Εξι μινωικά ανακτορικά κέντρα, που βρίσκονται στην Κρήτη, όπου και άνθισε ο μινωικός πολιτισμός, θα συζητηθούν τις επόμενες ημέρες στην UNESCO. Εφόσον εγκριθεί ο φάκελος που με επιμέλεια έχει ετοιμάσει το υπουργείο Πολιτισμού, θα εγγραφούν στον παγκόσμιο κατάλογο μνημείων της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς. Η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη είπε στην επίσκεψη που έκανε στην Κρήτη ότι η συζήτηση θα διαρκέσει από τις 7 έως τις 16 Ιουλίου και αφορά και σε άλλα μνημεία και αρχαιολογικούς χώρους από όλο τον κόσμο. Η επιτυχία της χώρας μας εφόσον γίνει δεκτή η πρότασή μας, θα είναι ιδιαίτερη.
Η Κρήτη, σε περίοπτη και στρατηγική τοποθεσία στη λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου, αποτέλεσε τη γέφυρα μεταξύ των λαών και των πολιτισμών τριών ηπείρων, της Ευρώπης, της Αφρικής και της Ασίας, και ήταν το λίκνο ενός λαμπρού προϊστορικού πολιτισμού στην Ελλάδα, του Μινωικού πολιτισμού. Από τα μινωικά ανάκτορα στην πρότασή μας περιλαμβάνονται τα ανάκτορα Κνωσού, Μαλίων, Φαιστού, Ζάκρου, Κυδωνίας και Ζωμίνθου.
Ο πολιτισμός ονομάστηκε «Μινωικός» από τον Άρθουρ Έβανς, τον ανασκαφέα της Κνωσού, η οποία, σύμφωνα με τους μύθους που διασώζουν οι αρχαίοι συγγραφείς, ήταν η έδρα του βασιλιά Μίνωα. Ο μινωικός πολιτισμός συνδέεται με ένα μεγάλο κεφάλαιο της ελληνικής μυθολογίας: την απαγωγή της Ευρώπης από τον Δία με τη μορφή ταύρου, τον πολυμήχανο Δαίδαλο και τον γιο του Ίκαρο, τον Μινώταυρο και τον Λαβύρινθο, τους επτά νέους και τις επτά παρθένες που στέλνονταν από την Αθήνα ως φόρο τιμής στον Μίνωα, τον Αθηναίο ήρωα Θησέα – ο οποίος, με τη βοήθεια της Αριάδνης, απάλλαξε την πόλη του από αυτόν τον φόρο αίματος – τον χάλκινο γίγαντα Τάλλο και τους Αργοναύτες. Αυτά και άλλα πολλά είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με τον πολιτισμό της Κρήτης και των παλατιών της και έχουν αποτελέσει πηγή έμπνευσης όχι μόνο για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό αλλά και για την παγκόσμια τέχνη, μουσική και λογοτεχνία.
Οι αρχαιολογικές ανασκαφές που έχουν διεξαχθεί στην Κρήτη από τον 19ο αιώνα και μετά, συνεχίζουν να αποκαλύπτουν, από τη μία άκρη του νησιού ως την άλλη, από την ανατολή στη δύση και από τον βορρά μέχρι τον νότο, αυτόν τον πανάρχαιο πολιτισμό σε όλο του το μεγαλείο. Στοιχεία του έχουν εντοπιστεί ακόμη και εκτός των γεωγραφικών του ορίων, καθώς η ναυτική υπεροχή των Κρητών ναυτικών και η επέκτασή τους σε όλη τη Μεσόγειο τους ανέδειξε, στις αρχές της 2ης χιλιετίας π.Χ., ως ηγετική δύναμη. Από την επαφή τους με τους λαούς των ακτών της Μεσογείου μέσω του ακμάζοντος διαμετακομιστικού εμπορίου, απορρόφησαν στοιχεία σύγχρονων πολιτισμών, διαμορφώνοντας ένα μοναδικό και ιδιαίτερο πολιτιστικό υπόβαθρο που άσκησε τεράστια επιρροή στον μυκηναϊκό και, μέσω αυτού, στον υπόλοιπο ελληνικό πολιτισμό όπως αυτός εξελίχθηκε ύστερα από τη μυκηναϊκή εποχή.
