Τα σοκάκια στο Αϊβαλί, τα αρχοντικά που ακόμη και σήμερα υπάρχουν, κρατούν καλά κρυμμένες τις ιστορίες των ανθρώπων που κάποτε τα περπατούσαν. Κι αν κάνει ησυχία, λες κι ακούς τα βήματά τους, λες κι αφουγκράζεσαι τον πόνο που βίωσαν όλοι εκείνοι που ξεριζωθήκαν στα 1922. Μια γυναίκα που έζησε τον δικό της Γολγοθά, μια αφανής ηρωίδα, ήταν η Αθηνά. Στα 25 της μένει χήρα, απροστάτευτη με τα τέσσερα ορφανά της. Εγκαταλείπει το αρχοντικό της και βρίσκεται πρόσφυγας στο νησί που την έφερε νύχτα μια μικρή βάρκα. Άμαθη στα δύσκολα, θα καταφέρει να αναστήσει τα μωρά της, να τα διδάξει την αξιοπρέπεια, την αγάπη για τη ζωή, να κάνει τον αβάσταχτο πόνο της πείσμα.
Κάθε βράδυ το βλέμμα της ταξίδευε στα φώτα που σαν μικρά καντηλάκια την ξανάφερναν στον τόπο της. Κι όπως κοιτούσε καρσί το Αϊβαλί, το φανταζόταν σαν μια γυναίκα που με λυτά τα μαλλιά μοιρολογάει για τα χαμένα της παιδιά. Διάβηκε τον δύσκολο δρόμο που της φύλαγε η μοίρα με το κεφάλι ψηλά. Πείσμωσε, θύμωσε, μα έμεινε βράχος, όπως όλες αυτές οι υπέροχες γυναίκες που έχουν γράψει ιστορία, χωρίς ωστόσο ποτέ να γραφτούνε στις σελίδες της Ιστορίας. Το βιβλίο “Κι από καρσί το Αϊβαλί γυναίκα μοιάζει” βραβεύτηκε στον 30ό λογοτεχνικό διαγωνισμό του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός».
Ο Δήμος Λυκόβρυσης- Πεύκης οργανώνει την παρουσίαση του βραβευμένου βιβλίου αύριο Κυριακή, 9 Μαρτίου, ώρα 18:30 στην Αίθουσα «Μανόλης Αναγνωστάκης» (Χρυσοστόμου Σμύρνης και Ρήγα Φεραίου, Πεύκη). Θα μιλήσουν ο Γρηγόρης Κεσίσογκου, εκδότης της εφημερίδας «Ανατολή» και διαχειριστής της σελίδας «Απόγονοι Μικρασιατών», ο Γιάννης Λουκάς, πρόεδρος της Ενώσεως Αϊβαλιωτών- Μοσχονησιωτών, Δικηγόρος, και η συγγραφέας. Αποσπάσματα θα διαβάσει η θεατρολόγος και ηθοποιός Ελισσάβετ Γιαννοπούλου. Θα προβληθεί οπτικοακουστικό υλικό από τις «Κυδωνίες». Το μουσικό σχήμα «Νιαβέντιδες» θα παρουσιάσει μουσική και τραγούδια από τις αλησμόνητες πατρίδες. Στο τέλος της εκδήλωσης θα προσφερθούν κεράσματα.
Το νέο βιβλίο της Μπέλλας Μηλοπούλου μιλά βασικά για το Αϊβαλί και για τη Μυτιλήνη, που βρέθηκε η ηρωίδα της. Εκτός από τη συναρπαστική πλοκή, τα γεγονότα που εξιστορούνται με μαστοριά από τη συγγραφέα, έχει ακόμα δύο σημαντικές αρετές. Ξαναδίνει φωνή στους πρόσφυγες κυρίως της πρώτης γενιάς, που είχαν την πατρίδα στις ψυχές τους, σίγουροι πως θα ξαναγυρίσουν. Και προσφέρει στον αναγνώστη μια έξοχη θέαση του μικρασιατικού πολιτισμού. Ενός πολιτισμού που υπήρξε μεγαλειώδης.
