Η περασμένη εβδομάδα υπήρξε καθοριστική για την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ υπό τον Πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ, αποκαλύπτοντας ένα νέο στρατηγικό όραμα, το οποίο θυμίζει το Δόγμα του Γκουάμ του Ρίτσαρντ Νίξον του 1969, προσαρμόζοντάς το στις σημερινές παγκόσμιες προκλήσεις. Ο Πόλεμος των 12 Ημερών, μεταξύ Ισραήλ και Ιράν, σε συνδυασμό με τα μετασχηματιστικά αποτελέσματα της συνόδου κορυφής του ΝΑΤΟ, καταδεικνύουν ότι η κυβέρνηση Τραμπ διαμορφώνει ένα Δόγμα Νίξον 2.0, μια ρεαλιστική προσέγγιση που δίνει έμφαση στην κατανομή των βαρών με τους συμμάχους, την επιλεκτική στρατιωτική εμπλοκή και την έντονη εστίαση στον Ινδο-Ειρηνικό ως το κύριο θέατρο παγκόσμιου ανταγωνισμού. Αυτή η στρατηγική, που βασίζεται στην ενδυνάμωση των εταίρων ενώ διατηρεί την αμερικανική ισχύ, αναδιαμορφώνει τη διεθνή τάξη και ανησυχεί τους αντιπάλους, ιδιαίτερα την Κίνα.
Του Δημήτρη Γ. Απόκη*
Ο πόλεμος των 12 Ημερών, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του δόγματος στην πράξη. Αντί να ηγηθεί με αμερικανικά στρατεύματα στο έδαφος ή να κατακλύσει την περιοχή με αμερικανικές δυνάμεις, η κυβέρνηση Τραμπ, έδωσε τη δυνατότητα στο Ισραήλ να αναλάβει την πρωτοβουλία ενάντια σε μια κοινή απειλή. Η Αμερική παρείχε κρίσιμη διπλωματική κάλυψη, προστατεύοντας το Ισραήλ από διεθνείς αντιδράσεις, ενισχύοντας την αεράμυνά του με προηγμένα συστήματα και πληροφορίες. Κατά το μεγαλύτερο μέρος της σύγκρουσης, οι αμερικανικές δυνάμεις έπαιξαν υποστηρικτικό ρόλο, επιτρέποντας στην ισραηλινή αεροπορία να εκτελέσει στοχευμένες επιθέσεις που κατέστρεψαν τη στρατιωτική υποδομή και το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Μόνο στην τελική φάση αμερικανικά στρατηγικά βομβαρδιστικά Β2 έπληξαν τις πυρηνικές εγκαταστάσεις του Ιράν, και αυτό μόνο αφού το Ισραήλ είχε εξουδετερώσει τις αεράμυνες της Τεχεράνης. Όπως δήλωσε ο Πρόεδρος Τραμπ, «εργαστήκαμε ως ομάδα όπως ίσως καμία ομάδα δεν έχει εργαστεί ποτέ πριν». Αυτό δεν ήταν ο μονομερής επεμβατισμός των περασμένων δεκαετιών, αλλά ένα υπόδειγμα στρατηγικής συνεργασίας, με τις ΗΠΑ να ενισχύουν τις δυνατότητες ενός συμμάχου για την επίτευξη ενός κοινού στόχου.
Αυτή η προσέγγιση αντλεί άμεσα από το Δόγμα του Γκουάμ του Νίξον, που διατυπώθηκε το 1969, το οποίο καλούσε τις ΗΠΑ να τηρούν τις δεσμεύσεις τους στις συνθήκες, ενώ ενθάρρυνε τους συμμάχους να αναλάβουν την πρωταρχική ευθύνη για την άμυνά τους, εκτός από μεγάλες πυρηνικές απειλές.
