26.9 C
Athens

Σπήλαιο Θεόπετρας Καλαμπάκας – Ανοιχτό και πάλι για το κοινό 

Στο δρόμο Τρικάλων-Καλαμπάκας, 4 χιλιόμετρα πριν φτάσετε στην πόλη της Καλαμπάκας, δεσπόζει πάνω από το χωριό Θεόπετρα ένας βραχώδης ασβεστολιθικός όγκος. Στην βορειοανατολική πλευρά του βράχου βρίσκεται το ομώνυμο σπήλαιο της Θεόπετρας και πρόκειται για τη δυτικότερη προϊστορική θέση της θεσσαλικής πεδιάδας. Στην καρδιά αυτού του επιβλητικού βράχου βρίσκεται ένα καλά κρυμμένο σπήλαιο και αποκαλύπτει τα μυστικά της ανθρώπινης προϊστορικής ύπαρξης. Το σπήλαιο άνοιξε πρόσφατα εκ νέου για το κοινό, ύστερα από εννέα χρόνια που ήταν κλειστό για εργασίες.

Το σπήλαιο βρίσκεται σε υψόμετρο περίπου 100 μέτρα από την επιφάνεια της πεδιάδας και 280 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας. Μπροστά από το σπήλαιο ρέει ο ποταμός Ληθαίος, παραπόταμος του Πηνειού.

Η ανασκαφή ξεκίνησε το 1987 από την αρχαιολόγο Αικατερίνη Κυπαρίσση-Αποστολίκα, επίτιμη διευθύντρια του υπουργείου Πολιτισμού και μέλος του ΚΑΣ και συνεχίστηκε έως και το 2005, οπότε και άρχισαν τα έργα για την ανάπλαση και ανάδειξη του σπηλαίου.

Η Αικατερίνη Κυπαρίσση – Αποστολίκα λέει στο The president.gr πως η έκταση του σπηλαίου είναι περίπου 500 τ.μ. Η είσοδος είναι αψιδωτή διαστάσεων 17μ. πλάτος επί 3μ.ύψος και επιτρέπει στο φυσικό φως να εισέρχεται άπλετα στο εσωτερικό του. Ακριβώς απέναντι βλέπει κανείς τους βράχους και τις μονές των Μετεώρων. Είναι η δυτικότερη προϊστορική θέση της Θεσσαλίας και γειτνιάζει άμεσα τόσο με τη θεσσαλική πεδιάδα όσο και με την οροσειρά της Πίνδου, τον Κόζιακα, και αυτά τα χαρακτηριστικά από τα δύο διαφορετικά φυσικά περιβάλλοντα αντανακλώνται και στις επιχώσεις του σπηλαίου.

Πριν από τις ανασκαφές του σπηλαίου, «επικρατούσε στη βιβλιογραφία η άποψη ότι η προϊστορία στη Θεσσαλία άρχιζε από τη Νεολιθική περίοδο και μετά» αναφέρει η κα Κυπαρίσση. «Kαι ότι η Μεσολιθική περίοδος που συνδέει το Πλειστόκαινο με το Ολόκαινο, δεν υπήρχε στη Θεσσαλία αλλά κάποια ευρήματα ήταν κατάλοιπα περαστικών κυνηγών που έρχονταν από άλλα μέρη. Οι ανασκαφές στο σπήλαιο της Θεόπετρας ήρθαν να ανατρέψουν τα παλαιότερα δεδομένα οδηγώντας μας στις απαρχές της κατοίκησης της Θεσσαλίας από τον προϊστορικό άνθρωπο. Το σπήλαιο αποτέλεσε καταφύγιο ανθρώπων για πολλές χιλιάδες χρόνια, ενώ βεβαίως είναι πολύ πιθανό ότι υπήρξαν και διαστήματα που το εγκατέλειπαν, ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν, καθώς το κλίμα άλλαξε επανειλημμένως στη διάρκεια αυτών των χιλιάδων χρόνων. Το σπήλαιο χρησίμευσε επίσης ως καταφύγιο για τον ντόπιο πληθυσμό σε καιρούς πολέμου, αλλά επίσης για το σταυλισμό ζώων».