Ο μινωικός πολιτισμός, που αναπτύχθηκε σε διάστημα δύο χιλιετιών (2800-1100 π.Χ.), έφτασε σε μια υψηλή ακμή για την εποχή του, με θαυμαστά κτίρια, ένα πρωτοποριακό σύστημα ύδρευσης και αποχέτευσης, ισότιμη συμμετοχή ανδρών και γυναικών στη θρησκευτική και κοινωνική ζωή και αριστουργήματα τέχνης. Οι μεγάλοι σεισμοί που έπληξαν την Κρήτη λίγο πριν το τέλος της Μέσης Εποχής του Χαλκού είχαν ως αποτέλεσμα την καταστροφή πολλών μινωικών κέντρων, αλλά οδήγησαν και στην ανοικοδόμηση ακόμη πιο λαμπρών ανακτόρων στην αμέσως επόμενη περίοδο.
Το ανάκτορο της Κνωσού, το σημαντικότερο κέντρο του Μινωικού πολιτισμού, ανήκει στην Περιφερειακή Ενότητα Ηρακλείου. Βρίσκεται στον λόφο «του Τσελεμπή η Κεφάλα», δυτικά του ποταμού Καίρατου, και καλύπτει έκταση περίπου 20.000 τ.μ. Αρχικά αποκαλύφθηκε από τον Μίνωα Καλοκαιρινό το 1878, ανασκάφηκε από τον Σερ Άρθουρ Έβανς τις τρεις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα και εξακολουθεί να ερευνάται από τη Βρετανική Αρχαιολογική Σχολή. Η παλαιότερη ανθρώπινη κατοίκηση εντοπίζεται στη Νεολιθική περίοδο, στη θέση που αργότερα κατέλαβε το Μινωικό ανάκτορο.
Το ανάκτορο ιδρύθηκε περίπου το 2000 π.Χ. (Πρωτοανακτορική περίοδος) και, μετά από πολλές καταστροφές, ξαναχτίστηκε στην ίδια θέση και άκμασε κατά τη Νεοανακτορική περίοδο (1750-1430 π.Χ.). Κατά τη Μεταανακτορική περίοδο (1400-1100 π.Χ.) ήταν το μόνο μινωικό ανάκτορο που κατοικούνταν ακόμη εν μέρει. Διατήρησε μάλιστα τον διοικητικό του χαρακτήρα, όπως υποδηλώνει η ανακάλυψη ενός αρχείου γραμμάτων Γραμμικής Β.
Το ανάκτορο της Φαιστού είναι ένα από τα μεγαλύτερα ανάκτορα της Κρήτης και βρίσκεται επίσης στην Περιφερειακή Ενότητα Ηρακλείου. Ήρθε στο φως κατά τη διάρκεια των ανασκαφών που πραγματοποίησε ο Ιταλός αρχαιολόγος F. Halbherr τις δύο τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, ενώ η Ιταλική Αρχαιολογική Σχολή συνεχίζει τις έρευνες στην περιοχή μέχρι σήμερα.
Κατά τη Μινωική περίοδο, η Φαιστός ήταν το κέντρο ελέγχου της νότιας ακτής της Κρήτης και αναφέρεται από τον Όμηρο ως το βασίλειο του αδελφού του Μίνωα, Ραδάμανθυ, γιου του Δία και της Ευρώπης, ο οποίος συμμετείχε στον Τρωικό Πόλεμο και αργότερα έγινε ένας από τους τρεις κριτές των νεκρών στον Άδη. Το παλάτι χτίστηκε αρχικά γύρω στο 1900 π.Χ., στο δυτικό άκρο της Μεσαράς, της μεγαλύτερης πεδιάδας της Κρήτης. Στον μεταγενινό ελληνικό κόσμο, η Φαιστός ήταν γνωστή ως η πατρίδα του μεγάλου σοφού Επιμενίδη.
