Πάνω από μία χιλιετία πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η Κωνσταντινούπολη ήταν γεμάτη σημαντικά μνημεία, κατά τους αιώνες εκείνους. Περισσότεροι από πέντε αιώνες πέρασαν από την άλωσή της, με αποτέλεσμα συχνά καταστροφικό για τα μνημεία. Ακόμα και όσα χρησιμοποιήθηκαν ξανά, (ιδίως οι εκκλησίες που μετατράπηκαν σε τζαμιά) αντιμετωπίζουν λόγω του χρόνου προβλήματα. Πολλώ μάλλον όσα δεν έχουν συντηρηθεί εδώ και εκατονταετίες, όπως πχ., τα τείχη της. Ας δούμε μερικά από τα βυζαντινά μνημεία της Πόλης που κινδυνεύουν σήμερα λόγω των σεισμών.
Θα ξεκινήσουμε από την Αγία Σοφία, τη μεγάλη εκκλησία καύχημα της ορθοδοξίας, που σήμερα έχει μετατραπεί ξανά σε τζαμί και αντιμετωπίζει ήδη σοβαρά ζητήματα λόγω κοσμοσυρροής, ανερχόμενης υγρασίας και άλλων συνθηκών. Ο Μέγας Κωνσταντίνος έκτισε τον πρώτο ναό και τον ονόμασε ναό της Αγίας του Θεού Σοφίας το 325 μ.Χ. Καταστράφηκε από μία πυρκαγιά και ξανακτίστηκε το 414 μ.Χ. από τον Θεοδόσιο τον Μέγα. Ο δεύτερος αυτός ναός καταστράφηκε στην στάση του Νίκα το 532 μ.Χ. στην εποχή του Ιουστινιανού και ιδρύθηκε ξανά στην ίδια θέση από τους αρχιτέκτονες Ανθέμιο και Ισίδωρο μεταξύ των ετών 532-537 μ.Χ. Εκτοτε, δέχτηκε κάποιες φροντίδες, με σημαντικότερη του μεγάλου αρχιτέκτονα Μιμάρ Σινάν. Όμως, αντιμετωπίζει προβλήματα, τα οποία έπρεπε να είχαν επιλυθεί εδώ και χρόνια.
Αυτό τον καιρό ξεκινά μια αποκατάσταση του τρούλου, η οποία θα έπρεπε να είχε ήδη τελειώσει. Αν επισυμβεί μεγάλος σεισμός, το σπουδαίο αυτό μνημείο κινδυνεύει.
Το επόμενο μνημείο είναι η Βασιλική Κινστέρνα, δίπλα στην Αγία Σοφία, και θεωρητικά δεν κινδυνεύει ιδιαίτερα, Η συγκεκριμένη δεξαμενή, διαστάσεων περίπου 141 × 66,5 μ. στην κάτοψη, καλύπτεται από σταυροθόλια φτιαγμένα από οπτοπλίνθους, τα οποία εδράζονται σε 336 κίονες, ορισμένοι ύψους 8 μ., και έχει χωρητικότητα 78.000 κυβικά μέτρα. Το νερό διοχετευόταν στην κινστέρνα μέσω αγωγών μήκους 20 χλμ. από την υδαταποθήκη στο δάσος του Βελιγραδίου, κοντά στη Μαύρη θάλασσα.
Χτισμένη αρχικά κάτω από τη Βασιλική Στοά, που δε σώζεται πλέον, ανοικοδομήθηκε επί αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α’ (527-565) μετά τη Στάση του Νίκα, οπότε και πήρε τη σημερινή μορφή της. Χρησιμοποιήθηκε για τις ανάγκες σε νερό του Μεγάλου Παλατιού, των γύρω οικοδομημάτων και ανακτόρων, αλλά και των κατοίκων της πόλης, ιδιαίτερα τους καλοκαιρινούς μήνες.
Η Βασιλική Κινστέρνα κλείστηκε και, κατά τα φαινόμενα, είχε ξεχαστεί στην Υστερη Βυζαντινή Περίοδο, ανακαλύφθηκε εκ νέου το 1545 από το Γάλλο ανθρωπιστή και αρχαιοδίφη Pierre Gilles, Οι αναστηλώσεις, από το 18ο και μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα, ήταν εξαιρετικά σημαντικές για τη διατήρησή της. Ανακαινίστηκε το 1985, προστέθηκαν ξύλινοι διάδρομοι, ενώ από το 1987 είναι ανοιχτή στο ευρύ κοινό
Ως υπόγεια, χρηστική κατασκευή, που βρισκόταν κάτω από ένα μεγάλο δημόσιο κτήριο, τη Βασιλική Στοά, δεν ήταν προορισμένη να φαίνεται. Το θέμα είναι αν έχει στατικά προβλήματα και αυτό θα έπρεπε να διερευνηθεί.
