today-is-a-good-day
21.7 C
Athens

Η επιτακτική ανάγκη μιας Détente – αποκλιμάκωσης – Γράφει ο Δημήτρης Απόκης

Έχουμε μπει πλέον για τα καλά στο καλοκαίρι και το μόνο που δεν επιθυμεί κανείς, ιδιαίτερα σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, είναι να κάτσει να προβληματιστεί με βαριά θέματα και διλήμματα. Παρόλα αυτά, βιώνουμε μια κατάσταση που όσο και να θέλει κανείς να το αποφύγει, λόγω της κατάστασης την οποία βιώνουμε, είναι πρακτικά αδύνατον. Το τελευταίο διάστημα έχει αρχίσει να γίνεται μια πραγματικά ουσιαστική και έντονη συζήτηση διεθνώς γύρω από την πολιτική που εφαρμόζεται από την Δύση στην κρίση της Ουκρανίας, αλλά και γενικά γύρω από την πορεία που έχουν πάρει οι διεθνείς εξελίξεις όσο αφορά τη διαμόρφωση του νέου διεθνούς συστήματος. Βαριά συζήτηση και προβληματισμός, αλλά την ίδια στιγμή μια αναγκαία επίπονη άσκηση για όσους, έστω στοιχειωδώς, ενδιαφέρονται για την καθημερινότητά τους, τη ζωή τους και κυρίως τον κόσμο στον οποίο θα ζήσουν τα παιδιά τους.

Του Δημήτρη Γ. Απόκη *

Η κρίση στην Ουκρανία, αν και κριτής όλων και έχων άποψη για τα πάντα κ. Ζελένσκι θα ενοχληθεί, ξεπερνά πλέον κατά πολύ τα όρια της χώρας του και επηρεάζει την βιωσιμότητα και την καθημερινότητα του κάθε νοικοκυριού και των οικογενειών από άκρη σε άκρη του πλανήτη. Ειδικά στην Ευρώπη, έχει εξελιχθεί σε ένα καθημερινό εφιάλτη αρνητικών εξελίξεων.

Σε πρόσφατα άρθρα μου αναφέρθηκα στην σημαντική ιδεολογική αντιπαράθεση μεταξύ του Χένρι Κίσινγκερ και του Τζόρτζ Σόρος, στο Φόρουμ του Νταβός, γύρω από την στρατηγική της Δύσης στη νέα εποχή, αλλά και στην ψυχρή πραγματικότητα που έχει διαμορφωθεί μετά από 100 και πλέον ημέρες αντιπαράθεσης της Δύσης με τη Ρωσία, με αφορμή την εισβολή του Πούτιν στην Ουκρανία.

Παραμένοντας συνειδητά παρά, τις δεκαετίες ενασχόλησής μου με τη δημοσιογραφία, διεθνολόγος στη σκέψη, τη γραφή και την ανάλυση, παρακολουθώ και διαβάζω με σχεδόν θρησκευτική προσήλωση κάθε τι που κυκλοφορεί γύρω από, αναμφισβήτητα, τη σημαντικότερη πολιτική και ακαδημαϊκή συζήτηση που έχει γίνει μετά από αυτή της λήξης του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, αναφορικά με το διεθνές σύστημα και τη στρατηγική των μεγάλων δυνάμεων στη διεθνή σκακιέρα. Στο πλαίσιο αυτό τράβηξε την προσοχή μου και με προβλημάτισε ιδιαίτερα, το τελευταίο άρθρο του κορυφαίου ιστορικού της εποχής μας Νιλ Φέργκιουσον, στο οποίο πραγματεύεται αυτό ακριβώς το θέμα και αναλύει τη στρατηγική που εφαρμόζει η κυβέρνηση Μπάιντεν στις Ηνωμένες Πολιτείες, απέναντι στη Ρωσία, μέσω της Ουκρανίας, αλλά κυρίως απέναντι στην Κίνα, διότι εκεί είναι το μεγάλο και πιο επικίνδυνο παιχνίδι.