Στις επιχώσεις του σπηλαίου Θεόπετρας αποκαλύφθηκε η μεγαλύτερη γνωστή ως τώρα ακολουθία προϊστορικών επιχώσεων (περίπου 6μ. πάχος), στην οποία εμπεριέχονται μέρος του Πλειστοκαίνου (Μέση και Ανώτερη Παλαιολιθική) και το Ολόκαινο (Μεσολιθική και Νεολιθική) σε συνέχεια, χωρίς διακοπή. Ο βαθύτερος κεντρικός χώρος του σπηλαίου γέμισε επανειλημμένως από  ιζήματα οφειλόμενα σε αποθέσεις νερού που δημιουργούσαν κατά περιόδους στο μεγαλύτερο, βαθύτερο και κεντρικότερο τμήμα του σπηλαίου μια λιμνάζουσα περιοχή. «Μιλάμε δηλαδή για εισβολή μεγάλων ποσοτήτων νερού μέσω των καρστικών αγωγών της νότιας περιφέρειας του σπηλαίου, που προέρχονταν από την εξωτερική ανατολική επιφάνεια του βραχώδους σχηματισμού, συμπαρασύροντας πέτρες, οι οποίες είναι σήμερα ακόμη ορατές στις απολήξεις αυτών των αγωγών. Νερά έμπαιναν επίσης και από την πλατιά είσοδο του σπηλαίου. Εκτιμάται ότι η σημαντικότερη τέτοια εισβολή νερού συνέβη προς το τέλος της Νεολιθικής περιόδου. Επιπλέον, ολόκληρο στρώμα πεσμένων βράχων και λίθων δημιουργήθηκε από την αποκόλληση και πτώση τεράστιου τεμάχους από την οροφή του σπηλαίου, που συμπλήρωσε και “μπέρδεψε” ακόμη περισσότερο την αρχαιολογική στρωματογραφία.»

 

Στο μεγαλύτερο ποσοστό τους τα εργαλεία δεν ήταν μιας χρήσης, είτε πρόκειται για μια συγκεκριμένη εργασία (πελέκεις, τριπτήρες, τριβεία), είτε για πολυεργαλεία (πελέκεις-κόπανοι) ή και τροποποιημένα για δεύτερη χρήση (πελέκεις-τριπτήρες). Επιπροσθέτως η λόγω του πυριτίου παρουσία στίλβης, υποδηλώνει την παρουσία ειδικών εργαλείων για συγκεκριμένη χρήση, αυτή δηλ.της επεξεργασίας των σιτηρών, στοιχείο που μας οδηγεί στο ζεύγος μυλόπετρα–τριπτήρας.

Η κατάκτηση της κεραμικής τεχνολογίας μαζί με την έναρξη της καλλιέργειας είναι τα δύο στοιχεία που χαρακτηρίστηκαν ως «νεολιθική επανάσταση». Η κεραμική τεχνολογία όμως «δεν παρουσιάστηκε τελειοποιημένη από την αρχή της εμφάνισής της» τονίζει η αρχαιολόγος. «Ιδιαίτερα σημαντική για την εξέλιξη της κεραμικής τεχνολογίας θεωρούμε την παρουσία στο σπήλαιο της Θεόπετρας δεκάδων πήλινων, συνήθως κυλινδρικών, σχηματισμών, πιθανότατα ελαφρά στεγνωμένων, όχι ψημένων, με μήκος που φθάνει τα 10 εκ. περίπου και πάχος τα 2,5-3 εκ. Αυτοί οι πήλινοι σχηματισμοί βρέθηκαν αρχικά σε παλαιολιθικά στρώματα μπερδεύοντάς μας για την πρωιμότητα παρουσίας του πηλού τους βλέπουμε ανάμεσα στις εστίες των 60.000)., ενώ στην πραγματικότητα προέρχονται από την ενότητα της Μεσολιθικής επίχωσης και έφθασαν σε βαθύτερα στρώματα μέσω των τεράστιων κοιτών και νεροφαγωμάτων που προκλήθηκαν από την εισβολή μεγάλων ποσοτήτων νερού που αναφέρθηκαν ήδη. Πράγματι, βρέθηκαν τελικά στη σωστή στρωματογραφική τους θέση, στη Μεσολιθική ενότητα,  και οπωσδήποτε αντιπροσωπεύουν πρώιμες προσπάθειες σχηματοποίησης αυτού του εύπλαστου υλικού, του πηλού, τις ιδιότητες του οποίου φαίνεται πως γνώριζαν ήδη οι Μεσολιθικοί ένοικοι του σπηλαίου. Aποτελούν δε σοβαρές ενδείξεις ότι η κεραμική τεχνολογία είναι γηγενής κατάκτηση και όχι εισηγμένη από την Μέση Ανατολή, όπως για πολλές δεκαετίες αναφερόταν στην βιβλιογραφία.»

΄Εκτοτε, σταδιακά άρχισε η κεραμική παραγωγή, με λίγα δείγματα στην αρχή, γιατί θεωρείται βέβαιο ότι παράλληλα θα χρησιμοποιούσαν και ξύλινα σκεύη αλλά και πλεχτά καλάθια, αποτυπώματα των οποίων έχουν βρεθεί πάνω σε πήλινες επιφάνειες όπου τα ακουμπούσαν για να στεγνώσουν. Η κεραμική παραγωγή ήταν πολύ περιορισμένη στην αρχή.

