19.9 C
Athens

Πώς οι Γερμανοί κατακτητές έκλεψαν 10.600 αρχαία ευρήματα από τη Θεσσαλία

Τριάντα επτά πόλεις της Ελλάδας είδαν τις αρχαιότητές τους να λεηλατούνται από τους Γερμανούς κατακτητές κατά τη διάρκεια της κατοχής. Γερμανοί αρχαιολόγοι ντυμένοι με στρατιωτικά, πραγματοποίησαν παράνομες ανασκαφές σε 17 περιοχές και τα ευρήματα στάλθηκαν στην χώρα τους. Σύμφωνα με την πολύτιμη έκδοση «Ζημίαι εκ των αρχαιοτήτων» που συνέταξαν πέντε κορυφαίοι αρχαιολόγοι της εποχής, οι Γερμανοί έκλεψαν τουλάχιστον 8.500 αρχαιότητες και πολιτιστικά αντικείμενα, αλλά ο πραγματικός αριθμός μαρτυρά για πάνω από διπλάσια. Μόνο τα ευρήματα που πριν από λίγα χρόνια επεστράφησαν στη χώρα μας, ξεπερνούσαν τις 10.000.

Εκτιμάται, σύμφωνα με το Υπουργείο Ανοικοδομήσεως το 1946, ότι καταστράφηκαν 15 μοναστήρια, μεταξύ των οποίων τα ιστορικής σημασίας Αγίας Λαύρας και Μεγάλου Σπηλαίου, καθώς και 300 εκκλησίες, με έργα αξίας αξίας. Επίσης, υπέστησαν αναπανόρθωτες ζημιές περί τους 500 ιστορικούς τόπους και μνημεία (κάστρα, νεότερα αγάλματα, ηρώα, βιβλιοθήκες, νεκροταφεία κ.ά.). Αν δεν είχε προηγηθεί σε μεγάλες πόλεις και μείζονα μουσεία και χώρους η απόκρυψη των αγαλμάτων, οι απώλειες θα ήταν ανυπολόγιστες. Ωστόσο, με την έναρξη του πολέμου, τα πάντα ετάφησαν με προσοχή και τάξη. Σώθηκαν, με την τεράστια αφοσίωση αρχαιολόγων, εργατών, φυλάκων και άλλων που αρνήθηκαν με κίνδυνο της ζωής τους να αποκαλύψουν πού βρίσκονται τα αρχαία και απαντούσαν σιβυλλικά «στο χώμα, όπου και ανήκουν».

Η μελέτη που προαναφέραμε, έγινε το 1946 από τους Ιωάννη Καρούζο, Ιωάννη Μηλιάδη, Γρηγόριο Ανδρουτσόπουλο, Νικόλαο Ζαφειρόπουλο και Μαρίνο Καλλιγά. Η καταγραφή δημοσιεύθηκε  στην έκδοση του τότε υπουργείου Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας με τίτλο «Ζημίαι των Αρχαιοτήτων εκ του Πολέμου και των Στρατών Κατοχής». Η Ελλάδα ζούσε τότε στους ρυθμούς του εμφυλίου πολέμου που ήταν έτοιμος να ξεκινήσει, των δεκεμβριανών και έβγαινε από μια πολύνεκρη κατοχή. Οι απώλειες σε κτήρια αλλά και κτήματα με καλλιέργειες, όπως και σε υποδομές, ήταν πολύ μεγάλες. Με την πάροδο των ετών, όμως, οι κλοπές δεν αποτελούσαν, πλέον, σημείο αιχμής.

Η τελευταία προσπάθεια να δούμε τι είχε κλαπεί, έγινε πριν από περίπου 10 χρόνια, αλλά ήταν κακά οργανωμένη και δεν απέδωσε. Εν τω μεταξύ, μια παθιασμένη αρχαιολόγος, η αείμνηστη Αγγέλικα Ντούζουγλη, είχε καταφέρει να εντοπίσει10.600 αρχαιότητες σε γερμανικό μουσείο, συμβάλλοντας έτσι καθοριστικά στην επιστροφή τους. Ας δούμε αναλυτικά το χρονικό της κλοπής και της επιστροφής, καθώς αποτελεί ένα αρκετά άγνωστο περιστατικό.