Détente…

Ο Φέργκιουσον, στηρίζει την ανάλυσή του σε μια έννοια των διεθνών σχέσεων η οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τον Χένρι Κίσινγκερ και την πολιτική που εφάρμοσε απέναντι στη Ρωσία και την Κίνα, ως Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας και Υπουργός Εξωτερικών του Αμερικανού Προέδρου, Ρίτσαρντ Νίξον. Πρόκειται για τη γαλλική λέξη – έννοια Détente (αποκλιμάκωση). Αναφέροντας ότι στο Νταβός ο Κίσσινγκερ, κατάφερε για μια ακόμη φορά να εξοργίσει τόσο τη δεξιά όσο και την αριστερά λέγοντας ότι, “η διαχωριστική γραμμή [μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας] πρέπει να επιστρέψει στο status quo ante” επειδή “η συνέχιση του πολέμου πέρα από αυτό το σημείο θα μπορούσε να τον μετατρέψει σε πόλεμο όχι για την ελευθερία της Ουκρανίας … αλλά σε έναν πόλεμο εναντίον της ίδιας της Ρωσίας” έρχεται στο σήμερα, συνδέοντας το με το παρελθόν.

Κριτική… 

Όσοι θυμόμαστε τους neoconservatives (νεοσυντηρητικούς) που έσπρωξαν την Αμερική στις επεμβάσεις στο Ιράκ, αντιλαμβανόμαστε τις επιθέσεις που δέχεται η άποψη του Κίσινγκερ και όσοι τη στηρίζουν. Όπως και τότε έτσι και σήμερα η κριτική από τα αριστερά, μιλάει για χαλαρή αντιμετώπιση δικτατοριών, η οποία είναι εγκληματική. Μάλιστα, λανθασμένα, πολλοί τη συγκρίνουν με τον κατευνασμό του 1930 απέναντι στον Χίτλερ. Η Détente του Κίσινγκερ απέναντι στη Σοβιετική Ένωση, απέφυγε με επιτυχία έναν παγκόσμιο πόλεμο. Όσο περισσότερο συλλογιστούμε αυτή την ταραγμένη, ταραχώδη δεκαετία, γιατί όπως συχνά επιμένω η ιστορία μας διδάσκει, στη σημερινή κρίση, η Détente, είναι μια έξυπνη λύση στο χάος στο οποίο βρισκόμαστε και κάθε ημέρα που περνά μεγαλώνει.

Σήμερα…

Όπως και τότε ο Κίσινγκερ με τη Σοβιετική Ένωση, έτσι και σήμερα η Δύση, και για να μην κρυβόμαστε οι ΗΠΑ που δίνει το ρυθμό, δεν πρέπει να έχει αυταπάτες για τον Πούτιν, του οποίου ο κυνισμός και ο καιροσκοπισμός είναι δεδομένος. Τότε ο Κίσινγκερ με τον Νίξον και μετά με τον Τζέραλντ Φόρντ, όπως αναφέρει ο Φέργκιουσον, ακολούθησε την πολιτική της Détente, για δύο βασικούς λόγους: για να αποφύγει τον Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο και να κερδίσει χρόνο, έτσι ώστε να διερευνήσει τις δυνατότητες ενός ολοένα και πιο πολυπολικού, αλληλεξαρτώμενου κόσμου. Και, όπως αποδείχθηκε, αυτό λειτούργησε. Και είναι πραγματικά να αναρωτιέται κανείς. Αυτό που ζούμε τους τελευταίους μήνες, σε τι πραγματικά διαφέρει με εκείνη την εποχή;

Ιστορική αναδρομή και μαθήματα για σήμερα…

Η Détente, επισημαίνει ο Φέργκιουσον, δεν μπορούσε να προσφέρει “ειρήνη με τιμή” στο Βιετνάμ. Το διάστημα μεταξύ ειρήνης και κατάκτησης που κέρδισε ο Κίσινγκερ, για το Νότιο Βιετνάμ ήταν λιγότερο από αξιοπρεπές. Ωστόσο, ο Αρμαγεδών αποφεύχθηκε. Και κερδήθηκε πολύτιμος χρόνος.

