Δυνατός, γεροδεμένος, ρωμαλέος, ευγενής, άξιος, μεγαλοπρεπής, ευφυής, ωραίος. Αυτές τις ιδιότητες προσέδιδαν οι πρόγονοί μας στους ήρωες. Και καθώς τους αντιμετώπιζαν σαν ξεχωριστά όντα, τους είχαν εντάξει στην κατηγορία των ισόθεων και εντέλει των ημίθεων. Όπως λέει ο Ζαν Ρισπέν στην θαυμαστή ελληνική μυθολογία του, η προέλευση της λέξης δεν βρέθηκε ποτέ. Σήμερα, κάποιοι γλωσσολόγοι λένε πως προέρχεται από την ινδοευρωπαϊκή ρίζα-ser. Που με τη σειρά του σημαίνει ότι η ανάγκη για ήρωες υπήρχε ακόμα από τις ινδοευρωπαϊκές κοινωνίες.
Οι πιο γνωστοί ήρωες που πήραν μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία ήταν ο ίδιος ο Ιάσων και ο Ηρακλής. Ο Ηρακλής, όμως, δεν έμεινε μέχρι τέλους. Για την ακρίβεια, έφυγε πολύ κοντά στην αρχή. Ισως επειδή, καθώς ήταν ο πιο αγαπητός ήρωας της ελληνικής μυθολογίας, δεν γινόταν να μην προσκληθεί, αλλά δεν γινόταν και να παίξει δεύτερο ρόλο. Πρώτο αποκλειόταν και λόγω Ιάσωνα και λόγω των δικών του άθλων. Ετσι, σοφά, επελέγη να πάει και να φύγει.
Διαβάζουμε στο http://historyreport.gr/ ότι ο Απολλώνιος ο Ρόδιος, (295 – 230 π.Χ.) έγραψε το επικό ποίημα «Αργοναυτικά», σε 5.835 στίχους που συγκεντρώθηκαν σε τέσσερα βιβλία. Υποστηρίζει ότι η Αργοναυτική Εκστρατεία έγινε, όταν πια ο Ηρακλής είχε ολοκληρώσει τον τέταρτο άθλο του, αυτόν με τον Ερυμάνθιο κάπρο. Ο Απολλόδωρος την τοποθετεί αρκετά χρόνια αργότερα, όταν ο Ηρακλής βρισκόταν στην υπηρεσία της Ομφάλης. Άλλοι την θέλουν σε διαφορετικά χρονικά σημεία.
Όταν όμως όλοι οι ήρωες συγκεντρώθηκαν στην Ιωλκό, ο Ιάσονας τους κάλεσε σε σύσκεψη και τους ζήτησε να εκλέξουν αρχηγό της αποστολής. Τα μάτια όλων στράφηκαν στον Ηρακλή κι αυθόρμητα αυτόν πρότειναν. Ο ημίθεος τους σταμάτησε:
«Ούτε που να το σκεφθείτε κάτι τέτοιο. Ούτε εγώ ούτε άλλος κανένας αξίζουμε τέτοια τιμή. Τις διαταγές θα τις δίνει αυτός που μας κάλεσε εδώ, αυτός στου οποίου την πρόσκληση εμείς όλοι ανταποκριθήκαμε».
