today-is-a-good-day
17.2 C
Athens

Αρχαίο ύφασμα του 5ου αιώνα π.Χ. διακοσμημένο με κέντημα, θα συντηρηθεί και θα εκτεθεί

Βρέθηκε, 40 χρόνια πριν, κατά την ανασκαφή στην οδό Θηβών 217, στο Περιστέρι. Εμεινε κλεισμένο στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο έως το 2009 και κατόπιν μεταφέρθηκε στα εργαστήρια της Διεύθυνσης Συντήρησης Αρχαίων Μνημείων. Πρόκειται για ένα σπανιότατο ύφασμα του 5ου αιώνα π.Χ. το οποίο, πλέον βρέθηκε τρόπος να συντηρηθεί. Τη μελέτη εκπόνησε η εμπειρότατη σε συντηρήσεις υφασμάτων Χριστίνα Μαργαρίτη και συζητήθηκε χθες στο Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο, το οποίο την βρήκε εξαιρετική.

Το εύρημα ήρθε στο φως το 1983 κατά τη διάρκεια σωστικής ανασκαφής της τότε Β’ Εφορείας Προϊστορικών- Κλασικών Αρχαιοτήτων Αθηνών. Τα υφάσματα είχαν διατηρηθεί σε χάλκινη κάλπη του 5ου αι. π.Χ. ενώ το μεγαλύτερο μέρος τους έχει διατηρηθεί διπλωμένο σε άμορφο σχηματισμό διαστάσεων 24x16x4εκ.

Τα διπλωμένα τεμάχια υφάσματος μεταφέρθηκαν στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο όπου παρέμειναν αποθηκευμένα, μέχρι το Μάιο 2009, οπότε και μεταφέρθηκαν στη ΔΣΑΝΜ για συντήρηση. Κατά τη διάρκεια σύνταξης της μελέτης εντοπίστηκαν από το Τμήμα Συντήρησης της Εφορείας Πειραιώς και Νήσων και άλλα τμήματα υφάσματος, τα υπολείμματα οστών μετά την πυρά και μια λήκυθος με υπολείμματα υφάσματος στο εξωτερικό της.

Πρόκειται για το μοναδικό ανασκαφικό ύφασμα στην Ελλάδα από πυρά του 5ου αι. π.Χ. σωζόμενο στη διπλωμένη μορφή. Είναι μάλλον από λινάρι (δεν έχουν καταλήξει ακόμα για τη σύσταση) και φέρει διακόσμηση με κέντημα. Η ραδιοχρονολόγηση το τοποθετεί στον 5ο αιώνα, όπως υπολόγιζαν οι αρχαιολόγοι.

Τα αρχαία υφάσματα είναι εξαιρετικά σπάνια καθώς τα οργανικά τους υλικά δεν θα μπορούσαν να αντέξουν στο πέρασμα τόσων χιλιετιών. Ωστόσο, κάποια που ήταν μέσα σε μεταλλικά αγγεία, σώθηκαν και έφτασαν ως τις μέρες μας. Το συγκεκριμένο σώθηκε για τους ίδιους λόγους.

Το αρχαιότερο ύφασμα του ελληνικού χώρου χρονολογείται από το 6500 έως το 5800 π.Χ., βρέθηκε στους Σιταγρούς Δράμας και άφησε το αποτύπωμά του πάνω σε ένα αγγείο. Το αρχαιότερο μεταξωτό προέρχεται από τάφο του 5ου αι. π.Χ. στον Κεραμεικό της Αθήνας. Οι αναλύσεις έδειξαν ότι το νήμα προέρχεται από την Κίνα, επομένως υπήρχε κάποια επαφή μέσω των πολιτισμών εκείνης της εποχής, πιθανότατα εμπορική.

Το αρχαιότερο μάλλινο ύφασμα προέρχεται από το Ακρωτήρι της Θήρας και
χρονολογείται στη 2η χιλιετία π.X. Το μεγαλύτερο κομμάτι υφάσματος στη Νότια Ευρώπη προέρχεται από την Ελευσίνα. Είναι λινό και ξεπερνά τα δύο μέτρα σε μήκος, ενώ το πλάτος είναι περίπου 60 εκ.

Το εντυπωσιακότερα διατηρημένο είναι «Το ύφασμα του άρχοντα από το Λευκαντί», όπως το είχαν ονομάσει στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, ένα εντυπωσιακό και ιδιαίτερα σπάνιο έργο της αρχαίας υφαντικής τέχνης, που είχε προσφερθεί μαζί με πολύτιμα δώρα στην ταφή ενός ηγεμόνα των «Σκοτεινών Χρόνων» (11ος – 9ος αι. π.Χ.) στο Λευκαντί της Εύβοιας.

Το συγκεκριμένο εύρημα εντόπισε η Ειρήνη Σ. Λαιμού, διευθύντρια της ανασκαφής στην Ξερόπολη.  Σ΄ έναν μεγάλο χάλκινο κρατήρα,  βρέθηκαν τα καμένα οστά ενός άντρα, τυλιγμένα σε λινό χιτώνα, με σιδερένια όπλα ξίφος, αιχμή, λόγχη και πέτρινο ακόνι, που επιβεβαιώνουν πως ήταν ή στρατηγός ή μέλος βασιλικής οικογένειας.

Το πολυτιμότερο αρχαίο ύφασμα στην Ευρώπη προέρχεται από την Ελλάδα.
Αποτελείται από ολόχρυσα λεπτότατα ελάσματα, υφασμένα με μαλλί στο χρώμα της
πορφύρας. Χρονολογείται στον 4ο αι. π.Χ. και τύλιγε τα οστά μιας νεαρής νεκρής
βασίλισσας. Βρέθηκε σε χρυσή λάρνακα στον προθάλαμο του τάφου του Φιλίππου,
στη Βεργίνα και έχει μελετηθεί από τη Στέλλα Δρούγου.

