λιγοστοί Ελληνες αρχαιολόγοι δεν πρόλαβαν να κρύψουν. Ο ακριβής αριθμός δεν είναι το μόνο που αγνοεί η Ελλάδα. Εκατοντάδες αρχαιότητες που διαρπάγησαν από τους κατοχικούς στρατούς, δεν γνωρίζουμε καν σε ποιων την κατοχή βρίσκονται. Ως λάφυρα πολέμου κατασχέθηκαν από τους αντιπάλους  ή πωλήθηκαν από τους στρατιώτες κατά παράβαση κάθε διεθνούς έννοιας δικαίου.

Αλλά και από τα καταγεγραμμένα, δεν γνωρίζουμε τι από όσα οι αρχαιολόγοι  εκείνης της εποχής μαρτυρούν, έχει επιστραφεί.

Το 2013, η γενική διεύθυνση αρχαιοτήτων ζήτησε την καταγραφή όλων όσα είχαν κλαπεί τότε από μουσεία και αρχαιολογικές αποθήκες και χώρους. Το αποτέλεσμα ήταν περίπου ανύπαρκτο, αφού δεν εντοπίστηκε υλικό που να επιτρέπει την αντιπαραβολή. Καταφέραμε ωστόσο να πάρουμε πίσω χιλιάδες προϊστορικά ευρήματα από τη Θεσσαλία, που εντοπίσθηκαν σε γερμανικό μουσείο (κυρίως θραύσματα αγγείων).

Ο διαπρεπής αρχαιολόγος Χρήστος Καρούζος είχε επισημάνει μετά τον πόλεμο πως οι καταστροφές, μερικές ή ολικές, αρχαιολογικών χώρων και μνημείων, όπως και οι κλοπές αρχαιοτήτων, «δεν αποτιμώνται εις χρήματα ουδέ δύναται η καταβολή οιασδήποτε χρηματικής αποζημιώσεως να θεωρηθεί ως επανόρθωσις του κακού».

Ο Σεφέρης

Στιγμές από την αποκάλυψη των αρχαίων αγαλμάτων, μάς μεταφέρει με τον δικό του τρόπο ο Γιώργος Σεφέρης στις Μέρες:

«Τρίτη 4 Ιουνίου 1946

Το μεσημέρι στο Αρχαιολογικό Μουσείο. Ξεθάβουν τώρα – άλλα σε κάσες και άλλα γυμνά κατάσαρκα μέσα στο χώμα – τα αγάλματα. Σε μια από τις παλιές μεγάλες αίθουσες, γνώριμες από τα μαθητικά μας χρόνια με τη στεγνή όψη που έφερνε κάπως προς τη βαρετή δημόσια βιβλιοθήκη, οι εργάτες δουλεύουν με φτυάρια και με αξίνες. Τὸ δάπεδο, αν δεν κοίταζες τη στέγη, τα παράθυρα και τους τοίχους με τις χρυσές επιγραφές, θα μπορούσε να ήταν ένας όποιος τόπος ανασκαφών. Τα αγάλματα βυθισμένα ακόμη στη γης, φαινόντουσαν από τη μέση και πάνω γυμνά, φυτεμένα στην τύχη. …Ήταν ένας αναστάσιμος χορός αναδυομένων, μια δευτέρα παρουσία σωμάτων που σου έδινε μια παλαβή χαρά.»

Την έκδοση «Ζημίαι των αρχαιοτήτων εκ του πολέμου και των στρατών κατοχής» μπορείτε να βρείτε σε ψηφιακή μορφή στον ιστότοπο «Ανέμη» του Πανεπιστημίου Κρήτης ΕΔΩ.

Αγγελική Κώττη

Διαβάστε επίσης

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