Οι ναζί, ήθελαν να σκάψουν για να αποδείξουν όχι πως κατάγονται από τους αρχαίους Ελληνες, αλλά ότι ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός, θεμελιώδης βάση του ευρωπαϊκού πολιτισμού, ξεκίνησε από τους δικούς τους προγόνους. Πριν από την περίοδο της κατοχής οι γερμανικές ανασκαφές στην Ελλάδα διεξάγονταν με την άδεια του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου στην Αθήνα και του ελληνικού υπουργείου Πολιτισμού. Στο διάστημα της κατοχής ξέσπασε μια διένεξη αναφορικά με τις αρμοδιότητες ανάμεσα στην κλασσική αρχαιολογία που εκπροσωπούσε το Ινστιτούτο και αρχαιολόγους σε διάφορες υπηρεσίες του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος οι οποίες ενεργούσαν για δικό τους λογαριασμό στις χώρες που ήταν υπό γερμανική κατοχή.

Ο καθηγητής και διευθυντής μουσείου Γκούντερ Σέμπελ έλεγε πως δεν έστειλε ο Χίτλερ τους αρχαιολόγους στις χώρες που κατέλαβε. «Οι ίδιοι οι αρχαιολόγοι υποστήριζαν ότι οι ανασκαφές θα έπρεπε να γίνουν για ιδεολογικούς λόγους. Όπως είναι γνωστό, αυτοί οι αρχαιολόγοι ήταν μέλη του Κομάντο Ρόζενμπεργκ, της οργάνωσης Γενεαλογική Κληρονομιά (Ahnenerbe) των SS όπως και άλλων εθνικοσοσιαλιστικών οργανώσεων που, ακολουθώντας τα χνάρια της Βέρμαχτ, επεδίωξαν να προβληθούν.

Στόχος των ανασκαφών των εθνικοσοσιαλιστικών αρχαιολόγων στην Ελλάδα ήταν να τεκμηριώσουν την κάθοδο γερμανικών φυλών στην Ελλάδα ήδη κατά τη δεύτερη χιλιετία π.Χ.

Υπεύθυνος των ανασκαφών στη Θεσσαλία ήταν ο καθηγητής και μέλος του Κομάντο Ρόζενμπεργκ, Χανς Ράινερτ, ο οποίος μετά τον πόλεμο έγινε διευθυντής του Μουσείου Πφάλμπαουτεν. Μόλις μετά τον θάνατό του το 1990, ο διάδοχός του, Γκούντερ Σέμπελ, ανακάλυψε τα ελληνικά ευρήματα.

Ολες οι ανασκαφές  τέθηκαν υπό την αιγίδα του Αλφρεντ Ρόζενμπεργκ, του θεωρητικού του ναζιστικού κόμματος και επικεφαλής επιχείρησης λαφυραγώγησης έργων τέχνης και πολιτιστικών θησαυρών στην Ευρώπη. Ανασκαφές στην Ελλάδα οργάνωσε πάντως και ο επικεφαλής της Γκεστάπο και των Ες-Ες, Χάινριχ Χίμλερ.

Η Μαγούλα Βισβίκη

Ευτυχώς, σήμερα τα νεολιθικά αγγεία που βρέθηκαν από τους Ναζί στη Μαγούλα Βισβίκη της Θεσσαλίας, έχουν επιστραφεί στη χώρα μας. Είναι ευρήματα μιας άγνωστης γερμανικής ανασκαφής στη Θεσσαλία, στα χρόνια της Κατοχής, που αποκαλύφθηκαν τον Οκτώβριο και το Νοέμβριο του 1941, στη νεολιθική Μαγούλα Βισβίκη κοντά στο Βελεστίνο. Τα ευρήματα και το αρχείο της ανασκαφής, που επέστρεψαν από τη Γερμανία τμηματικά το 1951 και το 2014, φυλάσσονται εξ ολοκλήρου στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.
Στη Μαγούλα Βισβίκη βρίσκεται προϊστορικός οικισμός στη Θεσσαλία και τον εντόπισε στις αρχές του 20ού αιώνα ο πρωτοπόρος αρχαιολόγος Χρήστος Τσούντας. Στη θέση αυτή πραγματοποιήθηκε η έρευνα με εντολή του γερμανικού φασιστικού κράτους. H ανασκαφή αποκάλυψε πλήθος κινητών ευρημάτων (όστρακα αγγείων, λίθινα και οστέινα εργαλεία, πήλινα ειδώλια και άλλα) και αποσπασματικά αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, τα οποία καλύπτουν ολόκληρη τη Νεολιθική περίοδο έως τις αρχές της Πρώιμης Χαλκοκρατίας (6500-3200 π.Χ.). Τα κινητά ευρήματα, εκτός ολίγων κιβωτίων, φυγαδεύτηκαν στη Γερμανία.

