23 C
Athens

Το κέντρο της Αθήνας «σφύζει» από αρχαιότητες και κατάλοιπα Ιστορίας

Εξήντα δωμάτια και περίστυλη αυλή φαίνεται πως είχε το μεγάλο οικοδόμημα ρωμαϊκής εποχής που έχει εντοπισθεί στη Λεωφόρο Βασιλίσσης Ολγας. Στις εν εξελίξει ανασκαφές που διενεργούνται στο πλαίσιο του Έργου «Ανάπλαση της Λεωφόρου Βασιλίσσης Όλγας στην Αθήνα», έχουν αποκαλυφθεί κατάλοιπα που αποτελούν συνέχεια προς νότον του μεγάλου αυτού συγκροτήματος. Είχε ερευνηθεί  από τον Στέφανο Κουμανούδη το 1888/89. «Το μνημειώδες συγκρότημα με περίστυλη αυλή και 60 δωμάτια κτίστηκε στην περίοδο που ο Αδριανός πραγματοποίησε την επέκταση της πόλης προς τα Ανατολικά και ανακατασκευάστηκε μετά την εισβολή των Ερούλων το 267μ.Χ.» σύμφωνα με την διευθύντρια Προϊστορικών- Κλασικών Αρχαιοτήτων και αναπληρώτρια προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Αθηνών Ελενα Κουντούρη.

«Από το οικοδόμημα αυτό σήμερα διατηρείται ορατό, στα ανατολικά του αγάλματος του Βύρωνα, τμήμα ημικυκλικής στοάς με ψηφιδωτό δάπεδο του 5ου αιώνα μ.Χ.» όπως είπε η ίδια. «Το δυτικό τμήμα του συγκροτήματος αναπτύσσεται πάνω στις επιχώσεις της αμυντικής τάφρου, πλάτους 10μ. και βάθους περίπου 3μ., που διανοίχθηκε κατά μήκος του Θεμιστόκλειου τείχους στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. Ανευρέθησαν δεκάδες κτιστών πιθόσχημων δεξαμενών για την αποθήκευση δημητριακών και νερού και πήλινων μεγάλων πίθων για λάδι, κρασί και στερεές τροφές.

Η δρ Κουντούρη μίλησε για το έργο της Εφορείας Αρχαιοτήτων Αθηνών κατά την τελευταία τριετία στο πλαίσιο εκδήλωσης που έγινε από την Ενωση Φίλων Ακροπόλεως. Η εκδήλωση φιλοξενήθηκε στο αμφιθέατρο «Δημήτριος Παντερμαλής» του Μουσείου Ακρόπολης.

Η ανασκαφή στη λεωφόρο Βασ Ολγας είναι σημαντική, διότι το αποτέλεσμά της θα καθορίσει αν η λεωφόρος θα πεζοδρομηθεί, με τα αρχαία σε ανάδειξη, ή αν είναι δυνατόν ένα τμήμα της να στηρίζει κυκλοφορία οχημάτων.

Τα δάπεδα των δωματίων είναι πολυτελή και καλύπτονται με ψηφιδωτή γεωμετρική διακόσμηση, ενώ υπήρξαν και άλλα σημαντικά κινητά ευρήματα όπως επιγραφές, γλυπτά και μικρός βωμός του Απόλλωνα.

Η επίστεψη των τοίχων αποκαλύφθηκε αμέσως κάτω από το πλακόστρωτο των πεζοδρομίων και του ασφαλτοτάπητα, κάτι που σημαίνει πως το αρχαίο ήταν σε μικρό βάθος, άρα για να δοθεί στην κυκλοφορία ο δρόμος θα πρέπει να γίνει νέα κατάχωσή του. Αυτό θα συνυπολογιστεί με τα άλλα ευρήματα και τη σημασία τους. Οι τοίχοι όλων των χώρων επεκτείνονται σε περιοχές, όπου δεν είναι εφικτή η συνέχιση της έρευνας. Τα κινητά ευρήματα επιβεβαιώνουν την χρονολόγηση του οικοδομήματος στον δεύτερο αιώνα μ.Χ., οπότε  ο αυτοκράτορας Αδριανός μερίμνησε για την επέκταση της πόλης προς τα Ανατολικά. Το οικοδόμημα γνώρισε και δεύτερη οικοδομική φάση, κατά τον 4ο αιώνα μ.Χ.

