Δεν ήταν εθνικός ποιητής μονάχα επειδή έγραψε τον Υμνον εις την Ελευθερίαν, ήταν επειδή ο Διονύσιος Σολωμός, ένιωθε πάντοτε τις χαρές και τις λύπες του λαού του. Τις ανάγκες, τις συμφορές του, όσα τον οδηγούσαν να πετάξει προς τα πάνω και όσα τον τραβούσαν προς τα κάτω, προς το σκοτάδι. Εγραψε για αυτά, αφήνοντας πίσω του ένα έργο που είχε την ιδιοτυπία να περιλαμβάνει πολλές συλλογές και ποιήματα ημιτελείς και ημιτελή. Ένα από αυτά είναι ο «Λάμπρος», το οποίο περιλαμβάνεται ένα θαυμαστό και ξεχωριστό, ποίημα, το οποίο τιτλοφορήθηκε «Η ημέρα της Λαμπρής»:
Καθαρώτατον ἥλιο ἐπρομηνοῦσε
Τῆς αὐγῆς τὸ δροσᾶτο ὕστερο ἀστέρι,
Σύγνεφο, καταχνιά, δὲν ἀπερνοῦσε
Τ᾿ οὐρανοῦ σὲ κανένα ἀπὸ τὰ μέρη·
Καὶ ἀπὸ κεῖ κινημένο ἀργοφυσοῦσε
Τόσο γλυκὸ ‘ς τὸ πρόσωπο τ᾿ ἀέρι,
Ποὺ λὲς καὶ λέει μέσ’ ς’ τῆς καρδιᾶς τὰ φύλλα·
Γλυκειὰ ἡ ζωή καὶ ὁ θάνατος μαυρίλα.
Χριστὸς ἀνέστη! Νέοι, γέροι καὶ κόραις,
Ὅλοι, μικροὶ μεγάλοι, ἑτοιμαστῆτε·
Μέσα ‘ς ταῖς ἐκκλησίαις ταῖς δαφνοφόραις
Μὲ τὸ φῶς τῆς χαρᾶς συμμαζωχτῆτε·
Ἀνοίξετε ἀγκαλιαῖς εἰρηνοφόραις
Ὀμπροστὰ ‘ς τοὺς Ἀγίους, καὶ φιληθῆτε·
Φιληθῆτε γλυκὰ χείλη μὲ χείλη,
Πέστε Χριστὸς ἀνέστη, ἐχθροὶ καὶ φίλοι.
Δάφναις εἰς κάθε πλάκα ἔχουν οἱ τάφοι,
Καὶ βρέφη ὡραῖα ‘ς τὴν ἀγκαλιὰ οἱ μαννάδες·
Γλυκόφωνα, κυττῶντας ταῖς ζωγραφι-
σμέναις εἰκόνες, ψάλλουνε οἱ ψαλτάδες·
Λάμπει τὸ ἀσῆμι, λάμπει τὸ χρυσάφι,
Ἀπὸ τὸ φῶς ποὺ χύνουνε οἱ λαμπάδες·
Κάθε πρόσωπο λάμπει ἀπ᾿ τ᾿ ἁγιοκέρι,
Ὁποῦ κρατοῦνε οἱ Χριστιανοὶ ‘ς τὸ χέρι.
Μέχρις εδώ, είναι το ποίημα που όλοι γνωρίζουμε. Ο ποιητής, όμως με την ακατάπαυστη μανία να «σκαλίζει» και να διορθώνει τα χειρόγραφά του, έχει συμπληρώσει και τα παρακάτω δίστιχα:
22.
Βγαίνει, γιατὶ ‘ς τὰ σωθικά του ἀνάφτει,
Καὶ γιὰ πρῶτο ἀπαντᾷ τὸν νεκροθάφτη.
23.
Κανεὶς δὲ τοῦ μιλεῖ, καὶ δὲ τοῦ δίνει
Τὸ φιλὶ τὸ γλυκὸ ποῦ φέρνει εἰρήνῃ.
24.
Πάντα χτυπάει, σὰν νἄλπιζε ἐκεῖ κάτω
Ν᾿ ἀγροικηθῇ ‘ς τῆς κόλασης τὸν πάτο.
Ο «Λάμπρος» είναι δραματική σύνθεση. Κανείς δεν περιμένει να «πεταχτεί» από τα σωθικά του ποιήματος ένα τέτοιο δημιούργημα όπως «Η ημέρα της Λαμπρής». Κι όμως, η μεγαλοφυία του Σολωμού, όχι μόνο το συλλαμβάνει, αλλά και κατορθώνει να το συνταιριάσει με τους λοιπούς στίχους.
Εχουμε πει να διαβάζουμε τους ποιητές. Αν και δεν χρειάζεται, εδώ, διαμεσολάβηση, θα σας το πούμε, ωστόσο. Προσέξτε τη γλώσσα του, τις παρηχήσεις (επανάληψη φωνήεντος ή συμφώνου στον ίδιο στίχο ή σε πολλούς στίχους) τις εικόνες που πλάθει, τη μαεστρία του ποιητή, ο οποίος στήνει μπροστά στα έκθαμβα μάτια μας ένα αριστούργημα.
