Το μέγα γεγονός της Ανάστασης, ακούστηκε τα μεσάνυχτα σε όλες τις χριστιανικές εκκλησίες του κόσμου, καθώς φέτος, για πρώτη φορά, η Ορθόδοξη και η Καθολική Εκκλησία συμφώνησαν να γιορτάσουν το Πάσχα μαζί. Την Ορθόδοξη ακολουθεί κατ’ έθιμον και η Ρωσική Εκκλησία, η οποία κατά τα λοιπά έχει παραμείνει στο «παλαιό» λεγόμενο ημερολόγιο, με εξαίρεση το Πάσχα.
Η εικόνα που ξεχωρίσαμε για σήμερα είναι «Η Ανάστασις του Χριστού» και ανήκει στις συλλογές του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου, στην Αθήνα, και συγκεκριμένα στη συλλογή φορητών εικόνων και ξυλογλύπτων. Την ζωγράφισε το Ηλίας Μόσκος, το 1657. Ο ζωγράφος ήταν Κρητικός, αλλά είχε καταφύγει στα Επτάνησα λόγω διωγμών από τους Τούρκους. Η εικόνα προέρχεται από την Κεφαλονιά.
«Ἡ πίστη τοῦ χριστιανοῦ δοκιμάζεται μὲ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ σὰν τὸ χρυσάφι στὸ Χωνευτήρι» έγραφε ο Φώτης Κόντογλου σε ένα από τα σημαντικότερα κείμενά του. «Ἀπ᾿ ὅλο τὸ Εὐαγγέλιο ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι τὸ πλέον ἀπίστευτο πράγμα, ὁλότελα ἀπαράδεκτο ἀπὸ τὸ λογικό μας, ἀληθινὸ μαρτύριο γιὰ δαῦτο. Μὰ ἴσια-ἴσια, ἐπειδὴ εἶναι ἕνα πράγμα ὁλότελα ἀπίστευτο, γιὰ τοῦτο χρειάζεται ὁλόκληρη ἡ πίστη μας γιὰ νὰ τὸ πιστέψουμε.
Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι λέμε συχνὰ πὼς ἔχουμε πίστη, ἀλλὰ τὴν ἔχουμε μονάχα γιὰ ὅσα εἶναι πιστευτὰ ἀπ᾿ τὸ μυαλό μας. Ἀλλὰ τότε, δὲν χρειάζεται ἡ πίστη, ἀφοῦ φτάνει ἡ λογική. Ἡ πίστη χρειάζεται γιὰ τὰ ἀπίστευτα.
Οἱ πολλοὶ ἄνθρωποι εἶναι ἄπιστοι. Οἱ ἴδιοι οἱ μαθητάδες τοῦ Χριστοῦ δὲν δίνανε πίστη στὰ λόγια τοῦ δασκάλου τους ὅποτε τοὺς ἔλεγε πὼς θ᾿ ἀναστηθῆ, μ᾿ ὅλο τὸ σεβασμὸ καὶ τὴν ἀφοσίωση ποὺ εἶχαν σ᾿ Αὐτὸν καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη στὰ λόγια του. Καὶ σὰν πήγανε οἱ Μυροφόρες τὴν αὐγὴ στὸ μνῆμα τοῦ Χριστοῦ, κ᾿ εἴδανε τοὺς δυὸ ἀγγέλους ποὺ τὶς μιλήσανε, λέγοντας σ᾿ αὐτὲς πὼς ἀναστήθηκε, τρέξανε νὰ ποῦμε τὴ χαροποιὰ τὴν εἴδηση στοὺς μαθητές, ἐκεῖνοι δὲν πιστέψανε τὰ λόγια τους, ἔχοντας τὴν ἰδέα πὼς ἤτανε φαντασίες: «Καὶ ἐφάνησαν ἐνώπιον αὐτῶν ὡσεὶ λῆρος (τρέλα) τὰ ῥήματα αὐτῶν, καὶ ἠπίστουν αὐταῖς»…