Μελετώντας εκείνη την εποχή, ανακαλύπτουμε ότι προκύπτει ένα μάθημα για το σήμερα. Σε καθαρά όρους εξωτερικής πολιτικής, η μεγάλη στρατηγική της κυβέρνησης του Τζο Μπάιντεν έχει το εξής πρόβλημα. Αυτό που ξεκίνησε ως προσπάθεια να διασφαλιστεί ότι η Ρωσία δεν θα είχε εύκολη νίκη επί της Ουκρανίας, μόλις ο ρωσικός στρατός άρχισε να κάνει λάθος μετά από λάθος, αποτυγχάνοντας να πάρει το Κίεβο, μετατράπηκε στο μυαλό της Ουάσιγκτον, ως μια ευκαιρία να τιμωρήσει τη ρωσική επιθετικότητα, να αποδυναμώσει τον Πούτιν, να ενισχύσει το ΝΑΤΟ και την διατλαντική συμμαχία και να στείλει ένα μήνυμα στην Κίνα.

Οι σκληροί… 

Προσωπικότητες με επιρροή μέσα και γύρω από την Ουάσιγκτον φαίνονται πρόθυμες να αυξήσουν την αμερικανική υποστήριξη προς την Ουκρανία με τρόπους που ενέχουν μεγάλο ρίσκο. Σε πρόσφατο άρθρο του στο Bloomberg ο γνωστός σε όλους μας πρώην Ναύαρχος Σταυρίδης, πρότεινε, ένα σύστημα συνοδείας για ουκρανικά (και άλλα εθνικά) εμπορικά πλοία που θέλουν να πάνε να απεγκλωβίσουν σιτηρά από την Οδησσό, από τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους στο ΝΑΤΟ, λέγοντας ότι “η Μαύρη Θάλασσα θα πρέπει να γίνει το επόμενο μεγάλο μέτωπο στον πόλεμο της Ουκρανίας.”

Ο καθηγητής μου και σύμβουλός μου στο μεταπτυχιακό, Eliot Cohen (Πρύτανης σήμερα στο SAIS), έγραψε στις 11 Μαΐου ότι η Ουκρανία “κέρδιζε τον πόλεμο” και ότι το Κίεβο είχε τώρα την επιλογή όχι μόνο να αποκαταστήσει τη γραμμή επαφής πριν από τις 24 Φεβρουαρίου, αλλά “να ανακτήσει τμήματα του Ντονμπάς που χάθηκαν τη δεκαετία του 2010 ή να ανακτήσει τα πάντα, συμπεριλαμβανομένης της Κριμαίας, που ήταν μέρος της Ουκρανίας το 2013”. Οι σύντομα νικητές Ουκρανοί, πρόσθεσε, θα πρέπει επίσης να αποφασίσουν “εάν θα επιδιώξουν αποζημιώσεις και βοήθεια ανοικοδόμησης, και εάν η ελευθερία ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση και η δυνατότητα ένταξης στο ΝΑΤΟ πρέπει να αποτελέσουν μέρος της παρεπόμενης ειρηνευτικής διευθέτησης”.

Ψήγμα σωφροσύνης…

Ευτυχώς, ο Πρόεδρος Μπάντεν, επανέφερε τους στόχους της κυβέρνησής του σε μια ρεαλιστική πολιτική με άρθρο του στους New York Times, στις 31 Μαΐου, σημειώνοντας, “Δεν επιδιώκουμε πόλεμο μεταξύ ΝΑΤΟ και Ρωσίας. … Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα προσπαθήσουν να επιφέρουν την εκδίωξη του [Πούτιν] στη Μόσχα. Όσο οι Ηνωμένες Πολιτείες ή οι σύμμαχοί μας δεν δέχονται επίθεση, δεν θα εμπλακούμε άμεσα σε αυτή τη σύγκρουση. Δεν ενθαρρύνουμε ούτε επιτρέπουμε στην Ουκρανία να χτυπήσει πέρα από τα σύνορά της. Δεν θέλουμε να παρατείνουμε τον πόλεμο μόνο και μόνο για να προκαλέσουμε πόνο στη Ρωσία.” Παρόλα αυτά όμως, η κυβέρνησή του έχει γίνει το οπλοστάσιο της Ουκρανίας, και όχι, όπως πρέπει ένας παίκτης που θα πιέσει για την επίτευξη ειρήνης.