Κατά τη διάρκεια των τελευταίων τριών ετών η Εφορεία Αρχαιοτήτων Πόλης Αθηνών, κιβωτός και διαχειριστής των αρχαιοτήτων και μουσείων στα όρια του Δήμου Αθηναίων, διενεργεί πληθώρα σωστικών ανασκαφικών ερευνών, άνω των τριάντα, εποπτεύοντας την ιδιωτική οικοδομική δραστηριότητα και τα δημόσια έργα, όπως ανέφερε η Ελενα Κουντούρη. Η αποκάλυψη αξιόλογων καταλοίπων που εγγράφονται στη σφαίρα του ιδιωτικού και δημόσιου χαρακτήρα, όπως  τμημάτων της αρχαίας οχύρωσης της πόλης, εργαστηριακών εγκαταστάσεων, υδραυλικών υποδομών νεκροταφείων και αρχαίων οδών, που ανάγονται από τους προϊστορικούς έως και τους νεότερους χρόνους, προσέθεσε νέες ψηφίδες γνώσης στον αρχαιολογικό και τοπογραφικό χάρτη πόλης των Αθηνών και τον εμπλουτισμό της με νέα τοπόσημα.

Ανάμεσα σε όσα ανέφερε, ξεχωρίσαμε τις παρακάτω ανασκαφές:

ΚΑΛΛΙΣΠΕΡΗ ΚΑΙ ΕΡΕΧΘΕΙΟΥ

Η επαναφορά στο φως από την αχλύ αιώνων ολόγλυφων αγαλμάτων κατά τη “Η εντατική έρευνα που διενεργήθηκε, υπό εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες, δεδομένου ότι περιορίστηκε στην περιοχή επέμβασης του τεχνικού έργου, έδειξε ότι τα αγάλματα, προερχόμενα  από δύο συντάγματα, είχαν σκοπίμως αποκρυβεί εντός κτιστής κατασκευής  ορθογωνίου σχήματος, κατασκευασμένης από οπτόπλινθους και κροκαλοπαγείς λιθοπλίνθους σε β΄ χρήση. Ενδεχομένως ήταν είδος κρύπτης ή υπόγειος χώρος. Εκτός από τους κορμούς των γλυπτών και τις πλίνθους στήριξής τους, τα λοιπά μέλη βρέθηκαν κατακερματισμένα, ενώ τα κεφάλια των δύο αγαλμάτων είχαν τοποθετηθεί στη βόρεια στενή πλευρά της κατασκευής. Από το σύνολο των ευρημάτων φαίνεται ότι είναι δυνατή η αποκατάσταση της αρχικής συνθέσεως των συνταγμάτων και έχει ήδη ξεκινήσει η εκπόνηση σχετικής μελέτης από το Τμήμα Συντήρησης της Εφορείας.

Αν και είναι σχετικά πρώιμος ο σχολιασμός των γλυπτών της Καλλησπέρη, φαίνεται πως «ο συγκινητικά φροντισμένος τρόπος εναπόθεσης, παραπέμπει σε ευλαβική απόκρυψη, ή εσκεμμένη προσπάθεια διάσωσής τους, ενδεχομένως από την επιθετική πρακτική των Χριστιανών κατά την ύστερη αρχαιότητα και μπορεί να συνδεθεί με το οριστικό κλείσιμο των φιλοσοφικών σχολών στην Αθήνα και εν προκειμένω με την Οικία του Πρόκλου. Με την τελευταία, με την οποία γειτνιάζει χωρικά, δεν αποκλείεται να συνανήκει. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, το εύρημα εγγράφεται σε κοινό αρχαιολογικό ορίζοντα με την Οικία, καθώς λύχνοι των αρχών του 6ου αι. έχουν βρεθεί στις ύστατες επιχώσεις της, χρονολογώντας τότε την παύση λειτουργίας της.»

