Απλωναν τις μπουγάδες τους μπροστά από τον Παρθενώνα. Να μην πούμε, μάλιστα, πως κάποιοι κίονες εμπόδιζαν το θεάρεστο έργο της νοικοκυράς. Φαίνεται απίστευτο σήμερα, κι όμως, μερικούς αιώνες πριν, η κορυφή του Ιερού Βράχου της Ακρόπολης ήταν γεμάτη με άθλια μικρά σπίτια Τούρκων και μερικά μεγαλύτερα- που πιθανώς ανήκαν σε αξιωματούχους. Ενας πύργος υψωνόταν στα Προπύλαια και ένα τζαμί βρισκόταν μέσα στο μνημείο των μνημείων, τον Παρθενώνα.
Σωροί μαρμάρου υπήρχαν παντού, άλλοτε τμήματα γλυπτών και άλλοτε αρχιτεκτονικά μέλη. Το Ερέχθειο δυσδιάκριτο, λόγω της «οχύρωσής» του με χωμάτινους όγκους, ο ναός της Απτέρου Νίκης με τα μέλη του διάσπαρτα ολόγυρα και σφαίρες παντού, ακόμη και πάνω στα γλυπτά, ιδανικό στόχο για σκοποβολή. Οσο για τους τοίχους του σηκού στον Παρθενώνα; Αυτούς οι Οθωμανοί τους ξήλωναν, ώστε να χρησιμοποιήσουν τους μολύβδινους συνδέσμους για τα βόλια τους.
Ένα ενδιαφέρον βιβλίο αναφέρεται σε αυτά και άλλα. Είναι το βιβλίο της Φανής Μαλλούχου- Tuffano «Από Κάστρο σε Μνημείο. Μεταμορφώσεις της Ακρόπολης από τον 19ο στον 21ο Αιώνα»,» (έκδοση Ενωσης Φίλων Ακροπόλεως). Το βιβλίο πραγματεύεται τις αλλαγές που υπέστη το τοπίο της Ακρόπολης στη διάρκεια των 200 χρόνων της πιο πρόσφατης ιστορίας της, με βάση τις οποίες η Ακρόπολη από οχυρό κάστρο που ήταν τις παραμονές της ίδρυσης του ελληνικού κράτους μεταλλάχθηκε σε αρχαιολογικό, αρχετυπικό της κλασικής τέχνης, μνημείο.
Η Ακρόπολη παραδόθηκε το 1833 στους Βαυαρούς από τον Οθωμανό φρούραρχο. Η Αθήνα ήταν ήδη πρωτεύουσα του νέου ελληνικού κράτους και ο Ιερός Βράχος είχε τραγικούς σωρούς ερειπίων. Και επειδή τότε δεν είχε ακόμα εφευρεθεί η φωτογραφία, αυτά μάς έγιναν γνωστά από γραπτές πηγές και από εικαστικά έργα της εποχής.
Κάποια στιγμή κατεδαφίστηκαν τα σπίτια και μετά ο Φράγκικος Πύργος ανάμεσα σε Προπύλαια και Ναό της Αθηνάς Νίκης. Σήμερα μπορεί κάποιοι να ανατριχιάζουν και να διαφωνούν με αυτά, η αντίληψη της εποχής όμως προέκρινε ότι παραμένει μονάχα η κλασική φάση. Εγιναν ανασκαφές, αποχωματώσεις και αναστηλώσεις με τρόπους που σήμερα θα χαρακτηρίζονταν προβληματικοί- τότε, όμως, αυτούς είχαν. Κι όλα αυτά εν μέσω πολέμων και άλλων σοβαρών ιστορικών γεγονότων.
