today-is-a-good-day
17 C
Athens

Για τον Πρίγκηπα Κωστή Μοσκώφ

*Της Βασιλικής Τζότζολα

Πρίγκηψ. Όχι σαν τους άλλους. Μοναδικός στον τρόπο που σκορπούσε αλλού φιλία, βουτηγμένη σε ατόφια αγάπη και αλλού παιγνιώδη, περιπαιχτική δωρεά χαράς.

Επιδεικτικά προέβαλλε το σακατεμένο από τον καρκίνο χέρι του, για να ‘χεις το νου σου! Και στη δύσκολη στιγμή σου, όταν αυτή συναντούσε τη δική του αέναη δυσκολία στη βιοτή, Εκείνος σού στεκόταν. Όχι εσύ. Τέτοιας ευρυχωρίας Πρίγκηψ υπήρξε. Της Αιχμής και της Αγκάλης.. Εν ταυτώ..

Άριστος γνώστης των «ανθρωπηίων πρηγμάτων», μέγιστος εικαστής της χθαμαλής μας φύσης. Είχε τη συνήθεια να αναβαπτίζει τον Άλλον. Αν ήξερες να τον προσμείνεις, ένιωθες την εντός του, εκτός σου και την επ’ αεί τ’ αυτά Αναγωγή. Αν πάλι δε διέθετες την Αριστοφάνεια Αριστοκρατία του για να υπομείνεις το νέο σου όνομα, τούτη τη συνήθεια τη νόμιζες Ανάγωγη.

Κάπως έτσι με αναβάπτισε με το πιο τρυφερό όνομα για τα δέκα εννιά μου χρόνια. Σε φύλο ουδέτερο, που ταίριαζε σ’ εκείνο το κορίτσι με τους βοστρύχους στα μαλλιά και τις πτυχές στη φούστα: «Κουβαδάκι». «Κουβαδάκι» με φώναζε ο Πρίγκηψ Κωστής Μοσκώφ, τρία ακριβώς χρόνια πριν για χάρη του μάθω τί σημαίνει «οξυγόνο στο αίμα», «υψηλά τα λευκά» και γιατί μια κλίνη στο Θεαγένειο είχε αντικαταστήσει τη Βίλλα του Πλαταμώνα.

Ο Κωστής Μοσκώφ γεννήθηκε αριστερός, μέσα στη θαλπωρή μιας Θεσσαλονίκης λάμπουσας και παντοχαράς. Στη Συμβασιλεύουσα δεν υπήρχε άνθρωπος να του μοιάζει. Πλάσμα αστραφτερό στη μορφή και τη μόρφωση, στην ευμορφία και την ευψυχία.

Αλλά ο Θεός, τον οποίον παράλογα για τις καταβολές του συνήντησε και ηγάπησε, ο όλως δικός του Θεός «ουκ εά τον αυτόν άνθρωπον αεί ευτυχέειν». Και την ώρα που ο Κωστής έτρωγε τα κομμάτια της ζωής με βουλιμία, μέσα του φώλιασε η αρρώστια. Όχι, όμως, η Λύπη. Ποτέ αυτή! Μέσα του έθαλλε ως το τέλος η Χαρμολύπη. Σαν τον Έρωτα. Οι έρωτες, κατά τον Μοσκώφ, είναι:

«Και το ένα και το άλλο. Δηλαδή άγρια χαρά και άγρια λύπη. Χαρά γιατί καίγεται ο εαυτός σου (…) Λύπη γιατί ποτέ δεν κατακτάς εκείνο που θέλεις (…)».

Το σαράκι του καρκίνου το αντιμετώπιζε κατάματα, με χαρά άγρια. Σα να επέφερε δικαιοσύνη τούτο το ράπισμα στο κορμί του, που γεννήθηκε έμπλεο στον κάθε λογής πλούτο.

«Και να έρχεται η στιγμή και να πίνουμε και να πίνουμε, να καίμε τα σύνορα των σωμάτων μας. (…) Και να κοχλάζω εγώ, να σπάω σίδερα, να ανοίγω τις φλέβες μου, να πνίγω όλα, όλα τα Μυστικά του Βάλτου (…)».

Με τη συντροφιά και το κρασί του, δεν αργούσε να έλθει η μέθη. Στο Πάθος του, μέχρι την ακροτελεύτια στιγμούλα δεν υπήρξε κορεσμός. Τον Κωστή.. και στον παράδεισο να τον έβαζες, για οξυγόνο, πυρκαγιά αναζητούσε. Καθ’ όλα και δι’ όλα, να φλέγεται από πάθος η «Σάρκα του Όλη». Δηλαδή, η ψυχή του η ασίγαστη.

«Ποιος θα πυκνώσει τα όνειρα; (…) Βάζω στις λέξεις πυρκαγιά, να φωτίσω το σκοτάδι μου»..

Τούτο το κόλλυβο, προς τι μεν πένθιμο, προς τι δ’ εορτάσιμο, το διασκορπίζω σε χώμα Μακεδονικό και πέλαγος Κρητικό. Για τον Κωστή, τον Πρίγκηπα και τον παππού μου τον Κρήτα, που αίφνης ελευθέρωσε τη δική του χαρμολύπη, τρεις ημέρες μετά τον Μοσκώφ.

Πρίγκηψ πεφιλημένε, το Κουβαδάκι επεθύμησε ένα «γειά μας» με λίγο τσίπουρο.. Έστω κι επί πτερύγων ανέμων..!

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