«Μα όλα τα είχατε στη Σμύρνη πια;» ρωτούσαν οι ντόπιες τις προσφυγοπούλες, που έκλαιγαν αναπολώντας την γη που άφησαν πίσω τους. Όλα τα είχαν στη Μικρά Ασία και στον Πόντο. Εκτός από τη νοσταλγία, που ομόρφαινε τα όσα είχαν χάσει, υπήρχε και η πραγματικότητα, πόλεων και χωριών με υπέροχους ανθρώπους. Τότε που ζούσαν Τούρκοι, Ελληνες, Αρμένιοι, Εβραίοι και Λεβαντίνοι μονιασμένοι, μεγαλουργώντας γι’ αυτό ακριβώς. Οι Μικρασιάτες δεν υπήρξαν ποτέ κλεισμένοι στον δικό τους κόσμο ή στους δικούς τους κόσμους. Είχαν τον νου στραμμένο και προς την Ανατολή και προς τη Δύση, τρυγώντας τα καλύτερα και από τις δύο κουλτούρες. Κοσμοπολίτες και επιφυλακτικοί. Εραστές της ζωής και γεμάτοι δέος για την Ορθοδοξία. Αγαπούσαν τη διασκέδαση, αλλά και τα Γράμματα, και δεν ξεχνούσαν ποτέ πως ο σκοπός ήταν η απελευθέρωση.\
Ολα αυτά και πολλά ακόμη, αντανακλώνται στο βιβλίο της συγγραφέως. Η Μπέλλα Μηλοπούλου κατάφερε να δώσει φωνή σε ανθρώπους που χάθηκαν, να μας μιλήσει για τις συνήθειες, τα έθη, τα έθιμα, τις δοξασίες και τα «πιστεύω» τους με μοναδικό τρόπο. Οσοι ξέρουμε, καθώς είχαμε προγόνους πρόσφυγες από την Ιωνία, τον Πόντο ή την Ανατολική Θράκη, θαυμάζουμε πόσο ζωντανά αποτυπώνει μικρές και μεγάλες πτυχές της καθημερινότητας και των ξεχωριστών ημερών και εορτών. Οσοι δεν ξέρουν, θα μάθουν πολλά, απολαμβάνοντας αυτή τη γνώση που κυλά φυσικά, σαν γάργαρο νερό, μέσα από την πλοκή του βιβλίου.
Η μεγαλύτερη αρετή είναι πως ξαναδίνει ήχο και χρώματα στα έρημα από Ρωμιούς σοκάκια του Αϊβαλιού, τους ξαναστήνει εκεί, μπροστά στα έκπληκτα μάτια μας. Αλλά και αφηγείται μέσα από τις ζωές τους τι σημαίνουν ακόμη και σήμερα οι Αλησμόνητες Πατρίδες. Βασισμένη σε μια στέρεη ιστορία, χαρίζει στον αναγνώστη «χαρές ανείπωτες» όπως θα έλεγε και ο Ελύτης.
Οπως έχει πει η ίδια σε συνέντευξή της στο Διάστιχο, νιώθει τυχερή «ακόμη και σήμερα, που μεγάλωσα με μια υπέροχη Μικρασιάτισσα γιαγιά! Ακόμη κουβαλάω μέσα μου τις μυρωδιές και τις γεύσεις από τις μαγειρικές και τα γλυκά της, τα μυστικά και τις συμβουλές της για το νοικοκυριό, για τη ζωή, ακόμη και για τον έρωτα. Πάνω απ’ όλα, όμως, κουβαλάω τα παραμύθια της, τόσο διαφορετικά από των άλλων παιδιών. Η γιαγιά μου ζούσε με τις αναμνήσεις της από το Αϊβαλί, που αποχαιρέτησε, με τον πιο σκληρό και απάνθρωπο τρόπο, με την Καταστροφή, το 1922.