Κατά τη διάρκεια του Πολέμου του Γιομ Κιπούρ το 1973, η νίκη του Ισραήλ με την υποστήριξη των ΗΠΑ επί της Αιγύπτου και της Συρίας, που υποστηρίζονταν από τη Σοβιετική Ένωση, αποκάλυψε τη στρατηγική αδυναμία της Μόσχας χωρίς να απαιτηθεί άμεση αμερικανική στρατιωτική εμπλοκή πέρα από την ανατροφοδοσία και την αύξηση του πυρηνικού συναγερμού. Παρομοίως, η σύγκρουση με το Ιράν συνέτριψε τις φιλοδοξίες της Τεχεράνης και, κατ’ επέκταση, αποτέλεσε πλήγμα για την Κίνα, η οποία απλά έγινε παρατηρητής στην κατάρρευση του συμμάχου του Ιράν. Για την Αμερική, το στρατηγικό όφελος είναι τεράστιο. Οι πυρηνικές φιλοδοξίες ενός μεγάλου αντιπάλου ματαιώθηκαν, και η αμερικανική εμπλοκή ήταν ελάχιστη.
Τα αποτελέσματα της Συνόδου κορυφής του ΝΑΤΟ, θεμελίωσαν περαιτέρω τις παγκόσμιες επιπτώσεις αυτού του δόγματος. Σε μια ιστορική δέσμευση, όλα τα μέλη του ΝΑΤΟ εκτός από την Ισπανία συμφώνησαν να αυξήσουν τις αμυντικές δαπάνες στο 3,5% του ΑΕΠ τους έως το 2035, με επιπλέον 1,5% για υποδομές και σχετικές επενδύσεις. Αυτή η υπόσχεση σηματοδοτεί μια αποχώρηση από δεκαετίες ευρωπαϊκής εξάρτησης από τις αμερικανικές εγγυήσεις ασφάλειας, υποδεικνύοντας μια νέα εποχή διατλαντικής κατανομής βαρών.
Ο ειλικρινής έπαινος του Γερμανού Καγκελάριου Φρίντριχ Μερτς για «τη βρώμικη δουλειά που κάνει το Ισραήλ για όλους μας» αντικατοπτρίζει μια ψυχολογική μετατόπιση στην Ευρώπη. Μια αυξανόμενη συνειδητοποίηση ότι η συλλογική ασφάλεια απαιτεί συλλογική προσπάθεια. Ένα πιο ισχυρό, αυτοδύναμο ΝΑΤΟ θα αποτρέψει τη ρωσική επιθετικότητα στην Ανατολική Ευρώπη, μειώνοντας την πίεση στις αμερικανικές δυνάμεις και θα επιτρέψει στην Ουάσιγκτον, να ανακατευθύνει πόρους στον Ινδο-Ειρηνικό, όπου βρίσκεται η σοβαρή απειλή αμφισβήτησης της Αμερικανικής κυριαρχίας το διεθνές σύστημα η Κίνα.
Η απογοήτευση της Κίνας με αυτές τις εξελίξεις είναι εμφανής. Κινέζοι διπλωμάτες μετά τα αποτελέσματα της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ, χαρακτήρισαν τους Ευρωπαίους “κολαούζους” της Αμερικής, γεγονός που αποτελεί σαφή ένδειξη του άγχους που διακατέχει το Πεκίνο.
Σε αντίθεση με τους αδύναμους αντιπροσώπους της Σοβιετικής Ένωσης κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, οι εταίροι της Κίνας, όπως το Ιράν, είναι πιο διεκδικητικοί, αλλά οι συμμαχίες του Πεκίνου κλυδωνίζονται. Η πρόσφατη συνάντηση του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης κατέληξε σε ένταση όταν η Ινδία απέρριψε την κοινή δήλωση, υπογραμμίζοντας την αδυναμία της Κίνας να διατηρήσει συνοχή μεταξύ των εταίρων της. Αντίθετα, το μήνυμα του Τραμπ στους συμμάχους του ΝΑΤΟ, “όταν συνεισφέρετε, είμαστε μαζί σας σε όλη τη διαδρομή”, ενθαρρύνει το δίκτυο συμμαχιών της Αμερικής, ενισχύοντας ένα διεθνές σύστημα υπό την ηγεσία των ΗΠΑ.