Oι πρωιμότερες προσπάθειες διακόσμησης στα αγγεία έχουν απλά σχήματα, συνήθως συμπαγή τρίγωνα ή απλές γραμμές  ενώ όσο προχωράει και εμπεδώνεται η τεχνολογική γνώση παραγωγής τους αλλά και με τη χρήση φυσικών χρωστικών ουσιών παρατηρείται έξαρση παραγωγής κεραμικής καλής ποιότητας κατά τη Μέση Νεολιθική με ξεχωριστά και ασυνήθη μάλιστα παραδείγματα, όπως έναν μεγάλο αριθμό από «τράπεζες προσφορών» ένα εύρημα όχι τόσο συχνό σε άλλους ανοιχτούς οικισμούς της θεσσαλικής πεδιάδας.

Η παραγωγή αυξάνεται ακόμη περισσότερο κατά το επόμενο στάδιο, στη Νεότερη Νεολιθική, με εξαιρετικά παραδείγματα που συνδέουν το σπήλαιο με άλλες γνωστές ανοιχτές θέσεις της πεδιάδας, και με εμπλουτισμό των χρωμάτων. Όπως όμως ίσως είναι αυτονόητο, η πληθώρα της κεραμικής  είναι η μονόχρωμη, που αγγίζει το 90%, με το υπόλοιπο 10% να αποτελεί την διακοσμημένη γραπτή (ζωγραφιστή δηλ.). Και η μονόχρωμη κεραμική έχει πολύ ενδιαφέρον καθώς και εκεί υπάρχουν διακοσμητικά θέματα είτε με νυχιές που χαράχτηκαν στον φρέσκο πηλό πριν το ψήσιμο  είτε με τη μορφή ανάγλυφων ταινιών ή ακόμη «παίζοντας» οι τεχνίτες με τη φωτιά που δημιουργεί μια πολυχρωμία στο αγγείο ιδιαίτερης αισθητικής

«Στην κεραμική τεχνολογία θα πρέπει βέβαια να εντάξουμε και τα ειδώλια» σύμφωνα με την κα Κυπαρίσση,  «ο ρόλος των οποίων δεν έχει αποσαφηνιστεί απολύτως για την προϊστορία, αν και έχουν διατυπωθεί και συνεχώς διατυπώνονται νέες απόψεις ως προς τη λειτουργία τους (τους αποδίδεται άλλοτε λατρευτικός χαρακτήρας, άλλοτε ότι λειτουργούσαν ως ανταλλακτικά κουπόνια, φτιάχνονταν από άνδρες, γυναίκες, παιδιά). Είναι πολύ πιθανό ο ρόλος τους να ήταν πολλαπλός. Για το πλάσιμό τους υπάρχει συνήθως ένας πυρήνας γύρω από τον οποίο «κτίζεται» η μορφή του ειδωλίου. Τέλος κάποια είναι κούφια εσωτερικά. Αυτό το τελευταίο σε μία τουλάχιστον περίπτωση από το σπήλαιο Θεόπετρας είχε έναν σκοπό: μέσα στο κούφιο εσωτερικό του ειδωλίου εγκλώβισαν ένα χαλικάκι, το οποίο με κάθε κίνηση κουδουνίζει παραπέμποντας στις κουδουνίστρες των βρεφών!»

Μια άλλη κατηγορία αντικειμένων από ψημένο πηλό είναι αυτά που σχετίζονται με την υφαντική. Πρόκειται για διάφορα υφαντικά βαρίδια και σφονδύλια, Αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ δεν είναι η τεχνολογία του ψημένου πηλού, που ήταν όμοια για όλα τα κεραμικά, αλλά η τεχνολογική εφεύρεση της υφαντικής που αντικατέστησε τις προβιές και τα δέρματα των ζώων ως ρουχισμό και φαίνεται πως έφτασε σε εξαιρετικά δείγματα: σε διακοσμημένα κεραμικά αγγεία από άλλο σπήλαιο (Γιούρα Αλοννήσου) η διακόσμηση εκτιμάται ότι αποτυπώνει υφαντά.

Τα πρώτα κοσμήματα στη Θεσσαλία προέρχονται από το σπήλαιο της Θεόπετρας. Πρόκειται για δύο δόντια ελαφοειδών στα οποία έγιναν διαμπερείς οπές προκειμένου να αναρτηθούν και για ένα όστρεο γλυκού νερού, προφανώς από το παρακείμενο ποτάμι, στο οποίο επίσης διανοίχτηκε οπή για ανάρτηση.