Σήμερα βέβαια η έρευνα αμφιταλαντεύεται πάνω στην αναστολή ή μη της λειτουργίας των εκπαιδευτικών θεσμών και του παγανισμού στην πόλη το έτος 529, χρονιά κατά την οποία ο Ιουστινιανός Α’ εξέδωσε έδικτο, με το οποίο απαγόρευε τη διδασκαλία της φιλοσοφίας και της νομικής, όπως και με το ζήτημα ταύτισης των επαύλεων της ύστερης αρχαιότητας, ειδικά αυτών στις βόρειες υπώρειες του Αρείου Πάγου με έδρες σχολών. Αναμφίβολα, λοιπόν, η περαιτέρω ανάλυση του ευρήματος της Καλλησπέρη ρίχνει εκ νέου νερό στο μύλο της προβληματικής αναφορικά με το τέλος του παγανιστικού κόσμου και της νίκης του χριστιανισμού στην Αθήνα, καθώς και την εν γένει λειτουργία των φιλοσοφικών σχολών.

Πλατεία Θεάτρου 

 Όπως έχει διαπιστωθεί και από προγενέστερη αρχαιολογική διερεύνηση η περιοχή της Πλατείας Θεάτρου εμφανίζει πυκνά εργαστηριακά και οικιστικά κατάλοιπα, με διάρκεια χρήσης από τους ύστερους κλασικούς έως τους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους. Έτσι δεν αποτέλεσε έκπληξη η αποκάλυψη τμήματος σημαντικού οικοδομήματος των χρόνων αυτών (πιθανότατα τμήμα αστικής έπαυλης ή διδακτηρίου) που αποτελείται από έναν κεντρικό αίθριο τετράγωνο χώρο με βαθμιδωτή δεξαμενή τετράγωνης κάτοψης στο κέντρο του. Ο χώρος σχημάτιζε περιμετρικά στοές, τα δάπεδα των οποίων κοσμούνται με μαρμαροθετήματα (opus sectile) που φέρουν γεωμετρικά μοτίβα. Εκατέρωθεν του περιστυλίου, προς ανατολάς και προς δυσμάς, διατηρήθηκαν ψηφιδωτά δάπεδα (opus tessellatum) από πολύχρωμες ψηφίδες με σχηματοποιημένα γεωμετρικά και φυτικά μοτίβα. Προγενέστερες έρευνες στην περιοχή καταδεικνύουν ότι η συνέχεια του οικοδομήματος έχει αποκαλυφθεί επί της Πλατείας Θεάτρου 6-8, ενώ δεν αποκλείεται να συνανήκουν και κατάλοιπα με ψηφιδωτά δάπεδα επί της οδού Ευριπίδου.

ΕΚΤΟΣ ΤΕΙΧΩΝ

  • Λεωφ. Βουλιαγμένης 16, Περραιβού και Κοκκίνη και Καλλιρόης 11

« Η ανασκαφική έρευνα σε δύο ακίνητα στην περιοχή του Νέου Κόσμου, το πρώτο επί των οδών Λεωφόρου Βουλιαγμένης 16, Περραιβού και Κοκκίνη, και το δεύτερο επί της οδού Καλλιρόης 11, έριξε νερό στο μύλο της προβληματικής αναφορικά με το λεγόμενο γυμνάσιο του Κυνοσάργους» είπε η κα Κουντούρη.  «Ήρθαν στο φως τμήματα ζεύγους στιβαρών τοίχων από opus caementicium, οι οποίοι διατάσσονται παράλληλα, με κατεύθυνση Β.-Ν. στο οικόπεδο επί της Βουλιαγμένης ή Α.-Δ. στην περίπτωση του οικοπέδου επί της Καλλιρόης. Αναγνωρίστηκαν ως θεμελιώσεις εξωτερικού τοίχου και εσωτερικής κιονοστοιχίας, πάχους 2.60 μ., του κτηρίου μεγάλων διαστάσεων, επιμελημένης κατασκευής και σχεδιασμού, κατά τα φαινόμενα δημόσιου χαρακτήρα, που μελετήθηκε από τον Ι. Τραυλό, το 1970 και ενδεχομένως ταυτίζεται με το Αδριάνειο Γυμνάσιο, γνωστό από τον Παυσανία (1.18.9).

