31.9 C
Athens

Αρχαία Ιωλκός: Μύθος ή πραγματικότητα;

Εχει ονομαστεί Διμήνι, βρίσκεται λίγο πιο έξω από τον Βόλο και κάποτε εκεί απλωνόταν μέσα στη δόξα της η Ιωλκός. Άλλες εγκαταστάσεις, σύγχρονες του μυκηναϊκού οικισμού, εντοπίσθηκαν από την αρχαιολογική σκαπάνη και σε άλλα σημεία στον μυχό του Παγασητικού. Στο Διμήνι, όπου ανασκάφηκε η πόλη που ταυτίστηκε με την αρχαία Ιωλκό, αποκαλύφθηκαν δύο μέγαρα, καθώς οι κάτοικοι προσπάθησαν να την «αναστήσουν» μετά την καταστροφή του μυκηναϊκού κόσμου, αλλά χωρίς ιδιαίτερα αποτελέσματα.

Ο Νεολιθικός οικισμός του Διμηνίου βρίσκεται πάνω σε χαμηλό λόφο, σε απόσταση 3 χιλιομέτρων από το Βόλο, στις βορειοδυτικές παρυφές το σημερινού χωριού Διμήνι. Ανασκαφές στον οικισμό έγιναν στις αρχές του προηγούμενου αιώνα από τους αρχαιολόγους Β. Στάη και Χρ. Τσούντα (1901 – 1903) και συνεχίστηκαν αργότερα (1974 – 1977) από τον καθηγητή Γ. Χουρμουζιάδη.

Tο Διμήνι κατοικήθηκε για πρώτη φορά στη Νεότερη Νεολιθική (αρχές της 5ης χιλιετίας). Σύμφωνα με την ιστοσελίδα του υπουργείου Πολιτισμού (Στ. Αλεξάνδρου, αρχαιολόγος)  οι ανασκαφικές έρευνες που πραγματοποιήθηκαν εκεί από το 1977 και μετά από την Β. Αδρύμη – Σισμάνη, νυν επίτιμη έφορο αρχαιοτήτων, έδειξαν ότι  κατοικήθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα συνεχώς και μέχρι το τέλος της Χαλκοκρατίας. Στα μέσα του 15ου αι. π.Χ. χτίστηκαν οι πρώτες μυκηναϊκές οικίες οι οποίες διαδέχτηκαν παλαιότερα μεσοελλαδικά μέγαρα. Οι οικίες χτίστηκαν δεξιά και αριστερά από ένα φαρδύ δρόμο και όλος ο οικισμός απλώνεται σε μία έκταση μεγαλύτερη από 100 στρέμματα.

Το ανάκτορο του Διμηνίου κατά τη μυκηναϊκή εποχή αποτελεί το σημαντικότερο μυκηναϊκό μνημείο της Θεσσαλίας. Είναι το μοναδικό ανακτορικό κέντρο στην περιοχή και, σε συνδυασμό με την ύπαρξη θολωτών τάφων, αποδεικνύει ότι στο Διμήνι κατοικούσε μία άρχουσα τάξη που συγκέντρωνε διοικητικές, θρησκευτικές και οικονομικές λειτουργίες, όπως συνέβαινε και σε άλλα μυκηναϊκά κέντρα της νότιας και κεντρικής Ελλάδας. Το κέντρο αυτό είχε επαφές με όλο το γνωστό μυκηναϊκό κόσμο και με την ανατολική Μεσόγειο και διέθετε ανεπτυγμένο σύστημα εμπορικών ανταλλαγών και προμήθειας πρώτων υλών. Ίσως τις επαφές αυτές να απηχεί η Αργοναυτική εκστρατεία.

Το ανάκτορο βρίσκεται ανατολικά του λόφου με το νεολιθικό οικισμό, ανάμεσα σε αυτόν και στο κυρίως τμήμα του οικισμού των μυκηναϊκών χρόνων, όπου σώζεται και ο κεντρικός δρόμος. Το συγκρότημα ιδρύθηκε στις αρχές του 13ου αι. π.Χ. (Υστεροελλαδική ΙΙΙΒ1 περίοδος). Φαίνεται ότι θεμελιώθηκε πάνω σε παλιότερο μέγαρο του 14ου αι. π.Χ. και εγκαταλείφθηκε στις αρχές του 12ου αι. π.Χ. (πρώιμη Υστεροελλαδική ΙΙΙΓ περίοδος).