«Οι αλλαγές του αρχαιολογικού τοπίου της Ακρόπολης εντάσσονται σε μια δυναμική διαδικασία μεταμορφώσεων, που αρχίζει αμέσως μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους και συνεχίζεται έως τις μέρες μας», σύμφωνα με την αρχαιολόγο αρχιτέκτονας δρα Φανή Μαλλούχου –Tufano με εξειδίκευση στην αναστήλωση, αναπληρώτρια πρόεδρο της Επιτροπής Συντήρησης Μνημείων Ακροπόλεως. Ένα θέμα, που αναπτύσσεται διεξοδικά στο βιβλίο της, ενώ παρουσιάσθηκε και σε ομιλία της στην Ενωση Φίλων Ακροπόλεως. «Κάθε αναστηλωτική επέμβαση δημιουργεί ένα νέο αρχαιολογικό τοπίο, που αντανακλά το πνεύμα της εποχής, στην οποία αυτή πραγματοποιείται», επισημαίνει η κυρία Μαλλούχου –Tufano. Και «Η εικόνα που τελικά διαμορφώνεται είναι απότοκος επεμβάσεων, των οποίων η έκταση και το τελικό αποτέλεσμα εξαρτώνται από τους σύγχρονους όρους διεξαγωγής τους, τις επικρατούσες ιστορικές συνθήκες, τα διαθέσιμα οικονομικά και τεχνικά μέσα, το επιστημονικό επίπεδο των υπεύθυνων αναστηλωτών που μελετούν και επιβλέπουν το έργο, την τεχνική δεξιότητα αυτών που το εκτελούν, τέλος, το θεσμικό και το αξιακό πλαίσιο, μέσα στο οποίο το έργο εντάσσεται».
Όπως σημειώνει, η εικόνα που διαμορφώνεται δεν είναι ποτέ οριστική αλλά αντίθετα είναι ρευστή, επιδεκτική σε αλλαγές. Απόδειξη, οι αναστηλωτικές φάσεις των μνημείων της Ακρόπολης, οι οποίες έχουν οδηγήσει στο σημερινό αποτέλεσμα μέσα από διαφορετικές, κάθε φορά προσεγγίσεις. Από τον Γερμανό κλασικιστή αρχιτέκτονα Λέο φον Κλέντσε, τον οποίο είχε στείλει ο Λουδοβίκος Α΄ της Βαυαρίας για τον σχεδιασμό της πρωτεύουσας του ελληνικού κράτους, βασιλιάς του οποίου ήταν ο γιος του Όθωνας, ως τα μεγάλα αναστηλωτικά προγράμματα του Μπαλάνου και του Ορλάνδου. Φυσικά, αναφέρεται και στην νέα αναστήλωση των μνημείων της Ακρόπολης, που ξεκίνησε το 1975 και φθάνει ως σήμερα έχοντας αντιμετωπίσει τις παλαιές αστοχίες των επεμβάσεων και διαμορφώνοντας πράγματι πλέον, ένα νέο τοπίο.
Γεγονός είναι, ότι η ανάδειξη των μνημείων της Ακρόπολης και η αποκατάσταση της εικόνας τους αποτέλεσε το κύριο μέλημα του ελληνικού κράτους καθ’ όλο τον 19ο αλλά και στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα. Στην πρώτη περίπτωση, γιατί η εθνική ταυτότητα του νεοσύστατου κράτους σφυρηλατείται με βάση την αρχαιοελληνική κληρονομιά και στη δεύτερη, γιατί και πάλι η ανασυγκρότηση της χώρας μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο στηρίζεται στην τόνωση του εθνικού φρονήματος, όπως επισημαίνει η κυρία Μαλλούχου –Tufano.