Οι Αργοναύτες συμφώνησαν πως η αρχηγία ανήκε στον Ιάσονα. Έτσι κι αλλιώς, ο Ηρακλής δεν επρόκειτο να πάει πιο μακριά από τη Μυσία. Μερικοί μάλιστα πιστεύουν ότι ούτε καν έξω από την Ιωλκό δεν πήγε: Διαμαρτυρήθηκε, λένε, η Αργώ πως δεν μπορούσε να σηκώσει το βάρος του οπότε ο ήρωας αποβιβάστηκε πριν καλά καλά ξεκινήσει. Όλα είχαν τη σημασία τους:
Η εξήγηση που δίνει ο συγγραφέας του κειμένου στο σάιτ είναι πως εθνικισμός των Αργείων δεν τους επέτρεπε να αφήσουν την Αργοναυτική εκστρατεία σε άλλους. Με τον Ηρακλή δική τους συμμετοχή. Η «πρώτη εκστρατεία στην Τροία» μοιάζει να αναπαράγει τον μύθο του επίσης Αργείου, Περσέα, και να τον επεκτείνει. Ο Περσέας σκότωσε το τέρας που απειλούσε την Ανδρομέδα και ελευθέρωσε την βασιλοπούλα, την οποία και παντρεύτηκε. Και ήταν ο Περσέας προπάππος του Ηρακλή, ο οποίος γλίτωσε την βασιλοπούλα Ησιόνη από άλλο τέρας. Κι αυτό έγινε στην διάρκεια της Αργοναυτικής εκστρατείας. Με ολίγα προβλήματα στην «χρονολόγηση»:
Ο Αίολος που δραστηριοποιήθηκε στην Θεσσαλία και ο Δαναός που κατέπλευσε στο Άργος πρέπει να γεννήθηκαν την ίδια χρονιά, αν σωστά παρακολουθούμε τα γενεαλογικά τους δέντρα. Γιος του Αίολου ο Κρηθέας, γαμπρός του Δαναού ο Λυγκέας, πρέπει να ήταν συνομήλικοι. Το ίδιο και οι γιοι τους, Αίσονας (του Κρηθέα) και Άβας (του Λυγκέα). Με όλα αυτά, όταν ο (γιος του Άβαντα) Ακρίσιος έγινε βασιλιάς στον Αργολικό κάμπο, ο Ιάσονας (γιος του Αίσονα), 20χρονος πια, εμφανίστηκε στην Ιωλκό και ζήτησε το βασίλειο από τον σφετεριστή του θρόνου, Πελία.
Πιθανολογούμε ότι αυτό πρέπει να έγινε το 1390 π. Χ. Ξέρουμε ότι ο Ακρίσιος απέκτησε κόρη την πανέμορφη Δανάη που ο Δίας ερωτεύτηκε και για να την πάρει μεταμορφώθηκε σε χρυσή βροχή. Από την ένωσή τους προέκυψε ο Περσέας κι αυτό πρέπει να έγινε το 1350 π. Χ. Γιος του Περσέα και της Ανδρομέδας, ο Ηλεκτρύωνας πρέπει να γεννήθηκε στα 1320. Στα τριάντα του (1290) απέκτησε την Αλκμήνη που επίσης ερωτεύτηκε ο Δίας. Γιος τους ήταν ο Ηρακλής του οποίου η γέννηση τοποθετείται στα 1260 σύμφωνα με την πρακτική που συνήθως ακολουθείται. Αν, όταν δήλωσε συμμετοχή στην Αργοναυτική εκστρατεία, ήταν είκοσι χρόνων, αυτό πρέπει να έγινε στα 1240 π.Χ. Σύμφωνα όμως με τα όσα ήδη αναφέρθηκαν, αν εκείνη τη χρονιά ζούσε ο Ιάσονας, θα έπρεπε να είναι 170 χρόνων!
Φυσικά και δεν φταίει η μυθολογία γι’ αυτό. Απλά, η προπαγάνδα των αρχαίων Ελλήνων έδρασε καταλυτικά και στην περίπτωση της Αργοναυτικής εκστρατείας. Δεν ήταν άλλωστε η μοναδική φορά που έγινε κάτι τέτοιο.»
Ο Ηρακλής είναι από τα πιο δημοφιλή και σύνθετα πρόσωπα της ελληνικής μυθολογίας και έχει λατρευτεί σε όλη την Ελλάδα αλλά και έξω από αυτήν. Στον ελληνικό χώρο, εμφανίστηκε στα τέλη του 8ου αι. π.Χ. Θεωρείται ότι γεννήθηκε στη Θήβα, στο μουσείο της οποίας υπάρχουν ευρήματα σχετιζόμενα με αυτόν και οι γονείς του ήταν ο Αμφιτρύωνας και η Αλκμήνη, αν και στην πραγματικότητα ήταν γιος του (μονίμως παράσπονδου) Όπως ήταν φυσικό, προκάλεσε το μίσος της Ήρας, η οποία συνωμοτούσε εναντίον του καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του. Λέγεται ότι ο ήρωας θήλασε μία φορά από το στήθος της θεάς, εφόσον αυτό ήταν η προϋπόθεση για να εισαχθεί στους Ουρανούς. Όταν τράβηξε αυτόματα το στόμα του από τη θηλή, δημιουργήθηκαν οι γαλαξίες.
