Είκοσι Σεπτεμβρίου του 1971, μεσούσης της δικτατορίας των συνταγματαρχών στην Ελλάδα, ο Γιώργος Σεφέρης έκλεισε για πάντα τα μάτια του. Η κηδεία του μετατράπηκε σε διαδήλωση κατά της χούντας. Ο Σεφέρης υπηρέτησε την πατρίδα του ακόμη και μετά τον θάνατό του. Κι ας μην είχε καν γεννηθεί σε αυτήν, αλλά στη Σμύρνη της Μικράς Ασίας, που τότε ανήκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Όπως όλοι οι Μικρασιάτες, όμως, έτσι κι ο ποιητής, είχε την Ελλάδα βαθιά στην καρδιά του. Αισθανόταν και ήταν Ελληνας.
Εξήντα χρόνια ύστερα από την απονομή του βραβείου Νόμπελ στον Γιώργο Σεφέρη, του πρώτου ελληνικού Νόμπελ, το Μουσείο Μπενάκη ετοιμάζει μια έκθεση στην πινακοθήκη Νίκου Χατζηκυριάκου- Γκίκα. Η έκθεση θα εγκαινιαστεί στις 24 Οκτωβρίου, ακριβώς στην επέτειο ανακοίνωσης ότι το βραβείο απονέμεται στον Ελληνα ποιητή.
Με κεντρικό έκθεμα το Βραβείο Νόμπελ, που ανήκει στην μόνιμη συλλογή της Πινακοθήκης Γκίκα, η έκθεση παρουσιάζει πλήθος τεκμηρίων και φωτογραφικού υλικού.
Η έκθεση αναπτύσσεται σε τρεις ενότητες: η πρώτη αφορά την ημέρα της ανακοίνωσης, η δεύτερη επικεντρώνεται στη βραδιά της απονομής, ενώ η τελευταία στον απόηχό της, με τα σχετικά δημοσιεύματα, συγχαρητήριες επιστολές και τηλεγραφήματα. Αφίσες, εφημερίδες της εποχής, οπτικά και ηχητικά ντοκουμέντα, καθώς και προσωπικά αντικείμενα του ποιητή δημιουργούν ένα περιβάλλον που ανακαλεί την σπουδαιότητα του γεγονότος και αναδεικνύει την προσωπικότητά του.
Το υλικό της έκθεσης προέρχεται από το αρχείο του Σεφέρη που βρίσκεται κατατεθειμένο στη Γεννάδιο βιβλιοθήκη, από τις συλλογές του Μουσείου Μπενάκη καθώς και από ιδιωτικές συλλογές.
Με την ευκαιρία αυτή, συμβουλευθήκαμε τα αρχεία του Ιδρύματος Νόμπελ, τα οποία διατηρούνται σφραγισμένα για 50 χρόνια, διάστημα που παρήλθε. Όπως βλέπουμε σε αυτά, ο Σεφέρης υπήρξε υποψήφιος πέντε φορές και τη χρονιά που τελικά πήρε το βραβείο, είχε να συναγωνιστεί πολύ σπουδαίους ομοτέχνους του.
Μαζί με εκείνον, άλλα 80 άτομα ήταν υποψήφια το 1963, εκ των οποίων 22 για πρώτη φορά. Ανάμεσά τους, ο Σάμιουελ Μπέκετ που θα έπαιρνε το βραβείο το 1969, ο Πάβλο Νερούδα, που το πήρε το 1971, ο Λουί Αραγκόν, αλλά και ο Σαρλ Ντε Γκολ. Μην εκπλήττεστε, διότι μερικά χρόνια πριν είχε βραβευθεί με το Νόμπελ Λογοτεχνίας ο Ουΐνστον Τσόρτσιλ.
Οι έξι φιναλίστ το 1963 ήταν οι:
Γιώργος Σεφέρης
W H Auden
Πάμπλο Νερούδα (νικητής 1971)
Samuel Beckett (νικητής 1969)
Μισίμα Γιούκιο
Aksel Sandemose
Ο Σεφέρης, ο Οντεν και ο Νερούδα προκρίθηκαν στην τελική τριάδα. Κατά τις τοποθετήσεις των μελών, όλοι «πρότειναν ομόφωνα τον Γιώργο Σεφέρη με την επιφύλαξη ενός μέλους της επιτροπής που είχε μια πιο θετική αποτίμηση της συγγραφής του Μπέκετ». Ο Οντεν, ο Μισίμα και ο Σαντεμόσε δεν πήραν βραβείο ποτέ. Ειδικά για τον Μισίμα, η άποψη της επιτροπής ήταν πως η νεαρή ηλικία του δεν ήταν σύμμαχός του… Δεν έφτασαν μέχρι τις τελικές ψηφοφορίες και έτσι δεν γνωρίζουμε γιατί δεν προχώρησαν υποψηφιότητες όπως του Αντρέ Μαλρό, του Ζαν Κοκτό, του Αντρέ Μπρετόν, του Χάινριχ Μπελ, του Εζρα Πάουντ ή του Λόρενς Ντάρελ.
Από άλλους υποψήφιους, σύμφωνα με όσα διέρρευσαν ύστερα από την πάροδο μισού αιώνα, ο Ναμπόκοφ «κόπηκε» λόγω «Λολίτας» και όχι μόνο. Ο Μιχαήλ Σόλοχοφ, που προτάθηκε ως αντιστάθμισμα για το Νόμπελ του Πάστερνακ, το πήρε τελικά το 1965, ο Σαρτρ το 1964 αλλά δεν το δέχθηκε. Ο Μπέκετ είχε προκαλέσει ανησυχίες στους κριτές για το εάν το γραπτό του «ανταποκρίνεται στις ιδεαλιστικές προθέσεις του βραβείου Νόμπελ λογοτεχνίας» – το βραβείο προορίζεται να απονεμηθεί στο «πιο εξαιρετικό έργο» και οι κριτές αμφέβαλαν!.