«Η Ακρόπολη καθίσταται τον 19ο αιώνα το εθνικό μνημείο-έμβλημα του νεοσύστατου κράτους. Μόλις ένα χρόνο μετά την αποχώρηση των Οθωμανών, στις 18 Σεπτεμβρίου 1834, κηρύσσεται επίσημα αρχαιολογικός χώρος, ανοικτός στους πολίτες, με φύλαξη (φρουρά Απομάχων) και εισιτήριο, γράφει η ίδια. Το πρόγραμμα των επεμβάσεων καθορίζεται από τον Λέο φον Κλέντσε και περιλαμβάνει την κάθαρση του βράχου από όλες τις μεσαιωνικές και οθωμανικές οχυρώσεις και τα άλλα προσκτίσματα, τα οποία θεωρεί παρακμιακά κατάλοιπα βαρβαρικών χρόνων, την αποχωμάτωση και απομάκρυνση των επιχώσεων, τις αναστηλώσεις των μνημείων, την κατασκευή μουσείου και την τελική αποκατάσταση του αρχαίου εδάφους με τα σωζόμενα κατάλοιπα ανδήρων, βάθρων και θεμελίων κτηρίων. «Οι προτάσεις του Κλέντσε (όλες πλην της τελευταίας, δηλαδή της αποκατάστασης των εδαφών της Ακρόπολης, η οποία ακόμη εκκρεμεί) εφαρμόστηκαν πιστά κατά τα επόμενα χρόνια μεταμορφώνοντας την Ακρόπολη από μεσαιωνικό κάστρο σε αρχετυπικό κλασικό μνημείο».
Όσο για τον ίδιο τον Κλέντσε πριν να φύγει από την Αθήνα διοργανώνει πάνδημη λαμπρή τελετή έναρξης των αναστηλώσεων στον Παρθενώνα, όπου μπροστά στον Όθωνα, καθισμένο σε έναν στολισμένο από μυρσίνες, ελιές και δάφνες θρόνο, εκφωνεί τον πανηγυρικό λόγο τονίζοντας ότι με τις επεμβάσεις που εγκαινιάζονται «Πάντα τα λείψανα της βαρβαρότητος θέλουσιν εξαφανισθή, καθώς εδώ ομοίως και εις όλην την Ελλάδα, και τα λείψανα του ενδόξου παρελθόντος θέλουσι τεθή με νέαν λάμψιν, ως στερεά βάσις ενδόξου παρόντος και μέλλοντος ».
Οι επεμβάσεις διενεργούνται από την Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία «με αυτοσχέδιο και εμπειρικό τρόπο, με ό,τι υλικό είναι διαθέσιμο», όπως αναφέρει η συγγραφέας, «χωρίς επιστημονικό υπόβαθρο, ιδιαίτερα όσον αφορά την εξακρίβωση της προέλευσης και της αρχικής θέσης των διάσπαρτων λίθων που ανατοποθετούνται στα μνημεία». Παρ’ όλ αυτά η κοινωνική αποδοχή των έργων είναι μεγάλη, με μόνη διαμαρτυρία από τον Λούντβιχ Ρος, Έφορο Αρχαιοτήτων έως το 1843, που αφορά στην ταχύτητα με την οποία απομακρύνονται τα μετακλασικά κατάλοιπα, χωρίς να τεκμηριώνονται προηγουμένως.
Αντίθετα, το 1875, όταν κατεδαφίζεται ο Φράγκικος Πύργος των Προπυλαίων, που από τον 14ο αιώνα δέσποζε στο τοπίο της Ακρόπολης, θύελλα διαμαρτυριών ξεσηκώνεται, ιδιαίτερα από τους ευρωπαίους επισκέπτες και ιστορικούς, που έχοντας επανεκτιμήσει το μεσαιωνικό παρελθόν της Ευρώπης διαμαρτύρονται για την εξάλειψη ενός στοιχείου που τεκμηριώνει την επιβολή της Δύσης στην Ανατολή.
