today-is-a-good-day
18.2 C
Athens

«Έαρ μικρό έαρ βαθύ έαρ συντετριμμένο» – Γράφει η Αγγελική Κώττη

Λένε πως η μεγαλύτερη ευχή που μπορείς να δώσεις σε άνθρωπο είναι να τον θάψουν τα παιδιά του – να μη τα θάψει αυτός. Αλλά τώρα συμβαίνει. Οι μάνες και οι πατέρες που επί μέρες γύριζαν αλλόφρονες με τις φωτογραφίες των σπλάχνων τους, δεν θα τα κλείσουν ξανά στην αγκαλιά τους ποτέ. Κι ούτε ποτέ θα παρηγορηθούν και θα ξεχάσουν.

Μια εθνική τραγωδία, που δεν έπρεπε να είχε συμβεί, και αλλάζει η ζωή σου. Ο γονιός ή ο αδερφός που δεν βρίσκει τον δικό του άνθρωπο, συναντήθηκαν με τον Θάνατο του Αγαπημένου ξαφνικά, τραγικά, άδικα. Το έθνος ξύπνησε ξαφνικά από ένα γιορταστικό τριήμερο που δεν θα λησμονήσει ποτέ. Νιώθουμε, άραγε, εμείς οι άλλοι, που δεν έχουμε προσωπικό πένθος, οι μουδιασμένοι και καταρρακωμένοι, οι βαθιά λυπημένοι από το δυστύχημα στα Τέμπη πως φτάνει μια στιγμή για να χάσεις τα πάντα; Και πόσο σύντομα θα το ξεχάσουμε; Πόσο γρήγορα θα γυρίσουμε και πάλι στην θλιβερή μας καθημερινότητα, με τις μικρότητες, τις γκρίνιες και το κυνήγι μιας επίπλαστης ευτυχίας;

Κι όμως εκεί, στα ερείπια της θλίψης, προβάλλει η αχτίδα.  Όταν μαθαίνεις – από τους γιατρούς – πως κάποιοι νέοι άνθρωποι δεν έσπευσαν να διαφύγουν, αλλά βοήθησαν όσους μπόρεσαν να απεγκλωβιστούν κι αυτοί. Ή από άλλους νεαρούς πως φοιτητές άρχισαν να ψάχνουν μανιωδώς, για να βρουν το βρέφος που είχε χαθεί – ευτυχώς βρέθηκε. Μέσα στη φωτιά, τον πόνο, το σοκ, τους καπνούς, η νέα γενιά έδειξε πόσο υπέροχο μπορεί να είναι το πρόσωπό της.

Κι άλλη αχτίδα, όταν Δήμαρχοι από πολλές πόλεις, ζήτησαν αίμα. Και συγκεντρώθηκαν τόσοι, που στέκονταν σε ουρές μακρότατες, περιμένοντας ώρες και ώρες ως την αιμοδοσία. Από έναν λαό που μόνο συνηθισμένος αιμοδότης δεν είναι. Αλλά που δείχνει πως έχει και αλληλεγγύη και φιλότιμο. Και πως νοιάζεται. Πως συναισθάνεται και συγκινείται. Παρήγορο κι ελπιδοφόρο κι αυτό.

Σ’ αυτή τη χώρα όπου τα παιδιά σκοτώνονται (ας θυμηθούμε και το Μακρυχώρι, ή τόσα και τόσα τροχαία δυστυχήματα) είναι ανάγκη, πια, οι μεγάλοι να ωριμάσουμε. Όταν λέμε «το μαχαίρι στο κόκκαλο» να το εννοήσουμε μέχρι τέλους. Όταν λέμε «όλα στο φως» να το κάνουμε πράξη. Κι όταν λέμε από όπου και αν προέρχονται οι ευθύνες, να το υποστηρίζουμε σε κάθε περίπτωση και όποια και αν θα είναι η κατάληξη.

Εφυγαν τα «ωραία παιδιά», για τον Αχέροντα είναι ανώφελη η ομορφιά τους.

«Αλίμονο, πού είναι το ποθητό βλαστάρι; Το άρπαξε ο Άδης,

το άρπαξε· και η σκόνη λέρωσε το ακμαίο άνθος.

