Θέλεις να μεταφέρεις αρχαιότητες, εικόνες ή άλλα πολιτιστικά αγαθά περασμένων αιώνων σε χώρα της Ευρωπαϊκής Ενωσης; Μπορείς, εφόσον είναι δηλωμένες και καταγεγραμμένες. Δεν γίνεται όμως, ένας σοβαρός πολιτικός σχηματισμός όπως η Ευρωπαϊκή Ενωση δεν είναι δυνατόν να μην ελέγχει το παράνομο εμπόριο αρχαιοτήτων, έργων τέχνης και γενικότερα πολιτιστικών αγαθών.
Ο νέος κανονισμός της ΕΕ τίθεται σε ισχύ από τις 28 Ιουνίου. Η χώρα μας σύμφωνα με τις πληροφορίες του Thepresident.gr ολοκληρώνει αυτή την υποχρέωση και θα είναι έτοιμη μέσα στο χρονικό πλαίσιο.
Σύμφωνα με τον κανονισμό απαιτείται πλέον διεξοδική έρευνα προέλευσης πολιτιστικών αντικειμένων, που προέρχονται από χώρες εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Το σημαντικότερο: οφείλουν να συμμορφωθούν όλοι οι ευρωπαϊκοί οίκοι δημοπρασιών, οι ιδιοκτήτες γκαλερί και οι έμποροι αρχαιοτήτων. Συγκεκριμένα θα υποχρεούνται να προσκομίζουν ουσιώδη αποδεικτικά στοιχεία, που να βεβαιώνουν, ότι τα πολιτιστικά αγαθά που διακινούν, ηλικίας άνω των 200 ετών (250 ετών για αρχαιολογικά αντικείμενα, συμπεριλαμβανομένων θραυσμάτων από μνημεία ή χώρους πολιτιστικής κληρονομιάς) και αξίας άνω των 18.000 ευρώ (πλην των αρχαιολογικών, που δεν θα έχουν ελάχιστη αξία), τα οποία εισάγονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση αποκτήθηκαν από τις χώρες προέλευσής τους με νόμιμα μέσα.
(Τα αρχαιολογικά δεν υπολογίζονται με την εμπορική τους αξία αλλά με την επιστημονική/ κοινωνική και θεωρούνται ανεκτίμητα).
Οι εισαγωγείς θα πρέπει να προσδιορίζουν τη χώρα προέλευσης ενός αντικειμένου και την ημερομηνία εξόδου του από τη συγκεκριμένη χώρα από την οποία έχει περάσει, καθώς και τους προηγούμενους κατόχους του έργου, προκειμένου να εξασφαλίσουν την άδεια εισαγωγής. Παρ΄ όλα αυτά υπάρχει και ένα νομικό περιθώριο ελιγμών και συγκεκριμένα εάν η χώρα προέλευσης του πολιτιστικού αγαθού δεν μπορεί να προσδιοριστεί, ο εισαγωγέας μπορεί να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία, ότι εξήχθη νόμιμα από τον τελευταίο τόπο στον οποίο βρισκόταν για πέντε χρόνια.
Σημαντικό είναι επίσης ότι σύμφωνα με το νομικό πλαίσιο του κανονισμού, δεν αποκλείεται η κατάσχεση πολιτιστικών αγαθών κατά την είσοδό τους στην ΕΕ εάν οι έμποροι δεν μπορούν να αποδείξουν τη χώρα προέλευσής τους. Σε κάθε περίπτωση πάντως η Ελλάδα ως μέλος της ΕΕ και κυρίως χώρα που έχει πληγεί βάναυσα από την παράνομη διακίνηση αρχαιοτήτων, θα ωφεληθεί.
Τα πολιτιστικά αγαθά που καλύπτονται από τον κανονισμό είναι μεταξύ άλλων: Προϊόντα αρχαιολογικών ανασκαφών, νόμιμων ή λαθραίων, ή προϊόντα χερσαίων ή υποθαλάσσιων αρχαιολογικών ανακαλύψεων, στοιχεία προερχόμενα από τον διαμελισμό καλλιτεχνικών ή ιστορικών μνημείων ή από αρχαιολογικούς χώρους, αρχαιότητες άνω των εκατό ετών (όπως επιγραφές, νομίσματα και χαραγμένες σφραγίδες). Αντικείμενα εθνολογικού και/ ή καλλιτεχνικού ενδιαφέροντος (όπως πίνακες, έργα ζωγραφικής και σχέδια που έχουν γίνει εξ ολοκλήρου με το χέρι, εκτός από τα βιομηχανικά σχέδια και τα βιομηχανικά είδη που έχουν διακοσμηθεί με το χέρι, πρωτότυπα έργα αγαλματοποιίας και γλυπτικής από οποιαδήποτε ύλη, πρωτότυπες εικόνες χαρακτικής, χαλκογραφίας και λιθογραφίας, πρωτότυπα καλλιτεχνικά ασαμπλάζ και μοντάζ από οποιαδήποτε ύλη).