Βλέπεις καταπάνω σὲ πόση ἀπιστία ἀγωνίσθηκε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός; Καὶ στοὺς ἴδιους τοὺς μαθητάδες του. Εἶδες μὲ πόση μακροθυμία τὰ ὑπόμεινε ὅλα; …Καὶ μ᾿ ὅλα αὐτὰ, ἴσαμε σήμερα οἱ περισσότεροι ἀπὸ μᾶς εἴμαστε χωρισμένοι ἀπὸ τὸν Χριστὸ μ᾿ ἕνα τοῖχο παγωμένον, τὸν τοῖχο τῆς ἀπιστίας. Ἐκεῖνος ἀνοίγει τὴν ἀγκάλη του καὶ μᾶς καλεῖ κ᾿ ἐμεῖς τὸν ἀρνιόμαστε. Μᾶς δείχνει τὰ τρυπημένα χέρια του καὶ τὰ πόδια του, κ᾿ ἐμεῖς λέμε πὼς δὲν τὰ βλέπουμε. Ἐμεῖς ψάχνουμε νὰ βροῦμε στηρίγματα στὴν ἀπιστία μας γιὰ νὰ ἱκανοποιήσουμε τὸν ἐγωϊσμό μας, ποὺ τὸν λέμε Φιλοσοφία καὶ Ἐπιστήμη. Ἡ λέξη Ἀνάσταση δὲν χωρᾶ μέσα στὰ βιβλία τῆς γνώσης μας… Γιατὶ «ἡ γνώση τούτου τοῦ κόσμου, δὲ μπορεῖ νὰ γνωρίσει ἄλλο τίποτα, παρεκτὸς ἀπὸ ἕνα πλῆθος λογισμούς, ὄχι ὅμως ἐκεῖνο ποὺ γνωρίζεται μὲ τὴν ἁπλότητα τῆς διάνοιας». Ναί, ἐκείνους ποὺ ἔχουνε αὐτὴ τὴν εὐλογημένη ἁπλότητα τῆς διάνοιας, τοὺς μακάρισε ὁ Κύριος, λέγοντας: «Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται» Καὶ στὸν Θωμᾶ, ποὺ γύρευε νὰ τὸν ψηλαφήση γιὰ νὰ πιστέψη, εἶπε: «Γιατί μὲ εἶδες Θωμᾶ, γιὰ τοῦτο πίστεψες; Μακάριοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ δὲν εἴδανε καὶ πιστέψανε».
Ἂς παρακαλέσουμε τὸν Κύριο νὰ μᾶς δώσει αὐτὴ τὴν πλούσια φτώχεια, καὶ τὴν καθαρὴ καρδιά, ὥστε νὰ τὸν δοῦμε ν᾿ ἀναστήνεται γιὰ νὰ ἀναστηθοῦμε κ᾿ ἐμεῖς μαζί του. Αὐτὴ ἡ ἀνηξεριὰ (ἡ ἄγνοια) εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ τὴ γνώση: «Αὕτη ἐστὶν ἡ ἄγνοια ἡ ὑπερτέρα τῆς γνώσεως». Καλότυχοι καὶ τρισκαλότυχοι ἐκεῖνοι ποὺ τὴν ἔχουνε.
Ας επιστρέψουμε όμως στην εικόνα Ο Μόσκος ζωγράφισε στη Ζάκυνθο μεγάλες εικόνες στο ναό του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου στο φρούριο και υπήρξε επίσης και άριστος ξυλόγλυπτης.
Ο αγιογράφος Ηλίας Μόσκος(1634-87), υπήρξε διδάσκαλος του θεμελιωτή της επτανησιακής τέχνης Παναγιώτη Δοξαρά. Ο Ηλίας ή Λέο Μόσκος ή Μόσχος καταγόταν από το Ρέθυμνο της Κρήτης και άκμασε κατά το δεύτερο ήμισυ του 17ου αιώνα. Ο Ρεθύμνιος ζωγράφος, εργάστηκε στη Ζάκυνθο – (στην οποία είναι γεγονός ότι στράφηκε το μεγαλύτερο κύμα των προσφύγων από την Κρήτη) – ενσωματώνοντας και αυτός στην εικονογραφία των έργων του άφθονα δυτικά στοιχεία.