Γύρω στα 4.000 π.Χ. τα βραχιόλια από όστρεο ταξίδευαν μέχρι την κεντρική Ευρώπη, όπου ως εξωτικά αγαθά απέκτησαν ακόμη μεγαλύτερη αξία και βρέθηκαν σε νεκροταφεία (π.χ. της Βάρνας) μαζί με χρυσά κτερίσματα. Τα όστρεα αυτά έχει πιστοποιηθεί με αναλύσεις ισοτοπικής σύνθεσης του οξυγόνου ότι προέρχονται από τις θάλασσες της Μεσογείου και του Αιγαίου και όχι π.χ. από τη Μαύρη θάλασσα,  αποτελώντας ουσιαστικά την πρώτη μορφή εμπορίου. Από τη Θεόπετρα έχουμε τρία τμήματα βραχιολιών από όστρεο καθώς και άλλα μικρά κοσμήματα, και ακόμη μεγάλες χάντρες  που δεν είναι γνωστές από τον ελλαδικό χώρο, αλλά είναι συχνές στα Καρπάθια, απ’ όπου και μάλλον έφθασαν εδώ μαζί και με άλλα αντικείμενα βαλκανικής προέλευσης, υπονοώντας πιθανότατα όχι μόνο ένα εκτεταμένο δίκτυο ανταλλαγών αλλά και έναν ιδιαίτερο συμβολικό χαρακτήρα για το σπήλαιό μας, ίσως και σε όλη τη διάρκεια της Νεολιθικής, αλλά κυρίως προς το τέλος της, ακόμη και μετά την εγκατάλειψή του από τους ενοίκους του, σύμφωνα με σχετικά ευρήματα, αφού κάποιο από αυτά τοποθετείται περίπου 1500 χρόνια μετά τη Νεολιθική περίοδο. «Τέλος, θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθούμε στην τεχνολογία της επεξεργασίας του χρυσού που άρχισε την ίδια περίοδο της Νεότερης Νεολιθικής, πιθανότατα στα Βαλκάνια όπου έχουν βρεθεί εκατοντάδες χρυσών κοσμημάτων κυρίως σε τάφους (π.χ. νεκροταφείο της Βάρνας). Ένα από αυτά έφτασε και στο σπήλαιο Θεόπετρας, ένα από τα ελάχιστα που έχουν βρεθεί στην Ελλάδα, και που μάλιστα σύμφωνα με τα τεχνολογικά χαρακτηριστικά του, για την κατασκευή του χρησιμοποιήθηκε μήτρα, ενώ πολλές φορές αυτά είναι απευθείας κομμένα σε έλασμα χρυσού (βλ. θησαυρό Εθν. Μουσείου).» λέει.

Οι τεχνολογικές καινοτομίες και εξελίξεις τις οποίες παρακολουθήσαμε αδρά έλαβαν χώρα στη διάρκεια σχεδόν 130.000 χρόνων ανθρώπινης παρουσίας στο σπήλαιο της Θεόπετρας. Οι χρονολογήσεις κυμαίνονται από τα 130.000 χρόνια πριν από σήμερα μέχρι τα 4.300-4.200 π.Χ.περίπου, και είναι ίσως ο περισσότερο χρονολογημένος αρχαιολογικός χώρος στην Ελλάδα. Στη Θεόπετρα, εκτός των ραδιοχρονολογήσεων και της θερμοφωταύγειας, έχουμε και μια σειρά από χρονολογήσεις τέφρας  που εντοπίστηκε στο σπήλαιο, μεταφερμένη με τον αέρα, που προέρχεται από εκρήξεις διαφορετικών ηφαιστείων και σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, δύο από τη νήσο Pantelleria κοντά στην Σικελία με ηλικίες 130.000 η μία και 45.000 η άλλη, και μία από την δική μας Νίσσυρο, στα 55.000. Οι ηλικίες αυτές  όχι μόνο εντυπωσιάζουν με την πληροφορία, αλλά και επιβεβαιώνουν τις πρώιμες χρονολογήσεις που έχουμε και με τις άλλες μεθόδους.

Η εγκατάλειψη του σπηλαίου από τους ενοίκους του γύρω στα 4,000 π.Χ. πιθανότατα συνδέεται με φυσικά φαινόμενα καθώς και με την εκμετάλλευση της γης με την καλλιέργεια

Λόγω της σπουδαιότητάς του για την ιστορία της ΝΑ Ευρώπης το σπήλαιο αναδείχτηκε σε επισκέψιμο αρχαιολογικό χώρο, ενώ τα ευρήματά του αναδεικνύονται στο Μουσείο (ΚΤΕΣΘ) στην είσοδο του χωριού, όχι μακριά από το σπήλαιο. Ευκαιρία για επίσκεψη αυτές τις μέρες των σχολικών διακοπών.

Αγγελική Κώττη

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