«Η συζήτηση για την άμυνα αποτελεί μέρος της ενηλικίωσης της Ευρώπης, και αυτό θα οδηγήσει σε μια πιο υγιή και σύγχρονη σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες», ανέφερε η υφυπουργός Εξωτερικών Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου κατά τη διάρκεια συζήτησης στο 10ο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών.
Σημείωσε πως η ευρωπαϊκή άμυνα μπορεί να περιλαμβάνει μεν τρίτες χώρες, αν αυτές οι χώρες έχουν τις ίδιες αξίες, αφού ο σκοπός της ευρωπαϊκής άμυνας είναι να διασφαλίσουμε τη δημοκρατία μας, το κράτος δικαίου, τις αξίες μας, τον τρόπο που θέλουμε να ζούμε στην Ευρώπη.
«Σε αυτό το πλαίσιο, ναι, η πόρτα πρέπει να είναι ανοιχτή, αλλά άλλες προϋποθέσεις και όρους», ανέφερε. «Πρέπει ακόμη να ληφθούν υπόψη τα βασικά στρατηγικά συμφέροντα όλων των κρατών μελών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
Σημείωσε πως η κύρια απειλή είναι από τη Ρωσία, η οποία έχει εισβάλει σε μια ανεξάρτητη χώρα. Όμως, πρόσθεσε, η Ελλάδα βρίσκεται γεωγραφικά ανάμεσα σε πολέμους, ενώ «έχει νιώσει το αίσθημα απειλών από το ανατολικό τμήμα, από την Τουρκία».
Όπως επεσήμανε, δεν είναι ο κόσμος που είχαμε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αν αλλάξει η ισορροπία δυνάμεων, αν αλλάξουν οι γεωπολιτικές συνθήκες, είναι φυσιολογικό ότι κάποια στιγμή θα αλλάξει και η στάση και η πολιτική των κρατών.
«Αυτό βλέπουμε τώρα. Η αμερικανική εξωτερική πολιτική και όχι μόνο η εξωτερική πολιτική, αλλάζει, προσαρμόζεται σε κάποιες νέες συνθήκες επί του εδάφους, οι αλλαγές στις ΗΠΑ είναι πολύ βαθιές και δεν επηρεάζουν μόνο την εξωτερική πολιτική. Επηρεάζουν όλες τις εσωτερικές πολιτικές και το πώς οι ΗΠΑ βλέπουν τον εαυτό τους, προς τα πού οδεύουν σε όλα τα επίπεδα, κοινωνικά, οικονομικά, πολιτικά», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Επεσήμανε πως φυσικά αυτές οι αλλαγές επηρεάζουν όλους εμάς στην Ευρώπη. «Πρέπει να παραδεχτούμε ότι ζήσαμε 80 χρόνια πρωτοφανούς ευημερίας, και σε μεγάλο βαθμό, αυτό οφειλόταν και στην αμερικανική ομπρέλα», τόνισε και πρόσθεσε πως αυτή είναι η ευκαιρία για «να συγκεντρώσουμε τις δυνάμεις μας, να δούμε τις ανάγκες μας, να συντονίσουμε τις ενέργειές μας και να επιδιώξουμε τη στρατηγική αυτονομία».
«Είναι κάτι που ακολουθεί και η Ελλάδα. Η στρατηγική αυτονομία δεν είναι μόνο άμυνα, είναι κάτι πολύ περισσότερο, οπότε είναι στο χέρι μας να την αδράξουμε την ευκαιρία».
Αναφορικά με τη διεύρυνση της ΕΕ, επεσήμανε πως πολλές φορές στο παρελθόν αποτύχαμε να μείνουμε σταθεροί στα χρονοδιαγράμματα που είχαν τεθεί, όχι από λάθος των Ευρωπαίων, αλλά των χωρών της διεύρυνσης.
«Η διεύρυνση είναι γεωπολιτική. Όταν μιλάμε για τα Δυτικά Βαλκάνια, δεν μπορούμε να μιλάμε για την Ευρώπη, τις ευρωπαϊκές πολιτικές που ενώνονται, έχοντας μια μεγάλη μαύρη τρύπα στην καρδιά της Ευρώπης».
Όσον αφορά την Ελλάδα, επεσήμανε, ήμασταν στην πρώτη γραμμή της διεύρυνσης.