«Ο μυκηναϊκός οικισμός Διμηνίου ιδρύθηκε στο τέλος της Μέσης και την αρχή της Υστερης Εποχής του Χαλκού, στην πεδιάδα ανατολικά του λόφου με τον γνωστό νεολιθικό οικισμό», όπως έχει πει η κα Αδρύμη. «Η ακμή του τοποθετείται στο δεύτερο μισό του 13ου αι. π.Χ., όταν εξελίχθηκε σε μεγάλο αστικό κέντρο με σαφή χωροταξική οργάνωση και επιβλητικά αρχιτεκτονικά κτίρια, στα οποία στεγαζόταν μια ισχυρή κεντρική διοίκηση».

Το κτιριακό συγκρότημα που στέγαζε το διοικητικό κέντρο έχει τη μορφή ενός τετραγώνου με διαστάσεις 71×70 μ. και εμβαδόν περίπου 5.000 τ.μ. Δεν ήταν απλώς κατοικία, είχε δωμάτια για πολλές δραστηριότητες. Τα ανασκαφικά δεδομένα βεβαιώνουν ότι το αρχιτεκτόνημα αυτό σχεδιάστηκε και οργανώθηκε όλο μαζί για να αποτελέσει την έδρα της τοπικής πολιτικής εξουσίας εκείνη την περίοδο, αντικαθιστώντας ένα παλαιότερο σύνολο κτιρίων που προϋπήρχε και που καταστράφηκε από φωτιά μερικά χρόνια πριν.

Στον πυρήνα του νότιου συγκροτήματος, σύμφωνα με την ανασκαφέα, διαμορφωνόταν το ονομαζόμενο Μέγαρο Α, ένα παραλληλόγραμμο κτίριο. Το κεντρικό κτίριο του νότιου συγκροτήματος αποτελεί έναν εξελιγμένο τύπο του θεσσαλικού νεολιθικού μεγάρου 20,50×7,20 μ., πιθανώς διώροφο, αποτελούμενο από δύο κύρια δωμάτια και προθάλαμο, με τετράπλευρη κεντρική εστία στο κύριο δωμάτιο. Αυτό,  μέσω ενός διάδρομου επικοινωνούσε στη νότια πλευρά του αρχικά με τέσσερα μικρότερα δωμάτια. Πίσω τους υπήρχε ανεξάρτητη αποθήκη με πίθους σε σειρά. Αριστερά και δεξιά, δύο μικρότερα μέγαρα που κατέληγαν στην ίδια οικοδομική γραμμή, το Βόρειο και το Νότιο Μέγαρο, πλαισίωναν το κεντρικό Μέγαρο Α.

Στο δεύτερο μισό του 13ου αι. π.Χ. το Μέγαρο Α ενισχύθηκε με δύο ακόμη μικρά δωμάτια, μία αίθουσα αναμονής με ξύλινους πάγκους και ένα φαρδύ πλατύσκαλο με κύρια είσοδο από την περίστυλη αυλή. Νότια από την είσοδο οικοδομήθηκε μεγάλος υπαίθριος βωμός τέφρας με τράπεζα προσφορών σε επαφή με τον βωμό και μικροί χώροι για τις ανάγκες του βωμού. Το κεντρικό κτίριο του νότιου συγκροτήματος είναι ένα μέγαρο προσκολλημένο στη μακρά θεσσαλική παράδοση, καθώς αποτελεί έναν εξελιγμένο τύπο του θεσσαλικού νεολιθικού μεγάρου.

