17.1 C
Athens

Το αρχαίο γουρουνάκι της Γόρτυνας, ένα απροσδόκητο εύρημα των ανασκαφών

Ενας οικόσιτος χοίρος σε πολύ καλά διατηρημένο αρχαίο άγαλμα, έστω και αν αυτό δεν έχει βρεθεί ολόκληρο, δεν μπορεί παρά να χαρακτηριστεί σημαντικό εύρημα. Δείχνει τις συνήθειες στην αρχαία πόλη της Γόρτυνας, καθώς παρέχει αναπαράσταση ενός διαφορετικού στοιχείου της πανίδας που υπήρχε εκείνη την εποχή και η οποία, ίσως, λατρευόταν. Ή, παρουσίαζε την εξέχουσα σημασία της.

Πρόκειται για ένα άγαλμα, που απεικονίζει ένα ζώο του γένους των συιδών, δηλαδή των  οικόσιτων χοίρων. Η ανασκαφή διεξήχθη από τις 14 Ιουλίου έως τις 9 Αυγούστου 2025, και το ερευνητικό έργο παρείχε νέα δεδομένα για τη χωροταξία της κρητικής μητρόπολης. Μια διεπιστημονική ομάδα αρχαιολόγων και τοπογράφων από το Πανεπιστήμιο της Ρώμης «La Sapienza», σε στενή συνεργασία με την Εφορεία Αρχαιοτήτων Ηρακλείου, έκανε τις έρευνες. Οι οποίες, -σύμφωνα με την Ιταλική Αρχαιολογική Σχολή- επικεντρώθηκαν στη Βόρεια Οδό, τον κύριο οδικό άξονα της πόλης, συνεχίζοντας την αποκάλυψη του λιθόστρωτου της οδού, το οποίο διατηρείται σε εξαιρετική κατάσταση.

Με την δεξιοτεχνία της κατασκευής του και την εικονογραφική του μοναδικότητα, προσφέρει μια νέα προοπτική ως προς τους πολιτιστικούς -και πιθανώς λατρευτικούς-συμβολισμούς της κοινωνίας της Γόρτυνας. Η σημασία του ευρήματος υπερβαίνει το αισθητικό πεδίο, καθώς παρέχει υλικό τεκμήριο για λιγότερο συνηθισμένες ζωομορφικές αναπαραστάσεις στο γλυπτικό ρεπερτόριο της περιόδου.

Υπό τη διεύθυνση της καθηγήτριας Ρίτα Σάσσου, οι έρευνες επικεντρώθηκαν συστηματικά στον κύριο άξονα επικοινωνίας της πόλης, του οποίου η εξαιρετικά καλά διατηρημένη λιθόστρωτη επιφάνεια αποκαλύπτεται σταδιακά, μέσα από διαδοχικές ανασκαφικές περιόδους. Η μεθοδολογία συνδύασε εκτεταμένη ανασκαφή με  στρωματογραφική τεκμηρίωση, επιτρέποντας στους ερευνητές να καταγράψουν την οδοποιία της εποχής και να αποδώσουν το χρονικό πλαίσιο χρήσης τον και εγκατάλειψης του δρόμου.

Το ανασκαφικό έργο κατά μήκος του βόρειου δρόμου αποτελεί -σύμφωνα με το LBV Magazine- μέρος μιας μακροπρόθεσμης ερευνητικής στρατηγικής που επιδιώκει δύο θεμελιώδεις και αλληλένδετους στόχους: Πρώτον, να συμβάλει ουσιαστικά στην κατανόηση της συνολικής σημασίας που είχαν οι πόλεις- κράτη της αρχαίας Κρήτης.

Δεύτερον, με σαφή κοινωνικό προσανατολισμό, η αρχαιολογική παρέμβαση αποσκοπεί στη δημιουργία των βάσεων για τη μελλοντική διαμόρφωση προσβάσιμων και εκπαιδευτικών διαδρομών επισκεπτών – ένα ουσιαστικό βήμα για την ολοκληρωμένη ανάδειξη του χώρου και την απόλαυσή του από το ευρύ κοινό.

Η αρχαία Γόρτυνα της Κρήτης είναι ένας από τους σημαντικότερους αρχαιολογικούς χώρους της Ελλάδας, που βρίσκεται 45 χλμ νότια του Ηρακλείου. Η πόλη κατοικήθηκε από την προϊστορική εποχή και έφτασε στη μέγιστη ακμή της κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους, όταν έγινε πρωτεύουσα της ρωμαϊκής επαρχίας Κρήτης και Κυρηναϊκής. Σημαντικά ευρήματα περιλαμβάνουν τη Μεγάλη Επιγραφή της Γόρτυνας, το Ωδείο, τον Ναό του Αγίου Τίτου και τον αειθαλή πλάτανο όπου, σύμφωνα με το μύθο, ο Δίας συνευρέθηκε με την Ευρώπη.