Οι σοβαροί…

Την ίδια στιγμή, τρεις από τους σημαντικότερους ηγέτες της Ευρώπη, ο Γάλλος Πρόεδρος, Εμανουέλ Μακρόν, ο Γερμανός Καγκελάριος, Όλαφ Σολτς και ο Ιταλός πρωθυπουργός, Μάριο Ντράγκι, είναι ξεκάθαρο ότι ανησυχούν για αυτή την πολιτική από την πλευρά της Ουάσιγκτον. Θα προτιμούσαν πολύ να δουν μια επικείμενη κατάπαυση του πυρός και την έναρξη ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων. Όμως το να μιλήσει κανείς ανοικτά για συμβιβασμό στην τρέχουσα εμπύρετη ατμόσφαιρα της Ουκρανοφιλίας, είναι αυτοκτονία διότι θα του απευθύνουν άμεσα την κατηγορία του κατευνασμού, χαρακτηρίζοντας τον Τσάμπερλεν. Και να μην ξεχνάμε τον έχοντα το αλάθητο, Ζελένσκι, ο οποίος αντέδρασε οργισμένα στο επιχείρημα του Κίσινγκερ για ειρήνη που βασίζεται στο status quo ante, κραυγάζοντας, “έχω την αίσθηση ότι αντί για το έτος 2022, ο κ. Κίσινγκερ έχει το 1938 στο ημερολόγιό του”.

Το αλλαλούμ…

Το πιο αξιοσημείωτο και οξύμωρο της εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης Μπάιντεν, είναι ότι αν και βοηθά την Ουκρανία να νικήσει τη Ρωσία δεν είναι καν η πρώτη της προτεραιότητα. “Ακόμη και όταν ο πόλεμος του προέδρου Πούτιν συνεχίζεται”, δήλωσε ο Αμερικανός, Υπουργός Εξωτερικών, Άντονι Μπλίνκεν, σε ομιλία του στο Πανεπιστήμιο Τζορτζ Ουάσιγκτον, στις 26 Μαΐου, “θα παραμείνουμε επικεντρωμένοι στην πιο σοβαρή μακροπρόθεσμη πρόκληση για τη διεθνή τάξη και αυτή προέρχεται από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας.

Ο Μπλίνκεν διευκρίνισε πώς οι ΗΠΑ σκοπεύουν να “διαμορφώσουν το στρατηγικό περιβάλλον γύρω από το Πεκίνο“, επικαλούμενες το νέο Οικονομικό Πλαίσιο Ινδο-Ειρηνικού για την Ευημερία, το οποίο ανακοίνωσε ο Μπάιντεν στην πρόσφατη περιοδεία του στην Ασία, και την Τετράδα των ΗΠΑ, της Αυστραλίας, της Ινδίας και της Ιαπωνίας, με τη νέα ινδο-ειρηνική εταιρική σχέση για την ευαισθητοποίηση στον θαλάσσιο τομέα, χωρίς να ξεχνάμε το AUKUS, τη συμφωνία των ΗΠΑ για τα πυρηνικά υποβρύχια με την Αυστραλία και το Ηνωμένο Βασίλειο.