«Οι χώρες της διεύρυνσης έχουν ήδη έρθει πιο κοντά στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η διαδικασία της διεύρυνσης είναι εντελώς διαφορετική τώρα από ό, τι όταν ήταν πριν από 20 χρόνια, και απαιτεί μεγαλύτερη συνοχή και μεγαλύτερη προσαρμογή», τόνισε και πρόσθεσε:
«Μπορούμε να συμβιβαστούμε σε πολλά πράγματα, αλλά δεν μπορούμε να συμβιβαστούμε σε θέματα δημοκρατίας. Αυτό είναι πολύ σημαντικό. Είναι η κόλλα, η κόλλα που μας κρατάει όλους μαζί».
Μπ. Χαντάντ: «Πρέπει να αναλάβουμε πολύ περισσότερο την ευθύνη για την ασφάλεια και την άμυνά μας»
Από την πλευρά του ο Μπενζαμέν Χαντάντ (Benjamin Haddad), αναπληρωτής υπουργός Ευρώπης και Εξωτερικών Υποθέσεων της Γαλλίας, αρμόδιος για τα ευρωπαϊκά θέματα, σημείωσε πως αυτό που βλέπουμε αυτή τη στιγμή στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι μια επιτάχυνση και συνέχιση των προϋπαρχουσών τάσεων. Ήδη από την κυβέρνηση Ομπάμα, υπήρχαν τάσεις προς τον προστατευτισμό, ανέφερε.
«Το συμπέρασμα είναι το εξής: αυτή τη στιγμή πρέπει να αναλάβουμε πολύ περισσότερο την ευθύνη για την ασφάλεια και την άμυνά μας», υπογράμμισε. «Και αυτό συνδυάζεται, φυσικά, πρώτα και κύρια, με την απειλή που θέτει η Ρωσία για τη δημοκρατία μας».
«Πρέπει να επενδύσουμε στη στρατηγική μας αυτονομία, όχι μόνο αυξάνοντας τις αμυντικές μας δαπάνες, αυξάνοντας τη βιομηχανική συνεργασία, εξετάζοντας πού έχουμε εξαρτήσεις».
«Βρισκόμαστε σε ένα ιστορικό σημείο καμπής όπου υπάρχει η αίσθηση του επείγοντος. Η ώθηση που μας δίνεται τώρα είναι να πάρουμε τις ιστορικές αποφάσεις που χρειαζόμαστε από την πλευρά της τεχνολογίας, του στρατού και της οικονομίας, για να μπορέσουμε πραγματικά να υπερασπιστούμε τα συμφέροντά μας».
«Είναι ξεκάθαρο ότι θέλουμε ειρήνη στην Ουκρανία. Αυτό που θέλουν οι Ουκρανοί είναι να μπορούν να είναι ειρηνικοί, να επιλέγουν ελεύθερα τον πολιτικό τους προσανατολισμό, τον γεωπολιτικό τους προσανατολισμό, τις συμμαχίες τους, να μπορούν να ζουν πλήρως ως δημοκρατία στην ευρωπαϊκή ήπειρο», σημείωσε και πρόσθεσε:
«Το ερώτημα είναι, πώς το επιτυγχάνετε αυτό; Και δεν υπάρχει καμία απλή λύση, δεν πατάς ένα κουμπί και απλά τερματίζεις τη σύγκρουση και μετά τελειώνεις. Αυτό που θέλουμε είναι πρώτα να μπορέσουμε να φτάσουμε σε κατάπαυση του πυρός».
Ανέφερε πως «είναι ξεκάθαρο, αν κοιτάξετε τις διαπραγματεύσεις που εκτυλίσσονται τους τελευταίους δύο μήνες, ότι η Ρωσία είναι αυτή που γυρίζει την πλάτη της στην ειρήνη. Δεν αποτελεί έκπληξη».
«Ο μόνος τρόπος για την κατάπαυση του πυρός είναι να αυξήσουμε τη στρατιωτική και οικονομική πίεση στη Ρωσία και να συνεχίσουμε να υποστηρίζουμε την Ουκρανία, για να την φέρουμε στην καλύτερη δυνατή θέση για τη διαπραγμάτευση», επεσήμανε.
