24.2 C
Athens

Το μήνυμα του Ισραήλ σε Ιράν και Ουάσιγκτον – Γράφει ο Δημήτρης Απόκης

Η περιορισμένη σε κλίμακα και ένταση αλλά μεγάλης ακρίβειας, επίθεση του Ισραήλ σε αεροπορική βάση κοντά στο Ισφαχάν του Ιράν, ως απάντηση στην επίθεση του Ιράν με drones και βαλλιστικούς πυραύλους εναντίον του Ισραήλ, στέλνει ένα ξεκάθαρο μήνυμα όχι μόνο στο καθεστώς των μουλάδων της Τεχεράνης, αλλά και στην κυβέρνηση Μπάιντεν και τους θιασώτες της στην Ευρώπη. Δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση να προσχωρήσει στο στρατόπεδο του επικίνδυνου κατευνασμού.

Του Δημήτρη Γ. Απόκη*

Με την ανάληψη αυτής της δράσης, το Ισραήλ αγνόησε την ισχυρή πίεση από την Ουάσιγκτον και ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, να μην αντιδράσει στην επίθεση του Ιράν, επειδή αυτό θα μπορούσε να κλιμακώσει περαιτέρω τις εντάσεις. Το Ισραήλ απέρριψε αυτή την πίεση και αντ’ αυτού έστειλε ένα μήνυμα ότι δεν θα ανεχθεί επιθέσεις στο έδαφός του από το Ιράν και ότι ποτέ δεν θα κατευνάσει το Ιράν.

Η επίθεση στο Ισφαχάν έχει τη σημασία της, επειδή είναι η τοποθεσία του μεγαλύτερου πυρηνικού ερευνητικού συγκροτήματος του Ιράν, το οποίο απασχολεί περίπου 3.000 επιστήμονες. Η περιοχή του Ισφαχάν διαθέτει επίσης σημαντική στρατιωτική υποδομή, συμπεριλαμβανομένης μιας μεγάλης αεροπορικής βάσης, ενός μεγάλου συγκροτήματος παραγωγής πυραύλων και αρκετών πυρηνικών εγκαταστάσεων.

Αν και επρόκειτο για μια περιορισμένη ισραηλινή επίθεση, ο στόχος του Ισραήλ, ήταν να αποδείξει την ικανότητά του να χτυπήσει βαθιά μέσα στο Ιράν και το Ισφαχάν, επιλέχθηκε επειδή έχει σημαντικές και ευάλωτες πυρηνικές εγκαταστάσεις που το Ισραήλ θα μπορούσε να καταστρέψει αν ήθελε. Ταυτόχρονα, το Ισραήλ πραγματοποίησε αυτή την επίθεση ως επίδειξη δύναμης, που όμως δεν θα μπορούσε να οδηγήσει σε περαιτέρω κλιμάκωση και επίσης απέφυγε τις απώλειες αμάχων. Το κυριότερο που αντανακλά η επίθεση είναι το πόσο σοβαρά πήρε την επίθεση από το Ιράν στις 13 Απριλίου.

Μετά την επίθεση από το Ιράν στις 13 Απριλίου εναντίον του Ισραήλ, η κυβέρνηση Μπάιντεν και άλλοι παγκόσμιοι ηγέτες κάλεσαν το Ισραήλ να επιδείξει αυτοσυγκράτηση και να μην ανταποδώσει.

Το επιχείρημα ήταν, ότι η επίθεση του Ιράν δεν ήταν σοβαρή απειλή και οι ισραηλινοί ηγέτες δεν θα πρέπει επομένως να διακινδυνεύσουν έναν μεγάλο πόλεμο προχωρώντας σε μια απάντηση.

Η κυβέρνηση Μπάιντεν προσπάθησε επίσης να αποτρέψει το Ισραήλ, ανακοινώνοντας νέες κυρώσεις κατά του Σώματος των Φρουρών της Επανάστασης και του υπουργείου Άμυνας του Ιράν.

Το Ισραήλ, αντιμετώπισε την κατάσταση διαφορετικά. Ως μια κόκκινη γραμμή και απαιτούσε στρατιωτική απάντηση. Σύμφωνα με πληροφορίες, το Ισραήλ ακύρωσε δύο επιθέσεις εναντίον του Ιράν. Εξαπάτησε το Ιράν σχετικά με το χρονοδιάγραμμα της επίθεσης διαρρέοντας στον Τύπο ότι οποιαδήποτε επίθεση θα συμβεί μετά το Εβραϊκό Πάσχα.