Όπως γράφει η Ελενα Παπάζη, «ο αγιογράφος φιλοτέχνησε μικρές και μεγάλες εικόνες, για εκκλησίες, για μοναστήρια καθώς και για Έλληνες ή Βενετούς ιδιώτες και άρχοντες, ενώ στον ίδιο αποδίδονται και οι τοιχογραφίες της Μονής Σκοπιώτισσας, στη Ζάκυνθο. Ήταν άριστος συνθέτης που με χρωματισμούς διέφυγε τα στερεότυπα της βυζαντινής αγιογραφίας. Είχε τέχνη απλογραμμική, με την οποία συνέθετε πολύπλοκες παραστάσεις. Η χρυσοκονδυλιά του απέδιδε χάρη στις εικόνες του.
Η τεχνική του εντάσσεται στην παράδοση των Κρητικών ζωγράφων της εποχής του, αλλά εμφάνισε και αρκετά στοιχεία διαφοροποίησης, όπως η σταθερότητα της τεχνοτροπίας του, γνώρισμα προερχόμενο από την ιταλική τέχνη του μπαρόκ. Στον Μόσκο αποδίδεται, για παράδειγμα, η δημιουργία του τύπου της Ανάστασης κατά τα δυτικά πρότυπα, ο τύπος του Ίδε ο Άνθρωπος, καθώς και η απεικόνιση των αγγέλων που ανυψώνουν τον Χριστό και τα σύμβολα του πάθους, θέματα με περιπαθείς μορφές, τα οποία διαδόθηκαν και καταγράφηκαν ως βασικά χαρακτηριστικά της ζακυνθινής ζωγραφικής του 18ου αι.»
Ο Μόσκος είχε τέχνη απλογραμμική, με την οποία συνέθετε πολύπλοκες παραστάσεις. Η χρυσοκονδυλιά του απέδιδε χάρη στις εικόνες του. Έργα του σώζονται σε ναούς, ιδιωτικές συλλογές και μουσεία.
Στις 12 Οκτωβρίου 1666 ο sir Ηλίας Μόσκος του ποτέ Τζουάνε απο το Ρέθυμνος, άρρωστος βαρειά, έκανε τη διαθήκη του στη Ζάκυνθο. Το κείμενο της διαθήκης του παρέχει πολλές πληροφορίες για την οικογενειακή ζωή και την περιουσία του ζωγράφου. Έτσι γνωρίζομε ότι την εποχή εκείνη ήταν ανύπανδρος και είχε έναν αδελφό, τον Γεώργιο, τον όποιο και άφηνε γενικό κληρονόμο του. Διέθετε αξιόλογη περιουσία στη Ζάκυνθο άλλα είχε οικονομικές δοσοληψίες και με κατοίκους της Κέρκυρας και της Κεφαλονιάς. Επιθυμία τού ζωγράφου, σύμφωνα με τη διαθήκη του, ήταν να ταφεί στη μονή Προδρόμου στη Λαγκάδα (Καταστάρι), στην όποια άφηνε ένα σπίτι με αυλή και το καΐκι του, καθώς και οδηγίες στους μοναχούς για την κηδεία και τα μνημόσυνἀ του.
Από τη βαριά αρρώστια του θα πρέπει πάντως να επέζησε, γιατί στις 9 Σεπτεμβρίου 1677 νυμφεύθηκε την Αικατερίνη Γρυπάρη, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά, τον Γεώργιο και τη Μαρία. Στις 8 Ιανουαρίου 1687 συνέταξε νέα διαθήκη, με την οποία ζητούσε να ταφεί στον ναό της Φανερωμένης και άφηνε κληρονόμους τα δύο του παιδιά. Πέθανε στις 26 Ιανουαρίου του ίδιου χρόνου.