today-is-a-good-day
21.2 C
Athens

Η Φωτεινή Ζαφειροπούλου έγινε φωτεινό σημάδι για όλους μας

«Η Πότνια των Κυκλάδων έγινε άδηλος και ταξιδεύει προς την Άνω Δήλο, αλλά το έργο της θα παραμένει έκδηλο και φωτεινό, όπως το όνομά της» Λόγια ενός νεότερου συναδέλφου της Φωτεινής Ζαφειροπούλου, που την περιγράφουν απολύτως. Ολοι ήξεραν ποια ήταν, το μέγεθος και το μπόι της, όλοι λυπήθηκαν για τον θάνατό της. Ηταν 93 ετών, αλλά νόμιζες πως είχες μπροστά σου νεαρή φοιτήτρια γεμάτη από τη χαρά της ζωής. Το μυαλό της σπινθηροβόλο, το χιούμορ της ακονισμένο, οι γνώσεις της ατελείωτες, όπως και η επιθυμία της να τις μεταδίδει. Δεν είχαμε πολλές αρχαιολόγους σαν εκείνη. Η «Φουφού» όπως τη φώναζαν τρυφερά, που τη λάτρευαν και τους λάτρευε, «πέταξε» προς την αιωνιότητα, αφήνοντας πίσω της βαθύ αποτύπωμα.

«Τόσα και τόσα χρόνια μας βάσταξε όλους κάτω από τις φτερούγες της, πέταξε σήμερα η μεγάλη αγαπημένη Φωτεινή Ζαφειροπούλου πέρα από αυτόν τον κόσμο που προστάτευε και αγαπούσε» γράφει άλλη αρχαιολόγος στο Facebook. «Στους αιθέριους σπειροειδείς γαλαξίες μαζί με τον αγαπημένο της Νίκο Ζαφειρόπουλο. Μεγάλοι αρχαιολόγοι οι δυο τους κι ο καθένας μοναδικός με καθοριστικό, σπουδαίο έργο για τον Κυκλαδικό πολιτισμό.»

Η Φωτεινή Ζαφειροπούλου με τον Νικόλαο Ζαφειρόπουλο στη δεκαετία του 90

Η Φωτεινή Ζαφειροπούλου είχε γεννηθεί στην Αθήνα το 1931 και μεγάλωσε στη Νέα Φιλαδέλφεια. Η οικογένειά της είχε καταγωγή από τη Μάδυτο της Μικράς Ασίας και στη συνοικία Μάδυτο της Φιλαδέλφειας έμενε. Δίπλα, πολλοί πρόσφυγες. Εμαθε να είναι φιλόξενη, να μαγειρεύει με κέφι μικρασιατικά φαγητά, να παλεύει με δύναμη και συχνά αποκοτιά, να νικά και, σπάνια, να χάνει, να επιμένει, να φωτίζει τον κόσμο γύρω της.

Στην οικογένειά της μορφώνονταν όλοι, επομένως ήταν λογικό να πάει στο πανεπιστήμιο. Διάλεξε τη Φιλοσοφική Σχολή και ως κλάδο την Αρχαιολογία. Σπούδασε και στο Γαλλικό Ινστιτούτο και έμαθε και αγγλικά.  Πρωτοδιορίστηκε ως αρχαιολόγος στη Θεσσαλονίκη. Εκείνη, που είχε μάθει να αγαπά και να ταξιδεύει στα νησιά, ήταν απελπισμένη. Ωστόσο το καθήκον, καθήκον. Κατάφερε να αναδείξει και να προστατεύσει τις αρχαιότητες της Θεσσαλονίκης και της Μακεδονίας, χωρίς να υποχωρήσει μπροστά σε όποια δυσκολία.

Χαρακτηριστικό το περιστατικό με τις μπουλντόζες εργολάβου στην πλατεία Ναυαρίνου. Ενας φύλακας την ειδοποίησε στις δύο τα ξημερώματα πως οι μπουλντόζες καταστρέφουν αρχαιότητες. Επειδή δεν μπορούσε να πείσει τον χειριστή, στάθηκε μπροστά τους. Παρόλη την κατακραυγή που ξεσηκώθηκε εναντίον της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, το ζητούμενο έγινε: ξεκίνησε ανασκαφή που ολοκληρώθηκε και έτσι σήμερα τα αρχαία είναι εκεί.

