today-is-a-good-day
17.1 C
Athens

Την δ’ ευψυχίαν αυτήν εαυτής μετά του πιστού του Μαραθώνα

Σαν stop carré – όπως θα έλεγε ο αείμνηστος φίλος μου, Νίκος Κούνδουρος – θυμάμαι τον εαυτό μου, σε ηλικία επτά, οκτώ το πολύ ετών να διερωτάται ενώπιον της αναγεγραμμένης στην είσοδο επαρχιακού γυμναστηρίου ρήσεως «Νούς Υγιής εν Σώματι Υγιεί», άραγε γιατί όχι «υγιές», αφού είναι ουδέτερο; Κάπως έτσι, σε βίους παράλληλους, άρχισαν να ζωοδοτούνται μέσα μου δύο μεγάλες αγάπες: η άσκηση της γραμματικής και η ασκητική της άσκησης. Η άσκηση του νοός και η άσκηση του σώματος. Οι τρεις μας δε χωρίσαμε ποτέ. Κυρίως, γαλουχηθήκαμε στις κάθε είδους ανηφόρες. Και, όσο ο χρόνος γηράσκει, διδάσκει την αποφυγή της κατηφόρας, που, δεδομένα επιβαρύνει το μυαλό και τα γόνατα, και αναμφίβολα οδηγεί εις τον πάτο!

*Γράφει η Βασιλική Τζότζολα

Κυριακή, 11.11, ώρα 11:11. «Διπλά ντόρτια!», σκέφτηκα. Και έντυσα τα καμάρια μου να πάμε για «κερκίδα». Ο κλασσικός Μαραθώνιος ήδη εξελισσόταν. Ο υπέροχος Αττικός ήλιος δε θα βοηθούσε την προσπάθεια των δρομέων, σκέφτηκα, μετά από αλλεπάλληλες συζητήσεις και πληροφορίες με τις οποίες μας εκπαιδεύει ο πεισματάρης μαραθωνοδρόμος φίλος μας, Νίκος Αρμένης. Ευχήθηκα να έβρεχε λιγάκι, να δροσίσει τα μέτωπα και τα κορμιά των δρομέων. Ευχή ες μάτην. Η εμψύχωση των διερχομένων από το 32ο χιλιόμετρο του αυθεντικού μαραθωνίου ήταν για τα καμάρια μου κι εμένα μονόδρομος.

Από το στενό και αποκλεισμένο δρομάκι της οδού Ελπίδος, εύκολα διέκρινα τον ρυθμό των δρομέων. Τέμπο σταθερό, σιωπηλό και κραυγαλέο ταυτόχρονα. Απνευστί με έλουσε ακαταμάχητη η συγκίνηση. Περίεργη συγκίνηση, πρωτόγνωρη, αδίστακτη. Λες και ο Φειδιππίδης δόθηκε αντίδωρο στο συλλογικό μας DNA. Λες και ενσωματώσαμε ενσυνείδητα τον άθλο του στο συλλογικό μας ασυνείδητο. Δάκρυα, βουτηγμένα στη φωτιά και την αλμύρα μιας υπερηφάνειας ακατάληπτης. Να μην αντιλαμβάνεσαι από ποιο εσωτερικό σου ηφαίστειο αναβλύζει η λάβα για τον Άλλον. Όχι τον Έλληνα. Ούτε τον Ξένο. Αλλά για τον Δρομέα, τον ένσαρκο, συνήθως λιπόσαρκο – από την άσκηση και την υπερπροσπάθεια. Λάβα καυτής και ανεξίτηλης υπερηφάνειας για το επίτευγμα, για το θαύμα, ως δωρεά. «Καμιά δωρεά δεν προσφέρεται αν δεν έχεις γι’ αυτήν έτοιμη την ψυχή σου»[1]. Και το σώμα σου, προσθέτω. Αν και στο μαραθώνιο, η σωματοψυχή είναι αλληλένδετη, αδιαίρετη και συνυπεύθυνη.

