35.6 C
Athens

Όταν οι στάχτες του παρελθόντος και η συλλογική μνήμη καίνε το πολιτικό «Rebranding» – Γράφει ο Σίμος Χριστοφάκης-Σαρρής 

Η πολιτική  αγαπά σε ελάχιστες περιπτώσεις τις «θριαμβευτικές επιστροφές», την ανάγκη του ατόμου για αποκατάσταση της εικόνας, ανανέωση της ταυτότητας του,  ακόμα και την έμφυτη ματαιοδοξία επιδίωξης  του επιθυμητού κλεισίματος με “τα φώτα αναμμένα” που λέγανε και οι παλιοί ,διότι είναι το μοναδικό θέατρο όπου η δεύτερη πράξη είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα είναι πιο δραματική από τη πρώτη. Τα παραδείγματα πολλά, ενώ εκείνα μιας ηρωικής επιστροφής,  ελάχιστα, και αυτά τα ελάχιστα συνδυάζονταν για το λαό και το συλλογικό συνειδητό περισσότερο με την έννοια της «ανάγκης», παρά με το οποιοδήποτε πρόσωπο και την τάση αποκατάστασης του.

Του Σίμου Χριστοφάκη-Σαρρή*

Η ιστορία έχει κάποιες συγκεκριμένες προσωπικότητες τόσο σε διεθνές όσο και σε εγχώριο επίπεδο όπου η ανάγκη της επιστροφής τους και του λεγόμενου «rebranding» ήταν τέτοια διότι ερχόταν να δώσει λύση σε ένα συγκεκριμένο πρόβλημα.  Ο Ουίνστον Τσώρτσιλ παρότι ήταν ο νικητής και κυρίαρχος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στις εκλογές του 1945 ηττήθηκε από τους Εργατικούς με επικεφαλής τον Κλέμεντ Άττλη. Οι Βρετανοί απαιτούσαν κοινωνικές μεταρρυθμίσεις και κράτος πρόνοιας και ενώ τιμούσαν βαθιά τον Τσώρτσιλ και αισθανόντουσαν ευγνωμοσύνη δεν ήθελαν πλέον  μια ετοιμοπόλεμη ηγεσία φτιαγμένη με τα παλιά υλικά της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Η εικόνα του ως “πολεμικού ηγέτη” δεν ταίριαζε ίσως στο μυαλό αρκετών στην εποχή της λεγόμενης «αποκατάστασης». Η επιστροφή του όμως στις εκλογές του 1951 ήρθε διότι την επέβαλαν τα πολλαπλά  οικονομικά προβλήματα,  ο πληθωρισμός και η κούραση από τη διαρκή λιτότητα και τις φιλοσοσιαλίστικες πολιτικές της κυβέρνησης Άττλη. Οι Συντηρητικοί κέρδισαν τις εκλογές προβάλλοντας σταθερότητα και εμπειρία. Ενώ η Αγγλία μετανοιωμένη εκλιπαρούσε για τον ηγέτη ο οποίος θα μπορούσε να επαναφέρει τη χαμένη της αίγλη και τελικά  τον πολιτικό με τα λαμπρά πολεμικά κατορθώματα που θα αποτελούσε σύμβολο παραδοσιακής ηγεσίας σε περίοδο Ψυχρού Πολέμου την ώρα που η Αμερική άρχισε να λαμβάνει τα σκήπτρα της απόλυτης οικονομικής και πολεμικής υπερδύναμης του πλανήτη μας . Ο Σαρλ Ντε Γκώλ το 1946 παραιτήθηκε διαμαρτυρόμενος για το νέο σύνταγμα της Τέταρτης  Γαλλικής Δημοκρατίας, που έδινε τεράστια δύναμη στο κοινοβούλιο και εξασθενούσε την επιρροή του Προέδρου. Αποσύρθηκε στην ιδιωτική του ζωή (στο Κολομπέ-λε-ντεζ-Εγκλίζ). Επέστρεψε το  1958   διότι η Γαλλία βυθιζόταν στη δίνη  του πολέμου στην Αλγερία. Τα κόμματα δεν μπορούσαν να σχηματίσουν σταθερή κυβέρνηση. Οι στρατιωτικοί και πολλοί πολίτες ζητούσαν έναν ισχυρό ηγέτη. Ίσως και έναν ηγέτη φτιαγμένο με τα παλιά υλικά που λέγαμε. Ο Ντε Γκωλ επέστρεψε, απαίτησε νέο σύνταγμα και ίδρυσε την Πέμπτη Γαλλική Δημοκρατία, ένα αμιγώς  Προεδρικό σύστημα. Ενώ αντιμετώπισε ριζικά τη κρίση στην Αλγερία από τις πρώτες κιόλας μέρες. Όπου από το «Ζήτω η Γαλλική Αλγερία» κατέληξε στο δικαίωμα αυτοδιάθεσης του Αλγερινού κράτους με τα γεγονότα να οδηγούν στην υπογραφή της Συμφωνίας του Εβιαν το 1962.