Κατάφερε να την μεταθέσουν στις Κυκλάδες, όπου γνώρισε τον μεγάλο αρχαιολόγο Νικόλαο Ζαφειρόπουλο. Μοιράστηκε μαζί του τις αγωνίες, τα ξενύχτια, τη μελέτη, τις σκέψεις, τις χαρές. Εγινε η αφοσιωμένη και αγαπημένη σύντροφος της ζωής του, και από Παπαδοπούλου μετονομάστηκε σε Ζαφειροπούλου. Από το 1959 ο Ν. Ζαφειρόπουλος υπηρέτησε στις Κυκλάδες και κατόρθωσε από τρία μουσεία που είχαν (και ένα η Σάμος) να γεμίσει μουσεία τα νησιά- σύνολο 17 και να διαμορφώσει έναν υπέροχο τρόπο σκέψης για τους αρχαιολόγους.

Με το ζεύγος Ντούμα, την Μαρίζα Μαρθάρη και τη Ζώζη Παπαδοπούλου

Η χούντα όμως δεν τον ήθελε, προσπάθησε στα 1972 να τον μεταθέσει δυσμενώς. Ο Ν. Ζαφειρόπουλος παραιτήθηκε και η σύζυγός του τον ακολούθησε. Επανήλθαν μετά την πτώση της δικτατορίας. Η Φ. Ζαφειροπούλου συνέχισε, ως έφορος Κυκλάδων και Σάμου πλέον, να δίνει όλη την ικμάδα της στην επιστήμη αλλά και στους ανθρώπους της. Διαδέχθηκε τον σύζυγό της στην θέση του εφόρου και έμεινε στην υπηρεσία μέχρι το 1995. Έναν χρόνο μετά τον θάνατό του.

Στις Κυκλάδες της δεκαετίας του 1960 τα πλοία έμεναν αρόδου, οι μετακινήσεις από το ένα νησί στο άλλο μπορεί να διαρκούσαν μέρες, ο ηλεκτροφωτισμός σταματούσε το βράδυ και τα λευκά σπίτια τυλίγονταν σε ένα πέπλο ονειρικό.  Ήταν τα χρόνια που τη Μύκονο ανακάλυπταν και μετέτρεπαν σε αγαπημένο προορισμό διάσημοι και προσωπικότητες όπως η Σοράγια και η Τζάκυ Ωνάση, ο «Μενουχής», ο Λε Κορμπυζιέ και πολλοί ακόμη, γοητευμένοι από την απλότητα, την κυκλαδίτικη ομορφιά και την αίσθηση ελευθερίας που απέπνεε το νησί.

Οι ελάχιστοι τότε αρχαιολόγοι, συνεχιστές της πορείας που είχαν χαράξει ο Σταυρόπουλλος, ο Πίππας, ο Καρούζος, ο Κοντολέων, ξεκινούσαν από τη Μύκονο, έδρα της περιφερειακής Εφορείας Αρχαιοτήτων την εποχή εκείνη, για να διενεργήσουν ανασκαφές και στην πιο απόμακρη βραχονησίδα των Κυκλάδων και να προλάβουν τους αρχαιοκάπηλους, να καταγράψουν αρχαία, να στήσουν μουσεία με μέσα πενιχρά σε σχέση με τα σημερινά, να διεκπεραιώσουν το άχαρο διοικητικό έργο, να αντιταχθούν με επιτυχία, αλλά και με κίνδυνο για την υπηρεσιακή τους πορεία, σε μεγαλεπήβολα έργα που οραματίζονταν μια λεωφόρο στη Δήλο ή μια παραλιακή οδό στη Μύκονο να ενώνει τις ακρογιαλιές της καταστρέφοντας τους γιγάντιους γρανιτένιους βράχους της.

Η ίδια γράφει στο βιβλίο της «Δια Σύρον, Πάρον, Νάξον, Ίον, Οίαν-Θήραν», όπου αφηγείται με πολύ χιούμορ στιγμιότυπα από τη ζωή της ως αρχαιολόγου στις Κυκλάδες: «…ήταν κάτι που δεν μπορούσε να το φανταστεί ο νους ενός νέου ανθρώπου που ξεκινά με όνειρα ότι θα κάνει μια ζωή γεμάτη ένταση και απρόοπτα στην οποία το είδος της επιστήμης που διάλεξε θα δώσει ιδιαίτερο νόημα και ατέλειωτες χαρές.

Ηταν μια τρομακτική δουλειά γραφείου, χρονοβόρα αφού ο αρχαιολόγος υπάλληλος του Δημοσίου ασκεί διοίκηση που σημαίνει ότι ασχολείται από τη μισθοδοσία και τις άδειες του προσωπικού ως την ανεύρεση πιστώσεων για τις επισκευές των μουσειακών κτιρίων, τον ευπρεπισμό και τη συντήρηση των αρχαιολογικών χώρων».