Ο «Λάμπρος» είναι αγωνιστής του 1821, αλλά δεν είναι θετικός ήρωας. Εχει πλανέψει 15ετή τη Μαρία και μαζί της έκανε τρία αγόρια και μια κόρη, που τα έδωσε στο ορφανοτροφείο. Ετσι εξηγούνται και τα τρία δίστιχα του τέλους, που δεν έχουν ενσωματωθεί στο ποίημα από τον Σολωμό. Ο οποίος, νιώθοντας τη δυσαρέσκεια για τη σύνθεσή του αυτή, ουδέποτε την τελείωσε. Βλέπετε, είμαστε πολύ κοντά στην Επανάσταση και δεν δέχεται το κοινό έναν αγωνιστή- αρνητικό ήρωα. Όμως ο Σολωμός ήταν πολύ μπροστά από την εποχή του…
Και πολύ πονεμένος, να ξέρετε.
Γι’ αυτό λέμε: να αγαπάμε τους δημιουργούς.
Αυτά από τους ποιητές, ας δούμε τώρα και τους κακοποιητές. Ενδεικτικά γι’ αυτή την εβδομάδα, διότι πολλές μέρες ήταν χωρίς ψυχαγωγικές ή/και ενημερωτικές εκπομπές στην τηλεόραση, οπότε δεν σταχυολογήθηκαν παρά λίγα.
«Η Μπελούτσι είχε έρθει ξανά στην Ελλάδα, υποδύοντας τη Μαρία Κάλλας» λέει η ευειδής νεαρά δελτίου ειδήσεων παρακαλώ! Υποδυθείσα, άντε υποδυόμενη το πολύ, καλή μου. Αν δεν το μπορείς αυτό έστω, πες όταν υποδύθηκε και καθάρισες.
«Τριών χιλιάδων ευρώΝ» είναι το άλλο που ακούσαμε και, ναι, δεν χαρήκαμε απότομα. Το ευρώ δεν κλίνεται. Δεν είναι η δραχμή την οποία πολλοί ηγάπησαν και η οποία κλινόταν. Το ευρώ, του ευρώ, των ευρώ.
Αν θα προτιμούσα τη δραχμή έναντι του ευρώ; Ούτε για αστείο!
Κάποιος, ωστόσο, που κάποτε είπε ότι θα την προτιμούσε, όπως είχε πει επίσης πως θα άλλαζε τα πάντα με έναν νόμο κι ένα άρθρο, είπε τώρα: “Στον υπάρχον νόμο”. Μάλλιασε η γλώσσα μας. Πόσες φορές θα πούμε ότι πρέπει να φροντίσει τα ελληνικά του;
Μα μήπως και τον νοιάζει; Σκέφτομαι. Αν τον ένοιαζε, θα ήξερε τι να κάνει.
Λέει και το «πουλαίν» (αν και κομμάτι σιτεμένο): ρυπαρώδης. Δεν είναι λάθος, είναι όμως εξεζητημένο κύριε πρώην συνάδελφε. Μα κανένας σε αυτή την παράταξη να μην διακρίνεται για την αίσθηση της γλώσσας;
Σε λεζάντα: «Πυροσβέστες εναντίων αστυνομίας». Το εναντίον είναι επίρρημα. Δεν είναι επίθετο. Και τα επιρρήματα δεν κλίνονται. Εκατό φορές το λέω, μόνη μου το ακούω. Πυροσβέστες εναντίον αστυνομίας για να μην πάρω φωτιά.
Αλλά, δεν βλέπω να το γλιτώνουμε: «πιθανών να γίνει αυτό» δευτερώνει το κακό. Ποιοι εξ εκείνων των απιθάνων είναι πιθανόν να γράφουν τέτοιες λεζάντες και να μην τις διορθώνει κάποιος; Είμαι εκ των πιθανών εχθρών τους, δεν το συζητώ. Των βεβαίων, μη σας πω.
Μια και καλή: προ Χριστού (π.Χ.) και μετά Χριστόν (μ.Χ.). Ούτε προ Χριστόν και μετά Χριστού, ούτε προ Χριστού και μετά Χριστού, ούτε τίποτα άλλο. Το μετά συν γενική, κατά την αρχαιότητα, σήμαινε μαζί με. Συντασσόμενο με αιτιατική σημαίνει ύστερα από τον Χριστό. Δεν θα το επαναλάβω, θα βάζω πλέον τις φωνές.
«Αρτί συνταξιοδοτηθείσα» γράφει η άλλη. Άρτι είναι το σωστό, βεβαίως. Ο τόνος στο άλφα. Δεν είναι Γαλλία εδώ, να τα τονίζουμε όλα στη λήγουσα. Ούτε Τουρκία (δεν το ξέρατε ε; λοιπόν, ναι, η πλειονότητα των τουρκικών λέξεων στη λήγουσα τονίζεται. Η… πλειοψηφία που θα έλεγε και ο ηγέτης, κι αν μην πρόκειται για ψήφο).
Οι Άρπυιες, ο Γρύπας, ο Τρίτωνας. Τρία μυθικά τέρατα. Ποιος είναι τέρας της θάλασσας; Οι κατά την τηλεπαρουσιάστρια… Αρπύιες, είναι η πρώτη επιλογή. Αμα δεν σου πάει, δεν σε θέλει κιόλας.
Το λεμονάκι μυρωδάτο της εβδομάδας: “Η κατάσταση είναι …μεζεράμπλ” (Miserable). Πες άθλια. Πες, έστω, μιζεράμπλ στα γαλλικά ή μίζεραμπλ στα αγγλικά. Αλλά μην λες αηδίες.
Λα καταστασιόν ε τρε απελπιστίκ έλεγε ο αείμνηστος πατέρας μου.
Καλά έλεγε.