today-is-a-good-day
19.5 C
Athens

 «Χώρα συριζονίκητη και τσιπροσκλαβωμένη[1]»

[Σκέψεις ειδικώς και σχετλιαστικώς αφιερωμένες στα καλόπαιδα, που συντηρούν επί τετραετία τον «Άνθρωπο του Θεού» Αλ-ΕΞΗ]

Χαζεύω με επιμέλεια και άκρατο γέλωτα τα σκίτσα του Αρκά σε βάρος του παιδαριοπαίδα Αλ-ΕΞΗ. Τόσο, πού η τραγική ευθυμία περνάει στο άλλο μέρος, της ιλαρής οδύνης. «Δε σκοτώνει κανείς με την οργή, αλλά με το γέλιο», αποφαίνεται ο Νίτσε. Η ενεστώσα κρατικοδίαιτη κυβέρνηση τελειώνει με τη γελοιοποίησή της, όχι επειδή προκάλεσε την οργή του λαού. Η γελοιοποίησή της έχει πολλά μικρά ονόματα κι έναν επώνυμο νονό: το Λαό.

Πρόκειται για φυλακισμένες υπάρξεις, με μια ιδιοσυγκρασία αμφίβολη και μια φωνή δευτερογενή, όμοια με μιαν ηχώ κυμβάλου. Θα ‘λεγες άτομα τραγικά; Κωμικά, μάλλον. Ακόμη και το ιλαροτραγικόν κρύβει μέσα του τις διαστάσεις προσώπου, όχι ατόμου. Κι αυτοί οι δόλιοι (κυριολεκτικά και μεταφορικά) είναι άτομα, αγέλη απαίδευτη, του συρμού και του θυμού. Φυσιογνωμίες με μια κάποια ταύτιση από μικρή απόσταση. Γιατί από μακρινή απόσταση, μια μάζα δείχνουν. Μορφές γηρασμένες, ενός ανθρώπινου τύπου, που γέννησε ο παλαιός γονιός. Ζέχνουν γήρας. Δείχνουν μωρία. Αντιλαμβάνονται ελάχιστα. Όσα μπορεί να επιτρέψει η απαίδευτη εκπαίδευσή τους. Κι αυτά διαστροφικά και διεστραμμένα. Βλαπτικά και βεβλαμμένα.

 

Ο ανθρώπινος αυτός τύπος, μέσα σε λίγο χρόνο, επέδειξε χαρακτηριστικά σωρευμένα σε μεγάλη μνήμη. Μάλλον σε μεγάλο αγελαίο υποσυνείδητο. Ήταν μόνος κι έρημος αυτός ο τύπος ανθρώπου. Και η μοναξιά αφήνει ίχνη ιδρυματισμού, όπως τα σημάδια στο σώμα και την ψυχή του βετεράνου πολέμου. Ήταν και διχασμένος ο τύπος αυτός. Η ροπή έγερνε προς την αφθονία. Η διδαχή του προς την λιτότητα. Τη λιτότητα!

 

Μίλα στον πεινασμένο από καιρό για την τροφή του καλογέρου – λίγα χόρτα, παξιμάδι στεγνό, νερό μόνο για να βρέξει τα χείλη του – κι ανάμενε να σε καταλάβει! Δώσε στο φυλακισμένο όν τρυφή και πρόσμενε να περιοριστεί στην ολιγάρκεια! Η πείνα, φίλε, η δομική πείνα, της ψυχής και του μυαλού, που δεν ποτίστηκε, της σάρκας και της αθλιωμένης γύμνιας, που δεν ενδύθηκε, δε χορταίνει με το «ολίγον» και το «πάνυ ακριβές», αλλά με το «γαία πυρί μειχθήτω» και το «όλα τα σφάζω, όλα τα μαχαιρώνω».

 

Το ένστικτο επιβίωσης, του λυμασμένου τού το διαλύει το συναίσθημα. Και του αφαιρεί τη λογική. Πού στα θεμέλιά της, αν δε βρεις λίπασμα αξιοπρέπειας και ιχνοστοιχεία αιδούς, παραδέχεσαι ότι αυτή, ή δε μπόρεσε να καλλιεργηθεί, ή ουδέποτε υπήρξε, έστω ως αυτοφυές αγριόχορτο.