Κάποιες εκδοχές του μύθου της Αργοναυτικής εκστρατείας θέλουν τον Ηρακλή να μη ξεκινά καν μαζί με τους Αργοναύτες, διότι έπρεπε να ελαφρώσουν την «Αργώ» προκειμένου να φύγει. Ο Απολλώνιος ο Ρόδιος έχει άλλη εκδοχή. Ας δούμε μερικούς σχετικούς στίχους, σε μετάφραση Σωτήρη Σοφία.
Ξεκινάμε από τον ανιψιό του Ηρακλή τον «ωραίο Υλα» που πάνω «ἀπό τό δροσερό πηγούνι του
τό ἁπαλό χνούδι δέν εἶχε ἀκόμη χρωματίσει τά λευκά του μάγουλα, μά ἦταν ἔφηβος ἀκόμη καί ἄρεσε πολύ στόν Ἡρακλῆ»
Ο Υλας θα γίνει η αιτία να εγκαταλειφθεί ο Ηρακλής σε κυνήγι, λίγο αργότερα.
Πριν όμως, ο Ιάσωνας απευθυνόμενος σε όσους είχαν συγκεντρωθεί είπε τα εξής:
«Ἀκοῦστε με, ἔξοχοι βασιλιάδες. Δέν μ’ ἀρέσει βέβαια νά ἐξουσιάζω ἀνθρώπους πιό ἀνδρείους ἀπό μένα. Ἐσεῖς λοιπόν
βάλτε ἀρχηγό, ὅποιον ἡ ψυχή καί ἡ καρδιά σας προτιμᾶ.
Αὐτός θά μεριμνᾶ γιά ὅλα καί θά ὑποδείχνει, λέγοντας
καί κάνοντας τό πρέπον, καθώς θά πλέουμε στόν πόντο
καί ὅταν σέ στεριά πλησιάζουμε εἴτε τῶν Κόλχων εἴτε
ἄλλων ξένων φυλῶν.»
Ολοι τον επαίνεσαν για τα λόγια του και πρότειναν να είναι αρχηγός τους ο Ηρακλής, «πού ἦταν ὁ ἐξοχότερος ὅλων τῶν ἑταίρων.
Ὅμως δέν ἔπειθαν τόν ἐμπνευσμένο ἄνακτα, πού παρακινούμενος ἀπό τήν Ἥρα ἀναγνώρισε τόν τιμημένο γιό τοῦ Αἴσονα (σ.σ. τόν Ἰάσονα),
διότι αὐτή (σ.σ. ἡ Ἥρα) θά τοῦ χάριζε μεγάλη δόξα στίς μετέπειτα γε-
νιές.
Ἔτσι πρότεινε στήν ξηρά καί στή θάλασσα νά εἶναι ἀρχηγός
ὁ Ἰάσων στούς πενήντα κωπηλάτες. Τότε ὅλοι ἐπαίνεσαν πολύ αὐτά πού πρότεινε ὁ Ἡρακλῆς
καί ψήφισαν τόν Ἰάσονα νά εἶναι ἀρχηγός.
Περνούν τον Ελλήσποντο και φτάνουν στο βασίλειο του Κυζίκου, όπου δέχονται επίθεση και ο Ηρακλής, παθαίνοντας πάλι «θεϊκή μανία», εξολοθρεύει πολλούς εχθρούς. Σκοτώνει ακούσια και τον Κύζικο. Προσπαθούν να φύγουν αλλά δεν καταφέρνουν να «σηκώσουν» την Αργώ από τον πυθμένα της θάλασσας. Η Ρέα, ἡ μητέρα ὅλων, προστάζει να γίνουν επικήδειες τελετές πρός τιμήν του, όπως λέει η θεά Αθηνά. Διότι αὐτόν βέβαια ἀκούσια ὁ Ἡρακλῆς κτύπησε μέσα στή καταχνιά τῆς νύκτας, (σ.σ. τον Κύζικο) ἀλλά πικράνατε τήν
καρδιά τῆς θεᾶς Ρέας.
