Λέξη παντός καιρού η σημερινή, αν και, επειδή όλοι, τώρα το καλοκαιράκι, θα βρεθούμε στις ακρογιαλιές, σε βουνά και στη φύση, θα ακούσουμε τη φωνή μας να επαναλαμβάνεται, λόγω ανακλάσεως των ηχητικών κυμάτων σε μακρινή απόσταση. Με άλλα λόγια, θα ακούσουμε την ηχώ της φωνής μας. Η ηχώ προϋποθέτει μοναξιά, απουσία εμποδίων, για να έρχεται ο ήχος με κάποια καθυστέρηση.
Γράφει η Σοφία Μουρούτη – Γεωργάνα
Η ηχώ μεταφορικά είναι επίκαιρη τώρα μάλιστα που έχουμε εκλογές. Κι αυτό, γιατί κάθε ηχώ είναι και μια φωνή που αναπαράγει ιδέες και αντιλήψεις άλλων, ένα φερέφωνο. Υποψήφιοι βουλευτές ως ηχώ των αρχηγών τους, εφημερίδες ως ηχώ των απόψεων των παρατάξεων που υποστηρίζουν. Δεν έχουν δικές τους ιδέες, θέσεις, απόψεις.
Ἡ ἠχώ, τῆς ἠχοῦς, στα παλαιότερα ελληνικά, διατηρεί την ίδια γενική και στα νεότερα ελληνικά, χωρίς τα πνεύματα και την περισπωμένη και είναι από εκείνα τα ουσιαστικά που δεν έχουν πληθυντικό, γιατί κρύβει στον ενικό της κι άλλες φωνές κι έτσι τι τον χρειάζεται τον πληθυντικό;
Ἡ ἠχώ ήταν παράλληλος τύπος του ουσιαστικού ἠχή, που κι αυτή με τη σειρά της αρχικά ήταν ἀχά. Παράγονται από το αρχαιότατο ρήμα ἰάχω, που σημαίνει φωνάζω και φθάνει ως τις μέρες μας με τις ιαχές, τις δυνατές φωνές, κραυγές. Μάλιστα κι αυτό το ἰάχω συγγενεύει με το λατινικό vagio (=κλαυθμυρίζω – αντηχώ), από όπου το γαλλικό vagir και το αγγλικό sough (= θροΐζω). Συνεπώς η ηχώ μας έχει κλάμα, φωνή, θρόισμα, θόρυβο αρκετό, ό,τι και η ανθρώπινη φύση.
Στα αρχαία ελληνικά ἡ ἠχώ, εκτός από τη σημασία που είχε ως ήχος εξ αντανακλάσεως, ως αντήχηση ήταν και ο θόρυβος, η φασαρία. Ἠχώ, λόγων ἀντῳδός ἐπικοκκάστρια. Αυτά θα πει ο Παυσανίας για την ηχώ (Παυσ .2.35,10), την ονομάζει «ἐπικοκκάστρια», ξεγελάστρα, μας εμπαίζει η ηχώ, επαναλαμβάνοντας τα λόγια μας. Κάτι θα ήξερε ο περιηγητής Παυσανίας (110 -180 μ. Χ.) για την ηχώ, αφού πήγαινε από εδώ κι από εκεί, κατέγραφε πληροφορίες για τα μνημεία της Ελλάδας και όχι μόνο, ενδιαφερόταν και για τα σημάδια της φύσης, τα προμηνύματα των σεισμών, τις παλίρροιες. Τον φαντάζομαι σε κάποιο σημείο, στους Δελφούς ή στην Ολυμπία, να κάνει τα χέρια του χωνί, για να ακούσει την ηχώ των λόγων του. Ίσως μπορεί να φανταζόταν ότι κάπου θα την συναντούσε, μια που η Ἠχώ με ήτα κεφαλαίο ήταν μια Ορειάς, μια νύμφη των βουνών. Ο Οβίδιος, μάλιστα, της αποδίδει την ιδιότητα να απασχολεί την Ήρα με ακατάσχετη φλυαρία, για να ερωτοτροπεί ο Δίας.
Με την ἠχώ ο αρχαίος Έλληνας άκουγε και τον ήχο γενικά, τον συνεχή και παρατεταμένο σαν κι αυτόν ενός κουδουνιού, τον διαπεραστικό. Σάλπιγγος ἠχώ, χάλυβος ἀχώ (η δωρική ἠχώ) είναι μερικες ηχω – φράσεις από τους τραγικούς μας.
Η ηχώ είναι φυσικά συγγενής με τον ήχο και όλα τα ηχο – παραγωγα, το ηχείο, το ηχοσύστημα, το ηχόχρωμα, αλλά και με το συνώνυμό της την αντήχηση και άλλα πολλά.
Συνώνυμα της ηχούς εκτός από την αντήχηση που την ακούσατε πιο πάνω είναι φυσικά ο αντίλαλος, ο αντιβούισμα, ο αχός, το φερέφωνο, η επανάληψη, η απομίμηση, και αντώνυμο η ησυχία, η ηρεμία. Επιτέλους!
*Η Σοφία Μουρούτη – Γεωργάνα είναι φιλόλογος και διδάσκει στο Αμερικανικό Κολλέγιο Ελλάδας