today-is-a-good-day
20.1 C
Athens

Παύλος Κάγιος: «Η αλήθεια σπάνια είναι μία»

Διατρέχει 100 χρόνια η  ιστορία του νέου -έβδομου- μυθιστορήματος του Παύλου Κάγιου «Απάλλαξέ με» (εκδόσεις «24 Γράμματα»)  με  τη δράση του να ξεκινάει στις μέρες μας και να «χάνεται» στις ζούγκλες της Αφρικής  των μέσων του προηγούμενου  αιώνα…

Μα σήμερα, γύρω από τους ήρωες, ξεχνιέται η αγάπη, η επιθετικότητα εξορίζει τη λύπη, το δάκρυ  και τη συγχώρεση. Και στους δρόμους  της Αθήνας και του Πειραιά οι πολίτες  ορμούν όλοι εναντίον όλων δημιουργώντας  μια κατάσταση  τυφλής βίας. Σε άλλες χώρες, άραγε, συμβαίνουν τέτοια γεγονότα; αναρωτιούνται οι ήρωες του βιβλίου…

Ώσπου οι  συμπεριφορές των ανθρώπων γίνονται ανεξήγητες,  ανεξέλεγκτες κι αβάστακτες κάνοντας τους ήρωες  να φωνάζουν Απάλλαξέ με.

«Κουνημένη φωτογραφία» κι ένα σωρό άλλα παρατσούκλια-κουδούνια κρεμούν  στο μικρό Δημοσθένη -ήρωα της ιστορίας του βιβλίου- που μεγαλώνει  στην Ελλάδα της δεκαετίας του ’60 . Μαζί του κι ο Μιχάλης που κουβαλάει το δικό του σταυρό. Δύο κυνηγημένοι από τους πολλούς με συνεχή καψόνια- βασανιστήρια για την ακούρδιστη ζωή τους, ψάχνονται, μέσα τους, διαρκώς. Μόνο η Χήρα η Αλέκα, η μαύρη ρεμπέτισσα,  γίνεται έξαλλη με την απονιά, τη ψευτιά και το χλευασμό του  κόσμου απέναντί τους.

Μέχρι που αυτή  παίρνει το Δημοσθένη υπό την προστασία της  στο «Ραντεβού  στη Μεσόγειο» .Ένα παλιό διώροφο σπίτι με αυλή στο Μεταξουργείο που επί 50 χρόνια, τραγουδάει σ’ αυτό  τη ζωή, τον έρωτα, τον καημό. Κι η αγάπη με τη φιλία φωτίζουν τα  όνειρα μιας παρέας που  κάνει ορμητήριό της αυτό το στέκι πλάθοντας  το δικό της σύμπαν.

Εκεί, εμφανίζεται στη ζωή του Δημοσθένη  κι η Ελένη που προσπαθεί να τον σώσει από την ήττα. Και παρόλο που με τον Μιχάλη   φλογίζονται από τις ίδιες  επιθυμίες,   φοβούνται  να  τις αγγίξουν.

-«Απάλλαξε με» από τι;

-«Από τα μπούλινγκ των δυνατών προς τους αδύναμους, από την βίαιη επιβολή της γνώμης της πλειοψηφίας στην μειοψηφία. Άσε  μου εν ολίγοις το δικαίωμα να υπάρχω με τις διαφωνίες μου. Γιατί η φωνή της διαφορετικότητας,  εκφράζει και την αληθινή δημοκρατία και ισότητα που υπάρχει στις ανθρώπινες σχέσεις».

Εδώ πρώτο-εμφανίζεται ο  Αντρέας, ο συγγραφέας του βιβλίου  που  γράφει την ιστορία  που διαβάζουμε. Στη ροή της εξέλιξης του βιβλίου,   κάνει σποραδικές εμφανίσεις . Τις περισσότερες φορές, δίνει σελίδες του βιβλίου του να τις διαβάσει η  Ευδοκία  και μετά τις κουβεντιάζουν με αυτή αρκετά συχνά  να του λέει τη γνώμη της . Στην αρχή ο αναγνώστης,  νομίζει ότι η Ευδοκία είναι φίλη του μέχρι να φανεί -απ’ τη μέση του βιβλίου και μετά – πως   αυτή «παρακολουθεί τη περίπτωσή του»…

-Τι ρόλο παίζει η εμφάνιση του συγγραφέα στην ιστορία του Απάλλαξε με;

«Του δημιουργού που κάποια στιγμή τον αμφισβητούν οι ίδιοι οι ήρωές του. Κι έχει να κάνει με την υπαρξιακή αγωνία του ανθρώπου «ποιος με  δημιουργεί», υπάρχει «ανώτερη δύναμη» ή όλα είναι τυχαία και φτιαγμένα από την φύση;

