Τα πολλά χρόνια που έχουν περάσει από την ανασκαφή Μαρινάτου στο Ακρωτήρι Θήρας, την εξαιρετική κυκλαδική πόλη που σκεπάστηκε από ηφαιστειακή τέφρα και λάβα κατά την αρχαιότητα, αλλά και η πτώση του στεγάστρου κατά την κατασκευή του στον τομέα Δ’ προξένησαν φθορές και προβλήματα στον αρχαιολογικό χώρο. Το υπουργείο Πολιτισμού έχει ετοιμάσει ειδικό πιλοτικό πρόγραμμα για την αντιμετώπιση των προβλημάτων σε ολόκληρο τον χώρο της ανασκαφής. Έναν χώρο που είναι από τους σπουδαιότερους στην Ελλάδα.
Το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο εξέτασε το πιλοτικό αυτό πρόγραμμα, το οποίο παρουσίασε ο αρχιτέκτονας Μιχάλης Λεφαντζής. Συγκεκριμένα, συζητήθηκαν οι μελέτες: «Α) Τοπογραφικής Αποτύπωσης, Β) Αρχιτεκτονική Μελέτη Εφαρμογής, Γ) Στατική Μελέτη Εφαρμογής, Στερέωσης και Αποκατάστασης των Οικοδομικών Καταλοίπων Τμήματος του Τομέα Δ του Αρχαιολογικού Χώρου Ακρωτηρίου Θήρας.
Η μελέτη αποκατάστασης των οικοδομικών καταλοίπων του αρχαιολογικού χώρου σε μεγάλο μέρος του Τομέα Δ ανατέθηκε με στόχο την διενέργεια προγράμματος στερέωσης και αποκατάστασής τους. Οι μελέτες εκπονήθηκαν από τον Αρχιτέκτονα Μηχανικό- Αναστηλωτή, Δημήτριο Κουτσογιάννη, τον Πολιτικό Μηχανικό, Χρίστο Καρναβέζο, και την ομάδα φωτογραμμετρικής αποτύπωσης του τοπογράφου Θεοχάρη Παπαδιαμάντη. Κατά την διάρκεια εκπόνησης των μελετών υπήρξε συνεργασία του μελετητή με το προσωπικό της Διεύθυνσης Αναστήλωσης Αρχαίων Μνημείων.
Ο ανασκαφικός Τομέας Δ ευρίσκεται περίπου στο μέσον της ανασκαμμένης περιοχής του οικισμού και έχει εμβαδόν περί τα 615 τ.μ. Ο Τομέας Δ, στο κέντρο της ανασκαμμένης περιοχής του οικισμού, περιλαμβάνει τέσσερα γειτονικά κτήρια (Δα, Δβ, Δδ, Δν) με διαφορετικές εισόδους σε κάθε πλευρά. Κατά την πτώση τμήματος του στεγάστρου το 2005 υπέστησαν βλάβες κυρίως τα κεντρικά τμήματα.

Από την αυτοψία που διενεργήθηκε παρατηρήθηκε ότι εμφανίζονται φθορές από φυσικές διεργασίες, οφειλόμενες σε εντομολογική δραστηριότητα (σφήκες), σε παρουσία διαλυτών αλάτων στις χαμηλότερες ζώνες, καθώς και στην χρήση υλικών ασύμβατων με τα υπάρχοντα υλικά (επισκευαστικό τσιμεντοκονίαμα, επάλειψη επιφανειών με οργανικό στερεωτικό υλικό). Επιπλέον, καταγράφονται βλάβες που προήλθαν από ανθρώπινη δραστηριότητα ή μηχανικά φορτία, όπως η σεισμική φόρτιση και η πτώση του στεγάστρου. Το αποτέλεσμα, σύμφωνα με το εισηγητή, είναι να καταγράφεται αποδιοργάνωση της λιθοδομής, απόκλιση της τοιχοποιίας από την κατακόρυφο, κατάρρευση τμημάτων τοιχοποιίας, φθορές- βλάβες σε φέροντα στοιχεία από οπλισμένο σκυρόδεμα κ.α.