Ξεκάθαρα και σωστά, το Ισραήλ κατέληξε στο ότι η μη ανάληψη δράσης εναντίον του Ιράν λόγω των απειλών του να απαντήσει με νέα επίθεση εναντίον του Ισραήλ θα ισοδυναμούσε με κατευνασμό.

Επίσης, καθοριστικός στην απόφαση του Ισραήλ, ήταν ο σκοπός της επίθεσης του Ιράν, με πυραύλους / drones στις 13 Απριλίου. Πολλοί ειδικοί αναφέρουν, ότι αυτή η επίθεση δεν είχε σκοπό να προκαλέσει σημαντική ζημιά και έγινε για να στείλει ένα μήνυμα στο Ισραήλ ή ως τέχνασμα δημοσίων σχέσεων για εγχώρια κατανάλωση.

Ισραηλινοί αξιωματούχοι δεν θα μπορούσαν να διακινδυνεύσουν να υποβαθμίσουν τον κίνδυνο της ιρανικής επίθεσης ή να αγνοήσουν το επικίνδυνο προηγούμενο του Ιράν που επιτέθηκε άμεσα στο ισραηλινό έδαφος. Επιπλέον, οι αναφορές ότι το 50% των 115-130 πυραύλων που εκτοξεύτηκαν από το Ιράν απέτυχαν να εκτοξευθούν ή συνετρίβησαν πριν φτάσουν στον στόχο τους ήταν ασυμβίβαστες με τις δοκιμές νέων, προηγμένων ιρανικών πυραυλικών σχεδίων τα τελευταία χρόνια που σύμφωνα με πληροφορίες είναι πολύ πιο ακριβείς και έχουν καλύτερα συστήματα καθοδήγησης.

Ήταν επίσης περίεργο να βλέπουμε ένα τόσο υψηλό ποσοστό αποτυχίας, όταν το Ιράν φέρεται να εκτόξευσε τρεις από τους πιο προηγμένους πυραύλους του – τους βαλλιστικούς πυραύλους μεσαίου βεληνεκούς Kheibar Shekan, Emad και Ghadr-1 – οι οποίοι έχουν δοκιμαστεί με επιτυχία και έχουν κάποια ικανότητα να αποφεύγουν τις πυραυλικές άμυνες. Πέντε από αυτούς τους πυραύλους πέρασαν από την αεράμυνα του Ισραήλ.

Τέσσερις έπληξαν την αεροπορική βάση Νεβατίμ του Ισραήλ, αλλά δεν προκάλεσαν σοβαρές ζημιές. Αυτό μπορεί να υποδηλώνει ότι το Ιράν εκτόξευσε αυτούς τους πυραύλους για να τους δοκιμάσει στη μάχη και να δει πώς θα τα πήγαιναν ενάντια στις ισραηλινές πυραυλικές άμυνες. Είναι βέβαιο ότι οι Ιρανοί επιστήμονες πυραύλων θα χρησιμοποιήσουν τα διδάγματα από την πυραυλική επίθεση της 13ης Απριλίου για να κάνουν βελτιώσεις σε αυτούς τους πυραύλους.

Ισραηλινοί αξιωματούχοι δεν πείστηκαν να μην προβούν σε αντίποινα από τις νέες κυρώσεις της κυβέρνησης Μπάιντεν κατά του Ιράν, επειδή γνωρίζουν ότι οι κυρώσεις της Αμερικής, κατά τη διάρκεια της προεδρίας Μπάιντεν, είχαν μικρή επίδραση στην αλλαγή της συμπεριφοράς των αντιπάλων της Αμερικής. Οι κυρώσεις της Αμερικής στη Ρωσία μετά την εισβολή της στην Ουκρανία ήταν θεαματικά αναποτελεσματικές.

Το Ισραήλ έχει καταλήξει στο συμπέρασμα, ότι οι κυρώσεις της κυβέρνησης Μπάιντεν κατά του Ιράν θα έχουν μικρή αξιοπιστία λόγω των πολλών προσπαθειών της κυβέρνησης να κατευνάσει το Ιράν με παραχωρήσεις για την αναβίωση της πυρηνικής συμφωνίας του 2015 και την αποδυνάμωση των αμερικανικών κυρώσεων.