Ο Πατριαρχικός ναός του Αγίου Γεωργίου στο Φανάρι, έγινε πατριαρχικός το 1600. .Είχαν προηγηθεί αλλεπάληλες περιπέτειες και μετακινήσεις ώσπου να καταλήξει εκεί που βρίσκεται σήμερα -Αγία Ειρήνη(315-325) Αγία Σοφία (325-1453) Άγιοι Απόστολοι(1453-1456) Μονή της Παμμακαρίστου (1456-1587) Θεότοκος η Παραμυθία(1587-1597) Άγιος Δημητρίος Ξυλόπορτας(1597-1600)Άγιος Γεώργιος στο Φανάρι σήμερα.
Ο εντυπωσιακός ναός, αποτελεί κέντρο του χριστιανικού κόσμου της Πόλης από το 1453 και μετά. Η υποβλητική, νεοκλασική πρόσοψη του ναού χρονολογείται από τα μέσα του 19ου αιώνα, η Ιστορία του όμως πηγαίνει πολύ πίσω, στον 15ο.
Το εσωτερικό του ναού, που λειτουργεί κανονικά και είναι επισκέψιμος καθημερινά 8.30-16.00 χωρίς εισιτήριο είναι εντυπωσιακά διακοσμημένο με ψηφιδωτές εικόνες και χρυσοποίκιλτο τέμπλο, ενώ εδώ φυλάσσονται επίσης τα λείψανα των Αγίων Γρηγορίου του Θεολόγου και Ιωάννου του Χρυσοστόμου, και ο πατριαρχικός θρόνος που πιστεύεται ότι χρονολογείται από τον 5ο αιώνα.
Ο ναός συντηρείται από το Πατριαρχείο και μόνο η ηλικία του είναι ο απρόβλεπτος παράγων ως προς τα σεισμικά φαινόμενα.
Η Μονή της Χώρας είναι αφιερωμένη στον Ιησού Χριστό. Από την αρχαία ελληνική, η λέξη ”χώρα”, σημαίνει ”εκτός πόλεως”. Πρωτοχτίsτηκε τον 5 αι.και βρισκόταν έξω από τα τείχη του Κωνσταντίνου. Μετά την κατασκευή των τειχών του Θεοδοσίου έμεινε μέσα, άλλα το όνομα παρέμεινε. Το σημερινό μοναστήρι κατά το τέλος του 11ου αιώνα κατασκευάστηκε από την πεθερά του Αυτοκράτορα Αλεξίου του Κομνηνού(1081-1118),Μαρία Δούκαινα, Ανάμεσα στα έτη 1310-1320 διακοσμήθηκε με τα ψηφιδωτά από τον Θεόδωρο τον Μετοχίτη ο οποίος ήταν ο πρωθυπουργός και ο υπουργός του Θησαυροφυλακίου της εποχής των Παλαιολόγων του Ανδρόνικου του 2ου. Υπάρχουν πανέμορφα ψηφιδωτά από το ευαγγέλιο, και την παλαιά διαθήκη.
Πέρα από τα εκπληκτικής τεχνοτροπίας ψηφιδωτά που την στολίζουν, σπάνιες είναι και οι αναπαραστάσεις στους τρούλους της, σε έναν από τους οποίους εικονίζεται η Παναγία, και σε έναν άλλον οι πατριάρχες και βασιλείς της Παλαιάς Διαθήκης (Αβραάμ, Ισαάκ, Ιακώβ και πάει λέγοντας) γύρω από τον Χριστό. Η Μονή λειτουργεί σήμερα ως τζαμί, είναι όμως και επισκέψιμη ως μνημείο, με εισιτήριο στα 20€.
Εχει αναστηλωθεί πρόσφατα, όμως ένας μεγάλος σεισμός πάντοτε αποτελεί πηγή ανησυχίας για τέτοια μνημεία.
Θα μείνουμε και σε λιγότερο προβεβλημένα μνημεία, όπως το παλάτι του Πορφυρογέννητου και οι Βλαχέρνες. Το Τεκφούρ σαράι, αλλιώς παλάτι του Πορφυρογέννητου, αποτελεί το μοναδικό σωζόμενο υστεροβυζαντινό παλάτι της Κωνσταντινούπολης. Πρόκειται για ένα τραπεζιόσχημο τριώροφο κτήριο το οποίο βρίσκεται στο βόρειο πέρας των χερσαίων τειχών του Θεοδοσίου Β´. Παρουσιάζει ομοιότητες στη διάταξη με τη νότια πτέρυγα του παλατιού του Μυστρά, ενώ η μορφή του θυμίζει αντίστοιχα κτήρια της Δύσης. Χρονολογείται στο 14ο αιώνα, με βάση την τοιχοδομία του και τα μορφολογικά του στοιχεία.
Ορισμένα από τα σημαντικά «άγνωστα» βυζαντινά μνημεία ή μονές της Πόλης των πόλεων είναι μερικά μόνο από όσα πρέπει να προστατευθούν.