Διασκέδαζε ακόμα και στις ανασκαφές κάτω από το λιοπύρι: «κάναμε λοιπόν ανασκαφή με κοτσάκια (στιχάκια) που σκαρφίζονταν οι εργάτες και ήταν πάντα έξυπνα, με χιούμορ αποδίδοντας την κατάσταση με οξυδέρκεια και ακρίβεια. Τί γοητεία αλήθεια! Για κάτι τέτοιες στιγμές άξιζε η σύνταξη δεκάδων καταστάσεων μισθοδοσίας ή ό,τι άλλο απαιτούσε η γραφειοκρατία. Aν σε αυτά τα καθήκοντα προσθέσεις και τις γνώσεις σχεδίου και φωτογραφίας καθώς και της σχετικής νομοθεσίας για να τα βγάλει πέρα στις αλλεπάλληλες μηνύσεις σε ή από ιδιώτες, ο υπάλληλος αρχαιολόγος πρέπει να έχει μια γερή δόση τρέλας και μεγάλο μεράκι για να τα φέρνει βόλτα και να έχει και προσωπική ζωή».

«Πρώιμο καλοκαίρι ή προχωρημένη άνοιξη του 1956 ή 1957 η πρώτη γνωριμία με τη Μύκονο» γράφει στο ίδιο βιβλίο. «Τα καράβια της γραμμής έφευγαν γύρω στη 1 το μεσημέρι από τον Πειραιά και έφταναν κάπου στις 11 τη νύχτα στη Μύκονο, αφού έπιαναν Σύρο, Τήνο και συνέχιζαν για Ικαρία, Σάμο. Ταξίδια μονοήμερα, δηλαδή με επιστροφή την ίδια μέρα έπρεπε να έλθει η δεκαετία του 1970 για να δρομολογηθούν. Φοιτητική ξένοιαστη παρέα με εκδρομή πανεπιστημιακή και σχετική εποπτεία των καθηγητών φτάσαμε σε μια Μύκονο που μας υποδέχτηκε μια λαμπερή βραδιά με φεγγαρόφωτο που έκανε ανάγλυφα τα περίεργα κατάλευκα σπίτια που ξεφύτρωναν ανάρια πάνω στην ξερή πλαγιά, που στραφτάλιζε κάτω από το φως του φεγγαριού – η πανδιασία αυτή πήρε τέλος σε λίγο καιρό με την πρόοδο του “πολιτισμού”, αφού το ηλεκτρικό δεν σταματούσε πια στις 9 το βράδυ για να ‘ρθει ξανά την άλλη μέρα το πρωί.»

Στην Πάρο πήγε το 1959 με μισθό 50 δρχ και επέστρεψε πολλές φορές. Η ανασκαφή που διεξήγαγε στο Αρχαίο Νεκροταφείο, είναι αυτή που την κράτησε στο νησί και αποδείχθηκε από τις πιο σημαντικές σε όλη την Ελλάδα. Το νεκροταφείο χρονολογείται από τον 8ο αι. π.Χ. ως τον 3ο/4ο αι μ.Χ. και βρίσκεται βόρεια της Παροικιάς σε επίπεδο χαμηλότερο της σημερινής πόλης και της θάλασσας.

Με συναδέλφους της στις Κυκλάδες, το 1960 – πρώτη από αριστερά

Στο νεκροταφείο βρέθηκε πολυάνδριο γεωμετρικής εποχής με αμφορείς που περιείχαν καμένα οστά 150 νέων ανδρών ηλικίας 16/17 ως 30 ετών οι οποίοι είχαν σκοτωθεί σε πολεμική σύγκρουση. Στάχτες, σπασμένα αγγεία και ίχνη από θυσίες δείχνουν λατρεία προς τους προγόνους πεσόντες. Πρόκειται για εύρημα μοναδικό ως σήμερα και πολλά από όσα βρέθηκαν στις έρευνες κοσμούν σήμερα το αρχαιολογικό μουσείο.

Στην πολυκύμαντη ζωή της μετείχε στα κοινά μέσω του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων, του οποίου υπήρξε και πρόεδρος. Συνέχισε ως πρόεδρος της Ενωσης Αρχαιολόγων «Ηώς» επί πολλά χρόνια. Εγραψε, επίσης, σημαντικά βιβλία.

Η Φωτεινη Ζαφειροπούλου υπήρξε ένας άνθρωπος γενναιόδωρος, μειλίχιος, φωτεινός, μια γυναίκα γεμάτη ζεστασιά και αγάπη. Γι’ αυτό και την αγαπούσαν όλοι: από τον πλέον σπουδαίο αρχαιολόγο μέχρι τον τελευταίο εργάτη ανασκαφής- και οι συνάδελφοι και φίλοι της. Θα λείψει από όλους και ιδίως από την Αρχαιολογία.

Αγγελική Κώττη

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