Με τον απόηχο της σφαγής της 7ης Οκτωβρίου 2023, από τους δολοφόνους τρομοκράτες της Χαμάς, να αντηχεί ακόμα μέσα στα ερείπια ενός παρατεταμένου πολέμου, η τολμηρή πρόταση ειρήνης 20 σημείων του Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ για τη Γάζα, έχει ανάψει μια σπίθα ελπίδας—την πρώτη γνήσια προοπτική για διαρκή ειρήνη στη Μέση Ανατολή εδώ και δεκαετίες. Εν μέσω κλιμακούμενων εχθροπραξιών, η πρόταση προβλέπει γρήγορη ανταλλαγή ομήρων-αιχμαλώτων, πλήρη αφοπλισμό της Χαμάς, μεταβίβαση της διακυβέρνησης της Γάζας σε τεχνοκράτες και σταδιακή αποχώρηση του Ισραήλ, όλα υποστηριζόμενα από άμεσες εκεχειρίες και ροές βοήθειας. Εάν υλοποιηθεί, θα μπορούσε να διαλύσει τον κύκλο βίας που έχει παγιδεύσει γενιές, προάγοντας μια αποστρατικοποιημένη Γάζα υπό ουδέτερη παλαιστινιακή διαχείριση και ανοίγοντας το δρόμο για ευρύτερη περιφερειακή ομαλοποίηση.
Του Δημήτρη Γ. Απόκη*
Ωστόσο, η διφορούμενη απόκριση της Χαμάς, ακούγεται σαν μια χειραψία με μισή καρδιά, μαζί με τον υπερβολικό έπαινο του Αμερικανού Προέδρου, και την επιφυλακτική αντίδραση του Ισραήλ, ο δρόμος της υλοποίησης αντί για μια λεωφόρο αρμονίας, μοιάζει περισσότερο με ναρκοπέδιο δυσπιστίας. Οι συνομιλητές είναι αναξιόπιστοι, οι μεσολαβητές συμβιβασμένοι και η πίεση στο Ισραήλ να διακινδυνεύσει την ασφάλειά του εμπιστευόμενο ορκισμένους εχθρούς φαντάζει απερίσκεπτη, με παγίδες να απειλούν να θάψουν αυτή την εύθραυστη πρωτοβουλία πριν καν ριζώσει.
Στην καρδιά αυτών των κινδύνων βρίσκεται η ίδια η Χαμάς, μια τρομοκρατική οργάνωση της οποίας το καταστατικό καλεί για την εξαφάνιση του Ισραήλ και της οποίας οι φρικαλεότητες της 7ης Οκτωβρίου κόστισαν 1.200 ζωές και απήγαγαν 250 ακόμα. Σε αντίθεση με αξιόπιστους εταίρους στην ειρήνη, οι τρομοκράτες της Χαμάς έχουν ιστορικό χρήσης εκεχειριών ως τακτικές ανασύνταξης, όχι δέσμευσης για ειρήνη. Χρησιμοποιώντας την εκεχειρία για επανεξοπλισμό υπό την κάλυψη αμάχων, σκάβοντας τούνελ κάτω από νοσοκομεία και εκτοξεύοντας ρουκέτες από σχολεία.
Η απάντησή τους στην πρόταση του Προέδρου Τραμπ, αποτελεί παράδειγμα αυτής της διπροσωπίας: μια αόριστη συμφωνία για την απελευθέρωση «όλων των Ισραηλινών κρατουμένων, ζωντανών και νεκρών», μαζί με ετοιμότητα για «άμεσες διαπραγματεύσεις» στις λεπτομέρειες, αλλά εμφανώς σιωπηλή στην κεντρική απαίτηση της πρότασης για πλήρη αφοπλισμό. Συμφωνούν κατ’ αρχήν να παραχωρήσουν τη διοίκηση της Γάζας σε «παλαιστινιακό σώμα ανεξαρτήτων», αλλά επιμένουν ότι ευρύτερα ζητήματα—όπως τα δικαιώματα των Παλαιστινίων και το μέλλον της Γάζας—πρέπει να συζητηθούν σε ένα «ολοκληρωμένο εθνικό πλαίσιο» όπου «η Χαμάς θα περιλαμβάνεται και θα συμβάλλει με πλήρη ευθύνη».