Γονυκλινής σε παρακαλώ, Γη που τρέφεις τα πάντα: Την

αείμνηστη

δέξου ελαφρά στον κόλπο σου, Μητέρα, και αγκάλιασέ την»

έγραφε κάποιος πρόγονος και το διαβάζουμε σήμερα από την «Παλατινή Ανθολογία». Σπαρακτικοί στίχοι πλημμύρισαν το διαδίκτυο, ποιητών που μιλούν για θάνατο, πένθος, αιώνιο αποχωρισμό.

Αλλά μαζί τους και αφρισμένες φράσεις γυρίζουν σαν «χιλιάδες άρματα δρεπανηφόρα». Οι μεν εναντίον των δε και αντιστρόφως. Ο,τι πρέπει ώστε να μην ολοκληρωθούν οι έρευνες, η απόδοση ευθυνών, οι παραπομπές στη Δικαιοσύνη. Ποιος να το πει ότι η θανή του Μέλλοντος της χώρας μας, ενθουσιάζει ή και παροξύνει κάποιους; Ποιος δεν σκέφτεται, δεν στοχάζεται και δεν αναλογίζεται – τουτέστιν δεν πηγαίνει τους διαλογισμούς του βαθιά;

Σήμερα δεν μυρίζουν μονάχα τα Τέμπη θάνατο, μυρίζει και η Ελλάδα. Πόσοι θα παρακινηθούν από την τραγωδία για να φύγουν έξω; Όσοι μπορούν. Μια συμφορά δεύτερη θα ακολουθήσει την πρώτη. Γιατί σε αυτή τη χώρα, ποτέ δεν επιμένουμε ως το τέλος. «Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα/ προσμένουμε ίσως κάποιο θάμα». Κι όσο δεν έρχεται, επινοούμε «πατέντες» ώστε να δουλεύουν τα πράγματα κρύβοντας τα σκουπίδια κάτω από το χαλί και χωρίς να διδασκόμαστε από τα λάθη μας.

«Πάμε κι όπου βγει» έλεγαν οι σιδηροδρομικοί μεταξύ τους όταν το μοιραίο τραίνο έφευγε από τη Λάρισα. Είχε βγει καρτέρι ο Θάνατος, και τα δύο τραίνα τροχοδρομούσαν προς αυτόν. Αυτή είναι η κυρίαρχη λογική. Αυτήν πληρώσαμε με τα Τέμπη, θα πληρώσουμε και με άλλες τραγωδίες και μυαλό δεν θα βάλουμε. Εκτός εάν αφυπνισθούμε. Εξωπραγματική, έως αδύνατη πιθανότητα.

Ας αποχαιρετίσουμε προς το παρόν τους νεκρούς με ένα τραγούδι της Μελίνας (σε στίχους Βαγγέλη Γκούφα και μουσική Σταύρου Ξαρχάκου. Η Μελίνα αγαπούσε πολύ τα νέα παιδιά, σε αυτά στήριζε τις ελπίδες της και θα θρηνούσε αν ήταν ανάμεσά μας. Εφυγε, όμως, στις 6 Μαρτίου του 1994. Το τεράστιο πλήθος που είχε παραταχθεί στη Λεωφόρο Συγγρού για το φέρετρό της, το οποίο την έφερε από την Αμερική, αυτό το κομμάτι τραγουδούσε:

«Στα μάτια παίζει τ’ άστρο της αυγής

ο ήλιος πλένει τ’ όνειρο της γης

πλατύ ποτάμι η αγάπη και βαθύ

κουράστηκε και πάει να κοιμηθεί

Για ποιο ταξίδι κίνησες να πας

να με θυμάσαι και να μ’ αγαπάς

σου κλέβει η ανατολή μικρό φιλί»

Η μεσίστια σημαία, κατά λάθος ανάποδα, στην πραγματικότητα φανέρωνε τυχαία αυτό που είμαστε: ένα έθνος υπό παράδοση… Αλλά, πλέον, χάνουμε τον «ανθό».

Ξυπνήστε!

Τα γλωσσικά ατοπήματα, όλες αυτές τις μέρες, σωρεία. Ασήμαντα όμως μπροστά στο έγκλημα…

* Ο τίτλος είναι στίχος από ποίημα του Νίκου Καρούζου

Αγγελική Κώττη

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