today-is-a-good-day
20.1 C
Athens

Η Δύση το χρειάζεται. Η Αμερική μπορεί; –  Γράφει ο Δημήτρης Απόκης

Το τελευταίο διάστημα και ειδικά την εβδομάδα που πέρασε έχουμε γίνει μάρτυρες, μιας σειράς εξελίξεων οι οποίες αποδεικνύουν με σαφήνεια τη βαθιά κρίση που διέρχεται η Δύση σε κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό, επίπεδο. Η παρατεταμένη αναταραχή από άκρη σε άκρη της Γαλλίας, το γεγονός ότι το συνολικό χρέος της Γερμανίας ανέρχεται στα 2,3 δισ. ευρώ, η βόμβα της Credit Suisse, που με αγωνία όλοι τρέχουν να μην τη χαρακτηρίσουν διάσωση, καταδεικνύουν το μεγάλο πρόβλημα της Ευρώπης. Η κατάσταση αυτή όμως, είναι αποτέλεσμα της βαθιάς πολυεπίπεδης κρίσης που διέρχεται η Μητρόπολη της Δύσης, οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Μιας κρίσης η οποία απειλεί συνολικά το δυτικό κόσμο και ειδικότερα την Ευρώπη, η οποία λόγω απουσίας οποιασδήποτε στρατηγικής άγεται και φέρεται από την Ουάσιγκτον πληρώνοντας το τίμημα. Υπάρχει άμεση ανάγκη αντιστροφής αυτής της καθοδικής πορείας και το επιτακτικό ερώτημα είναι. Η Δύση το χρειάζεται. Η Αμερική μπορεί;

Του Δημήτρη Γ. Απόκη

Μια ρεαλιστική ματιά στην κατάσταση που επικρατεί και στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Δύση, το λιγότερο που προκαλεί είναι βαθιά ανησυχία για το μέλλον. Παρά τις αλλεπάλληλες δηλώσεις περί ενιαίου μετώπου, σταθερότητας, θωρακισμένης οικονομίας αυτό που επικρατεί είναι, πόλεμος στην Ευρώπη, εντάσεις που αυξάνονται στον Ινδο-Ειρηνικό, και τη Ρωσία με την Κίνα να εμβαθύνουν τους δεσμούς με το Ιράν: Η διεθνής πολιτική κατάσταση συνεχίζει να σκοτεινιάζει.

Στην Ευρώπη, η δέσμευση του ΝΑΤΟ, όσο αφορά τη στήριξη της Ουκρανίας, παραμένει σταθερή καθώς το Κίεβο ετοιμάζεται για μια εαρινή αντεπίθεση. Οι σύμμαχοι των ΗΠΑ στην Ασία δείχνουν να συσπειρώνονται. Η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα βελτιώνουν τις σχέσεις τους. Η Ινδία και η Αυστραλία βρίσκονται σε μια πορεία διαπραγμάτευσης, μιας συνολικής οικονομικής συμφωνίας, παρά το γεγονός ότι ΗΠΑ, Μεγάλη Βρετανία και Αυστραλία, έχουν προχωρήσει στην αμυντική εταιρική σχέση Aukus. Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση των Φιλιππίνων προσφέρει νέες εγκαταστάσεις για βάσεις της Αμερικής.

Εάν θέλουμε πραγματικά να κατανοήσουμε αυτές τις εξελίξεις θα πρέπει να τις βάλουμε σε ένα ρεαλιστικό πλαίσιο.

Η αδιαμφισβήτητη υπεροχή της Αμερικής μετά τον Ψυχρό Πόλεμο καθιέρωσε ένα παγκόσμιο οικονομικό σύστημα και σύστημα ασφάλειας που λειτούργησε πολύ καλά για τις χώρες του Δυτικού συνασπισμού στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Μετά το τέλος του, οι χώρες της Δύσης, συνέχισαν να διαμορφώνουν την εξωτερική τους πολιτική πάνω σε αυτό το σύστημα, στηριζόμενες στην Αμερική, για την εξασφάλιση της ειρήνης και της ευημερίας τους.