Μετά την κηδεία της Χήρας στην Ικαρία και στη διάρκεια της επιστροφής τους στο Πειραιά με το καράβι Μεταμόρφωση Σωτήρος, ο Δημοσθένης  θυμάται  τα παιδικά του χρόνια στην Ικαρία. Χρόνια  που ήταν γεμάτα καψόνια και βασανιστήρια από τους συνομηλίκους του που τον αποκαλούσαν  «κουνημένη φωτογραφία» κι ένα σωρό άλλα παρατσούκλια επειδή είχε λεπτούς τρόπους, ήταν ψηλός και ντελικάτος-κουνιστός με λεπτή  φωνή και τον κορόιδευαν  και τον χτυπούσαν. Συμπάσχων δίπλα του, ο συμμαθητής του Μιχάλης, ένα αγόρι αλμπίνος που δέχεται παρόμοιες επιθέσεις για την δική του εκ γενετής εμφάνιση . Αυτοί οι δύο κυνηγημένοι θα γίνουν οι καλύτεροι φίλοι . Και μαζί δραπετεύουν από το σκληρό κόσμο γύρω  τους που τους κάνει καψόνια  και δοκιμάζει τις αντοχές τους. Τον Δημοσθένη για τη «χαριτωμένη» συμπεριφορά του και τον Μιχάλη για το κοκκινωπό, ασπρουλιάρικο, νεκρικό και   «σατανικό» -όπως του λένε-  παρουσιαστικό του. Κάποιες φορές, καταφέρνουν και  δραπετεύουν στην απόκοσμη  παραλία Πριόνι  την οποία και  ονομάζουν μεταξύ τους  «μη μου λες αλήθεια» όπου η φαντασία τους κάνει   τα πρώτα άφοβα και ελεύθερα ταξίδια της…

-Φαίνεται, δυστυχώς, πως τα διαφόρων ειδών καψόνια και κυρίως τα ερωτικά-σεξουαλικά που σήμερα τα λέμε μπούλινγκ, είναι  σε έξαρση και στις μέρες μας. Γιατί;

«Γιατί ο ολοκληρωτισμός και η τάση επιβολής που κρύβει μέσα του ο άνθρωπος, δεν ελέγχονται, δυστυχώς,  μόνο καμουφλάρονται με τον επιφανειακό εξευγενισμό  της κοινωνίας και από τους «καλούς τρόπους» των ανθρώπων. Τελειώνοντας ο ήρωας του βιβλίου το Δημοτικό σχολείο,  η μάνα του  αποφασίζει για να  τον γλυτώσει από τα καψόνια των συνομήλικών του  και τον στέλνει  στην Αθήνα για να συνεχίσει το γυμνάσιο  στην αδελφή της την Αλέκα. Εκεί στο Μεταξουργείο στην οδό Βιργινίας Μπενάκη,  η Αλέκα -Χήρα πιά-  έχει ανοίξει από τις αρχές του 1965 ένα  μουσικό στέκι που  το ονομάζει  Ραντεβού στη Μεσόγειο . Σ’ αυτό το χώρο θα νιώσει ο  Δημοσθένης να βρίσκει τη δική του φάτνη  κι έχοντας ως μέντορα τη θεία του την Αλέκα, τη «μαύρη ρεμπέτισσα», θα παλέψει να  ξορκίσει τους φόβους του και θα ξεκινήσει  αγώνα  να  αποτινάξει -στην αρχή…- και αργότερα να συμφιλιωθεί και να αγαπήσει  τις κυνηγημένες ορμές και επιθυμίες του».

-Ναι, αλλά, εμφανίζεται και μια γυναίκα στη ζωή του Δημοσθένη…

«Στο πανεπιστήμιο   ερωτεύεται την Ελένη και απελευθερώνεται από τα «αμαρτωλά»  και καταπιεσμένα ένστικτά του τα οποία με την εμφάνιση της, βρίσκει μια πρώτης τάξεως ευκαιρία και  τα θάβει  μέσα του…  Παιδί  Ελλήνων μεταναστών της Αμερικής  η  Ελένη και μεγαλωμένη στα Βίλια της Αττικής, είναι πιο ψύχραιμη στα συναισθήματά της, ενώ ο Δημοσθένης βιάζεται  να νομιμοποιήσουν τη σχέση τους σα να τον κυνηγάνε. Μα όταν αυτή θα μένει έγκυος,  παντρεύονται  βιαστικά  και αποκτούν ένα αγόρι, τον Οδυσσέα. Στην αρχή, αυτόν  τον έρωτα τον νιώθει   σωτήριο μέσα του  ο Δημοσθένης,  μετά γίνεται καταπιεστικός γιατί δεν τον αφήνει να ζήσει και τις εσώτερες ορμές  του… Ώσπου θα καταλάβει ότι πρέπει να λέει την αλήθεια -και στον εαυτό του και στους άλλους-  και απελευθερώνεται…»

-Γιατί λένε οι ήρωες σας  σ’ ένα κεφάλαιο «και ξαφνικά φορέσαμε τη ζωή ανάποδα»;