Ιδιαίτερες αναφορές γίνονται σε επεμβάσεις που προηγήθηκαν της τελευταίας και είχαν αστοχίες, όπως του Νικολάου Μπαλάνου στον Παρθενώνα η οποία αρχίζει το 1898. Εδώ η κυρία Μαλλούχου –Tufano είναι κατηγορηματική: «Μετά το 1909 τα έργα εκφυλίζονται σε προσωποπαγείς, ανεξέλεγκτες με αντικειμενικά κριτήρια, επεμβάσεις του Μπαλάνου, με ελλιπέστατη και ορισμένες φορές παραπλανητική τεκμηρίωση και με επιστημονική ορθότητα -ιδιαίτερα όσον αφορά στην αναγνώριση των διάσπαρτων μελών και της αρχικής τους θέσης στο μνημείο- εξαρτώμενη από τη συνεργασία του αναστηλωτή με ξένους επιστήμονες, που εκείνη την περίοδο μελετούσαν την αρχιτεκτονική των μνημείων της Ακρόπολης, όπως τον Gorham Phillips Stevens στο Ερέχθειο ή τον William Bell Dinsmoor στα Προπύλαια», αναφέρει.
Οι επεμβάσεις του Μπαλάνου εκτελούνται κυρίως στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα, είναι μεγάλης κλίμακας και επεκτείνονται σε όλα τα μνημεία του βράχου. Για την ίδια όμως «Μαρτυρούν τη φιλόδοξη (αλλά και ματαιόδοξη, θα έλεγα) βούλησή του να αφήσει την σφραγίδα του σε όλα τα μνημεία της Ακρόπολης αλλά και για την έκπτωση των θεσμών που του το επιτρέπει, επεμβαίνοντας σε αυτά, παρά την εξαιρετική μεγάλη αντιξοότητα των εξωτερικών συνθηκών».
Ανάμεσα σε άλλα, η χρησιμοποίηση σιδήρου περιβεβλημένου με τσιμέντο για τη στερέωση των μνημείων, σύμφωνα με την τεχνολογία της εποχής, που θεωρούσε ότι έτσι επερχόταν προστασία από την οξείδωση, αποδείχθηκε καταστροφική.
«Η κακή εφαρμογή αυτής της τεχνολογίας και, κυρίως, η εγκατάλειψη της πανάρχαιας μεθόδου της μολυβδοχόησης των σιδερένιων στοιχείων οφείλεται σε ασυγχώρηση αμέλεια του ίδιου του Μπαλάνου», επισημαίνει η κυρία Μαλλούχου –Tufano.
Από την άλλη πλευρά ωστόσο, όπως και η ίδια αποδέχεται, οι επεμβάσεις του Μπαλάνου είναι αυτές, που έδωσαν στο μνημειακό σύνολο της Ακρόπολης την γνωστή και οικεία του όψη στην μεταπολεμική περίοδο με την ανάπτυξη του μαζικού τουρισμού και των μέσων μαζικής επικοινωνίας, να το έχουν καθιερώσει στην παγκόσμια συλλογική μνήμη και συνείδηση.
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στις αναστηλώσεις στην Ελλάδα κυριαρχεί η μορφή του Αναστασίου Ορλάνδου, επικεφαλής της Υπηρεσίας Αναστηλώσεως Αρχαίων και Ιστορικών Μνημείων του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Το έργο του Ορλάνδου, εξέχοντα επιστήμονα και πρωτοπόρου ιστορικού της αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα, προσδένεται στενά στους αναπτυξιακούς και ιδεολογικούς στόχους της μεταπολεμικής και μετεμφυλιωτικής Ελλάδας, όταν τα μνημεία τίθενται στην υπηρεσία της εθνικής στρατηγικής ανασυγκρότησης της κατεστραμμένης χώρας, ιδιαίτερα όσον αφορά την ανάπτυξη του τουρισμού, ενώ καλούνται να ανταποκριθούν και στις αξιώσεις για ευρύτερη κοινωνική πολιτιστική χρήση τους, που έχουν ανακύψει επιτακτικά για την τόνωση του εθνικού φρονήματος.