Ας σημειωθεί ότι βρέθηκε πλήθος κατακείμενων υλικών λόγω κατάρρευσης της τοιχοποιίας ή της πτώσης του στεγάστρου.
Θα γίνουν ανακατασκευές και ανακτήσεις τμημάτων της τοιχοποιίας, συγκόλληση ρηγματωμένων λίθων αλλά και χρήση ανοξείδωτων μεταλλικών ράβδων όπου κριθεί απαραίτητο. Επίσης, θα κατασκευαστούν μεταλλικά στοιχεία αντιστήριξης, θα επισκευαστούν ή θα αφαιρεθούν νεότερες παρεμβάσεις και θα αντιμετωπιστούν οι κίνδυνοι καταρρεύσεων.
Στις τοιχοποιίες συγκεκριμένου χώρου, του χώρου 16, καταγράφονται δομικά προβλήματα όπως ανέφερε ο κ. Λεφαντζής. Μεγάλο μέρος της νότιας παρειάς του βόρειου τοίχου του χώρου 16 έχει καταρρεύσει ενώ ένα τμήμα της βόρειας παρειάς ευρίσκεται σε αστοχία με άμεσο κίνδυνο κατάρρευσης.
Εν γένει, σε περιπτώσεις τοπικών καταρρεύσεων λιθοδομών προβλέπεται η ανακατασκευή τους με επανάχρηση του αρχαίου λίθινου υλικού που έχει καταπέσει, έπειτα από προσεκτική διαλογή και καθαρισμό από τέφρα και υπολείμματα κονιάματος. Όταν έχει καταρρεύσει η μία παρειά της τοιχοποιίας, η ανακατασκευή θα γίνεται με τρόπο που εξασφαλίζει πρόσφυση και συνεργασία του νέου κονιάματος με το παλαιό, μέσω ενίσχυσης της διεπιφάνειας και ελεγχόμενης διείσδυσης πηλοκονιάματος. Οι επεμβάσεις θα αποκαθιστούν τις τοιχοποιίες στην αρχική τους μορφή, χωρίς αυθαίρετες συμπληρώσεις ή προσθήκες μη τεκμηριωμένων στοιχείων.
Το κεντρικό τμήμα του Τομέα Δδ έχει υποστεί εκτεταμένες ζημιές από την πτώση του στεγάστρου, με τις μεγαλύτερες φθορές να εντοπίζονται στη ζώνη των δύο κλιμακοστασίων, όπου οι περισσότερες λιθοδομές έχουν καταρρεύσει. Στις ανατολικές και δυτικές όψεις του κλιμακοστασίου υπήρχαν, εκτός από θύρες επικοινωνίας, και παράθυρα για φυσικό φωτισμό, όπως διαπιστώνεται στη νότια όψη.
Η κατοίκηση της περιοχής του Ακρωτηρίου από τα μέσα περίπου της τρίτης χιλιετίας π.Χ., τεκμηριώνεται από ευρήματα που ανήκουν στην Πρωτοκυκλαδική περίοδο. Κατά την δεύτερη χιλιετία και προς το τέλος της Μεσοκυκλαδικής εποχής ο αρχικός οικιστικός πυρήνας εμφανίζει στοιχεία επίδρασης από τον Κρητικό πολιτισμό. Κατά την Νεοανακτορική περίοδο (1700-1500 π.Χ) ο οικισμός του Ακρωτηρίου ανθίζει παράλληλα με τον Κρητικό, ενδεχομένως λόγω του ναυτιλιακού εμπορίου.
Στα τέλη του 17ου αιώνα ο οικισμός του Ακρωτηρίου βρίσκει αιφνίδιο τέλος από της έκρηξη του ηφαιστείου. Η λάβα και η ηφαιστειακή τέφρα κάλυψαν όλο το νησί και έτσι ο οικισμός του Ακρωτηρίου διατηρήθηκε σχεδόν άθικτος για δεκάδες αιώνων. Τα πρώτα οικοδομικά κατάλοιπα έρχονται στο φως ύστερα από εξορύξεις μεγάλης ποσότητας θηραϊκής γης από την Θηρασιά για τις ανάγκες της κατασκευής της διώρυγας του Σουέζ και συγκεκριμένα το 1866.