Το ανάκτορο των Μαλίων βρίσκεται στη βόρεια ακτή της Κρήτης, στην Περιφερειακή Ενότητα Ηρακλείου. Είναι το τρίτο μεγαλύτερο μινωικό ανάκτορο και, σύμφωνα με την παράδοση, ήταν η έδρα του Σαρπηδόνα, του νεότερου αδελφού του Μίνωα. Οι πρώτες ανασκαφές πραγματοποιήθηκαν στις αρχές του 20ού αιώνα από τον αρχαιολόγο Ιωσήφ Χατζηδάκη, αλλά η συστηματική ανασκαφή τόσο του ίδιου του ανακτόρου όσο και της μινωικής πόλης συνεχίστηκε από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή.
Το παλάτι χτίστηκε αρχικά γύρω στο 2000-1900 π.Χ. Καταστράφηκε στο τέλος της Παλαιοανακτορικής περιόδου (1700 π.Χ.) και ξαναχτίστηκε γύρω στο 1650 π.Χ. στην ίδια θέση, ακολουθώντας τη βασική διάταξη του παλιού παλατιού. Κάποιες τροποποιήσεις έγιναν σε μεταγενέστερες περιόδους. Το παλάτι καταστράφηκε ολοσχερώς ταυτόχρονα με τα άλλα ανακτορικά κέντρα, γύρω στο 1450 π.Χ., ενώ υπήρξε μια σύντομη περίοδος επανακατοίκησης τον 14ο έως 13ο αιώνα π.Χ.
Η Ζάκρος βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο της Περιφερειακής Ενότητας Λασιθίου, σε έναν φυσικό κόλπο. Το 1961 ο Ν. Πλάτων ξεκίνησε την αρχαιολογική ανασκαφή του χώρου, φέρνοντας στο φως ένα ανάκτορο με εντυπωσιακά ευρήματα, καθώς είχε παραμείνει ασύλητο μετά την καταστροφή του.
Το παλάτι της Ζάκρου που σώζεται σήμερα ιδρύθηκε κατά τη Νεοανακτορική περίοδο (περίπου 1600 π.Χ.). Όπως όλα τα παλάτια που είναι γνωστά μέχρι σήμερα, αποτελείται από τέσσερις πτέρυγες που περιβάλλονται από μια ορθογώνια κεντρική αυλή. Το κτίριο, το οποίο είχε ύψος τουλάχιστον δύο ορόφων, περιβαλλόταν από περίβολο, σχηματίζοντας κήπους στο εσωτερικό του.
Το μινωικό ανάκτορο της Κυδωνίας, που ανακαλύφθηκε από Έλληνες, Δανούς και Σουηδούς αρχαιολόγους, βρίσκεται στη σύγχρονη πόλη των Χανίων στη βορειοδυτική Κρήτη. Ο χαμηλός λόφος Καστέλι, που υψώνεται πάνω από το φυσικό λιμάνι και την πεδιάδα των Χανίων, επιλέχθηκε κατά την Προανακτορική περίοδο (περίπου 3500-2000 π.Χ.) ως η καταλληλότερη τοποθεσία για την ίδρυση του πρώτου οργανωμένου μινωικού οικισμού στην περιοχή των Χανίων. Τα σημερινά Χανιά βρίσκονται στη θέση της μινωικής και κλασικής Κυδωνίας, ενώ τα ανασκαφικά δεδομένα υποστηρίζουν την άποψη ότι η τελευταία ήταν η σημαντικότερη πόλη της δυτικής Κρήτης, τόσο στην προϊστορική όσο και στην ιστορική περίοδο.