Ακριβώς στον ίδιο τύπο του μεγάρου με διάδρομο, οικοδομήθηκε και το ονομαζόμενο Μέγαρο Β του βόρειου συγκροτήματος, αποτελούμενο από τρία μεγάλα δωμάτια σε ευθεία διάταξη, ανοιχτό βαθύ προστώο ανατολικά και εσωτερικό διάδρομο. Με διαστάσεις 27,50×7,30 μ. είναι κατά 7 μ. μεγαλύτερο σε μήκος από το κυρίως Μέγαρο Α, με το οποίο έχει ακριβώς το ίδιο πλάτος. Το Μέγαρο Β παρουσιάζει μια ασυνήθη ιδιομορφία, καθώς αποτελούνταν από δύο εξαρχής ηθελημένες ανεξάρτητες ενότητες, που δεν επικοινωνούσαν μεταξύ τους και που η κάθε μία είχε δική της ξεχωριστή είσοδο. «Οι επιμελημένες αρχιτεκτονικές δομές επιλέγησαν προκειμένου το διοικητικό κέντρο να είναι λειτουργικό και συγχρόνως με την αρχιτεκτονική του να αποτελεί ένα σύμβολο του κοινωνικού, πολιτικού, οικονομικού και θρησκευτικού ρόλου που διαδραμάτιζε», έχει πει  η αρχαιολόγος.

Επίσης, επισημαίνει πως το διοικητικό συγκρότημα Διμηνίου δεν αποτελούσε μυκηναϊκή ακρόπολη με τειχισμένο το ανακτορικό συγκρότημα και ο οικισμός παρέμεινε σε όλη τη διάρκεια της ζωής του ατείχιστος. Αυτό συνέβαινε σε ολόκληρη τη Θεσσαλία, σε αντίθεση με τα μεγάλα ανακτορικά κέντρα της Κεντρικής και Βόρειας Ελλάδας. Η απουσία οχυρώσεων, όπως και οποιασδήποτε άλλης αμυντικής μέριμνας και από τους τρεις οικισμούς γύρω από το λιμάνι (Διμήνι, Πευκάκια, Παλιά Βόλου), «μας επιτρέπει να υποθέσουμε ότι οι οικισμοί αυτοί δεν λειτουργούσαν ανταγωνιστικά μεταξύ τους, αλλά συνυπήρχαν ειρηνικά, παρ’ όλο που αποτελούσαν διαφορετικές διοικητικές μονάδες». Πιθανώς δεν είχαν καν οριοθετήσει μεταξύ τους την καλλιεργήσιμη γη. «Επιπλέον από τα ανασκαφικά ευρήματα δε διαπιστώνεται κάποιος πολιτικο- οικονομικός έλεγχος ή οποιαδήποτε άλλη μορφή επιρροής ή εξάρτησης του ενός κέντρου από το άλλο και επομένως κανένα διοικητικό κέντρο δεν λειτουργούσε ως ένα θεσμικό όργανο που ήλεγχε όλες τις πτυχές της τοπικής οικονομίας.

Εξάλλου, από τη μυθική παράδοση προκύπτει ότι πρόκειται για οικογένειες, με συγγενικούς δεσμούς, αλληλένδετες, που ίσως συνδέθηκαν μεταξύ τους με δίκτυο συμμαχίας, και ήλεγχαν από κοινού το μεγαλύτερο φυσικό λιμάνι, την κύρια πύλη της Θεσσαλίας προς το Αιγαίο, ίσως με αλληλεπικαλυπτόμενες δραστηριότητες, ίσως και κάτω από τον διαδοχικό έλεγχο του εκάστοτε άνακτα που διοικούσε το μεγάλο μυκηναϊκό κέντρο της Ιωλκού, την πόλη/αφετηρία των Αργοναυτών».

«Στο ερώτημα ποιος ήταν ο κάτοικος του Μεγάρου Α, θα απαντούσαμε ότι εκεί είχε την έδρα του ένας αξιωματούχος με σημαντικά καθήκοντα που ασκούσε διοικητική και οικονομική εξουσία στον οικισμό με άμεσο ενδιαφέρον για το εξωτερικό εμπόριο, το οποίο διεξαγόταν διά μέσου του λιμανιού, αφού αποδεδειγμένα επεδίωκε επαφές με πολλές περιοχές της Ελλάδας (Αίγινα, Αργολίδα, Δυτική και Κεντρική Κρήτη), αλλά και άλλες περιοχές εκτός Ελλάδας, όπως με την απέναντι ασιατική ακτή (Τροία και Συροπαλαιστίνη)», σημειώνει η ανασκαφέας.

