13.8 C
Athens

Η βιωσιμότητα ως βασικό asset για τον ιδιωτικό και το δημόσιο τομέα – Γράφει ο Σίμος Χριστοφάκης-Σαρρής

Τα κριτήρια ESG  και η πλήρης είσοδος τους τόσο σε ολόκληρο το φάσμα του ιδιωτικού όσο και του δημόσιο τομέα αποτελούν το “Άγιο Δισκοπότηρο” της βιωσιμότητας ενός σύγχρονου και προηγμένου κράτους. Πιο συγκεκριμένα τη στιγμή που για το σύνολο των εισηγμένων στο Χρηματιστήριο εταιριών παρατηρούμε ένα σύνολο επιταγών-κριτηρίων βιωσιμότητας τα οποία απορρέουν από τις ετήσιες εταιρικές εκθέσεις και τις δηλώσεις των ίδιων των εταιριών και τη στιγμή που οι μεγάλες βιομηχανίες στην χώρα μας οι οποίες ανήκουν στο ΣΕΒ ακολουθούν τις νέες νόρμες είτε κατόπιν επιλογής στα πλαίσια της στρατηγικής και ανάπτυξης είτε εξαιτίας της ανάγκης χρηματοδότησης, ο ωκεανός των μικρομεσαίων εταιριών φαίνεται να δείχνει τα πρώτα σημάδια ουσιαστικής εξέλιξης καθώς και τη τάση αυτοβελτίωσης.