Τα αγόρια μου ενθαρρύνουν για ώρες τους δρομείς. Ο τετράχρονος μικρός απλώνει δειλά το χεράκι του, να το «κολλήσει» με τους γητευτές των χιλιομέτρων, προερχόμενους από όπου γης. Κι αυτοί, με όλη τη δύναμη της ανάγκης για λίγη επαφή και άπειρη ενδυνάμωση, να ανταποκρίνονται. Πιο θαρραλέος ο επτάχρονος μεγάλος μου, φωνάζει σε όσους περπατούν, αντί να τρέχουν: «Λίγο έμεινε! Συνέχισε!». Ναι, αγάπη μου! Διήνυσαν ήδη 32! Τα υπόλοιπα 10, λίγα είναι! Με τα πρώτα – πρώτα αγγλικά του φωνάζει κάπως διστακτικά: «Go for it! Ten left»! Ένας 70χρονος (τόσο θα ήταν) Ιρλανδός, του φωνάζει: «Thank you, kido»!

Μέτρησα τουλάχιστον έξι αμαξίδια με παραπληγικά παιδιά δεμένα επάνω τους. Και με καρφιτσωμένο το νούμερο της συμμετοχής τους στο στέρνο, «στο μέρος της καρδιάς», που λέει το άσμα. Εκατοντάδες δρομείς έκαναν το σταυρό τους, φθάνοντας στο ύψος του ιερού της Αγίας Παρασκευής. Κάποιοι κοντοστάθηκαν. Και όσοι φορούσαν καπέλο, το έβγαλαν. Για να σχηματίσουν πάνω από το νούμερο της συμμετοχής τους το σταυρό. Στο Μαραθώνιο Δρόμο δεν υπήρχαν υγιείς ή ανάπηροι. Ούτε χριστιανοί ή άθεοι. Ήταν όλοι πιστοί. Πιστοί στη συμμετοχή τους, στο ιδεώδες αυτού του αγώνα, στο μεγαλείο κάθε ψυχής και κάθε κορμιού που για τρεις, τέσσερις ή πέντε ώρες έγινε ένας ημίγυμνος δρομέας υπομονής, επιμονής, ελπίδας, ένας φορέας συγκλονιστικών μηνυμάτων. Άνθρωποι τρωτοί και άτρωτοι μαζί, στο ίδιο σώμα, σαν μια ψυχή. Να σε ευχαριστούν φανερά για το πρόσκαιρο χειροκρότημά σου. Να σε ευγνωμονούν για ένα γλυκό «μπράβο» που τους φώναξες, κοιτάζοντας τις αλμυρές και δουλεμένες σταγόνες στο μέτωπό τους.

Χειροκροτήσαμε, φωνάξαμε, σφυρίξαμε. Συγκινηθήκαμε, θαυμάσαμε, διδαχθήκαμε. Πόσο συγκλονιστική εμπειρία είναι η Μαραθώνια διαδρομή! Τα αγόρια, μετά από ώρες εμψύχωσης, άρχισαν να διψάνε και να πεινάνε. Όσο κι αν προσπάθησα να τους πείσω ότι οι μαραθωνοδρόμοι πεινούσαν και διψούσαν περισσότερο από τους ίδιους, στο μυαλουδάκι τους κατίσχυσε το κυριακάτικο παστίτσιο της γιαγιάς. Δώσαμε, όμως, υπόσχεση, του χρόνου τέτοια ημέρα, δίπλα στη μαραθωνοδρόμο φίλη μας Νίκη και τον πρώτο διδάξαντα το θεσμό Νίκο, να το τολμήσουμε. Έστω και σε μικρότερη διαδρομή..!

[1] «Η μέθοδος του ‘’ΑΡΑ’’», ‘’Εν Λευκώ’’, Οδ. Ελύτης, Εκδ. Ίκαρος

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