Αυτό περιελάμβανε αξιωματούχους του Μπάιντεν που χορήγησαν στο Ιράν 10 δισεκατομμύρια δολάρια σε απαλλαγές από κυρώσεις τον Νοέμβριο του 2023 και τον Μάρτιο του 2024. Η ιρανική κυβέρνηση συγκέντρωσε επίσης περίπου 71 δισεκατομμύρια δολάρια σε πρόσθετα έσοδα από τον Οκτώβριο του 2023, επειδή η κυβέρνηση Μπάιντεν απέτυχε να επιβάλει τις κυρώσεις της Αμερικής για το πετρέλαιο. Το μεγαλύτερο μέρος αυτού του πετρελαίου αγοράστηκε από την Κίνα.

Επιπλέον, αν και η επιβολή των κυρώσεων της Αμερικής για το πετρέλαιο θα προκαλούσε σημαντική ζημιά στο Ιράν, η κυβέρνηση Μπάιντεν είναι απίθανο να το κάνει αυτό, επειδή οι αυστηρότερες κυρώσεις πετρελαίου στο Ιράν θα μπορούσαν να προκαλέσουν αύξηση των τιμών της βενζίνης ενόψει των προεδρικών εκλογών του Νοεμβρίου.

Ως εκ τούτου, το Ισραήλ οργάνωσε αυτό που φαινόταν να είναι μια περιορισμένη επίθεση εναντίον του Ιράν για να στείλει ένα σαφές μήνυμα ότι δεν θα ανεχθεί τις ιρανικές επιθέσεις εναντίον του εδάφους του και δεν θα συνθηκολογήσει με τις ιρανικές απειλές.

Με την επίθεση, ο Μπέναμιν Νετανιάχου, απέδειξε επίσης ότι δεν θα αφήσει τον Τζο Μπάιντεν να πει στο Ισραήλ πώς να υπερασπιστεί τον εαυτό του.

Αντανακλώντας πόσο έχουν ξεφτίσει οι σχέσεις Αμερικής-Ισραήλ κατά τη διάρκεια της προεδρίας Μπάιντεν, το Ισραήλ φέρεται να ενημέρωσε την Ουάσιγκτον, την τελευταία στιγμή για το χτύπημα στο Ιράν, πιθανώς επειδή φοβόταν ότι οι αξιωματούχοι του Μπάιντεν θα διέρρεαν το χρονοδιάγραμμα της επίθεσης στα μέσα ενημέρωσης και ίσως στο Ιράν.

Η επίθεση του Ισραήλ μπορεί να αποτρέψει το Ιράν από το να επιχειρήσει περαιτέρω επιθέσεις με πυραύλους και μη επανδρωμένα αεροσκάφη εναντίον του, επειδή θα μπορούσαν να ακολουθηθούν από πολύ πιο επιθετικά ισραηλινά αντίποινα, πιθανώς εναντίον των πυρηνικών εγκαταστάσεων ή της πετρελαϊκής βιομηχανίας του Ιράν. Θα υπάρξει ισχυρή πίεση και στα δύο έθνη να αποκλιμακώσουν, αλλά οι επιθέσεις από τους πληρεξούσιους του Ιράν πιθανότατα θα συνεχιστούν.

Η σκληρή αλήθεια είναι ότι είναι δύσκολο να μειωθούν οι εντάσεις στη Μέση Ανατολή, όταν η Αμερική δεν έχει έναν πρόεδρο που θεωρείται αξιόπιστος ηγέτης στην παγκόσμια σκηνή. Ως αποτέλεσμα, το 2024 θα είναι πιθανότατα μια όλο και πιο επικίνδυνη χρονιά για την παγκόσμια ασφάλεια, με περισσότερες προκλήσεις, στη Μέση Ανατολή και σε όλο τον κόσμο.

Οι προεδρικές εκλογές στην Αμερική τον ερχόμενο Νοέμβριο, και το αποτέλεσμά τους, είναι ένα γεγονός με πολύ σοβαρές παγκόσμιες επιπτώσεις.

*Ο Δημήτρης Γ. Απόκης, είναι Διεθνολόγος, με ειδίκευση στην Αμερικανική Εξωτερική Πολιτική, Γεωπολιτική και Διεθνή Οικονομία. Απόφοιτος των πανεπιστημίων The American University, School of International Service, και The Johns Hopkins University, The Paul H. Nitze, School of Advanced International Studies της Ουάσιγκτον. Είναι μέλος του The International Institute for Strategic Studies, του Λονδίνου. Ως Δημοσιογράφος, υπήρξε επί σειρά ετών διαπιστευμένος ανταποκριτής στο Λευκό Οίκο, στο Στέητ Ντιπάρτμεντ και στο Αμερικανικό Πεντάγωνο.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