Αυτό δεν είναι ξεκάθαρο «ναι»· είναι μια διπλωματική υπεκφυγή, διατηρώντας τη δύναμη βέτο τους σε οποιαδήποτε διευθέτηση και αποφεύγοντας την ρητή απαγόρευση της πρότασης για μελλοντικό ρόλο τους στη διακυβέρνηση. Το γραφείο του Νετανιάχου το χαρακτήρισε εύστοχα «άρνηση», θεωρώντας το τακτική καθυστέρησης για ανασύνταξη εν μέσω ισραηλινών χτυπημάτων που συνεχίστηκαν ακόμα και μετά την έκκληση του Τραμπ να σταματήσουν οι βομβαρδισμοί.
Η εμπιστοσύνη στην υλοποίηση από τέτοιους δρώντες είναι σαν να δίνεις τα κλειδιά ενός βαρελιού πυρίτιδας σε πυρομανείς—ευγενές στην πρόθεση, αυτοκτονικό στην εκτέλεση. Η ιστορία προειδοποιεί: η «κυβέρνηση ενότητας» της Χαμάς το 2014 με την Παλαιστινιακή Αρχή κατέρρευσε οδηγώντας σε έξαρση νέας τρομοκρατίας. Η εκεχειρία του 2021 διαλύθηκε, οδηγώντας στην πιο φονική επίθεση κατά Εβραίων από το Ολοκαύτωμα. Χωρίς αδιάσειστους μηχανισμούς επαλήθευσης, αυτή η «συμφωνία» κινδυνεύει να γίνει άλλο ένα κεφάλαιο στα χρονικά των ψεύτικων υποσχέσεων.
Επιδεινώνοντας την δυσπιστία είναι οι σκιώδεις ρόλοι του Κατάρ και της Τουρκίας, τους οποίους ο Τραμπ επαίνεσε στη δήλωσή του από το Οβάλ Γραφείο μετά την απάντηση της Χαμάς ως «καθοριστικούς» για τη γεφύρωση των διαιρέσεων. Το Κατάρ, με τον τεράστιο πλούτο του, έχει χρηματοδοτήσει τη Χαμάς με εκατοντάδες εκατομμύρια ετησίως, φιλοξενώντας τους εξόριστους ηγέτες της σε πολυτελή εξορία στη Ντόχα, ενώ κάνει τα στραβά μάτια στην υποκίνηση τρομοκρατίας από τη συχνότητα της Al Jazeera. Αυτό δεν είναι ουδέτερη μεσολάβηση. Είναι επιδότηση της ίδιας της ιδεολογίας που ο Τραμπ επιδιώκει να εξουδετερώσει.
Η Τουρκία, υπό το καθεστώς Ερντογάν, έχει διοχετεύσει βοήθεια σε μαχητές της Χαμάς, έχει προσφέρει καταφύγιο στους πράκτορές τους και έχει ακόμα προτείνει στρατιωτικά σύμφωνα, ενώ ο Ερντογάν κατακεραυνώνει το Ισραήλ σε κάθε ευκαιρία, ως «τρομοκρατικό κράτος».
Ο έπαινος του Τραμπ για αυτούς τους «φίλους» παραβλέπει το μακροχρόνιο μοτίβο τους στην υποστήριξη τζιχαντιστικών δικτύων, από τη Χαμάς μέχρι τις θυγατρικές της Μουσουλμανικής Αδελφότητας που αποσταθεροποιούν την Αίγυπτο και την Ιορδανία.
Στην προσδοκία του για μια νίκη αντάξια του Νόμπελ, έχει ξεχάσει ο πρόεδρος πώς τα κονδύλια του Κατάρ τροφοδότησαν τα τούνελ που γέννησαν την 7η Οκτωβρίου; Ή πώς η ρητορική της Τουρκίας ενθαρρύνει τους απορριπτικούς εντός των τάξεων της Χαμάς; Αυτά τα κράτη δεν είναι έντιμοι μεσολαβητές. Είναι επενδυμένα συμφέροντα με διακύβευμα στη διαιώνιση της σύγκρουσης για να ξεπλύνουν τα αντιδυτικά τους διαπιστευτήρια.
Για να αντέξει το σχέδιο, οι μεσολαβητές πρέπει να επαναπροσδιοριστούν. Ίσως αναβαθμίζοντας τον πιο ρεαλιστή Σίσι της Αιγύπτου ή τον MBS της Σαουδικής Αραβίας, του οποίου η κληρονομιά των Συμφωνιών του Αβραάμ ευθυγραμμίζεται με την αληθινή ομαλοποίηση έναντι της επιδεικτικής οργής.
Ίσως η μεγαλύτερη παγίδα, ωστόσο, είναι η ασύμμετρη πίεση που ο Αμερικανός Πρόεδρος, ασκεί στο Ισραήλ, μια κυρίαρχη δημοκρατία που πολιορκείται από ορκισμένους εχθρούς, πιεζόμενη να «σταματήσει αμέσως τον βομβαρδισμό» και να εμπιστευτεί τις απελευθερώσεις ομήρων εν μέσω των ασαφειών της Χαμάς.