Ωστόσο, οι προκλήσεις παραμένουν, ιδιαίτερα στον Ινδο-Ειρηνικό, το επίκεντρο του παγκόσμιου ανταγωνισμού. Η Ιαπωνία, ο ικανότερος σύμμαχος της Αμερικής στην περιοχή, φέρεται να είναι προβληματισμένη από τις μεταβαλλόμενες απαιτήσεις της κυβέρνησης Τραμπ για αμυντικές δαπάνες και εμπορικά ζητήματα.
Την ίδια στιγμή, η Ινδία, ένα κρίσιμο αντίβαρο στην Κίνα, είναι ενοχλημένη για την απόπειρα μεσολάβησης του Τραμπ στην κρίση του Κασμίρ και τη θερμή του προσέγγιση προς τη στρατιωτική ηγεσία του Πακιστάν. Αυτές οι εντάσεις δεν είναι ανυπέρβλητες, αλλά απαιτούν άμεση προσοχή. Η τεχνολογική υπεροχή της Ιαπωνίας και το δημογραφικό και οικονομικό βάρος της Ινδίας τις καθιστούν απαραίτητες για την αντιμετώπιση των περιφερειακών φιλοδοξιών της Κίνας. Η ευθυγράμμιση με το Τόκιο και το Νέο Δελχί είναι στρατηγική επιταγή για την Αμερική.
Το Δόγμα Νίξον 2.0 δεν είναι υποχώρηση από την παγκόσμια ηγεσία, αλλά επαναπροσδιορισμός υπό το πρίσμα ενός πολύπλοκου κόσμου. Παρέχοντας βασικές δυνατότητες όπως πληροφορίες, προηγμένα όπλα, διπλωματική υποστήριξη και επεκτείνοντας την πυρηνική της ομπρέλα, η Αμερική ενδυναμώνει τους συμμάχους της να ηγούνται στις περιοχές τους ενώ διατηρεί τους πόρους της για τον Ινδο-Ειρηνικό. Η σύγκρουση με το Ιράν και η σύνοδος κορυφής του ΝΑΤΟ αποδεικνύουν ότι αυτή η προσέγγιση δεν είναι θεωρητική αλλά επιχειρησιακή, προσφέροντας αποτελέσματα με αποτελεσματικότητα και αντίκτυπο.
Η ήττα του Ιράν έστειλε ένα σαφές μήνυμα στο Πεκίνο. Σε αντίθεση με τον Σι Τζινπίνγκ, που εγκατέλειψε την Τεχεράνη στην ώρα της ανάγκης, η Αμερική στέκεται στο πλευρό των εταίρων της. Καθώς η εξωτερική πολιτική του Τραμπ συνεχίζει να εξελίσσεται, οι αντίπαλοι είναι σε επιφυλακή, και οι σύμμαχοι ενθαρρύνονται.
*Ο Δημήτρης Γ. Απόκης, είναι Διεθνολόγος, με ειδίκευση στην Αμερικανική Εξωτερική Πολιτική, Γεωπολιτική και Διεθνή Οικονομία. Απόφοιτος των πανεπιστημίων The American University, School of International Service, και The Johns Hopkins University, The Paul H. Nitze, School of Advanced International Studies της Ουάσιγκτον. Είναι μέλος του The International Institute for Strategic Studies, του Λονδίνου. Ως Δημοσιογράφος, υπήρξε επί σειρά ετών διαπιστευμένος ανταποκριτής στο Λευκό Οίκο, στο Στέητ Ντιπάρτμεντ και στο Αμερικανικό Πεντάγωνο.
** Η ανάλυση και τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τις απόψεις του συγγραφέα