today-is-a-good-day
21.1 C
Athens

Το νομισματικό κεκτημένο

Ήδη από τα πρώτα στάδια του βίου του, το ανεξάρτητο ελληνικό κράτος προσανατολίστηκε σταθερά στην κατεύθυνση της οικονομικής και παραγωγικής ολοκλήρωσής του στην υπό συγκρότηση ενιαία διεθνή αγορά, που προέκυψε από τις ανάγκες της ήδη εμπεδωμένης βιομηχανικής οικονομίας.

Η εποχή της “πρώτης παγκοσμιοποίησης” στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα παρείχε πρόσφορο έδαφος για την ταχεία προώθηση αυτής της διαδικασίας, έστω κι αν συνολικά οι εξελίξεις δεν κατάφεραν να αποκτήσουν τον βηματισμό που είχε ανάγκη η μικρή Ελλάδα για να κάνει ένα αναπτυξιακό άλμα. Μία τροχοπέδη που χρειάστηκε να αντιμετωπίζουν διαρκώς οι ελληνικές κυβερνήσεις και χρηματοοικονομικές ελίτ ήταν οι αδυναμίες του εθνικού νομίσματος.

Του Γιάννη Χαραλαμπίδη*

Σε μεγάλο βαθμό ο στρατηγικός σχεδιασμός και οι εφαρμοσμένες πολιτικές για την εθνική οικονομία ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα αναλώθηκαν στην σύνδεση της δραχμής με ισχυρά νομίσματα, προκειμένου να υπάρξει νομισματική και κατ’ επέκταση μακροοικονομική σταθερότητα που θα δημιουργούσε το πλαίσιο για ευχερέστερη πρόσβαση στις χρηματαγορές, δυνατότητα για μακροπρόθεσμες παρεμβάσεις στην οικονομία και ευνοϊκό πεδίο για τις διεθνείς εμπορικές μας σχέσεις. Από το 1867 κιόλας, η Ελλάδα αποφασίζει να συμμετάσχει στη Λατινική Νομισματική Ένωση, που είχε συγκροτηθεί μόλις δύο χρόνια πριν από τη Γαλλία, το Βέλγιο, την Ελβετία και την Ιταλία με επίκεντρο φυσικά το γαλλικό χρυσό φράγκο. Οι εσωτερικές αντινομίες και οι εγγενείς αδυναμίες του μεταλλικού νομισματικού συστήματος προκαλούσαν διαρκώς προβλήματα συμβατότητας μεταξύ των εθνικών νομισματικών συστημάτων που συμμετείχαν στην Ένωση, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να μην μπορεί να συμβιβάσει τις ανάγκες της με τις επιταγές των σταθερών ισοτιμιών, ενώ το συνολικό πλαίσιο ήταν αρκετά χαλαρό και δεν απέδιδε ισχυρά αντιπληθωριστικά αντισώματα στην εθνική οικονομία.

Η αποτυχία της ΛΝΕ οδήγησε από την εποχή των Βαλκανικών Πολέμων σε έναν περίπου εικοσαετή αγώνα σταθεροποίησης της δραχμής, κάτι που επιτεύχθηκε ουσιαστικά μόνο για λίγο στα τέλη της δεκαετίας του 1920, οπότε και συνδέθηκε με σταθερή ισοτιμία με την στερλίνα, για να αρχίσει και πάλι σύντομα να κατρακυλά στον δρόμο για την χρεοκοπία του 1932. Άλλη μια εικοσαετία νομισματικών αγώνων ακολούθησε για να φτάσουμε στη θρυλική υποτίμηση και σύνδεση με το δολάριο, που προετοίμασε ο Γεώργιος Καρτάλης και εκτέλεσε το 1953 ο Σπύρος Μαρκεζίνης. Ήταν μια κομβική ενέργεια που παρείχε έναν σε μεγάλο βαθμό συμπαγή αναπτυξιακό κύκλο, που άρχισε να φθίνει στις αρχές της δεκαετίας του ‘70, οπότε για μια σειρά από λόγους αρχίζει η πληθωριστική πίεση στη δραχμή. Η τάση αυτή θα κορυφωθεί μέσα στην επόμενη δεκαετία και θα χρειαστούν μεγάλες προσπάθειες σε όλη τη δεκαετία του ‘90, για να τιθασευτούν οι πληθωριστικές εκρήξεις της δραχμής και να προετοιμαστεί η σύγκλιση και ένταξή μας στο κοινό νομισματικό ευρωσύστημα το 2001.