Ακόμη, σπάνια χειρόγραφα και αρχέτυπα, παλαιά βιβλία, έγγραφα και εκδόσεις ιδιαίτερου ενδιαφέροντος (ιστορικά, καλλιτεχνικά, επιστημονικά, λογοτεχνικά κ.λπ.), γραμματόσημα, χαρτόσημα και ανάλογα, αρχεία (περιλαμβανομένων των ηχητικών, φωτογραφικών και κινηματογραφικών), είδη επίπλωσης άνω των εκατό ετών και παλαιά μουσικά όργανα, λατρευτικές εικόνες και αγάλματα.
Στα πολιτιστικά αγαθά περιλαμβάνονται επίσης, σπάνιες συλλογές και δείγματα πανίδας, χλωρίδας, ορυκτών και ανατομίας, και αντικείμενα που παρουσιάζουν παλαιοντολογικό ενδιαφέρον, περιουσιακά στοιχεία που σχετίζονται με την ιστορία, περιλαμβανομένης της ιστορίας της επιστήμης και της τεχνολογίας, της στρατιωτικής και της κοινωνικής ιστορίας, καθώς και με τον βίο εθνικών ηγετών, στοχαστών, επιστημόνων και καλλιτεχνών και με γεγονότα εθνικής σημασίας.
Σύμφωνα με όσα προβλέπονται «θα πρέπει να θεσπιστούν κοινοί κανόνες συναλλαγών με τις τρίτες χώρες προκειμένου να διασφαλίζεται η αποτελεσματική προστασία έναντι του παράνομου εμπορίου πολιτιστικών αγαθών και της απώλειας ή καταστροφής τους, η διαφύλαξη της πολιτιστικής κληρονομιάς της ανθρωπότητας και η πρόληψη της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες μέσω της πώλησης λεηλατημένων πολιτιστικών αγαθών σε αγοραστές εντός της Ένωσης.
Η εκμετάλλευση λαών και εδαφών ενδέχεται να οδηγεί στο παράνομο εμπόριο πολιτιστικών αγαθών, ιδίως όταν αυτό το παράνομο εμπόριο προκύπτει από ένα πλαίσιο ένοπλων συγκρούσεων. Ως προς αυτό, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τα περιφερειακά και τοπικά χαρακτηριστικά των λαών και των εδαφών, και όχι την αγοραία αξία των πολιτιστικών αγαθών.
Τα πολιτιστικά αγαθά αποτελούν τμήμα της πολιτιστικής κληρονομιάς και έχουν συνήθως ύψιστη πολιτιστική, καλλιτεχνική, ιστορική και επιστημονική σημασία. Η πολιτιστική κληρονομιά συγκαταλέγεται μεταξύ των βασικών στοιχείων του πολιτισμού που έχει, μεταξύ άλλων, συμβολική αξία και αποτελεί τμήμα της πολιτιστικής μνήμης της ανθρωπότητας. Εμπλουτίζει τον πολιτιστικό βίο όλων των λαών και ενώνει τους ανθρώπους συμβάλλοντας στην κοινή μνήμη, στη γνώση στην εξέλιξη του πολιτισμού. Θα πρέπει, συνεπώς, να προστατεύεται από την παράνομη ιδιοποίηση και τη λεηλασία.» Επισημαίνεται πως λεηλασίες αρχαιολογικών χώρων συνέβαιναν ανέκαθεν· «ωστόσο σήμερα το φαινόμενο έχει λάβει τεράστιες διαστάσεις και μαζί με το εμπόριο σε πολιτιστικά αγαθά από παράνομες ανασκαφές πολιτιστικών αγαθών είναι σοβαρό έγκλημα που προκαλεί σημαντική ζημία σε όσους θίγονται άμεσα ή έμμεσα από αυτήν. Το παράνομο εμπόριο πολιτιστικών αγαθών συχνά συνεπάγεται καταναγκαστική πολιτιστική ομογενοποίηση ή καταναγκαστική απώλεια της πολιτιστικής ταυτότητας, ενώ οι αρπαγές πολιτιστικών αγαθών οδηγούν, μεταξύ άλλων, σε αποσύνθεση ολόκληρων πολιτισμών. Όσο υπάρχει η δυνατότητα επικερδούς εμπορίου πολιτιστικών αγαθών προερχόμενων από παράνομες ανασκαφές και κέρδους χωρίς κανέναν σοβαρό κίνδυνο, αυτές οι ανασκαφές και οι λεηλασίες θα συνεχίζονται.»