Ο νεοανακτορικός (περίπου 1700-1450 π.Χ.) και μυκηναϊκός (1450-1200 π.Χ.) οικισμός των Χανίων αποτελεί ένα από τα ανακτορικά κέντρα της μινωικής Κρήτης, βάσει του μεγάλου αριθμού πινακίδων χαραγμένων σε Γραμμική Α και Β γραφή, καθώς και των σφραγίδων που έχουν έρθει στο φως, οι οποίες αποκαλύπτουν μια κεντρική εξουσία και μια γραφειοκρατική οργάνωση. Τα πολύ σημαντικά κτίρια της περιόδου υποδηλώνουν την ύπαρξη ενός σχολαστικού πολεοδομικού σχεδίου, το οποίο περιλαμβάνει τουλάχιστον ένα ιδιαίτερα αξιόλογο ιερό.
Η αρχαία Ζώμινθος βρίσκεται στα βορειοανατολικά του Ψηλορείτη, 7 χλμ από τα Ανώγεια, στο μέσο της απόστασης μεταξύ Κνωσού και Ιδαίου Άντρου. Το 1982 ο αρχαιολόγος Γιάννης Σακελλαράκης εντόπισε σε υψόμετρο 1.187μ μινωικό οικοδόμημα έκτασης 1.360 τ.μ.. Η ίδρυση χρονολογείται περίπου το 1900 π.Χ., η δεύτερη φάση ακμής το 1600 π.Χ. και το τέλος του περίπου το 1400 π.Χ..
Το κεντρικό κτίριο είχε πάνω από δύο ή τρεις ορόφους και διαιρούνταν σε 80 δωμάτια με εργαστηριακούς χώρους και αποθήκες. Ήταν χτισμένο με τοπικό γκρίζο λίθο και οι τοίχοι ήταν επιχρισμένοι και διακοσμημένοι. Σημαντικό εύρημα αποτελεί το εργαστήριο κεραμικής του 16ου αι. π.Χ., που διατηρείται σχεδόν ανέπαφο με τον εξοπλισμό και τις πρώτες ύλες στη θέση τους. Συνολικά βρέθηκαν θρησκευτικοί χώροι, εργαστήρια κατεργασίας πρώτων υλών και κατασκευής αντικειμένων, όπως το εργαστήριο κεραμικής, το καμίνι για την χαλκουργία, αποθηκευτικά πιθάρια που χρησιμοποιήθηκαν για την φύλαξη πρώτων υλών, όπως μαλλιού και βοτάνων. Τέτοια παραδείγματα εγκαταστάσεων ενισχύουν την άποψη ότι η Ζώμινθος αποτελούσε σημαντικό οικονομικό, θρησκευτικό και παραγωγικό κέντρο άμεσα σχετιζόμενο με τα ανάκτορα της Κνωσού και με κέντρα λατρείας όπως το Ιδαίο Άντρο.
Σύμφωνα με την πρόταση υποψηφιότητας που έχει κατατεθεί, τα μινωικά ανακτορικά κέντρα αποτελούν τους κύριους μάρτυρες του μινωικού πολιτισμού, μιας μεγάλης ναυτικής δύναμης της Εποχής του Χαλκού που άσκησε τεράστια επιρροή στους πολιτισμούς – τόσο τους σύγχρονους όσο και τους μεταγενέστερους – της Ανατολικής Μεσογείου.
Αναδεικνύουν μια πρώιμη μορφή σύνθετης αστικής κοινωνίας, με θαυμάσια κτίρια, ένα πρωτοποριακό σύστημα ύδρευσης και αποχέτευσης, αριστουργήματα τέχνης και πρώιμα συστήματα γραφής («Κρητική Ιερογλυφική» και Γραμμική Α, τα οποία δεν έχουν ακόμη αποκρυπτογραφηθεί).
Μέσα από τα μινωικά ανάκτορα αναδύθηκε η πρώτη οργανωμένη μορφή άσκησης εξωτερικής πολιτικής μέσω της διπλωματίας στο Αιγαίο, η οποία οδήγησε στην ανάπτυξη σχέσεων με άλλους πολιτισμούς της Ανατολικής Μεσογείου, όπως αυτούς της Αιγύπτου και της Συροπαλαιστίνης, γεγονός που αποδεικνύεται πέραν πάσης αμφιβολίας από τα αρχαιολογικά ευρήματα.