Η πρόεδρος του Μεξικού Κλαούντια Σεϊνμπάουμ δήλωσε σήμερα ότι η επιβολή δασμών στα εισαγόμενα προϊόντα πολλών χωρών, μεταξύ των οποίων είναι και η Κίνα, έχει ως στόχο «να ενισχύσει την εθνική οικονομία» και όχι να προκαλέσει διενέξεις με άλλα κράτη.
Η Βουλή την Τρίτη και στη συνέχεια η Γερουσία την Τετάρτη ενέκριναν την αύξηση των τελωνειακών δασμών στα προϊόντα που εισάγονται από 12 χώρες, με τις οποίες το Μεξικό δεν έχει συνάψει εμπορικές συμφωνίες. Μεταξύ αυτών είναι η Κίνα, η Βραζιλία, η Ινδία, η Ρωσία, η Τουρκία, η Ταϊβάν, η Ταϊλάνδη, η Νότια Κορεα και η Ινδονησία.
Οι νέοι τελωνειακοί δασμοί θα φτάνουν το 20-35% για τα περισσότερα προϊόντα και, σε ορισμένες περιπτώσεις, το 50%. Το μέτρο, που ακόμη δεν έχει επικυρωθεί από τη Σεϊνμπάουμ, αφορά τα αυτοκίνητα, την υφαντουργία, τα υποδήματα και τις ηλεκτρικές συσκευές που εισάγονται κυρίως από την Κίνα.
Πριν από την ψηφοφορία στο κοινοβούλιο, η Κίνα κάλεσε το Μεξικό «να το ξανασκεφθεί». Ένας εκπρόσωπος του υπουργείου Εμπορίου εξέφρασε τη λύπη του σήμερα επειδή το μέτρο αυτό «θα πλήξει τα συμφέροντα των εμπορικών εταίρων, μεταξύ των οποίων είναι και η Κίνα». Πρόσθεσε ότι το Πεκίνο «ελπίζει ότι το Μεξικό θα διορθώσει γρήγορα τις λανθασμένες πρακτικές προστατευτισμού που λαμβάνει μονομερώς», αφήνοντας να εννοηθεί ότι θα μπορούσαν να ληφθούν αντίμετρα.
Η Σεϊνμπάουμ είπε σήμερα ότι «η πρόθεση μας δεν είναι να προκαλέσουμε διενέξεις, με καμία χώρα του κόσμου», τονίζοντας ότι το Μεξικό «σέβεται πολύ και διατηρεί πολύ καλές σχέσεις με την Κίνα». Εξήγησε ότι ο λόγος αυτής της «προσαρμογής» ήταν «η ενίσχυση της εθνικής οικονομίας».
Η πρόεδρος του Μεξικού είχε παρουσιάσει αυτό το νομοσχέδιο τον Σεπτέμβριο, την ώρα που δεχόταν πιέσεις από τον Αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ ο οποίος κατηγορούσε τη χώρα της ότι είναι η «πύλη εισόδου» των κινεζικών προϊόντων στις ΗΠΑ.


