today-is-a-good-day
24.1 C
Athens

Λεξιλογώντας τον Ψεκασμό

Το γλωσσάρι του ThePresident

*Της Σοφίας Μουρούτη Γεωργάνα

Διαβάσαμε χθες στο ThePresident ότι ξεκινά ο ψεκασμός, το ράντισμα σε όλη την Ελλάδα. Εμείς θα ασχοληθούμε με ένα λεξιλογικό ράντισμα, με έναν ψεκασμό. Η λέξη με τη μεταφορική της έννοια μας ήλθε στο νου με αφορμή μια ιστοσελίδα που είχε δημιουργηθεί στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, που υποστήριζε ότι η γη είναι επίπεδη. Βέβαια, τον ψεκασμό ή το ψέκασμα θα μπορούσαμε να τον σκεφτούμε και με τόσα άλλα που βλέπουμε ή ακούμε, γιατί είναι αλήθεια ότι η λέξη έχει χάσει την παραδοσιακή της σημασία, την κυριολεκτική, και έχει αποκτήσει άλλη.

Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή.

Ὁ ψεκασμὸς και το ψεκάζω είναι μεσαιωνικές λέξεις και αποτελούν μεταγενέστερους τύπους που προέρχονται από το αρχαίο ρήμα ψακάζω (= βρέχω με μικρές σταγόνες, ψιχαλίζω, στάζω ή -ως μεταβατικό- αφήνω να στάζει κάτι πάνω σε κάτι άλλο). Εκτός από το ψακάζω έχουμε και το ουσιαστικό ἡ ψακάς, τῆς ψακάδος, που είναι ο μικρός κόκκος, το ψίχουλο, μικρή σταγόνα της βροχής. Πιθανόν να ανάγεται στο θέμα του ρήματος ψήω (= λειαίνω, τρίβω), οπότε θα συγγενεύει με το ψήχω και το ψωμί. Μια ενδιαφέρουσα ομόρριζη λέξη των κειμένων της αρχαιότητας είναι επίσης το ψάκαλον, το νεογνό ενός ζώου που είναι μικρό σαν σταγόνα. Ακόμη αξίζει να αναφέρουμε ότι η λεπτή βροχή ήταν τὸ ψακάδιον και η μικρή σταγόνα τὸψάκιον.

Ο ψεκασμός στα παλιά ελληνικά λεγόταν ψεκάδιον και με αυτόν αναφερόμαστε στο ψιλόβροχο, το δροσιστικό, αλλά ενίοτε κουραστικό.

Στα νέα ελληνικά ο ψεκασμός σχετίζεται τόσο με τη διασπορά υγρού ως φαρμάκου σε φυτά, όσο και με μια τεχνική εκτόξευσης σμάλτου σε ένα αντικείμενο. Με τον ψεκασμό διακοσμείται, εφυαλώνεται.

Έχουμε, λοιπόν, δολωματικούς ψεκασμούς για το δάκο, χημικούς ψεκασμούς, πιστόλια ψεκασμού ή ψεκαστήρες, αλλά και ψεκαστικά αεροσκάφη, που ψεκάζουν για διάφορους λόγους.

Γνωστά είναι ακόμη τα μπεκ ψεκασμού. Επίσης, ο ψεκασμός συνδέεται με πολλές μηχανολογικές λειτουργίες, τις οποίες οι ειδικοί γνωρίζουν καλύτερα.

Διάσημη φράση με το το ρήμα ψεκάζω, από όπου προέρχεται ο ψεκασμός είναι η ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσατε, από μια διαφήμιση του ΑΖΑΧ της δεκαετίας του ‘ 80. Αυτή σήμερα την λέμε, όταν θέλουμε δηλώσουμε ότι κάτι έγινε ή ενδέχεται να γίνει γρήγορα ή πρόχειρα.

Τα τελευταία χρόνια ο ψεκασμός φορτίστηκε συναισθηματικά και συνδέθηκε με τους ψεκασμένους, τους οπαδούς συγκεκριμένου κόμματος, γιατί ο Πρόεδρός του είχε υποστηρίξει ότι κάποιοι, στο πλαίσιο μιας θεωρίας συνωμοσίας, μάς ψεκάζουν και τρόπον τινά χαζεύουμε και αποκτούμε περίεργες απόψεις. Στην πορεία, όμως, επειδή κάθε εχέφρων άνθρωπος είναι αδύνατον να πιστεύει αυτά τα πράγματα, θεωρούμε ψεκασμένους όλους εκείνους που πιστεύουν αλλόκοτα πράγματα.

Συνώνυμο του κυριολεκτικού ψεκασμού είναι το ράντισμα ή ραντισμός, κατάβρεγμα, δρόσισμα. Του μεταφορικού η ανοησία, χαζομάρα, ακρισία, βλακεία

Αντώνυμο η αναβροχιά, ξηρασία και φυσικά -τι άλλο- η λογική και η σύνεση.

Για να ευθυμήσουμε λίγο, επειδή τα κουνούπια μάς θυμίζουν την ανάγκη πραγματικού ψεκασμού, ας πούμε ότι η αρχαιοελληνική σταγόνα ψακάς δινόταν ως κωμικός, κοροϊδευτικός χαρακτηρισμός σε εκείνους που καθώς μιλούσαν σε ψέκαζαν με τα σάλια τους.

Οι ψεκαστικοί συνειρμοί απαραίτητοι!

*H Σοφία Μουρούτη Γεωργάνα είναι Φιλόλογος

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