Λόγω της οικονομικής και της καλλιτεχνικής αξίας των πολιτιστικών αγαθών αυτά έχουν μεγάλη ζήτηση στη διεθνή αγορά. Η έλλειψη αυστηρών διεθνών νομοθετικών μέτρων και η αναποτελεσματική εφαρμογή όποιων μέτρων υπάρχουν έχει ως αποτέλεσμα τα αγαθά αυτά να εντάσσονται στην παραοικονομία. «Ως εκ τούτου, η Ένωση θα πρέπει να απαγορεύει την εισαγωγή στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης πολιτιστικών αγαθών τα οποία έχουν εξαχθεί παράνομα από τρίτες χώρες, Πολλές τρίτες χώρες και τα περισσότερα κράτη μέλη είναι εξοικειωμένα με τους ορισμούς που χρησιμοποιούνται στη σύμβαση της Unesco σχετικά με τα μέτρα για την απαγόρευση και παρεμπόδιση της παράνομης εισαγωγής, εξαγωγής και μεταβίβασης κυριότητας των πολιτιστικών αγαθών που υπεγράφη στο Παρίσι στις 14 Νοεμβρίου 1970 («η σύμβαση της Unesco του 1970») και στη σύμβαση UNIDROIT για τα κλαπέντα ή παρανόμως εξαχθέντα πολιτιστικά αγαθά που υπεγράφη στη Ρώμη στις 24 Ιουνίου 1995.» Οι ορισμοί που χρησιμοποιούνται στον κανονισμό βασίζονται στους εν λόγω ορισμούς.
Η νομιμότητα των εξαγωγών πολιτιστικών αγαθών θα πρέπει να εξετάζεται πρωτίστως βάσει των νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων της χώρας όπου δημιουργήθηκαν ή ανακαλύφθηκαν τα εν λόγω πολιτιστικά αγαθά. Για να αποφευχθεί η καταστρατήγηση του παρόντος κανονισμού διά της απλής εξαγωγής παράνομων πολιτιστικών αγαθών σε άλλη τρίτη χώρα πριν την εισαγωγή τους στην Ένωση, οι εξαιρέσεις αυτές θα πρέπει να ισχύουν όταν τα πολιτιστικά αγαθά βρίσκονται σε τρίτη χώρα για περίοδο άνω των πέντε ετών για σκοπούς άλλους πλην της προσωρινής χρήσης, διαμετακόμισης, επανεξαγωγής ή μεταφόρτωσης.
Ειδικά για τις εικόνες, όπου επικρατεί η παράνομη αγοραπωλησία ορίζεται πως στις περιπτώσεις που μία εικόνα «υπήρξε κάποτε τμήμα παραδείγματος χάριν του εσωτερικού εκκλησίας, μοναστηριού, παρεκκλησίου, είτε αυτόνομα είτε ως τμήμα ενός αρχιτεκτονικού επίπλου, παραδείγματος χάριν εικονοστασίου ή βάσης εικόνας, αποτελεί ζωτικό και αναπόσπαστο τμήμα της θεϊκής λατρείας και της λειτουργικής ζωής, και θα πρέπει να θεωρείται ότι συνιστά αναπόσπαστο τμήμα ενός θρησκευτικού μνημείου που έχει διαμελισθεί. Ακόμη και σε περιπτώσεις όπου είναι άγνωστο το συγκεκριμένο μνημείο στο οποίο ανήκε η εικόνα, αλλά όπου υπάρχουν στοιχεία ότι κάποτε αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος ενός μνημείου, ιδιαίτερα όταν υφίστανται σημάδια ή στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι κάποτε αποτελούσε τμήμα εικονοστασίου ή βάσης εικόνας, η εικόνα θα πρέπει και πάλι να εντάσσεται στην κατηγορία “στοιχεία προερχόμενα από τον διαμελισμό καλλιτεχνικών ή ιστορικών μνημείων ή από αρχαιολογικούς χώρους”.»