Η εκτέλεση των έργων πραγματοποιείται από πολυπληθή συνεργεία τεχνιτών υπό την καθοδήγηση εμπείρων αρχιτεχνιτών, εκπαιδευμένων από τον Ορλάνδο αλλά οι επεμβάσεις γίνονται με συνοπτικές διαδικασίες, χωρίς τεκμηρίωση και προκαταρκτική μελέτη, με βάση γενικά σχέδια, σκαριφήματα και επιτόπιες οδηγίες. Γεγονός, που «οδηγεί συχνά σε αναστηλωτικά σφάλματα, σε βλαβερή μεταχείριση των αρχαίων μελών, σε εφαρμογή μανιεριστικών τρόπων επέμβασης με αποτέλεσμα την απάλειψη αρχιτεκτονικών και μορφολογικών ιδιαιτεροτήτων, τοπικών και χρονικών. Ως προς τους τρόπους και τις τεχνικές οι επεμβάσεις της περιόδου ακολουθούν τις καθιερωμένες προπολεμικές πρακτικές, δηλαδή τη χρήση των αρχαίων μελών ως κοινού οικοδομικού υλικού, με ασεβή μεταχείρισή τους (επιπέδωση των επιφανειών θραύσης τους κατά τη συμπλήρωσή τους) και την τοποθέτησή τους σε τυχαίες θέσεις τους κατά την ανασύνθεση των μνημείων, ενσωμάτωση των οπλισμών».
Με μία διαφοροποίηση πάντως, όσον αφορά στη χρήση σιδήρου, αφού ήδη από τη δεκαετία του 1940 είχε αρχίσει να αναφαίνεται η οξείδωσή του, έτσι τώρα χρησιμοποιείται ορείχαλκος και λιθόκολλα.
Μετά την Μεταπολίτευση ωστόσο, όλα αλλάζουν στον τομέα της μνημειακής προστασίας, νομοθετικά, θεσμικά, ακαδημαϊκά, κοινωνικά και, κυρίως, οικονομικά. Ιδιαίτερα από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 και έως την κρίση του 2010 παρουσιάζεται μια πρωτοφανής εισροή οικονομικών πόρων, ιδιαίτερα ευρωπαϊκών, που επιτρέπει την ανάπτυξη πλήθους επεμβάσεων σε μεμονωμένα μνημεία, ιστορικά κέντρα των πόλεων, παραδοσιακούς οικισμούς κλπ καθώς και σε μουσεία για την προστασία της κινητής πολιτιστικής κληρονομιάς
Στο πλαίσιο αυτό η νέα αναστήλωση της Ακρόπολης, που ξεκινά το 1975 και συνεχίζεται ως σήμερα με την ευθύνη και εποπτεία της επιστημονικής επιτροπής των ειδικών, τη γνωστή ΕΣΜΑ, σφραγίζει την περίοδο, κυρίως για τις καινοτόμες ποιοτικές αρχές και διαδικασίες, που εισάγει. «Ιδιαίτερα η ενδελεχής μελέτη, η σχολαστική τεκμηρίωση και ο αντιστρεπτός τρόπος επέμβασης τόσο στα μεμονωμένα αρχιτεκτονικά μέλη όσο και στο συνολικό μνημείο, οι οποίες επιτρέπουν την επαναδιαπραγμάτευση των επεμβάσεων στο μέλλον, λειτουργούν ως δικλείδα ασφαλείας έναντι ενδεχόμενων λαθών ή παρερμηνειών στην απόδοση της αρχιτεκτονικής των μνημείων».
«Η σύγχρονη μεταμόρφωση της Ακρόπολης συμβαδίζει με το κυρίαρχο αίτημα των σύγχρονων καιρών για κοινωνικοποίηση των μνημείων και βελτίωση των δυνατοτήτων πρόσληψής τους ως δημόσιων κοινωνικών αγαθών εκ μέρους του κοινωνικού συνόλου και μάλιστα ενός ολοένα και διευρυνόμενου τμήματός του».