«Μικρά, εκρηκτικά επεισόδια  τσακωμών και άγριων συμπλοκών  επαναλαμβάνονται στη ροή της αφήγησης του βιβλίου πάνω στο καράβι Μεταμόρφωση Σωτήρος.  Σ΄ αυτό το «καράβι των τρελών»  που υπάρχει το αδιαχώρητο από τον συνωστισμό των ταξιδιωτών,  συμβαίνουν  επεισόδια   που αρχίζουν από γελοίες παρεξηγήσεις κοιτάγματος των άλλων στα μάτια ή  το τυχαίο άγγιγμα μεταξύ τους και φτάνουν σε γρονθοκοπήματα και πέταγμα επιβατών στη θάλασσα   προμηνύοντας   τη γενική έκρηξη   που θα ξεσπάσει  στο φινάλε του βιβλίου»…

-Ενός φινάλε , όμως, άκρως απροσδόκητου…

«Οι τρεις ήρωες καταφέρνοντας να βγουν  από   το καράβι, ενώνουν απελπισμένοι  τις  τύχες τους και τρέχουν μέσα σε μια καθημερινότητα που έχει παραδοθεί στη παραφροσύνη με παρανοϊκά περιστατικά όπου ο ένας χτυπάει αναίτια τον άλλον. Ανεβαίνουν   στην Αθήνα με τα πόδια μιας κι όλα τα μέσα μαζικής επικοινωνίας  δεν λειτουργούν . Και το ακόμα πιο αγριευτικό,  είναι  που ο κόσμος  παρεκτρέπεται κυνηγώντας, χαστουκίζοντας και δέρνοντας ο ένας τον άλλον χωρίς φανερή αιτία .

Ώσπου κάποια στιγμή, ελικόπτερα πετούν στον ουρανό του Πειραιά και της  Αθήνας  και ρίχνουν  φέιγ-βολάν στα οποία ειδοποιούν το κόσμο να αποφεύγει να κοιτάζεται κατάματα γιατί αυτό αναμοχλεύει πάθη και οι παραβάτες θα τιμωρούνται με εγκλεισμό σε ειδικά σωφρονιστήρια»!

-Κι εδώ έχετε νέα ανατροπή της δράσης με ακραίες υπαρξιακές και σουρεαλιστικές εκρήξεις…

«Απελπισμένοι οι  ήρωες,   αναζητούν  βοήθεια από   αυτόν που τους  έπλασε. Το συγγραφέα που τους έχει κάνει ήρωες της ιστορίας που γράφει . Και τρέχουν  και τον  βρίσκουν  στο θάλαμο που  είναι «κλεισμένος»,  «απομονωμένος»  και γράφει  την  ιστορία  τους. Του ζητάνε βοήθεια, αλλά  αυτός αδυνατεί να βρει οποιαδήποτε λύση. Τους λέει   πως όσα συμβαίνουν γύρω τους, δεν είναι μόνο στο βιβλίο του, αλλά  και στη πραγματικότητα  η οποία  έχει αληθινά διασαλευτεί. Κι ενώ απ’ έξω ακούγεται το  μανιασμένο πλήθος να χτυπάει με οργή και τη πόρτα του θαλάμου του συγγραφέα, αυτός  καλεί τους ήρωές του  να πηδήσουν μαζί του  για να σωθούν από το μπαλκόνι του δωματίου στο οποίο είναι κλεισμένος    και γράφει την ιστορία τους. Και τη στιγμή που ο εξαγριωμένος  όχλος, πάει να σπάει τη πόρτα, ο Δημοσθένης αρπάζει την Ελένη από το χέρι  και ακολουθούν  το συγγραφέα προς τη μπαλκονόπορτα. Ο  Μιχάλης διστάζει να  πάει μαζί τους. Ο Δημοσθένης του λέει «αν χαθούμε, ξέρεις  που θα βρεθούμε, ραντεβού στη παραλία μας «μη μου λες αλήθεια»  και    μετά το συγγραφέα, πηδάνε κι αυτοί από πίσω του, ενώ ο Μιχάλης κρύβεται  σε μια  ντουλάπα τη στιγμή που εισβάλει ο όχλος …»

-Τελικά  τι  γίνεται; Ποιοι σώζονται; Ποιοι χάνονται;

«Μεταφερόμαστε στην ονειρική παραλία των παιδικών χρόνων των ηρώων «μη μου λες αλήθεια» στην Ικαρία. Και ξαφνικά,  ακούγονται σκαψίματα στα βράχια του βουνού λες και κάποιοι προσπαθούν να χαράξουν νέο μονοπάτι…

Ποιοι  να ‘ναι;  Οι ήρωες του βιβλίου που προσπαθούν να  φτάσουν στο ραντεβού τους;  Ή μήπως είναι  νέοι εξερευνητές  ονείρων;

Εδώ,  γράφεται  το  πρώτο τέλος της ιστορίας του βιβλίου…

Υπάρχει, όμως, κι ένα άλλο τέλος που επιμένει  να ακουστεί  σαν   άλλη εκδοχή της  ιστορίας ή της  αλήθειας που, έτσι κι αλλιώς,  σπάνια  είναι μόνο μία…»

Αγγελική Κώττη

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