Το πρόβλημα με αυτή την πολιτική είναι ότι καθώς οι αμφισβητίες αυτού του συστήματος, όπως η Κίνα, η Ρωσία και το Ιράν άρχισαν όλο και πιο έντονα να υπονομεύουν τη σταθερότητα της αμερικανικής τάξης, το πλαίσιο αυτό δεν είναι πλέον αρκετό. Όχι μόνο δεν είναι αρκετό, αλλά είναι πλέον αμφισβητήσιμο το κατά πόσο η σημερινή Ουάσιγκτον, μπορεί να συνεχίσει να το υποστηρίζει. Για πολλούς από τους συμμάχους της Αμερικής πλέον, η Ουάσιγκτον είναι λιγότερο αξιόπιστη και προβλέψιμη.

Σαν αποτέλεσμα, παρά το γεγονός ότι ο δυτικός κόσμος, επιθυμεί την επιβίωση της αμερικανικής τάξης, έχει αρχίσει να συνειδητοποιεί, ότι πρέπει να προσπαθήσει σκληρότερα για να αντισταθμίσει το κενό που έχει προκύψει από την κρίση που διέρχεται η Αμερική.

Μια σειρά από χώρες του δυτικού συνασπισμού επιλέγουν να ενισχύσουν τις σχέσεις τους με την Αμερική, αυξάνουν τις αμυντικές δαπάνες και εντείνουν τις προσπάθειες για την ενίσχυση του δικτύου συμμαχιών που στηρίζουν την μέχρι σήμερα υφιστάμενη παγκόσμια τάξη.

Από την πλευρά της Ουάσιγκτον, αυτό είναι κάτι πολύ θετικό. Άλλωστε πρόκειται για κάτι που η αμερικανική διπλωματία επιδιώκει για δεκαετίες στην Ευρώπη και η υιοθέτηση μιας τέτοιας προοπτικής στον Ινδο-Ειρηνικό, από την Ινδία έως την Ιαπωνία και την Κορέα, τείνει να δημιουργήσει ένα πλέγμα σχέσεων που θα βοηθήσει στην αντιμετώπιση του ουσιαστικού στρατηγικού αντιπάλου της Δύσης, που είναι η Κίνα.

Σε ένα τέτοιο αγγελικά πλασμένο κόσμο, οι εχθροί της Δύσης, θα αποτρέπονταν, οι σύμμαχοι και φίλοι της Αμερικής, θα ενδυναμώνονταν και το αμερικανοκεντρικό παγκόσμιο σύστημα θα διατηρούνταν προς όφελος του δυτικού κόσμου ευρύτερα και μάλιστα κατά ένα τρόπο, βάση του οποίου η Ουάσιγκτον δεν θα επωμίζονταν, όπως συμβαίνει επί δεκαετίες, σχεδόν το σύνολο του κόστους.

Βλέποντας κανείς τη συμβαίνει τα τελευταία χρόνια και σήμερα, στο εσωτερικό της Αμερικής, είναι ξεκάθαρο ότι αυτό το ειδυλλιακό σενάριο, τρίζει επικίνδυνα και αυτό είναι τρομερά ανησυχητικό. Τι θα συμβεί αν η αμερικανική πολιτική πόλωση και η οικονομική κακοδιαχείριση συνεχίσουν να υπονομεύουν την αμερικανική ισχύ, έτσι ώστε η παγκόσμια τάξη που εδρεύει στην Ουάσιγκτον, συνεχίσει να αποσυντίθεται παρά τη μεγαλύτερη υποστήριξη από τις συμμαχικές χώρες;

Εάν οι χώρες αρχίσουν να χάνουν την εμπιστοσύνη τους στην ικανότητα της αμερικανικής τάξης να επιβιώσει, ακόμη και με ενισχυμένη υποστήριξη από συμμάχους, αναπόφευκτα θα αρχίσουν να σχεδιάζουν για την ασφάλειά τους σε έναν μετα-αμερικανικό κόσμο.

Αυτό σίγουρα δεν έχει να κάνει, όχι ακόμη τουλάχιστον, με την απώλεια εμπιστοσύνης, έναντι των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων. Έχει να κάνει και σωστά, με την ανησυχία και τα ερωτηματικά όσο αφορά τη βούληση, την ικανότητα και την πολιτική και κοινωνική συνοχή της υπερδύναμης, έτσι ώστε να συνεχίζει να στηρίξει αυτή την παγκόσμια τάξη.