Το βυζαντινό παλάτι του Βουκολέοντος στην Κωνσταντινούπολη και η μονή των Αγίων Σεργίου και Βάκχου -γνωστή ως μικρή Αγία Σοφία, που έχει μετατραπεί σε τζαμί- κινδυνεύουν από την κατασκευή της νέας υποθαλάσσιας σήραγγας η οποία θα συνδέσει την ευρωπαϊκή με την ασιατική πλευρά του Βοσπόρου.
Σώζονται επίσης, έστω ως τεμένη ή ερείπια μεταξύ άλλων η Μονή Αγ. Ιωάννου του Στουδίου, Αγ. Ανδρέα εν Κρίσει (Κoca Μustafa Ρasha Camii), Μονή του Ακαταλήπτου ή Παναγίας Διακόνισσας (Κalenderhane Camii), Μονή Αγ. Γεωργίου των Μαγγάνων, Μονή Παναχράντου ή Λιβός (Fenari Ιsa Camii), Μονή Μυρελαίου (Βodrum Camii), η Αγ. Θεοδοσία (GulCamii), οι Αγ. Θεόδωροι (Κilise Camii), Μονή Παμμακαρίστου (Fethiye Camii), Μονή Παντοκράτορος (ΖeyrekCamii), Μονή Παντεπόπτου (Εski ΙmaretCamii), Καθολικό Μονής Προδρόμου εν Τρούλω, η Θεοτόκος των Χαλκοπρατείων, η Παναγία του Μoυχλίου.
Η πόλη φημίζονταν επίσης για τις πελώριες και περίπλοκες αμυντικές κατασκευές της, καθώς αν και δέχτηκε πολλές πολιορκίες κατά τη διάρκεια της ιστορίας της από διάφορους λαούς, τα τείχη της παρέμεναν απαραβίαστα για 9 αιώνες. Οι οχυρώσεις που χτίστηκαν στην Κωνσταντινούπολη για να αντικαταστήσουν τα αρχικά τείχη του Κωνσταντίνου Α΄ χρονολογούνται από την εποχή του Θεοδοσίου Β΄ (408-450) και δέχτηκαν αρκετές επισκευές και επεμβάσεις τους επόμενους αιώνες. Τα τείχη του Θεοδοσίου διέθεταν τρεις αμυντικές ζώνες (τάφρο, προτείχισμα και κυρίως τείχος) και παρέμειναν ουσιαστικά απόρθητα μέχρι το 1453.
Τα αμυντικά τείχη κατασκευάστηκαν με έναν συνδυασμό στοιχείων προκειμένου να γίνει η πόλη απόρθητη. Οι επιτιθέμενοι αρχικά αντιμετώπιζαν μια τάφρο πλάτους 20 μέτρων και βάθους 7 μέτρων η οποία υπήρχε η δυνατότητα να πλημμυρίσει με νερό μέσα από ένα σύστημα σωλήνων. Μια σειρά από φράγματα συγκρατούσαν το νερό όταν γέμιζε η τάφρος. Πίσω από αυτήν υπήρχε ένα εξωτερικό τείχος που διέθετε ένα διάδρομο περιπολίας για την επιτήρηση της τάφρου. Ακόμα πιο πίσω υπήρχε ένα δεύτερο τείχος που είχε κανονικούς πύργους και μια εσωτερική αναβαθμίδα, έτσι ώστε να υπάρχει μια πλατφόρμα βολής εναντίον των εχθρών που επιτίθονταν στην τάφρο και στο πρώτο τείχος.
Τέλος, πίσω από αυτό το τείχος υπήρχε ένα τρίτο, πολύ πιο ογκώδες, εσωτερικό τείχος. Αυτή η τελική κατασκευή είχε πάχος σχεδόν 5 μέτρα, ύψος 12 μέτρα και διέθετε 96 πύργους. Οι πύργοι απείχαν μεταξύ τους 70 μέτρα και έφταναν σε ύψος 20 μέτρων. Οι πύργοι, είτε τετράγωνοι είτε οκταγωνικοί, μπορούσαν να χωρέσουν έως και τρεις πολεμικές μηχανές. Οι πύργοι τοποθετήθηκαν έτσι στο μεσαίο τείχος ώστε να μην εμποδίζουν τις δυνατότητες εκτόξευσης από τους πύργους του εσωτερικού τείχους. Το εσωτερικό τείχος κατασκευάστηκε με τούβλα και ασβεστόλιθους ενώ οι δύο εξωτερικοί κατασκευάστηκαν από ανάμεικτα μπάζα και πλίνθους με πρόσοψη από ασβεστόλιθο. Η πρόσβαση στην πόλη όταν δεν δεχόταν επίθεση, εκτός από τη Χρυσή Πύλη, γινόταν και από δέκα επιπλέον πύλες.
Στα τείχη έχουν πολλές φορές σημειωθεί κατολισθήσεις και καταπτώσεις και είναι ίσως το μνημείο που κινδυνεύει περισσότερο από όλα τα άλλα.