today-is-a-good-day
21 C
Athens

Γιατί η χώρα χρειάζεται (επειγόντως) αντιπολίτευση

Η πρόσφατη αποστροφή του Αλέξη Τσίπρα, αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, στην τηλεοπτική του συνέντευξη πως «δέχεται το ρίσκο» να κολλήσουν κάποιοι πολίτες κορωνοϊό κατά τη διάρκεια συγκέντρωσης κατέδειξε (πέραν, ίσως, του κυνισμού με τον οποίο αντιμετωπίζει την ανθρώπινη ζωή ο πρώην πρωθυπουργός) ένα σοβαρό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η χώρα μας: την έλλειψη αντιπολίτευσης.

Του Γιώργου Σιδερή*

Τον Ιούλιο του 2019 η Νέα Δημοκρατία κατέκτησε την κοινοβουλευτική πλειοψηφία και ο αρχηγός της, Κυριάκος Μητσοτάκης, σχημάτισε αυτοδύναμη, μονοκομματική κυβέρνηση. Τι συνέβη, όμως, με την αντιπολίτευση; Τυπικά, ο ΣΥΡΙΖΑ ανέλαβε τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης και τέσσερα μικρότερα κόμματα (μεταξύ αυτών και το ΚΙΝΑΛ) συμπλήρωσαν την εξακομματική σύνθεση της Βουλής από τη θέση της ελάσσονος αντιπολίτευσης.

Θα περίμενε κανείς πως μέσα σε ενάμιση και πλέον χρόνο διακυβέρνησης η Νέα Δημοκρατία θα δεχόταν συστηματικά βάσιμη, εποικοδομητική κριτική από τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης. Κι όμως, όπως απεδείχθη, η τυπική ανάληψη της θέσης της αντιπολίτευσης δεν συνεπάγεται αναγκαία και την ουσιαστική άσκηση αυτής.

Και γιατί, θα διερωτηθεί κάποιος, έχει τόση σημασία η άσκηση της αντιπολίτευσης εφόσον οι πολίτες εξέλεξαν πλειοψηφικά μια μονοκομματική κυβέρνηση; Η απάντηση βρίσκεται ακριβώς στον κοινοβουλευτικό χαρακτήρα του πολιτεύματός μας. Ο έλεγχος των κυβερνώντων (οφείλει να) ασκείται πρωτίστως με τα μέσα του κοινοβουλευτικού ελέγχου, σπουδαιότερο εκ των οποίων συνιστά ασφαλώς η κοινοβουλευτική ευθύνη. Στο πεδίο αυτό η σημασία και χρησιμότητα μιας υπεύθυνης και ώριμης αντιπολίτευσης είναι πλέον προφανής.

Και δεν υπάρχουν άλλα μέσα για να επισημανθούν οι αστοχίες των κυβερνώντων και να ελεγχθούν τυχόν αυθαιρεσίες τους; Ασφαλώς, το Σύνταγμα προβλέπει προς τον σκοπό αυτό και άλλα μέσα. Οι ανεξάρτητες αρχές, λόγου χάρη, αποβλέπουν στην προστασία των μειοψηφιών απέναντι στη βούληση της εκάστοτε πλειοψηφίας. Εκ του αποτελέσματος, ωστόσο, διαφαίνεται πως η προστασία που μπορούν να παράσχουν είναι περιορισμένη. Από την άλλη πλευρά, η δικαστική προστασία, που παρέχεται πάντοτε, έχει το μειονέκτημα πως λειτουργεί διορθωτικά σε ένα μεταγενέστερο στάδιο. Τόσο οι ανεξάρτητες αρχές άλλωστε όσο και τα δικαστήρια δεν ελέγχουν πολιτικά αλλά νομικά, εξετάζουν δηλαδή τη νομιμότητα των αποφάσεων και όχι τα πολιτικά ελατήρια αυτών.

Εκεί έγκειται και η προστιθέμενη αξία της αντιπολίτευσης, αφού μπορεί να δράσει κατά και όχι μετά τη νομοθέτηση, να καταδείξει τις (αναπόφευκτες) αστοχίες και να συμβάλει από τον δικό της (συνταγματικό) ρόλο στην πρόοδο της χώρας. Η αντιπολίτευση δεν (πρέπει να) θεωρείται απλώς ως προθάλαμος για την άσκηση της εξουσίας αλλά να συνίσταται σε διαρκή έλεγχο αυτών που ήδη την ασκούν.