«Και στη συνέχεια, το δεύτερο βήμα είναι να διασφαλίσουμε ότι διαπραγματευόμαστε μια δίκαιη ειρήνη που δεν είναι μόνο για να υπάρξει μια παρένθεση που η Ρωσία θα χρησιμοποιεί για να επανεξοπλιστεί και στη συνέχεια να επιτεθεί».
Σημείωσε πως η Ρωσία απειλεί όλο και περισσότερο τις ευρωπαϊκές δημοκρατίες, με παρεμβάσεις, κυβερνοεπιθέσεις, σαμποτάζ, συνεχή εκφοβισμό και επανεξέταση των συνόρων της Ευρώπης, της μεταψυχροπολεμικής αρχιτεκτονικής ασφάλειας.
«Σαφώς, αυτή είναι μια στιγμή που θα πρέπει να αναλάβουμε την ευθύνη. Πρέπει να μιλήσουμε για την αύξηση της στρατηγικής μας αυτονομίας μακροπρόθεσμα. Η πρώτη δοκιμασία θα είναι η Ουκρανία», υπογράμμισε.
Τ. Μπερνς: Δεν θα ενταχθούμε στο ΝΑΤΟ, αλλά θα ενδιαφερθούμε πολύ περισσότερο για τη δική μας άμυνα
Ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών της Ιρλανδίας, υπεύθυνος για θέματα Ευρωπαϊκών Υποθέσεων και Άμυνας Τόμας Μπερνς (Thomas Byrne), σημείωσε πως η χώρα του είναι ίσως η πιο ενθουσιώδης στην Ευρωπαϊκή Ένωση όσον αφορά τη συμμετοχή της, καθώς είδε τα αρνητικά με το Brexit και πλέον είναι κατά 90% υπέρ της ΕΕ.
«Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ένα σπίτι, είμαστε εμείς», σημείωσε και πρόσθεσε όμως ότι υπάρχουν 30-40 εκατομμύρια άνθρωποι ιρλανδικής καταγωγής στις ΗΠΑ, έτσι διατηρούμε πολύ στενούς δεσμούς.
«Πρέπει ακόμα να προσέξουμε τους εαυτούς μας και πρέπει να διατηρήσουμε τους δεσμούς με τις δημοκρατίες του κόσμου, και αυτό περιλαμβάνει τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής».
Η αμυντική πολιτική της Ιρλανδίας, η πολιτική της ουδετερότητας, χαρακτηρίζεται από τη μη συμμετοχή στο ΝΑΤΟ και «δεν νομίζω ότι αυτό πρόκειται να αλλάξει».
Ωστόσο, πρόσθεσε, «γίνεται όλο και πιο σαφές στον ιρλανδικό λαό και σίγουρα στην κυβέρνηση, ότι πρέπει να επενδύσουμε στην αμυντική μας πολιτική, στην πραγματικότητα να επενδύσουμε στην ουδετερότητά μας».
«Δεν θα ενταχθούμε στο ΝΑΤΟ, αλλά νομίζω ότι θα ενδιαφερθούμε πολύ περισσότερο για τη δική μας άμυνα, αλλά και για την άμυνα της Ευρώπης».
Σημείωσε πως μία από τις μεγάλες προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε αυτή τη στιγμή με την αύξηση των αμυντικών μας δαπανών είναι η διαδικασία προμηθειών. Χρειάζεται πολύς χρόνος για την προμήθεια προϊόντων και αυτό είναι κάτι που πρέπει να βελτιωθεί.
Ανέφερε ακόμη ότι το Ηνωμένο Βασίλειο είναι πλέον «σίγουρα πιο κοντά στην ΕΕ και δεν υπάρχει το μίσος μεταξύ Λονδίνου και Βρυξελλών».
«Αυτές οι συζητήσεις που γίνονται σε υψηλό επίπεδο για την ασφάλεια και την άμυνα είναι ευπρόσδεκτες. Αυτό που θα έλεγα στους Βρετανούς φίλους μας είναι ότι είναι υπέροχο που τώρα ξανασχολούνται, διότι για μεγάλο χρονικό διάστημα οι επισκέψεις τους εκεί είχαν μειωθεί», επεσήμανε και πρόσθεσε:
«Είναι αξιοσημείωτο, και στην περίπτωσή μας είναι ζωτικής σημασίας για την ειρήνη στο νησί της Ιρλανδίας».