Το 1951 πολλά από τα κινητά ευρήματα επεστράφησαν στην Ελλάδα, στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας. Όπως διαβάζουμε στην ιστοσελίδα  archaiologia.gr, στα τέλη της δεκαετίας του ’70, η επίτιμος Έφορος Αρχαιοτήτων Αγγέλικα Ντούζουγλη, φοιτήτρια τότε στο  πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης, καθ’ υπόδειξη του καθηγητή της Vladimir Milojčić, ανέλαβε τη μελέτη του αρχαιολογικού υλικού που βρισκόταν στην Αθήνα. Το μοναδικό δημοσιευμένο στοιχείο της ανασκαφής ήταν ένα σκίτσο του ίδιου του Ράινερτ στην εφημερίδα «Λαϊκός Παρατηρητής» (Völkischer Beobachter), η οποία ήταν το επίσημο όργανο του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος από την ίδρυσή του μέχρι την κατάρρευση της ναζιστικής Γερμανίας το 1945. Η Αγγέλικα Ντούζουγλη επί δυόμισι χρόνια «εγκαταστάθηκε» στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο μελετώντας τα ευρήματα. Δεν κατάφερε όμως ποτέ να ολοκληρώσει τη διατριβή της, διότι έλειπαν τα δεδομένα των ανασκαφών που θα τεκμηρίωναν τα συμπεράσματά της. Σε συνέντευξή της στην εφημερίδα «Καθημερινή» (6 Ιουλίου 2014) αναφέρει.

Το παζλ συμπληρώθηκε

«Ένιωθα έκτοτε πως είχα αφήσει μια εκκρεμότητα, κρατούσα πάντα κοντά μου το αρχείο και στον ελεύθερο χρόνο μου αναζητούσα κάποιον επιζώντα από την γερμανική αποστολή ή οποιαδήποτε άλλη νέα πληροφορία». Έτσι εντόπισε στην Στουτγάρδη τον Χάινς Ντυρ, τον φωτογράφο της γερμανικής αρχαιολογικής ομάδας, ο οποίος, μετανιωμένος για το ναζιστικό του παρελθόν, της μίλησε για την αποστολή τους στην Κατοχή: τη δημιουργία μιας νέας θεωρίας για την καταγωγή των αρχαίων Ελλήνων, σύμφωνα με την οποία οι Άριοι ήταν πρόγονοί τους και είχαν αποικίσει προϊστορικά τον ελληνικό χώρο πριν από αυτούς. Φυσικά κάτι τέτοιο δεν ίσχυε και δεν αποδείχθηκε ποτέ».

Η πραγματική αποκάλυψη ήταν άλλη: όπως εξομολογήθηκε, ακολουθώντας τις εντολές του Ράινερτ, αυτός ήταν ένας από τους ανθρώπους που φυγάδευσαν τα αρχαία αντικείμενα στη Γερμανία. Αρχαία που ούτε ο ίδιος γνώριζε πού είχαν καταλήξει.

Με την πτώση του τείχους του Βερολίνου ήρθαν στο φως τα καλά κρυμμένα αρχεία των ανασκαφών της κατοχής. Η Ελληνίδα αρχαιολόγος, γνωρίζοντας πως ίσως εκεί θα έβρισκε τις απαντήσεις που τόσα χρόνια έψαχνε, ζήτησε τη βοήθεια μιας Αυστριακής συναδέλφου, της κυρίας Εύας Άλραμ-Στερν (Eva Alram-Stern) του «Ινστιτούτου Αρχαιολογίας Ανατολικών Χωρών και Ευρώπης» της Ακαδημίας Επιστημών της Αυστρίας, και από το 2009 με τη χρηματοδότηση του αμερικανικού «Ινστιτούτου για την Αιγαιακή Προϊστορία» (Institute for Aegean Prehistory) ξεκίνησαν να δουλεύουν από κοινού με μια ομάδα επιστημόνων για την ολοκλήρωση της έρευνας των ανασκαφών στη «Μαγούλα Βισβίκη».