Του Σίμου Χριστοφάκη-Σαρρή *

Πιο συγκεκριμένα η τάση των μικρομεσαίων εταιριών να ενημερωθούν και να εκπαιδεύσουν τα στελέχη τους αλλά και οι  μέχρι στιγμής αθόρυβες κινήσεις τους όχι μόνο να ενστερνιστούν συγκεκριμένη στοχοθεσία KPI’s στα ESG πρότυπα αλλά και να μπούνε στην λογική έκδοσης ετήσιων εκθέσεων βιωσιμότητας μόνο χαμόγελα αισιοδοξίας μπορούν να προκαλέσουν στον επιχειρηματικό και μη χώρο.  Για ποιο λόγο όμως μια εταιρεία θα πρέπει να ακολουθήσει μια στρατηγική βιωσιμότητας ενσωματώνοντας τα ESG κριτήρια στη λειτουργεία της; Γνωρίζουμε πως τα ESG κριτήρια μιας εταιρείας τα οποία έχουν ως κύριο στόχο να εξελιχθούν σε χαρακτηριστικά αυτής παρέχουν απλόχερα την ανθεκτικότητα στον κίνδυνο για την ίδια την εταιρεία, βελτιστοποιούν το κόστος το οποίο είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την αύξη της παραγωγής και δημιουργούν ένα μικρόκλιμα εταιρικής ποιότητας και πληρότητας. Και πιο συγκεκριμένα μια εταιρεία η διακυβέρνηση  της οποίας παρουσιάζει ανθεκτικότητα στον κίνδυνο, αντανακλαστικά και χαρακτηρίζεται από την απόλυτη οικονομική διαφάνεια  έχει προοικονομήσει σε μεγάλο βαθμό το ίδιο της το μέλλον ακόμα και σε αβέβαιες περιόδους όπως π.χ πανδημία, οικονομική κρίση, πληθωρισμός κλπ. Η συγκεκριμένη στρατηγική της παρέχει τη δυνατότητα ανάπτυξης του κοινωνικού σκέλους για το εσωτερικό της αλλά και της επονομαζόμενης «κοινωνικής και εταιρικής ευθύνης» η οποία έχει άμεσο αντίκτυπο στη κοινωνία των πολιτών.  Πιο συγκεκριμένα μια εταιρεία η οποία έχει μια στιβαρή πολιτική απέναντι σε οποιοδήποτε διαχωρισμό, απέναντι σε οποιαδήποτε τάση εκφοβισμού και επιβολής και τέλος μια εταιρεία η οποία δημιουργεί ένα κλίμα ασφάλειας για τα στελέχη της  και προστασίας για τα προσωπικά τους δεδομένα πάνω σε ένα πλαίσιο στηριγμένο στην αλληλεγγύη και την εμπιστοσύνη αλλά και την ενημέρωση/εκπαίδευση αυτών είναι μια εταιρεία εσωτερικά υγιής και έτοιμη να δρέψει τους καρπούς που παράγει.  Οι συγκεκριμένοι οικονομικοί καρποί είναι απόρροια της υπεραξίας που έχει παραχθεί, όχι με τη Μαρξιστική έννοια αλλά με ένα σύγχρονο ‘’goodwill’’. Το περιβαλλοντικό εταιρικό σκέλος είναι ίσως το πιο πολυσυζητημένο αλλά και το πιο ουσιαστικό  και άρρηκτα συνδεδεμένο με την έννοια του governance.  Μια χρηστή διοίκηση και μια οικονομικά θωρακισμένη εταιρεία έχει την δυνατότητα να αναπτύξει ανεπηρέαστη τη στρατηγική μείωσης ρύπων , το διαχωρισμό των αποβλήτων και τη μείωση εκπομπών σε άνθρακα. Το περιβάλλον δυστυχώς αποτελούσε από τη βιομηχανική επανάσταση και μέχρι τις μέρες μας το μόνιμο θύμα κάθε νέας ρυπογόνου κερδοφόρας εταιρικής πρακτικής. Με τη κλιματική αλλαγή όμως και τις συνεπειές αυτής να μην αποτελούν πλέον μια θεωρία επί χάρτου αλλά μια φαύλη πραγματικότητα την οποία όλοι βιώνουμε και με έναν πλανήτη ο οποίος διάγει μια κωματώδη περίοδο όπου η ανάνηψή του επαφίεται στη συνείδηση των ανθρώπων (και πάλι είναι αβέβαιη), έχει γίνει απόλυτα σαφές πως καμία επιχειρηματική ιδέα δεν μπορεί να εφαρμοστεί και καμία εισροή ή εκροή κεφαλαίων δε μπορεί να λάβει χώρα αν δεν υπάρχει Γη, η ύπαρξη της οποίας είναι συνδεδεμένη άρρηκτα με το είδος μας και τις καθημερινές μας δραστηριότητες επιχειρηματικές και μη. Και σίγουρα μια κατεύθυνση απανθρακοποιήσης είναι πολύ πιο συμφέρουσα και ανώδυνη από ένα μελλοντικό-αναγκαστικό πλάνο αποβιομηχανοποίησης σε Ευρωπαϊκό επίπεδο. Μια εταιρεία λοιπόν η οποία έχει ενσωματώσει τα παραπάνω κριτήρια  καθίσταται ΑΞΙΟΠΙΣΤΗ προς το αγοραστικό κοινό αλλά και επενδυτικός πόλος στον ωκεανό των επενδυτών καθώς δύναται να αντιμετωπίσει ανά πάσα στιγμή  κοινωνικές, περιβαλλοντικές και οικονομικές προκλήσεις, τις οποίες ως επί το πλειστον μπορεί να διαχειριστεί, να προβλέψει και να προετοιμαστεί. Ποιές είναι όμως οι εταιρίες οι οποίες έσπασαν το ρόδι υιοθετώντας μια στρατηγική εταιρικής βιωσιμότητας και ποιο είναι το μεγάλο στοίχημα; Οι εταιρίες οι οποίες ασπάστηκαν πρώτες, υιοθέτησαν και στη συνέχεια προέβαλαν τη βιώσιμη στρατηγική τους ήταν οι εταιρικοί κολοσσοί και οι εισηγμένες στα χρηματιστήρια  διότι αντιλαμβανόμενες τους κινδύνους τους μέλλοντος και θέλοντας να είναι σε πλήρη σύμπνοια με τις ρήτρες που τα ίδια τα χρηματιστήρια επέβαλαν ακολούθησαν το μονόδρομο που ανοιγόταν μπροστά τους. Σε αυτό καθοριστικής σημασίας ήταν και η θέση του χρηματοπιστωτικού συστήματος το οποίο ενέκρινε χρηματοδότηση με ευνοϊκότερους όρους σε εταιρίες κάτόπιν ελέγχου στις μη χρηματοοικονομικές εκθέσεις τις οποίες εξέδιδαν.  Θα πρέπει να τονιστεί πως η υιοθετήσει κριτηρίων ESG  και η ετήσια έκδοση έκθεσης βιωσιμότητας μιας εταιρείας δεν αποτελεί μια «ελιτίστικη προσέγγιση» που αφορά μόνο τους οικονομικά κραταιούς, μα αφορά ένα σύνολο πολιτικής στρατηγικής η καρδιά του οποίου θα πρέπει να χτυπά στη πιστοποιημένη  μικρομεσαία επιχείρηση η οποία αποτελεί το πυρήνα του επιχειρείν και τη ψυχή της εκάστοτε εθνικής οικονομίας. Η στοχοθεσία, οι δυνατότητες και ο τρόπος επίτευξης διαφέρουν, η ενημέρωση όμως καθώς και τα πρώτα βήματα που οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις κάνουν διαβάζοντας το μέλλον είναι μια πραγματικότητα η οποία συμβάλει στο κλίμα εφορίας που έχει καλλιεργηθεί.  Η βιωσιμότητα δεν αποτελεί μια ρηχή κλίμακα η οποία μετριέται σύμφωνα με τον ετήσιο εταιρικό τζίρο, μα μια κοσμοαντίληψη του επιχειρείν η οποία περνά μέσα από το χώρο της πιστοποιήσης.