Ὅταν ὅμως δείξετε τόν ἀπαιτούμενο σεβασμό
στό νεκρό ξένο,
ἀνεβεῖτε μετά στό Δίνδυμο ὅρος, ὅπου εἶναι ἡ κατοικία τῆς Ρέας,
Και τήν κόρη τῆς Γῆς ἱκετεῦστε μέ ἐξιλαστήριες τελετές. Ἔπειτα ἀφοῦ σηκώσετε τά παλαμάρια, μπορεῖτε νά γυρίσετε στό πλοῖο».
Ἀφοῦ εἶπε αὐτά ἡ θεά, σάν βέλος πέταξε στόν οὐρανό.» (μετάφραση του Σωτήρη Σοφία, όπως και οι προηγούμενοι και επόμενοι στίχοι).
Εγιναν οι σπονδές και οι τελετές, έγιναν και αγώνες στους οποίους ο Ηρακλής πήρε το βραβείο του παγκράτιου, έναν πολυποίκιλτο αργυρό κρατήρα και ξεκίνησαν.
Ὅταν ὁ ἄνεμος φούσκωσε τά πανιά, τό πλοῖο ἄρχισε νά τρέχει,
διασχίζοντας τά ἁλμυρά κύματα τοῦ πόντου καί παραπλέοντας ἀπό
κοντά τά πέρατα τῆς Μυσίας,
παρέκαμψε γρήγορα τίς ἐκβολές τοῦ Ρύνδακος ποταμοῦ καί τούς ὡραίους ἀμμουδερούς λιμένες. Καί τέλος προσορμίστηκε στό γιαλό. Τότε πιάνοντας μέ τά χέρια τά μπροστινά σχοινιά, μάζεψαν τά πανιά, δένοντάς τα σφιχτά μέ λουριά, καί ρίχνοντας σκάλα στή στεριά, βγῆκαν κι αὐτοί,
διότι εἶχαν ἐπιθυμήσει τό φαγητό καί τό πιοτό. Γύρω φαίνονταν οἱ πλαγιές τοῦ ὅρους Ἀργάνθου καί τά ὑψώματα μέ τά βαθιά φαράγγια.
Κι ὁ Ἡρακλῆς ἔτρεξε ἀμέσως στίς δασωμένες χαράδρες κρατῶντας στίς παλάμες τόξο καί τρίγλωσσα βέλη, γιά νά κυνηγήσει καί νά φέρει στους ἑταίρους θηράματα,
ἀγριόχοιρους, ἤ δαμάλι μέ κέρατα ἤ ἀγριοκάτσικο.
Καθώς αὐτός ἀργοποροῦσε, ὁ Ὕλας βγῆκε ἀπ’ τό καράβι καί τόν ἀκολούθησε κρυφά. Ὅμως χάθηκε ἐκεῖ στά μονοπάτια τά στριφτά καί περιπλανώμενος στό δάσος, ἔφθασε στό ἄντρο τῶν Λειμακίδων νυμφών.
Κι ἐκεῖνες, καθώς εἶδαν νά ἔρχεται
αὐτός ὁ νέος παρθένος, τόν κράτησαν γιά νά μένει
ἀθάνατος μαζί τους κι ἀγέραστος νά ζεῖ γιά πάντα.
Σύντομα τά γρήγορα ἄλογά του Ἡλίου ἔφεραν κιόλας
τήν Ἠώ στή μέση της κι ὁ γρήγορος βουνίσιος ἄνεμος ἔπνεε καί φού-
σκωνε τά λευκά πανιά. Φώναξε τότε ὁ Τίφυς
νά μποῦν γρήγορα στό πλοῖο.
Ο Πολύφημος, ο γιος του Ελάτου, «ἀνέβηκε γρήγορα στήν κορυφή τοῦ βουνοῦ γιά χάρη τοῦ Ἡρακλῆ, φωνάζοντας (σ.σ. τό ὄνομά του) καί καλῶντάς τον νά γυρίσει εὐθύς στό πλοῖο. Μά δέν τόν βρῆκε, διότι δεν ἦταν πεπρωμένο τό ρωμαλέο γένος τοῦ Ἡρακλῆ
νά φθάσει ὡς τό μεγαλόπρεπο Φάσι.»
Στο επόμενο: Τι έκανε ο Ορφέας και τι άλλοι ήρωες;