Στη χώρα μας το «Rebranding και το Redemption Story» απέφεραν καρπούς όταν ο λαός ενοχικά αισθάνθηκε την ανάγκη της πολιτικής συγγνώμης απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό και δευτερευόντως στον Ελευθέριο Βενιζέλο. Ο Πρωθυπουργός ο οποίος έκανε την Ελλάδα τη χώρα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών θα έχανε τις εκλογές του 1920 ενώ δε θα εκλεγόταν καν βουλευτής, εκλογές τις οποίες προξένησε ο ίδιος για να επιβεβαιώσει μέσω της λαϊκής βούλησης τις εθνικές κτήσεις και την επισφράγιση της Μεγάλης Ιδέας. Η εκλογή του Δημητρίου Γούναρη οδήγησε στη Μικρασιατική καταστροφή, η διαχείριση του προσφυγικού αποδείχτηκε εξίσωση για δυνατούς λύτες ενώ η οικονομική καταστροφή της ήττας αλλά και τα διαρκή πρακοψικοπήματα που διαδέχονταν το ένα το άλλο, δημιουργούσαν τη ανάγκη επιστροφής του Βενιζέλου με κάθε τρόπο. Αυτή τη φορά όχι ως έναν φιλελεύθερο αναθεωρητή και έναν απελευθερωτή των χαμένων πατρίδων, μα ως έναν διαχειριστή της ζοφερής πραγματικότητας. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής θα επέστρεφε από το Παρίσι για να αναλάβει τα ηνία της κατακερματισμένης χώρας μετά από εφτά χρόνια δικτατορίας αλλά και μετά τη καταστροφή του ελληνικού στρατού στη Κύπρο, όπου αποτινάσσοντας πλέον από πάνω του το μανδύα του αμιγώς  συντηρητικού πολιτικού άνδρα  αλλά και απαλλαγμένος από τις ωμές παρεμβάσεις του παλατιού θα επέστρεφε ως ένας ριζοσπάστης γνήσιος εκφραστής της ανάγκης της εθνικής συμφιλίωσης. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης θα ήταν αυτός που μετά τα Ιουλιανά του 1965, τις σύντομες κυβερνητικές θητείες ως υπουργός  που ακολούθησαν και την επταετή δικτατορία και την πολιτική του εξορία  θα επέστρεφε ως έμπειρος αλλά και έμπ’υ’ρος διότι είχε περάσει δια πυρός και σιδήρου προκειμένου με σκληρές αλήθειες και κοιτώντας τον ελληνικό λαό στα μάτια  να αντιμετωπίσει το τρένο του λαϊκισμού με μηχανοδηγό τον Ανδρέα Παπανδρέου με τη δική του αμιγώς φιλελεύθερη προσέγγιση. Ακόμα και ο τελευταίος (Ανδρέας Παπανδρέου) όμως θα αποτελούσε τον απόλυτο μετασχηματιστή ανάμεσα στη προ και τη μετά δικτατορική Ελλάδα καθώς και τον ουσιαστικό πόλο εξόντωσης διχαστικών πρακτικών του παρελθόντος (φάκελοι κοινωνικών φρονημάτων κλπ). Φανταστείτε μια Ευρώπη και κατ’ επέκταση έναν κόσμο χωρίς την επιστροφή του Τσώρτσιλ ή του Ντε Γκώλ. Φανταστείτε μια Ελλάδα χωρίς την επιστροφή κάποιας από αυτές τις  πολιτικές προσωπικότητες.