 

Ο άνθρωπος αυτός, ο λεγόμενος και «δήθεν μεταμνημονιακός», αθροίζει όλα εκείνα τα στοιχεία, που τον καθιστούν «μεταπολεμικό». Παιδί μιας εποχής παρακμιακής, διανοητικά υδροκέφαλης. Νόμισε ότι δεν έχει κανένα πρόβλημα. Και όταν οδηγήθηκε στη θέα της απολαυστικής εξουσίας ή της εξουσιάζουσας απόλαυσης, νόμισε ότι μπορεί να λύσει προβλήματα.

 

Υπάρχει πολύς πόνος σε όλη αυτή την σύγχρονή μας ιστορία. Πόνος επώδυνος, ενός λαού που αναζητά με λάθος τρόπο και λάθος μέσα να βρει τα πατήματα πού στερήθηκε – γιατί, ακριβώς, δεν τα είχε κατακτήσει στέρεα ποτέ – και ενός εξουσιαστικού τύπου ανθρώπου, που από τη ζώνη της απομόνωσης, επιθυμεί να περάσει στη ζώνη της δικής του μόνωσης. Επαγγελλόμενος, στο μεν λαό «λιτή αφθονία», στον δε εαυτό του «τρυφηλή ευωχία».

 

Προμνημονιακώς και, για να είμαι πιο σαφής χρονικά, μεταπολιτευτικώς, η εξουσία σε τούτον εδώ τον τόπο γνώρισε καταπράσινους μπουφέδες. Με τη μικροαστή πλέμπα της επαρχίας – κυρίως – να αρπάζει το κάτιτις εδώδιμον, έστω και σε ποσότητα μεζέ. Ακολούθησαν και κάποια γαλάζια γεύματα – ελάχιστα, ωστόσο – καθημένων συνδαιτυμόνων, ολίγων και ακριβών. Αυτός ο «μεταμνημονιακός», όμως, τύπος ανθρώπου, ως άλλος «μεταπολεμικός», πείνασε κι έστησε δείπνους μυστικούς. Έμπροσθεν της κάμερας δυο – τρία κριτσίνια και μια γραβιερίτσα, ούτε καν Ναξιώτικη, να φιλέψει τους υποψηφίους του και το θεαθήναι προς το λαό. Πίσω από το cockpit, όμως, κατά μήκος της πρωθυπουργικής ατράκτου, ως σε αρραβώνα προ συμφώνου συμβιώσεως, παρακάθηνται σε τράπεζα με πλούσια τα ελέη. Και, ναι, οι δείπνοι είναι μυστικοί. Με πρωταρχική διαφορά ειδοποιό, ότι πολιτικοί Ιούδες, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, είναι το σύνολο των παρακαθημένων. Ο δε λαός, ως κεφαλή της τραπέζης, απλώς απών.

 

Είναι, άραγε η λαϊκή οδύνη γραμμική; Μπα! Σ’ αυτόν τον τόπο είναι όλα κυκλοδίωκτα. Περιφέρονται όλα σε σχήμα κύκλου. Κι αυτός ο κύκλος, «ουκ εά τον αυτόν άνθρωπον αεί ευτυχέειν». Αντιστοίχως και «δυστυχέειν»!

 

Ο ήλιος κυκλοδίωκτος,
ως αράχνη, μ’ εδίπλωνε
και με’ φως και με’ θάνατον
ακαταπαύστως…

[Α. Κάλβος]

 

Γελοιοποιήθηκαν. Κι αυτό συνιστά το σημείο «μηδέν». Finis Syrizae. Το ξέρουν. Όλοι το ξέρουμε. Αρκεί να διαβάσουμε λίγο τον ‘Ρωτόκριτο με ματιά πολιτική:

Τα μάτια δεν καλοθωρού στο μάκρεμα του τόπου,

μά πλιά μακρά και πλιά καλά θωρεί η καρδιά τ’ αθρώπου,

εκείνη βλέπει στα μακρά και στα κοντά γνωρίζει,

κι εις έναν τόπο βρίσκεται κι εισέ πολλούς γυρίζει.

 

Κι αν τα ονειροφαντάσματα δύναμην έχουν τόση,

τί ξάζει το φταξούσιο στόν άνθρωπο κι η γνώση;

 

Αυτεξούσιο. Και γνώση. Πριν και κατά την κάλπη. Για να φύγουν.

 

[1] Παράφραση στίχου του ποιητή Μαρίνου Μπουνιαλή:

«Χώρα μου τουρκονίκητη και φονοσκλαβωμένη»

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