 Η τοιχοδομία είναι πολύ ισχυρή, με χρήση πλήθους μαρμάρινων θραυσμάτων και λατυπών, με ελάχιστα θραύσματα κεράμων, κροκάλες του παρακείμενου Ιλισού και ισχυρότατο κονίαμα. Επιβεβαιώθηκε ακόμη, μεταξύ άλλων, ότι σε επαφή και κατά μήκος της θεμελίωσης της εσωτερικής κιονοστοιχίας εφάπτεται χυτή υποδομή που ενσωματώνει κτιστό υπόγειο αγωγό για τη συλλογή των ομβρίων, κατασκευασμένο με αμιγή πλινθοδομή και κάλυψη με ζεύγη κεκλιμένων και αντερειδομένων οπτοπλίνθων, που «συναντώνται», σχηματίζοντας σε τομή το σχήμα κεφαλαίου Λ»

Τα ακίνητα επί των οδών Βουλιαγμένης και Καλλιρόης χωροθετούνται νοτίως του Ιλισού, στην περιοχή που είναι γνωστή ως Κυνόσαργες. Σύμφωνα με χωρίο του Στ. Βυζαντίου, το Κυνόσαργες ανήκε στο δήμο της Διομείας, που τοποθετείται στη νοτιοανατολική πλευρά της πόλης, ακριβώς έξω από τα τείχη του άστεως, ενώ από άλλες πηγές προκύπτει ότι το γυμνάσιο του Κυνοσάργους, ένα από τα τρία Γυμνάσια της κλασσικής Αθήνας βρισκόταν «μικρὸν ἄπωθεν τῶν πυλῶν». Αποκαλυφθέντα ταφικά κατάλοιπα ανήκουν στο νεκροταφείο του Κυνοσάργους, το οποίο αναπτύχθηκε στην αριστερή όχθη του Ιλισσού, με χρήση ήδη από την γεωμετρική εποχή, εκατέρωθεν οδού που διερχόταν από τις Διόμειες ή τη Διομηίδα πύλη με κατεύθυνση προς τα λατομεία της Λαυρεωτικής και το ιερό του Σουνίου.

Ενδιαφέρον, πάντως, προκαλεί η παρατήρηση ότι το παλαιοχριστιανικό νεκροταφείο του Κυνοσάργους σεβάστηκε τον χώρο του «Γυμνασίου» και αναπτύχθηκε εκτός του περιγράμματός του. Σύμφωνα με την σχεδιαστική αναπαράσταση του Τραυλού την οποία συμπληρώνουν προοδευτικά οι ανασκαφικές έρευνες της Εφορείας, το μεγάλο ρωμαϊκό κτίριο έχει εσωτερική περίστυλη αυλή και επιμέρους αίθουσες, με αποκαθιστούμενες διαστάσεις ≈80×60μ., και προσανατολισμό κατά τον άξονα Α-Δ, όπως ακριβώς και το ιερό του Ολυμπίου Διός. Επιμέρους κατασκευαστικές λεπτομέρειες και ομοιότητες που παρουσιάζει με αυτό, καθώς και τη βιβλιοθήκη του Αδριανού υποδεικνύουν ενδεχομένως χρονολόγησή του στην αδριάνεια εποχή και επιτρέπουν την ταύτισή του είτε με την αδριάνεια ανακατασκευή του Γυμνασίου του Κυνοσάργους που ήταν αφιερωμένο στον Ηρακλή και είχε καταστραφεί το 200 π.Χ. από τον Φίλιππο τον Ε΄είτε με το γυμνάσιο του Αδριανού, γνωστό από την αναφορά του Παυσανία.

Το ερώτημα της διάρκειας χρήσης και της ενδεχόμενης καταστροφής του «Γυμνασίου» προς το παρόν παραμένει ανοιχτό.

Αγγελική Κώττη

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