Ο επαναπατρισμός

Μέχρι που το 2010 μια νέα ανακάλυψη ήρθε να αλλάξει εκ νέου τα δεδομένα. Η Αυστριακή αρχαιολόγος είχε μόλις εντοπίσει τις κούτες με τα αρχαία αντικείμενα που είχαν φυγαδευτεί από τον νεαρό Γερμανό φωτογράφο και είχαν καταλήξει στο μικρό υπαίθριο μουσείο «Πφάλμπαου» (Pfahlbaumuseum), που είχε ιδρύσει ο ίδιος ο Ράινερτ στην πόλη Ουντερούλντινγκεν (Unteruhldingen) στις όχθες της λίμνης Κωνσταντίας (Bodensee).

Ο διευθυντής του γερμανικού μουσείου, Γκύντερ Σέμπελ (Gunter Schöbel), ήταν από την πρώτη στιγμή θετικός να επιστραφούν τα αρχαία. Με δική του πρωτοβουλία επικοινώνησε με τη Διεύθυνση Τεκμηρίωσης και Προστασίας Πολιτιστικών Αγαθών του υπουργείου Πολιτισμού. Το 2014 τα αντικείμενα επέστρεψαν στην Ελλάδα. Η μελέτη των δύο αρχαιολόγων κυκλοφόρησε σε βιβλίο με τίτλο «Οι γερμανικές ανασκαφές του 1941 στη Μαγούλα Βισβίκη στο Βελεστίνο (Die deutschen Ausgrabungen 1941 auf der Visviki-Magula/Velestino. Die  neolithischen Befunde und Funde)».

Τα αντικείμενα είναι 10.600, προέρχονται από 38 προϊστορικές θέσεις της Θεσσαλίας, κυρίως από τη Μαγούλα Βισβίκη, και έχουν ηλικία 5.000-8.000 ετών.  Μαζί τους, στάλθηκαν φωτογραφίες από τη δεκαετία του ’40 που αποτελούν μοναδικούς μάρτυρες των γεωργικών και κτηνοτροφικών κοινωνιών της περιοχής, δίνοντας πολύτιμες πληροφορίες για την Ελλάδα του χτες, ακόμα και για τη Γερμανία. Ειδικά οι εικόνες, που ‘αιχμαλώτισαν’ οικισμούς κοντά στη λίμνη Κάρλα, η οποία μοιάζει με τη Λίμνη Κωνσταντία στη Γερμανία (σ.σ. όπου βρίσκεται το μουσείο Pfahbaumuseum), και τα οικονομικά τους συστήματα έχουν συμβάλει στην κατανόηση και των γερμανικών αγροτικών διεργασιών. Δυστυχώς, τα πιο σημαντικά ευρήματα –8 κιβώτια–, που παρέμειναν στον Βόλο το 1941, σήμερα αγνοούνται.

Τα ευρήματα στη Μαγούλα Βισβίκη, στο νοτιοανατολικό τμήμα της θεσσαλικής πεδιάδας, που πιστοποιούν ότι η περιοχή κατοικήθηκε ήδη από το 6000 π.Χ., με αδιάλειπτη κατοίκηση ως το 3000 π.Χ. Η εξειδίκευση της κεραμικής παραγωγής και χρήσης υποδηλώνει την ανάδυση, κατά το πρώτο μισό της 6ης χιλιετίας π.Χ., μιας κοινωνίας ταξικώς διαστρωματωμένης. Επιπλέον η κεραμική δείχνει μια ισχυρή σύνδεση ανάμεσα στη Μαγούλα Βισβίκη με άλλες κοινότητες στον Παγασητικό Κόλπο, καθώς και την αλληλεπίδραση με βόρειες θέσεις της Θεσσαλίας.

Αγγελική Κώττη

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