Όποιος παρακολουθεί ψύχραιμα και με ρεαλιστική ματιά, τι συμβαίνει σήμερα στην Αμερική, είναι λογικό να ανησυχεί. Το τοξικό πολιτικό σκηνικό, η αυτοκτονική παραπομπή Τραμπ, από τον κομματικά κινούμενο, εισαγγελέα της Νέας Υόρκης, δημιουργεί ένα εκρηκτικό σκηνικό, που δεν μπορεί να μην ανησυχεί το δυτικό κόσμο.

Στη Μέση Ανατολή, για παράδειγμα, η μετάβαση σε έναν κόσμο που ανησυχεί για την αξιοπιστία και τη δυνατότητα της Αμερικής, βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη. Για μακροχρόνιους συμμάχους όπως η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, η αμερικανική παγκόσμια τάξη έχει αρχίσει να υποχωρεί.

Να μην κρυβόμαστε πίσω από το δάκτυλό μας, ο Αμερικανός πρόεδρος, Τζο Μπάιντεν θεωρείται ευρέως, πιο αδύναμος, αλλά και λιγότερο αξιόπιστος από τον Τραμπ, ο οποίος ποτέ δεν θεωρήθηκε από τους συμμάχους, ιδιαίτερα ικανός ηγέτης εξωτερικής πολιτικής.

Καθώς οι μετασεισμοί από την αφγανική αποχώρηση συνεχίζουν να αντηχούν και καθώς το Ιράν προχωρά ασταμάτητα προς ένα πυρηνικό όπλο χωρίς ορατή απάντηση από τις ΗΠΑ, η αμφισβήτηση της αξιοπιστίας της Ουάσιγκτον ενισχύεται όλο και πιο πολύ και η προοπτική μιας μετα-αμερικανικής πραγματικότητας φαντάζει ρεαλιστική.

Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης Τραμπ, κορυφαίες αραβικές χώρες υπέγραψαν τις Συμφωνίες του Αβραάμ και ενίσχυσαν την αμυντική τους συνεργασία τόσο με το Ισραήλ όσο και με τις ΗΠΑ. Παρόλα αυτά, σήμερα, οι ίδιες αυτές χώρες συντονίζονται με τη Ρωσία όσον αφορά την ενεργειακή πολιτική, αποκαθιστούν τους δεσμούς με το Ιράν και τη Συρία και συνεργάζονται στενότερα με την Κίνα.

Η σημερινή Ουάσιγκτον, δηλώνει ικανοποιημένη, από την τάση τόσων πολλών συμμάχων της να στηρίξουν, την παγκόσμια τάξη που έχουν χτίσει οι Αμερικανοί. Η τάση αυτή όμως, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι η εμπιστοσύνη των συμμάχων έναντι της Αμερικής, αυξάνεται. Αν η αυτοπεποίθησή τους έναντι της βούλησης και της δυνατότητας της Ουάσιγκτον να στηρίξει το παγκόσμιο σύστημα, συνεχίσει να μειώνεται, περισσότερες χώρες θα κινηθούν προς την κατεύθυνση που βλέπουμε στη Μέση Ανατολή και περισσότερα μέρη του κόσμου θα αρχίσουν να μοιάζουν με τη Μέση Ανατολή.

Όπως αποδεικνύουν οι επιπτώσεις των πρόσφατων κρίσεων, οι φιλικές προς τη Δύση χώρες της Ασίας, είναι πολύ πιο έτοιμες και ικανές να διαχειριστούν αυτή την κατάσταση. Ξεκάθαρα, δεν συμβαίνει το ίδιο με την Ευρώπη. Όσο αυτό δεν γίνεται αντιληπτό και δεν υπάρχει αλλαγή πορείας, το μέλλον προδιαγράφεται αρνητικό και αυτό πρέπει να αρχίσει να μας απασχολεί σοβαρά, εδώ στην Ελλάδα.

* Ο Δημήτρης Γ. Απόκης, είναι Διεθνολόγος, με ειδίκευση στην Αμερικανική Εξωτερική Πολιτική, Γεωπολιτική και Διεθνή Οικονομία. Απόφοιτος των πανεπιστημίων The American University, School of International Service, και The Johns Hopkins  University, The Paul H. Nitze, School of Advanced International Studies της Ουάσιγκτον. Είναι μέλος του The International Institute for Strategic Studies του Λονδίνου, και ως Δημοσιογράφος, υπήρξε επί σειρά ετών διαπιστευμένος ανταποκριτής στο Λευκό Οίκο, στο Στέητ Ντιπάρτμεντ και στο Αμερικανικό Πεντάγωνο.

Διαβάστε επίσης

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