Ας έρθουμε τώρα στο σήμερα και στο σχεδόν  κωμικοτραγικό σενάριο των τελευταίων εβδομάδων το οποίο βάζει το όνομα Τσίπρας δίπλα στη λέξη “Rebranding”. Ο Τσίπρας σε αντίθεση με τους προαναφερθέντες δεν επέλεξε να φύγει και δεν έφυγε τη στιγμή που η πολιτική του μετοχή ήταν ακόμα στο «ζενίθ» της μα έφυγε μετά από  ήττες σε βουλευτικές εκλογές (τις βουλευτικές εκλογές του 2019 και τις δύο βουλευτικές μάχες του 2023), με τις δύο τελευταίες ήττες να είναι εξαιρετικά βαριές και να αποτελούν ενδεικτικό σημάδι της λαϊκής αποδοκιμασίας και αποστροφής προς το άτομο του. Έχασε στις ευρωεκλογές του 2019, έχασε και στις δημοτικές και περιφερειακές  εκλογές του 2019 και αποδοκιμάστηκαν σχεδόν όλες οι επιλογές του. Έχασε δηλαδή σε κάθε μια ξεχωριστή μάχη που βρέθηκε απέναντι στο Κυριάκο Μητσοτάκη. Έχοντας χάσει δεν άνοιξε απευθείας διαδικασίες διαδοχής (πρώτη κίνηση πολιτικής εξιλέωσης) μα επένδυσε στη φθορά και τη πολιτική ανυπαρξία του ίδιου του του κόμματος ενώ ακόμα και στην αποχωρησή του επέλεξε να εμφανίσει μηχανορραφώντας και να στηρίξει άγνωστους εξ’ Αμερικής «σωτήρες» οι οποίοι επέσπευσαν τη διάλυση ενός ήδη διαλυμένου κόμματος. Ο Τσίπρας μετά έσπευσε να δημιουργήσει «κύκλους επικοινωνίας» με το λαό (πρακτική συνταγή δειλίας και πολιτικής αυτοκονιορτοποιήσης) αυτοανακηρύχθηκε ως πργαγματικός ηγέτης και κήνσορας της αριστεράς. Ο Τσίπρας δεν  επέλεξε απλά να κλείσει τη πόρτα με την αποχώρησή του αλλά  επέλεξε συνειδητά και να βάλει φωτιά στο «μαγαζί» το οποίο όπως προκύπτει θεωρούσε κτήμα του, καίγοντας όποιον και όποια βρισκόταν μέσα σε αυτό. Έχτισε στα ελάχιστα χρόνια απουσίας του το δικό του Redemption Story πάνω στις συνεχείς αποτυχίες  του δικού του κόμματος και της ίδιας της αριστεράς κοιτώντας πάντα με σαρδόνιο χαμόγελο και προς τις σωρευμένες αποτυχίες της κέντρο αριστεράς. Όλα αυτά  όμως τα περί «rebranding»  βασίζονται σε τρεις πυλώνες και αναζοπυρώθηκαν με τη δήθεν αποκαλυπτική δημοσίευση 10 χρόνια μετά των πρακτικών προ  και κατόπιν της μοιραίας νύχτας του δημοψήφισματος του Ιουλίου του 2015. Ήταν ξεκάθαρο οτι προσπάθησαν να αναθεώρησουν,να ξανάσμιλεύσουν,  να πουλήσουν λίγο πιο έξυπνα την εικόνα ενός Τσίπρα ορθολογιστή, πατριώτη και πάνω από όλα φιλοευρωπαίου ο οποίος σέβεται μεν την απάντηση που έλαβε από τη δική του δεξαμενή, την ισοσκελίζει όμως με την ανάγκη «της εθνικής συνεννόησης». Όλα αυτά όμως αρχίζουν και τελειώνουν στο ότι κακά τα ψέματα ο Τσίπρας προωθείται για τρεις λόγους α) Διότι ένα