Ο Νετανιάχου, αιφνιδιασμένος από την αισιόδοξη ερμηνεία του Τραμπ, συγκάλεσε επείγουσες διαβουλεύσεις καταγγέλλοντας την απόκριση ως μη αποδεκτή και παρακαλώντας για συντονισμό με τις ΗΠΑ για να αποφευχθεί η νομιμοποίηση των τεχνασμάτων της Χαμάς.
Ο στρατός του Ισραήλ, έχοντας διαλύσει μεγάλο μέρος της διοίκησης της Χαμάς στα ερείπια της Γάζας, αντιμετωπίζει έναν υπαρξιακό υπολογισμό: να παύσει τις επιχειρήσεις και να διακινδυνεύσει την αναβίωση των ομοβροντιών ρουκετών στο Τελ Αβίβ· να συνεχίσει και να αποξενώσει τον Αμερικανό Πρόεδρου του οποίου η βοήθεια είναι κομβική. Αυτή η πίεση—που πλαισιώνεται ως δρόμος για «διαρκή ειρήνη»—αγνοεί την ιστορία. Η αποχώρηση από τη Γάζα το 2005, που χαιρετίστηκε ως τολμηρή, απέφερε 18 χρόνια εισαγωγής τρομοκρατίας και ρουκετών Κασάμ.
Το Ισραήλ, έχοντας αποδεχτεί την πρώτη φάση του σχεδίου με επιφυλάξεις για σταδιακή αποχώρηση και αποστρατικοποίηση, αξίζει όχι τελεσίγραφα αλλά εγγυήσεις—συμφωνίες ασφαλείας υπό την ηγεσία των ΗΠΑ, παρόμοιες με αυτές του Κάμπ Ντέιβιντ, για να προστατευτεί από την προδοσία. Χωρίς αυτές, αυτό αποτελεί λιγότερο διπλωματία και περισσότερο εξαναγκασμό, διαβρώνοντας την εμπιστοσύνη που χαρακτηρίζει τη συμμαχία ΗΠΑ-Ισραήλ.
Η πρωτοβουλία του Τραμπ για τη Γάζα κρατά την δελεαστική προοπτική μιας Μέσης Ανατολής αναμορφωμένης—χωρίς άλλες ιντιφάντες, χωρίς Iron Gome να καταπονείται από ομοβροντίες προερχόμενες από τη Γάζα. Ωστόσο, καθώς η θολή απάντηση της Χαμάς χάνεται στην ομίχλη των διαπραγματεύσεων, υποστηριζόμενη από χορηγούς τρομοκρατίας και επιβαλλόμενη στο Ισραήλ, οι παγίδες φαίνονται μεγαλύτερες από την προοπτική επιτυχίας.
Η αληθινή ειρήνη απαιτεί περισσότερα από τολμηρές κινήσεις. Χρειάζεται επαγρύπνηση ενάντια σε εκείνους που η ειρήνη τους είναι απλώς μια παύση για προσευχή. Εάν ο Τραμπ επαναπροσδιορίσει—απορρίπτοντας αμφίβολους μεσολαβητές, επιβάλλοντας αφοπλισμό με δόντια και μοιραζόμενος το φορτίο της ασφάλειας—αυτό θα μπορούσε να ξεπεράσει τους κινδύνους και τις παγίδες. Διαφορετικά, η πρώτη πραγματική ευκαιρία της περιοχής για αρμονία εδώ και γενιές κινδυνεύει να εκραγεί σε άλλη μια ψευδαίσθηση, αφήνοντας μόνο απόηχους στα ερείπια.
*Ο Δημήτρης Γ. Απόκης, είναι Διεθνολόγος, με ειδίκευση στην Αμερικανική Εξωτερική Πολιτική, Γεωπολιτική και Διεθνή Οικονομία. Απόφοιτος των πανεπιστημίων The American University, School of International Service, και The Johns Hopkins University, The Paul H. Nitze, School of Advanced International Studies της Ουάσιγκτον. Είναι μέλος του The International Institute for Strategic Studies, του Λονδίνου. Ως Δημοσιογράφος, υπήρξε επί σειρά ετών διαπιστευμένος ανταποκριτής στο Λευκό Οίκο, στο Στέητ Ντιπάρτμεντ και στο Αμερικανικό Πεντάγωνο.
** Η ανάλυση και τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τις απόψεις του συγγραφέα