Οι πρώτες ανασκαφικές έρευνες διενεργήθηκαν άμεσα κατά τα επόμενα χρόνια μεταξύ 1867 και 1869 και αργότερα, το1899, από ξένους αρχαιολόγους χωρίς να έχουν στοιχειοθετηθεί οι θέσεις και τα αποτελέσματα των ανασκαφών. Η συστηματική ανασκαφή στο Ακρωτήρι, Θήρας ξεκίνησε το 1967 από τον αρχαιολόγο Σπύρο Μαρινάτο και συνεχίστηκε με εντατικούς ρυθμούς έως το 1974. Στην πρώτη ανασκαφική περίοδο αποκαλύφθηκε το μεγαλύτερο μέρος των μνημείων που είναι ορατά.
Οι ιδιαιτερότητες του χώρου φάνηκαν από την αρχή, και ο ανασκαφέας μερίμνησε ώστε να στεγαστούν αμέσως τα οικοδομικά κατάλοιπα και να γίνουν οι απαραίτητες εργασίες υποδομής, όπως η εκτροπή του χειμάρρου που διέσχιζε τον χώρο από βορά προς νότο. Μετά το 1974, η ανασκαφή συνεχίσθηκε υπό την διεύθυνση του Χρήστου Ντούμα, καθηγητή αρχαιολογίας του πανεπιστημίου Αθηνών, με πιο αργούς ρυθμούς, δίνοντας έμφαση στην ολοκληρωμένη εικόνα κάθε κτηρίου, την μελέτη του υλικού και την οργάνωση των εργαστηρίων.
Τα πλέον ολοκληρωμένα κτήρια-ανασκαφικά και μελετητικά- είναι η Δυτική Οικία, η Ξεστή 3 και το ανατολικό διαμέρισμα του Τομέα Α. Ο αρχαιολογικός χώρος βρίσκεται σε μικρή απόσταση, περί τα 500 μ. ΝΑ του ομώνυμου σύγχρονου οικισμού, εντός μίας κοιλάδας με διεύθυνση Β-Ν, σε χαμηλό υψόμετρο περί τα 20-30 μ., που διέρρεαν χείμαρροι. Η πλησιέστερη ακτή είναι σε μικρή απόσταση, προς τα νότια, περίπου 200 μ.
Στα τέλη της δεκαετίας ’90, ξεκίνησε η κατασκευή νέου στεγάστρου έκτασης περίπου 11.100 τ.μ. καθώς και πολλών βοηθητικών υποδομών στον ευρύτερο χώρο για την εξυπηρέτηση κοινού και εργαζομένων. Κατά τη διάρκεια της κατασκευής, το στέγαστρο έπεσε και υπήρξαν καταστροφές και φθορές εκεί όπου έμειναν τα κομμάτια του.
Ο χώρος σήμερα είναι περίκλειστος και λειτουργεί ως επιτόπιο μουσείο με εκτεταμένο δίκτυο διαδρόμων κυκλοφορίας των επισκεπτών και θέασης των ερειπίων. Ο οικισμός, με δρόμους, πλούσια διακοσμημένα κτήρια και ευρήματα, βρίσκεται κοντά στον σύγχρονο οικισμό Ακρωτήρι και σήμερα προστατεύεται από σύγχρονο βιοκλιματικό στέγαστρο (2011) έκτασης περίπου 100 στρεμμάτων. Οι διάδρομοι καλύπτουν έκταση 1675 τ.μ. – δηλαδή το 15% της συνολικής επιφάνειας του αρχαιολογικού χώρου. Αποτελούνται από τον περιμετρικό διάδρομο, μήκους 535 μ. και δύο εσωτερικούς, μήκους 155 μ. συνολικού μήκους 690μ.