Σύμφωνα με τη σπουδαία αρχαιολόγο και συνεργάτιδα του Μανόλη Ανδρόνικου, σε ανάλογο ύφασμα ήταν τυλιγμένα και τα οστά του άνακτα, αλλά δεν διασώθηκε και παραμένει μόνο η οπτική μαρτυρία, όταν ανοίχτηκε η λάρνακα. Οι γνώσεις της εποχής δεν επέτρεψαν την σταθεροποίηση και σωτηρία εκείνου του πολύτιμου ευρήματος.

Το χρυσοΰφαντο ύφασμα του προθαλάμου, έχει  δύο ανεξάρτητα κομμάτια του ιδίου τραπέζιου σχήματος με ίδιο σχεδόν μέγεθος και διακόσμηση. Το σχήμα το οποίο σώζεται σήμερα αποτελείται από δύο τραπεζοειδή κομμάτια τα οποία πρέπει να αποτελούσαν τις ποικιλμένες άκρες ενός μακρόστενου, ακόσμητου πορφυρού υφάσματος.

Το φόντο του υφάσματος είναι χρυσό και επάνω σ’ αυτό προβάλλει η πορφυρή κόσμηση. Έχει υφανθεί με χρυσές κλωστές ενώ τα τμήματα της πορφύρας είναι εντελώς αποσυντιθεμένα αποτελώντας μία ενιαία υδαρή μάζα. Το πιο πιθανόν κατά τον Ανδρόνικο ήταν ότι η πορφύρα είχε κατασκευασθεί από μάλλινα νήματα που είχαν βαφεί με αυτό το ακριβό χρώμα, το οποίο πρόσδιδε μεγαλοπρέπεια.

Σε κάμπο που δημιουργείται από χρυσές ταινίες πλάτους μερικών χιλιοστών προβάλλει ένα πλήθος φυτικών κοσμημάτων υφασμένων με πορφυρές κλωστές.

Η τεχνική της ύφανσης είναι η υφαντοπλεκτική (tappiserie) κατά την οποία ο μεγάλος αριθμός των υφαδιών – χρυσές ταινίες και μάλλινες πορφυρές κλωστές – καλύπτει τελείως τα μάλλινα προρφυρά στημόνια, που δεν σώζονται. Η τεχνική δυσκολία της κατασκευής του υφάσματος, ο πλούτος των υλικών που χρησιμοποιούνται και η πολυπλοκότητα του κοσμήματος το καθιστούν μοναδικό κομμάτι μίας τέχνης που υποδηλώνει τον υψηλό πολιτισμό της εποχής της.

Η Στέλλα Σπαντιδάκη, που ασχολείται επιστημονικά με τα υφάσματα της αρχαιότητας, σημειώνει  πως τα υφάσματα που έχουν βρεθεί μέχρι σήμερα προέρχονται αποκλειστικά από ταφικό περιβάλλον, δεν είναι δηλαδή αντιπροσωπευτικά όλης της παραγωγής, αλλά, στην ουσία, ένα κλειστό σύνολο. Οι προδιαγραφές της εποχής ήταν καθορισμένες δια νόμων γι’ αυτό παρατηρούμε ομοιομορφία.

Ως πρώτες ύλες χρησιμοποιούνταν, ως επί το πλείστον, το μαλλί και το λινάρι, στις οποίες προστίθενται και τα εξωτικά κάνναβη και βαμβάκι, και πιθανότατα το άγριο μετάξι, αν και το τελευταίο δεν έχει ακόμα επιβεβαιωθεί ανασκαφικά. Οι γραπτές πηγές μιλούν για πληθώρα χρωστικών ουσιών, φυτικών και ζωικών, εκ των οποίων η μόνη που έχει ταυτιστεί στα υφάσματα της Αττικής είναι η πορφύρα.

Τέσσερα υφάσματα (ένα από τα Καλύβια και το Μαρούσι και δύο από τον Κεραµεικό) διατηρούν διαφορετικές χροιές του πορφυρού χρώματος, της πιο ακριβής χρωστικής ουσίας της αρχαιότητας, παραγόμενης από τρία είδη θαλασσίων κογχυλιών. Εκτός όμως από το κλασσικό τρόπο βαφής, κατά τον οποίο είτε οι ίνες, είτε οι κλωστές, είτε το έτοιμο ύφασμά εμβαπτιζόταν σε ένα διάλυμα βαφής, ένα ύφασμα από το Κορωπί διατηρεί ίχνη ζωγραφικών σχεδίων µε μαύρο και κόκκινο χρώμα.

Οι Έλληνες γνώριζαν και την τεχνική της εγκαυστικής σε ύφασμα, όπως φαίνεται από δείγματα του 5ου και του 4ου αιώνα π.Χ. που ανακαλύφθηκαν στην ελληνική παρευξείνια αποικία Παντικάπαιον και παρουσιάζουν ζωφόρους διακοσμημένες µε σκηνές της ελληνικής μυθολογίας µε τα ονόματα των θεών και ηρώων γραμμένα στα ελληνικά.

Οι βασικές τεχνικές κατασκευής υφασμάτων στην ελληνική αρχαιότητα ήταν το γνέσιμο µε αδράχτι, όσον αφορά στην διαμόρφωση της κλωστής και ο κάθετος αργαλειός µε βάρη, όσον αφορά στην καθ’ αυτό κατασκευή του υφάσματος.

Αγγελική Κώττη

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