Την υποψηφιότητα Σεφέρη είχαν προτείνει: ο Ρ. Τζ. Τζένκινς το 1955, ο Τ.Σ. Ελιοτ το 1961, ο Εϊβιντ Τζόνσον το 1962, ο Αθανάσιος Τρυπάνης την ίδια χρονιά και ο Εϊβιντ Τζόνσον το 1963, οπότε και το πήρε. Η Πέμπτη υποψηφιότητά του ήταν, όπως βλέπουμε, τελευταία και τυχερή.
Τα αρχεία δείχνουν ότι ο μόνιμος γραμματέας της Ακαδημίας, Anders Österling, ανέφερε ότι πλέον «υπάρχει η ευκαιρία να αποτίνουμε έναν όμορφο φόρο τιμής στη σύγχρονη Ελλάδα, μια γλωσσική περιοχή που μέχρι τώρα περίμενε πάρα πολύ [για να] τιμηθεί σε αυτό το πλαίσιο». Και ως προς το έργο του Σεφέρη εξήρε την «εξέχουσα λυρική γραφή του ποιητή, εμπνευσμένη από ένα βαθύ συναίσθημα για τον ελληνικό κόσμο του πολιτισμού».
«Ανήκω σε μια χώρα μικρή» είπε ο Γιώργος Σεφέρης στην ομιλία του κατά την παραλαβή του βραβείου, τον Δεκέμβριο του 1963. «Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού του, τη θάλασσα, και το φως του ήλιου. Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και το πράγμα που τη χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε χωρίς διακοπή. Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται. Δέχτηκε τις αλλοιώσεις που δέχεται καθετί ζωντανό, αλλά δεν παρουσιάζει κανένα χάσμα. Άλλο χαρακτηριστικό αυτής της παράδοσης είναι η αγάπη της για την ανθρωπιά· κανόνας της είναι η δικαιοσύνη. Στην αρχαία τραγωδία, την οργανωμένη με τόση ακρίβεια, ο άνθρωπος που ξεπερνά το μέτρο πρέπει να τιμωρηθεί από τις Ερινύες. Ο ίδιος νόμος ισχύει και όταν ακόμη πρόκειται για φυσικά φαινόμενα: “Ήλιος ουχ υπερβήσεται μέτρα” λέει ο Ηράκλειτος· “ει δε μη, Ερινύες μιν Δίκης επίκουροι εξευρήσουσιν”».
Και κλείνοντας, είπε αυτά τα αριστουργηματικά λόγια: «Σ’ αυτό τον κόσμο, που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους. Πρέπει ν’ αναζητήσουμε τον άνθρωπο, όπου και να βρίσκεται.
Όταν, στο δρόμο της Θήβας, ο Oιδίπους συνάντησε τη Σφίγγα κι αυτή του έθεσε το αίνιγμά της, η απόκρισή του ήταν: ο άνθρωπος. Τούτη η απλή λέξη χάλασε το τέρας. Έχουμε πολλά τέρατα να καταστρέψουμε. Ας συλλογιστούμε την απόκριση του Oιδίποδα.»
Ο Γιώργος Σεφέρης είχε γεννηθεί στις 29 Φεβρουαρίου/ 13 Μαρτίου 1900 στη Σμύρνη (και όχι στα Βουρλά, όπως συχνά αναφέρεται εκ παραδρομής). Η οικογένεια ήρθε στην Αθήνα το 1914, μετακόμισε στο Παρίσι το 1918, όπου ο ποιητής σπούδασε νομικά και άρχισε να ενδιαφέρεται για τη λογοτεχνία. Επέστρεψε στην Αθήνα το 1925 και ξεκίνησε μια μακρά διπλωματική καριέρα. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Σεφέρης συνόδευσε την Ελεύθερη Ελληνική Κυβέρνηση στην εξορία και επέστρεψε στην απελευθερωμένη Αθήνα το 1944.
Συνέχισε να υπηρετεί ως διπλωμάτης μέχρι τη συνταξιοδότησή του. Κατέλαβε διπλωματικές θέσεις στην Άγκυρα (1948-1950) και στο Λονδίνο (1951-1953). Διορίστηκε πρέσβης στον Λίβανο, τη Συρία, την Ιορδανία και το Ιράκ (1953-1956) και διετέλεσε Βασιλικός Έλληνας Πρέσβης στο Ηνωμένο Βασίλειο από το 1957 έως το 1961, την τελευταία θέση πριν από τη συνταξιοδότησή του στην Αθήνα. Ο Σεφέρης έλαβε πολλές τιμητικές διακρίσεις και βραβεία, μεταξύ των οποίων και επίτιμοι διδακτορικοί τίτλοι από τα πανεπιστήμια του Cambridge (1960), της Οξφόρδης (1964), της Θεσσαλονίκης (1964) και του Princeton (1965).
Τα πολλά ταξίδια του Γιώργου Σεφέρη ως διπλωμάτη αποτελούν το υπόβαθρο για μεγάλο μέρος της γραφής του, η οποία είναι γεμάτη με θέματα αποξένωσης, περιπλάνησης και θανάτου.