Είναι ενδεικτικό ότι ο μεγάλος δρόμος, πλάτους 10 μ., ξεκινούσε ακριβώς από κεντρική πύλη του διοικητικού του κέντρου και είχε κατεύθυνση προς το λιμάνι, του οποίου η διαμόρφωση της ακτογραμμής ήταν διαφορετική στην Εποχή του Χαλκού, με τη θάλασσα να εισχωρεί προς τα μέσα. Η κα Αδρύμη αποκάλυψε πως ο δρόμος, με υψηλά λίθινα τοιχία στις δύο πλευρές του, δεν εξυπηρετούσε την καθημερινή κυκλοφορία των κατοίκων, αφού δεν υπήρχαν θυραία ανοίγματα προς τις όψεις των σπιτιών, αλλά την επικοινωνία με άλλες σύγχρονες κατοικημένες περιοχές και το εμπόριο». Μπορεί να ήταν ένας telestas- διοικητής κοινοτικής έκτασης ή ένας δαμοκόρος-επαρχιακός διοικητής- ή ακόμη ένας βασιλέους-επικεφαλής εργατών. Στο βόρειο συγκρότημα χωρίς αμφιβολία διέμενε ένας αξιωματούχος με θρηκευτικά καθήκοντα που είχε την ευθύνη για τις θρησκευτικές τελετές, τις ενδοκοινοτικές συναθροίσεις και τα τελετουργικά γεύματα.»

Η διδάκτωρ αρχαιολογίας Βασιλική Αδρύμη-Σισμάνη, πρώην διευθύντρια της ΙΓ’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων (Βόλου) και πρώην διευθύντρια του Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Θεσσαλικών Σπουδών, έχει συγγράψει ένα ογκώδες βιβλίο για την αρχαία Ιωλκό. Ένα βιβλίο που αποτελεί το σημαντικότερο έργο της, με 928 σελίδες. Τίτλος, «Ιωλκός. Η εϋκτιμένη πόλη του Ομήρου. Ένα αστικό κέντρο στο μυχό του Παγασητικού κόλπου»

Εχει προηγηθεί η διδακτορική της διατριβή με τίτλο «Ο Μυκηναϊκός οικισμός του Διμηνίου» με τα πορίσματα των ερευνών από το 1977 έως το 1997.

Στόχος της εξαιρετικής αυτής επιστημονικής μελέτης ήταν η ανάδειξη της σημασίας του θεσσαλικού χώρου και ιδιαίτερα της παραλιακής ζώνης του Βόλου, στη μυκηναϊκή περίοδο, με την παρουσίαση της εξελικτικής πορείας ενός οικισμού, με την πλήρη δημοσίευση της ακολουθίας των στρωματογραφημένων συνόλων κεραμικής και μικρών ευρημάτων και την ένταξή τους στο ευρύτερο πολιτιστικό, οικονομικό, κοινωνικό, ιδεολογικό και γεωγραφικό πλαίσιο του θεσσαλικού χώρου. Ταυτοχρόνως έγινε  προσπάθεια κατανόησης της συμβολής της Ιωλκού/Διμηνίου στην πολιτισμική εξέλιξη της Ύστερης Εποχής του Χαλκού και της σχέσης της με τους γειτονικούς οικισμούς στο Κάστρο/Παλιά Βόλου και στα Πευκάκια, που λειτουργούσαν παράλληλα γύρω από το λιμάνι του Παγασητικού Κόλπου.