Το πιο καθοριστικό ρόλο προς αυτή τη κατεύθυνση έχει το νομοθετικό πλαίσιο το οποίο τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε διεθνές επίπεδο ξέφυγε από επαναλαμβανόμενες συζητήσεις που γίνονταν μεταξύ τυρού και αχλαδιού στα 90’s και τα 00’s για τη πράσινη οικονομία, το green money, για τη τρύπα του όζοντος  και το φαινόμενο του θερμοκηπίου και επέλεξε να κοιτάξει κατάματα το πρόβλημα, να προχωρήσει σε κωδικοποιήση και να εκδώσει κανονιστικές οδηγίες και νόμους. Ξεκινώντας ουσιαστικά από την οδηγία 2014/95/ΕΕ για μη χρηματοοικονομική πληροφόρηση (Non-Financial Reporting Directive – NFRD) που είχε στόχο να προτάξει πανευρωπαϊκά τη διαφάνεια των κοινωνικών και περιβαλλοντικών στοιχείων απόδοσης που παρέχουν οι μεγάλες επιχειρήσεις και προχωρώντας στο κανονισμό  2019/2088 (Sustainable Finance Disclosure Regulation – SFDR)  όπου οι εταιρίες που δραστηριοποιούνται εντός ΕΕ υποχρεούνται να αποκαλύπτουν πώς ενσωματώνουν παράγοντες βιωσιμότητας στη διαδικασία λήψης αποφάσεων καθώς και να κοινοποιούν ποιες δυσμενείς επιπτώσεις έχουν τα χρηματοοικονομικά προϊόντα τους στην κοινωνία και το περιβάλλον. Συμπεριλαμβάνοντας εντός της οδηγίας και τη παράνομη πρακτική του Greenwashing. Μέχρι την επανάσταση του Corporate Sustainability Reporting Directive (CSRD) – 2022/2464/EU όπου περιελάμβανε για πρώτη φορά στην ανάγκη έκδοσης εκθέσων βιωσιμότητας και από  μικρομεσαίες εταιρίες και το CSDDD ως βασικό μέρος  του Green Deal.  Όσον αφορά τη χώρα μας ο εθνικός κλιματικός νόμος του 2022 και ο ν.4706/2020 έχουν πλαισιώσει άρτια το ευρωπαικό υπερπλήρες για περιβαλλοντικά ζητήματα EU Taxonomy την ίδια ώρα που στα σκαριά βρίσκεται ένα στιβαρό Social Taxonomy που θα συμπληρώσει το πάζλ των οδηγιών.