Κατά την ομηρική περίοδο αναφέρεται με το όνομα Γόρτυν. Ηταν στην ακμή της μια ηγεμονική δύναμη στο νησί της Κρήτης, ανταγωνιζόμενη τη γειτονική Κνωσό σε σημασία και λαμπρότητα. Ιστορικές πηγές, μεταξύ των οποίων και ο Στράβων, αναφέρουν ότι σε μια πρώιμη περίοδο οι δύο πόλεις ίδρυσαν μια ένωση, που τους επέτρεπε να ασκούν κυριαρχία συμμαχία αργότερα διαλύθηκε, οδηγώντας σε ολόκληρη την Κρήτη, αν και υπήρξε περίοδος επαναλαμβανόμενων εχθροπραξιών μεταξύ των δύο δυνάμεων.

Το αρχικό μέγεθος της ήταν σημαντικό, με την περιτειχισμένη περίμετρό της να εκτιμάται σε περίπου πενήντα στάδια, που ισοδυναμούν με εννέα χιλιόμετρα, οριοθετώντας μια αστική περιοχή περίπου 1.500 στρεμμάτων. Έφθασε στην μέγιστη ακμή της υπό την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ωστόσο στην εποχή του Στράβωνα (1ος π.Χ. – 1ος μ.Χ. αιώνας), που την είχε επισκεφθεί, η πόλη είχε βιώσει μια αξιοσημείωτη δημογραφική παρακμή και η έκτασή της είχε μειωθεί σημαντικά. Ο ίδιος ο γεωγράφος σημειώνει, ότι ο βασιλιάς Πτολεμαίος Δ΄ Φιλοπάτωρ είχε ξεκινήσει την κατασκευή ενός νέου τείχους, ένα έργο που, ωστόσο, που δεν ολοκληρώθηκε πέρα από οκτώ στάδια, περίπου χίλια πεντακόσια μέτρα.

Η συμμετοχή της πάντως, στο ευρύτερο ελληνιστικό, πολιτικό τοπίο επιβεβαιώνεται από τη σύνδεσή της με προσωπικότητες, όπως ο αχαιός στρατηγός Φιλοποίμην, ο οποίος, κατόπιν αιτήματος των ίδιων των Γορτυνίων ανέλαβε τη διοίκηση των στρατιωτικών τους δυνάμεων το 201 π.Χ. Ομοίως, στο πλαίσιο των πολέμων κατά της Μακεδονίας, ένα απόσπασμα πεντακοσίων Γορτυνίων υπό τον διοικητή Κύδα, είχε ενταχθεί στον στρατό του ρωμαίου ύπατου Κόιντου Φλαμινίνου στη Θεσσαλία το 197 π.Χ.

Βρισκόταν σε μια εύφορη πεδιάδα που αρδευόταν από τον ποταμό Λήθη, σε απόσταση ενενήντα σταδίων – περίπου δεκαέξι χιλιομέτρων – από το Λιβυκό Πέλαγος, στις ακτές του οποίου διατηρούσε τα δύο κύρια λιμάνια της, το Λεβήν και το Μετάλλουμ.

Τα άμεσα περίχωρα  ήταν διάσημα στην αρχαιότητα για τα άλση και τις πηγές τους, ιδιαίτερα την περίφημη πηγή του Σαύρου, περιτριγυρισμένη από λεύκες, που έλεγαν ότι καρποφορούσαν. Αλλά και ο πλάτανος που σκίαζε την πηγή δίπλα στον ποταμό, σύμφωνα με τη δημοφιλή πεποίθηση είχε προστατεύσει το γαμήλιο κρεβάτι της Ευρώπης και του Δία, άλλωστε όπως λεγόταν, διατηρούσε το φύλλωμά του σ΄ όλη τη διάρκεια του χειμώνα.

Σήμερα, ο αρχαιολογικός χώρος της Γόρτυνας, που βρίσκεται στην ομώνυμη τοποθεσία περιλαμβάνει τα εκτεταμένα ερείπια αυτής της σημαντικής πόλης, επιβεβαιώνοντας μέσα τον κεντρικό ρόλο που έπαιξε στην ιστορία του Μινωικού και Ελληνικού πολιτισμού.

Αγγελική Κώττη

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