Αυτή η αστάθεια υπήρξε μόνιμος βραχνάς των ελληνικών κυβερνήσεων και σταθερή πληγή στη διάρκεια διεθνών εντάσεων και συγκρούσεων. Όλοι μας έχουμε στο μυαλό μας τα χαρτονομίσματα των εκατοντάδων εκατομμυρίων και δισεκατομμυρίων του θρυλικού πληθωρισμού της Κατοχής, αλλά δυστυχώς η νομισματική αδυναμία υπήρξε μόνιμο πρόβλημα σε περιόδους εντάσεων και πολεμικών εμπλοκών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η περίοδος του Μικρασιατικού Πολέμου, με τη μάχη για την συγκράτηση της δραχμής να επισκιάζει συχνά τις ίδιες τις απαιτήσεις και αναγκαιότητες ενός αδυσώπητου πολεμικού μετώπου. Αντίστοιχες συνθήκες αντιμετώπισε η χώρα και στην αμέσως μεταπολεμική περίοδο, έχοντας να αντιμετωπίσει τις σκληρές ανάγκες της ανασυγκρότησης, αλλά και μια πολεμική δοκιμασία και υπαρξιακή πρόκληση λόγω του Εμφυλίου Πολέμου. Αυτό το σκηνικό, ευτυχώς, η πατρίδα μας δεν το αντιμετωπίζει πλέον.

Σήμερα, με την διπλή θυελλώδη συγκυρία της έκρηξης της πανδημίας του SARS CoV-2 σε παγκόσμιο επίπεδο και της έξαρσης του επεκτατικού τουρκικού αναθεωρητισμού σε βάρος της Ελλάδος, είναι περισσότερο από ποτέ αντιληπτή η αξία της νομισματικής σταθερότητας. Μέσα σε συνθήκες γενικευμένης ύφεσης σε παγκόσμια κλίμακα η χώρα μας, μόλις πριν λίγες ημέρες, άντλησε χρήματα από τις διεθνείς αγορές με το χαμηλότερο επιτόκιο στην ιστορία της. Ταυτόχρονα απολαμβάνει τις πρόνοιες οικονομικής, παραγωγικής και πιστωτικής στήριξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που παρά τις όποιες δυσκαμψίες και καθυστερήσεις της παρεμβαίνει καθοριστικά, στηρίζοντας τις οικονομίες των κρατών-μελών με ποσά που σε άλλες εποχές θα ήταν απλώς αντικείμενο μυθοπλασίας. Την ίδια ώρα, η Τουρκία, με μια πολύ σημαντική παραγωγική δύναμη στη φαρέτρα της, βρίσκεται στη δίνη μιας βαθιάς νομισματικής κρίσης και κρίσης πιστοληπτικής ικανότητας. Μπορούμε εύλογα να αντιληφθούμε, πώς θα ήταν σήμερα διαμορφωμένο το τοπίο για την ελληνική οικονομία χωρίς το κεκτημένο της απόλυτης σχεδόν νομισματικής σταθερότητας. Μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε ποια σημασία είχαν οι πολιτικοί αγώνες και οι οικονομικές θυσίες που έγιναν όλα τα χρόνια της κρίσης που προηγήθηκε, ώστε να διατηρηθεί αυτό το κεκτημένο.

Η Ελλάδα για πρώτη φορά στην ιστορία της έχει τη δυνατότητα να αντιμετωπίζει με επιτυχία ταυτόχρονες και αλλεπάλληλες κρίσεις, χάρη ακριβώς στο δίχτυ ασφαλείας και τις πρόνοιες που της παρέχει το ευρωπαϊκό νομισματικό σύστημα. Παρά τις όχι αμελητέες εγγενείς δυσκαμψίες του συστήματος αυτού και παρά τις όσες δικές μας ανορθογραφίες στη διαχείριση των δυνατοτήτων και των υποχρεώσεων που αυτό γέννησε, είναι σαφές ότι πρόκειται για μια τεράστια στρατηγική επιλογή που σήμερα παρά ποτέ αποδεικνύει τη σημασία της. Το οπλοστάσιο κάθε έθνους, κάθε κράτους, δεν είναι μόνο τα οπλικά του συστήματα, είναι πρωτίστως η ψυχική του ανθεκτικότητα, η κοινωνική του συνοχή και η οικονομική του δύναμη. Από εκεί ξεκινούν κι εκεί καταλήγουν όλες οι παράμετροι της ισχύος, αυτή είναι μια αλήθεια που δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ποτέ.

*O Γιάννης Χαραλαμπίδης είναι ιστορικός, σύμβουλος πολιτικής ανάλυσης & επικοινωνίας

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