Η  Ανθή Μπάτζιου, τέως προϊσταμένη της εφορείας αρχαιοτήτων Μαγνησίας,  που συνταξιοδοτήθηκε πρόσφατα, σκάβει εδώ και χρόνια το λιμάνι της προϊστορικής πόλης, στα Πευκάκια και τα ευρήματά της είναι εξαιρετικά ενδιαφέροντα. Δείχνουν πως επρόκειτο για ένα λιμάνι από όπου απέπλεαν και κατέπλεαν πλοία γεμάτα εμπορεύματα από κοντινά και μακρινά μέρη, κάτι που δείχνει σχέσεις της αρχαίας Ιωλκού με πολλές πόλεις ανά το Αιγαίο και τη Μεσόγειο.

«Η μαγούλα Πευκάκια είναι ένας γνωστός προϊστορικός οικισμός στο μυχό του Παγασητικού, νότια της πόλης του Βόλου, που κατοικήθηκε από το τέλος της 4ης χιλιετίας έως και τη 2η χιλιετία π.Χ.» σημειώνει η ίδια η αρχαιολόγος. «Ανασκαφές στη μαγούλα πραγματοποιήθηκαν από τον Α. Αρβανιτόπουλο (1916), το Δ. Θεοχάρη (1957) και τους Δ. Θεοχάρη – Vl. Milojcic (1967-77). Οι σωστικές ανασκαφές που ακολούθησαν κατά τη δεκαετία του 1980 από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Μαγνησίας επιβεβαίωσαν την επέκταση του οικισμού εκτός των ορίων της μαγούλας κατά τη Μυκηναϊκή περίοδο. Τα Πευκάκια ήταν ο ένας από τους τρεις μεγάλους οικισμούς στην περιοχή του Βόλου, μαζί με το Διμήνι και το Κάστρο/Παλαιά, που αποτελούν το μεγαλύτερο Μυκηναϊκό κέντρο της Θεσσαλίας, την Ιωλκό.»

Σύμφωνα με όσα λέει, το μεγαλύτερο τμήμα του οικισμού, ο οποίος κατοικούνταν συνεχώς από το 14ο έως και το 12ο αιώνα π.Χ., αναπτύχθηκε νοτιοανατολικά της μαγούλας.  Η ανασκαφή έχει αποκαλύψει οικίες, οι οποίες συνήθως διέθεταν σύνθετη μορφή, με πολλαπλά μικρά δωμάτια γύρω από ένα μεγαλύτερο κεντρικό χώρο, καθώς επίσης και δρόμους, στενοί διαδρόμους και ανοιχτούς υπαίθριους  χώρους. Η μελέτη της κεραμικής αλλά και πολλών άλλων κατασκευών, που αποτελούσαν τον εξοπλισμό των σπιτιών αναδεικνύουν τις καθημερινές ασχολίες των κατοίκων.

Τα Πευκάκια κατείχαν το μυστικό της βαφής υφασμάτων με πορφύρα (μαλάκιο του τύπου Hexaplex Trunculus). Επίσης, έχει βρεθεί ένα εργαστήριο μεταλλουργίας κ.α.

Ο οικισμός «έλεγχε την είσοδο στο μυχό του Παγασητικού και αποτελούν το λιμάνι και την πύλη του εμπορίου ανάμεσα στην Ιωλκό και στις υπόλοιπες μυκηναϊκές πόλεις. Μέσα από τη μελέτη του υλικού, αναγνωρίζονται οι εμπορικές επαφές του οικισμού με άλλες περιοχές της Ηπειρωτικής Ελλάδας, του Αιγαίου αλλά και της Μέσης Ανατολής.» Ηταν πολυδιάστατο οικονομικό κέντρο, με ποικίλες βιοτεχνικές και οργανωμένες εμπορικές δραστηριότητες, οι οποίες πιθανότατα ελέγχονταν από έναν τοπικό άρχοντα. Παράλληλα όμως, απέκτησε σταδιακά μία κοσμοπολιτίκη και πολυ-πολιτισμική υπόσταση, καθώς εκτός από τα προϊόντα διακινούνταν άνθρωποι, τεχνικές και ιδέες, ήθη και έθιμα.

Οι τρεις οικισμοί καταστράφηκαν τον 13ο αι. π.Χ.

Στο επόμενο: τι έκανε ο κάθε Αργοναύτης κατά την εκστρατεία;

Αγγελική Κώττη

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