Και αν για το συνολικό καλό, η χρησιμότητα της αντιπολίτευσης έχει αρχίσει να γίνεται αντιληπτή, γιατί έχει συμφέρον η κυβέρνηση να αντιμετωπίζει απέναντί της μια υπεύθυνη αντιπολίτευση;

Πρώτον, διότι η κυβέρνηση κάνει λάθη, τόσο πολιτικής ουσίας και στρατηγικής όσο και επικοινωνίας. Και είναι προς το συμφέρον της ίδιας και της χώρας να τα διορθώνει άμεσα- ει δυνατόν μάλιστα- εν τη γενέσει τους.

Δεύτερον, διότι η απουσία μιας αντιπολίτευσης που ασκεί τεκμηριωμένη κριτική με σοβαρά επιχειρήματα και λογικές προτάσεις (που δεν έχει δημιουργήσει εν ολίγοις έναν «δικό της κόσμο») δημιουργεί στην κυβέρνηση την αλαζονική πεποίθηση πως αφού δεν εκφράζονται, δεν υπάρχουν κιόλας επί της ουσίας αντιρρήσεις στο κυβερνητικό έργο. Το γεγονός πως δεν εκφέρονται από κάποια πολιτική δύναμη δε σημαίνει πως δεν υπάρχουν πολίτες που εκφράζουν εύλογες παρατηρήσεις για την πορεία του κυβερνητικού έργου. Αυτούς τους πολίτες (πολλοί εκ των οποίων μάλιστα την έχουν κιόλας ψηφίσει) η κυβέρνηση δεν πρέπει να τους αγνοήσει.

Τρίτον, διότι, για να υλοποιήσει η κυβέρνηση μεταρρυθμίσεις και να αναλάβει πρωτοβουλίες σε ζητήματα που για χρόνια παραμένουν άλυτα, δεν μπορεί να πορευθεί μόνη της. Η συναίνεση, έστω σε βασικά ουσιώδη ζητήματα, είναι προϋπόθεση επιτυχίας των μεταρρυθμίσεων. Και αυτή η συναίνεση δεν μπορεί να επιτευχθεί με την εικόνα που παρουσιάζει σήμερα η αντιπολίτευση.

Και ποια είναι αυτή η εικόνα; Ο μεν ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται εγκλωβισμένος στις συνιστώσες του αδυνατώντας να αρθεί στο επίπεδο κόμματος εξουσίας. Κυριαρχείται, δηλαδή, από μειοψηφικές απόψεις, οι οποίες δεν εκφράζουν παρά τη μειονότητα των ψηφοφόρων. Η στροφή προς την κεντροαριστερά, όσο παρέχεται άνευ όρων «ασυλία» σε υποστηρικτές αμετανόητων κατά συρροή δολοφόνων, ακούγεται σαν κακόγουστο αστείο. Από την άλλη το ΚΙΝΑΛ, δεδομένης της έλλειψης ικανής ηγεσίας, πέφτει θύμα της στρατηγικής των ίσων αποστάσεων που το ίδιο υιοθέτησε, αφού πια αδυνατεί να βρει απήχηση τόσο στα αριστερά όσο και τα δεξιά του πολιτικού φάσματος.

Ο δρόμος που ανοίγεται με την προοπτική εκλογής νέου επικεφαλής του ΚΙΝΑΛ ίσως οδηγήσει σε ανακατατάξεις στον ευρύτερο χώρο της αντιπολίτευσης. Είναι δεδομένο πως η υπάρχουσα κατάστασή της δε βλάπτει μόνο την ίδια. Θέτει προσκόμματα στην αποτελεσματική άσκηση του κυβερνητικού έργου και εν τέλει στην ίδια την πρόοδο της χώρας. Κάτι πρέπει να αλλάξει.

*Ο Γιώργος Σιδερής είναι φοιτητής Νομικής στο ΕΚΠΑ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