Ο δεύτερος μεγάλος πυλώνας είναι αυτός του δημόσιου τομέα όπου κανονικά θα έπρεπε να ηγείται αυτής της προσπάθειας μετεξέλιξης. Όσον αφορά λοιπόν την  εισροή των κριτηρίων βιώσιμης ανάπτυξης στο Δημόσιο Τομέα καθώς και την ανάγκη διαρκούς αξιολόγησης  είναι βέβαιο πως στη παρούσα κατάσταση αυτό  μπορεί να λάβει χώρα μέσω του προγράμματος Business Intelligence αλλά και μέσω της χρήσης της τεχνητής νοημοσύνης. Καθώς θα υπάρξει τμηματικά η εισροή των κριτηρίων βιωσιμότητας ως  ενιαίο “mindset” σε όλο το Δημόσιο Τομέα μέσω των KPI’s.  Το μεγαλύτερο μέρος των εκθέσεων βιωσιμότητας-αποδοτικότητας μπορεί να συνυπάρξει και να συντρέξει από τα στοιχεία τα οποία θα δηλώνονται στο σύστημα business intelligence και το οποίο μπορεί να διέπει σύσσωμο το δημόσιο τομέα. Εκεί θα υπάρχει η αμεσότητα της εικόνας και η δυνατότητα παρέμβασης στα πλαίσια ενός είδος ‘’λογοδοσίας’’ και άμεσης αξιολόγησης π.χ τρόπος λειτουργίας των smart cities ή συνύπαρξη στο κλάδο της δημόσια υγείας του Bi Health με τέμνουσα κλίμακα βιωσιμότητας. Στη περίπτωση αυτή και πιο συγκεκριμένα στο παράδειγμα της Υγείας υπό αυτές τις συνθήκες θα βλέπουμε  να δίνεται βάση στη διαχείριση των νοσοκομειακών αποβλήτων και στη καταστροφή που αυτά προκαλούν στον υδροφόρο ορίζοντα για τα οποία υπάρχει ειδική διάταξη στο ν. 4819/2021, θα υπάρξει η άμεση ενεργειακή αναβάθμιση με στόχο την ενεργειακή εξοικονόμηση νοσοκομείων, μονάδων και υπηρεσιών (αλλαγή  κουφωμάτων, μονώσεις ταρατσών, αναβαθμίσεις στους λέβητες και εγκατάσταση πάνελ στα περισσότερα νοσοκομεία της χώρας) στα πλαίσια της κτηριακής αναβάθμισης και των νέων δομών. Η ανάγκη αυτή διαπιστώθηκε και ειπώθηκε και το 2022 λόγω των τεράστιων καταναλώσεων σε ρεύμα των κέντρων υγείας και σε μεγάλο βαθμό η δαπάνη αναβάθμισης καλύφθηκε από το ΕΣΠΑ. Όσον αφορά το κοινωνικό σκέλος θα αξιολογείται το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό τόσο από τους νοσηλευόμενους όσο και από τους συναδέλφους τους. Η αξιολόγηση αυτή με τη σειρά της θα καταλήγει στη κεντρική υπηρεσία (Συνεργασία BI – Ηealth με τον ΟΔΙΠΥ για τον έλεγχο των δεικτών ποιότητας στην υγεία). Στο τομέα της διακυβέρνησης το σύστημα θα επικεντρώνεται στη διατήρηση και αντιμετώπιση σε τοπικό επίπεδο των περιστατικών (μείωση του κόστους-αποφυγή υπερφόρτωσης ΕΣΥ), η πλήρης οικονομική διαφάνεια διαχείρισης πόρων και τοποθετήσεων μέσα από αιτιολογημένες εκθέσεις θα προτάσσει ένα υγιές διαυγές σύστημα και τέλος η συνεργασία και η ακροβασία ανάμεσα στα συστήματα Bismarck και Beveridge θα συμβάλει στην άμεση σύμπραξη δημοσίου ιδιωτικού τομέα όπου π.χ οι ιδιώτες θα κληθούν να συνδράμουν με ίδιους πόρους στο χτίσιμο ενός νέου νοσοκομείου , θα αναλάβουν τη διαχείριση των κτιρίων και του εξοπλισμού όπως και την ανανέωση και συντήρηση των μηχανημάτων. Αυτοί με τη σειρά τους θα αποζημιώνονται από το ελληνικό δημόσιο για το έργο που θα προσφέρουν. Τέλος ενα πρόγραμμα χρονομίσθωσης από ιδιώτες προς το δημόσιο και πολλαπλές συμβάσεις ορισμένου χρόνου με προοπτική ανανέωσης δημοσίου με ιδιωτικά νοσοκομεία για νοσηλείες σε περίπτωση 100/100 πληρότητας θα οδηγήσει σε άμεση αποσυμφόρηση του ΕΣΥ. Τα παραπάνω σε συνδυασμό με κάθε μια επένδυση που θα γίνεται στη πρόληψη και η οποία θα έχει ως άμεσο αποτέλεσμα   τη μείωση των χρημάτων που δίνονται για τη θεραπεία θα οδηγήσει σε ένα θωρακισμένο και εξυγιασμένο ΕΣΥ ικανό να ανταπεξέλθει σε κάθε κατάσταση.