Στη συνέντευξη τύπου στο Τόκιο, στις 23 Μαΐου, ο Πρόεδρος Μπάιντεν βγήκε ξανά εκτός σεναρίου, όταν ένας δημοσιογράφος ρώτησε αν οι Ηνωμένες Πολιτείες θα υπερασπιστούν την Ταϊβάν σε περίπτωση κινεζικής επίθεσης. “Ναι”, απάντησε ο πρόεδρος. “Αυτή είναι η δέσμευση που κάναμε. Συμφωνούμε με μια πολιτική της μίας Κίνας. Το υπογράψαμε και όλες οι προβλεπόμενες συμφωνίες που έγιναν από εκεί. Αλλά η ιδέα ότι η Ταϊβάν θα μπορούσε να καταληφθεί με τη βία για να ενσωματωθεί στην Κίνα, έτσι απλά διά της βίας, απλώς δεν μπορεί να γίνει δεκτή.”

Σχεδόν αμέσως, Αμερικανοί αξιωματούχοι, με επικεφαλής τον υπουργό Άμυνας Λόιντ Όστιν, προσπάθησαν να μαζέψουν τη νέα γκάφα. Αλλά πότε μια γκάφα δεν είναι γκάφα, όταν ο Πρόεδρος των ΗΠΑ το λέει τρεις φορές.

Το πραγματικά εκπληκτικό είναι ότι η εξωτερική πολιτική του Μπάιντεν όχι μόνο αποτυγχάνει στις βασικές δοκιμασίες στρατηγικής συνοχής και αξιοπιστίας, αλλά φαίνεται, επίσης, εξαιρετικά ανεπαρκώς σχεδιασμένη για να εξυπηρετεί τα εγχώρια συμφέροντα των Δημοκρατικών.

Η ουσία…

Το νούμερο ένα πρόβλημα της κυβέρνησης Μπάιντεν είναι ο πληθωρισμός. Οι δημοσκοπήσεις είναι σαφείς σε αυτό, και απέχουμε πέντε μήνες από τις ενδιάμεσες εκλογές που πρόκειται να δώσουν και τα δύο σώματα του Κογκρέσου πίσω στους Ρεπουμπλικάνους. Επί του παρόντος, ωστόσο, η εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης δεν βοηθά στην καταπολέμηση του πληθωρισμού — ακριβώς το αντίθετο. Η μεγάλης κλίμακας στήριξη για την Ουκρανία δεν είναι μόνο δαπανηρή (το σύνολο μέχρι στιγμής είναι 53 δισεκατομμύρια δολάρια). Περιορίζει επίσης την προσφορά μέσω κυρώσεων στη Ρωσία και περιορίζει περαιτέρω την προσφορά παρατείνοντας τον πόλεμο, διακόπτοντας τις ουκρανικές εξαγωγές σιταριού και άλλων αγαθών. Η συνέχιση του εμπορικού πολέμου του Τράμπ και η ενίσχυση της στήριξης προς την Ταϊβάν προσθέτουν μια περαιτέρω πληθωριστική πίεση, διατηρώντας τις κινεζικές εισαγωγές ακριβότερες από ότι θα ήταν διαφορετικά, και ενθαρρύνοντας επίσης τη διαδικασία «αποσύνδεσης» της κινεζικής οικονομίας από αυτή των ΗΠΑ.

Γιατί Détente…

Με βάση όλα αυτά, όπως πολύ σωστά προτείνει στην ανάλυσή του ο Φέργκιουσον, πρέπει άμεσα η κυβέρνηση Μπάιντεν, να επανεξετάσει την εξωτερική πολιτική της. Και ποια θα ήταν η ενδεδειγμένη λύση; Μια Détente 2.0. Όπως, σωστά, υποστηρίζει ο Φέργκιουσον, εάν τα τελευταία τέσσερα χρόνια, βρισκόμαστε, ήδη στον Δεύτερο Ψυχρό Πόλεμο, τότε η Ουκρανία είναι η Κορέα. Είναι η πρώιμη φάση της κόντρας των υπερδυνάμεων, σε μια  εποχή που οι ΗΠΑ εξακολουθούν να έχουν στρατιωτική ανωτερότητα, αλλά δεν μπορούν να μην παρασυρθούν σε περιφερειακές συγκρούσεις.