Κάθε βράδυ, ξεκλείδωνε το κουτί των αναμνήσεων, ταίριαζε τις λέξεις έτσι που να μοιάζουν με παραμύθι και με μάγευε με ιστορίες που δεν είχαν δράκους, τέρατα, κακές μάγισσες και νεράιδες, μέχρις ότου ο ύπνος σφάλιζε τα βλέφαρά μου και κλείδωνε στη μνήμη μου αυτές τις πολύτιμες αφηγήσεις.
Κάπως έτσι αγάπησα τις Κυδωνίες. Και κάποια στιγμή κατάφερα να πραγματοποιήσω την υπόσχεση που της είχα δώσει. Να βρεθώ στο Αϊβαλί, και μάλιστα με την κόρη μου, να προσκυνήσω και να περπατήσω τα ίδια σοκάκια που εκείνη ποτέ δεν ξέχασε. Από καλή τύχη και από τις περιγραφές που μου είχε κάνει στα δικά της παραμύθια, βρήκα το πατρικό της και οι τωρινοί Τούρκοι ιδιοκτήτες του μας καλοδέχτηκαν στο εσωτερικό του.»
Όταν ολοκληρώθηκε το ταξίδι, είχε φυτευθεί ήδη ο σπόρος για το βιβλίο. Ερευνα, καταγραφή αναμνήσεων, το ημερολόγιο της μητέρας της, όλα επιστρατεύθηκαν. Και έγιναν η ιστορία της γιαγιάς της, που έζησε «τα πρώτα τρομακτικά δύσκολα χρόνια της προσφυγιάς στη Μυτιλήνη, προσπαθώντας με νύχια και με δόντια να αναστήσει, 25 χρόνων χήρα, τα τέσσερα μωρά της, το πιο μικρό ούτε 40 ημερών. Τα βράδια, στην προκυμαία, χάζευε για ώρες απέναντι (καρσί) τα φώτα των Κυδωνιών, (η αρχαία πόλη στη θέση που είναι σήμερα το Αϊβαλί) κι η πόλη της της φάνταζε σαν μια γυναίκα που με τα μαλλιά λιτά στέκεται στην άκρη της θάλασσας, που υποδέχεται τα δάκρυά της καθώς μοιρολογάει για τα παιδιά της που χάθηκαν.»
Η Μπέλλα Μηλοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα. Στην εφηβεία της άρχισε να ασχολείται με την ποίηση, δημοσιεύοντας δουλειά της σε λογοτεχνικά περιοδικά και συλλογές. Από τα 18 της χρόνια και παράλληλα με τις σπουδές της στη δημοσιογραφία και τα αγγλικά, βρέθηκε στην εφημερίδα «Βραδυνή», στην οποία εργάστηκε για περίπου 14 χρόνια ενώ, στην ίδια περίοδο, συνεργαζόταν με πολλά περιοδικά. Έκανε για αρκετά χρόνια ραδιόφωνο –μουσικές, κυρίως, εκπομπές– και συνεργάστηκε με μία από τις πρώτες «ζωντανές» εκπομπές της ελληνικής τηλεόρασης, τα «Κυριακάτικα» της ΕΤ-1. Εργάστηκε στον τομέα ειδήσεων της δημόσιας τηλεόρασης, καθώς και στο Γραφείο Τύπου της ΕΡΤ. Έχει διατελέσει διευθυντικό στέλεχος σε πολλά περιοδικά («Τηλεθεατής», «Τηλεκοντρόλ», «Εγώ» και «Ραδιοτηλεόραση») καθώς και σύμβουλος έκδοσης σε εφημερίδες, εβδομαδιαία και μηνιαία έντυπα. Μιλάει αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, ισπανικά. Η πρώτη της συγγραφική απόπειρα, το «Πες στον πελαργό να έρθει από το σπίτι», ξεκίνησε ως μία ημερολογιακή καταγραφή της προσωπικής της εμπειρίας και έγινε βιβλίο γιατί «κάποιες στιγμές, για κάποιους λόγους, πρέπει να τις μοιράζεσαι…»