Πριν φτάσουμε σε αυτό το σημείο βέβαια είναι βασικό  να κάνουμε μια ιστορική αναδρομή σε επιτυχημένες πρακτικές που λαμβάνουν χώρα στο εξωτερικό. Σύμφωνα με το νόμο PPN 6/2020 στη Μεγάλη Βρετανία απαιτείται να αξιολογούνται ρητά βασικά θέματα που σχετίζονται με το περιβάλλον, την κοινωνία και τη διακυβέρνηση (“ESG”) σε όλες τις προμήθειες της κεντρικής κυβέρνησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την 1η Ιανουαρίου 2021, μέσω της χρήσης ενός «μοντέλου κοινωνικής αξίας». Σε κάθε προμήθεια πρέπει να δίνεται ελάχιστος συντελεστής στάθμισης 10% στους στόχους ESG. Η Φινλανδία από την άλλη πλευρά είναι σε πολλές μετρήσεις παγκόσμιος πρόδρομος στη βιωσιμότητα και κατατάσσεται ιδιαίτερα ψηλά. Η προσέγγισή τους στη βιωσιμότητα είναι ολιστική, εστιάζοντας σε βιώσιμους πάντα στόχους και επιδόσεις, αναγνωρίζοντας και απαιτώντας την κοινωνική ή περιβαλλοντική φύση κάθε δαπάνης του προϋπολογισμού. Την ίδια ώρα  στην Ελλάδα έχουμε ένα σύγχρονο κλιματικό νόμο που έχει θέση ως στόχο τη δημιουργία πλαισίου για τη βελτίωση της προσαρμοστικής ικανότητας, της κλιματικής ανθεκτικότητας της χώρας και της σταδιακής μετάβασης στην κλιματική ουδετερότητα έως το έτος 2050. Το case study λοιπόν και συνάμα η προβληματική της πρότασης εισόδου των κριτηρίων ESG στο δημόσιο τομέα είναι: Πως θα δημιουργηθεί ένας δημόσιος τομέας βιώσιμος, αναπτυξιακά προηγμένος και ανταγωνιστικός, φιλικός προς το περιβάλλον, απόλυτα διαφανής, έτοιμος να αντιμετωπίσει κρίσεις και πάνω απ’ όλα κοινωνικά εξελιγμένος; Αυτή τη στιγμή λοιπόν βρισκόμαστε σε μια σωστή ρώτα και έχουμε τη δυνατότητα μέσα σε διάστημα 3-5 χρόνων να μετατρέψουμε το Δημόσιο Τομέα σε απόλυτα βιώσιμο και λειτουργικό. Τα εργαλεία μας θα είναι η τεχνολογία, οι συμπράξεις ιδιωτικού δημοσίου τομέα και ένα σοβαρό νομικό πλαίσιο.

* Ο Σίμος Χριστοφάκης-Σαρρής είναι Δικηγόρος – Συντονιστής ESG και Βιώσιμης  Επιχειρηματικότητας Γραμματεία Παραγωγικών Τομέων Νέας Δημοκρατίας

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