συγκεκριμένο κέντρο το οποίο παλαιότερα βρισκόταν στα χαρακώματα μαζί του επέλεξε ξαφνικά να τον προωθήσει β) Διότι αυτό το κέντρο βλέπει πως ακόμα και η εξαιρετικά φθαρμένη προσωπικότητα του Τσίπρα είναι πιο εμπορική από τα υπάρχοντα υλικά της ελληνικής αντιπολίτευσης γ) Διότι η πλήρης απουσία ηγέτη στο χώρο της κεντροαριστερας δε καλύπτεται ούτε με τους λαρυγγισμούς της Ζωής Κωνσταντοπούλου (που δεν είναι και κεντροαριστερή), ούτε με τις 360 μοίρες που έκανε το ΠΑΣΟΚ επανεκλέγοντας τον Ανδρουλάκη. Και κακά τα ψέματα ήταν τουλάχιστον φαιδρό και στον ευρύ κόσμο ευδιάκριτο πως η αναζοπύρωση του θέματος των Τεμπών από κόμματα της αντιπολίτευσης περισσότερο είχε ως σκοπό να συσπειρώσει  την δική τους εκλογική  βάση και να τραβήξει καμιά ψήφο παραπάνω παρά να ψάξουν την αλήθεια και να οδηγήσουν τα πράγματα στο απόλυτο  και καθαρό“Ποτέ ξανά”. Όλα αυτά όμως δε δύναται να τα πετύχει ο Τσιπρας διότι η συλλογική μνήμη είναι εξαιρετικά φρέσκια και οι πληγές νωπές, οι κατεστραμένοι επιχειρηματίες των capital controls ζουν ακόμα, οι οικογένειες των νεκρών στο Μάτι (τότε που τα επίσημα κυβερνητικά χείλη μιλούσαν για την απουσία νεκρών) είναι ακόμα μαύροντυμένες και αρκετά σπίτια φέρουν ως πληγή βαθιά ακόμα πάνω  τους τα μαυρισμένα ντουβάρια εκείνης της σκοτεινής μέρας του Ιουλίου του 2018. Ο τύπος  δε δύναται να ξεχάσει τη προσπάθεια χειραγώγησης της κοινής γνώμης μέσα από τον έλεγχο των τηλεοπτικών αδειών με τους στημένους διαγωνισμούς, η δικαιοσύνη θα θυμάται πάντα την υπόθεση Novartis, το σκεπτικό “ή τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουνε” και τη «προσπάθεια ελέγχου των αρμών της εξουσίας» που είναι μνήμη και βίωμα, ο πόλεμος σε βάρος των ελεύθερων επαγγελματιών και αυτή η περιρρέουσα ατμόσφαιρα μισαλλοδοξίας και εμπάθειας που έφυγε με τη πρώτη βροχή. Οι αριστεροί υποστηρικτές του έχουν αναθεωρήσει αρκετά την οπτική τους μετά τη συγκυβέρνηση με το Πάνο Καμμένο και τη παράδοση του κόμματος στο Κασσελάκη. Μεγάλη μερίδα κεντροαριστερών εκσυγχρονιστών δεν τον ακολούθησαν ποτέ και πλείστοι εξ αυτών έχουν προσχωρήσει στη Νέα Δημοκρατία. Ενώ τα υπόλοιπα κόμματα έχουν σταθεροποιήσει τόσο τα ποσοστά τους όσο και την εκλογική τους βάση. Άρα σε ποιον να απευθυνθεί και ποιος να τον ακούσει; Και το πιο βασικό από όλα αυτά είναι πως τον Τσίπρα πλέον δε τον καλεί καμία απολύτως ανάγκη. Και ευτυχώς δηλαδή.

* Ο Σίμος Χριστοφάκης-Σαρρής είναι Δικηγόρος – Αρθρογράφος

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