Όπως πολύ σωστά επισημαίνει, έχουμε, τώρα, σαφώς την επιλογή να προχωρήσουμε από τη δεκαετία του 1950 έως τη δεκαετία του 1960, με την κρίση ημιαγωγών της Ταϊβάν να αντικαθιστά την κρίση των πυραύλων της Κούβας ή εναλλακτικά και πολύ λιγότερο τρομακτικά, θα μπορούσαμε να κάνουμε μια ιστορική παράκαμψη και να προχωρήσουμε κατευθείαν στη δεκαετία του 1970.

Μπορεί η πολιτική της Détente αυτή τη στιγμή να μην είναι δημοφιλής ή της μόδας. Οι νεοσυντηρητικοί εξακολουθούν να υποστηρίζουν ότι ήταν μια λανθασμένη στρατηγική που ωφελούσε κυρίως τη Σοβιετική Ένωση (σήμερα τον Πούτιν). Αλλά αυτό είναι παραπλανητικό. Πρώτον, ακόμη και ο Ρέηγκαν κατέληξε να κάνει τη δική του εκδοχή της αποκλιμάκωσης με τον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, που περιλάμβανε πιο ριζοσπαστικό αφοπλισμό από ότι ο ίδιος ο Κίσινγκερ θεωρούσε συνετό! Δεύτερον, η αποκλιμάκωση στη δεκαετία του 1970 είχε πολύ νόημα σε μια εποχή που οι ΗΠΑ πάσχιζαν με τον πληθωρισμό, τον βαθύ εγχώριο διχασμό όπως σήμερα, και έναν πόλεμο (Ουκρανία σήμερα), που γινόταν σταθερά λιγότερο δημοφιλής όσο περισσότερο διαρκούσε.

Μια τέτοια αντιμετώπιση, θα μπορούσε να βοηθήσει τον Τζο Μπάιντεν σήμερα εάν, αντί να μιλήσει σκληρά για την Ταϊβάν στο Τόκιο, είχε κάνει ένα ταξίδι στο Πεκίνο, και όπως αναφέρει ο Φέργκιουσον, τερμάτιζε τον εμπορικό πόλεμο με την Κίνα, ξεκινούσε τη διαδικασία τερματισμού του πολέμου στην Ουκρανία με λίγη κινεζική πίεση στον Πούτιν, και εφάρμοζε κοινή πίεση ΗΠΑ-Κίνας στους Άραβες παραγωγούς πετρελαίου για να επιταχύνουν την παραγωγή με σοβαρό τρόπο (η ανακοίνωση της περασμένης εβδομάδας ήταν αστεία), αντί να τους αφήνει να παίζουν Ουάσιγκτον και Πεκίνο μεταξύ τους.

Όπως προτείνει ο Φέργκιουσον στην ανάλυση του, η Détente έχει πιθανότητες και πρέπει να αναβιώσει.

Αν η επιλογή είναι μεταξύ παρατεταμένης σύγκρουσης στην Ουκρανία και πολέμου για την Ταϊβάν και μιας δεκαετίας détente – αποκλιμάκωσης, θα πάρω Détente, χωρίς δεύτερη σκέψη, και ας παρεξηγηθούν οι άκαπνοι στρατάρχες.

* Ο Δημήτρης Γ. Απόκης, είναι Διεθνολόγος και Δημοσιογράφος, ειδικός σε θέματα Αμερικανικής Πολιτικής. Απόφοιτος των πανεπιστημίων The American University, School of International Service, και του The Johns Hopkins University, The Paul H. Nitze, School of Advanced International Studies της Ουάσιγκτον, μέλος του The International Institute for Strategic Studies του Λονδίνου, και υπήρξε επί σειρά ετών διαπιστευμένος ανταποκριτής στο Λευκό Οίκο, στο Στέητ Ντιπάρτμεντ και στο Αμερικανικό Πεντάγωνο. 

Διαβάστε επίσης

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