«Καθένας όπως έστρωσε θα κοιμηθεί», ήταν το σχόλιο του Παύλου Μαρινάκη σε συνέντευξή του στον ΣΚΑΪ για όσα συμβαίνουν στον ΣΥΡΙΖΑ.
«Όλο αυτό το οποίο βλέπουμε, είναι αποτέλεσμα όλων όσων έγιναν στη χώρα μας και από τον ΣΥΡΙΖΑ -και όταν ήταν Αντιπολίτευση και όταν έγινε Κυβέρνηση κι όταν, στη συνέχεια, ξαναέγινε Αξιωματική Αντιπολίτευση.
Άρα, δεν εκπλήσσει κανέναν αυτή η κατάσταση. Νομίζω σημαντικότερο και αυτό αφορά όλα τα κόμματα -εγώ είμαι πάρα πολύ υπερήφανος, που ανήκω από μικρό παιδί σε ένα κόμμα που έχει μάθει να σέβεται όλες τις εσωτερικές διαδικασίες, τα όργανα, όλοι οι διατελέσαντες στο κόμμα αυτό, Πρόεδροι και Πρωθυπουργοί, όταν είχαμε ένα ατυχές εκλογικό αποτέλεσμα, όταν ο κόσμος έστελνε ένα μήνυμα, το λαμβάναμε το μήνυμα και προχωρούσαμε άμεσα σε εσωκομματικές διαδικασίες.
Το κάθε κόμμα έχει τις δικές του διαδικασίες. Είναι λυπηρό για τον τόπο ότι δεν μπορεί να αποκτήσει μία αξιόπιστη Αντιπολίτευση. Δεν κάνει καθόλου καλό σε κανέναν αυτό, αλλά, από εκεί και πέρα, το τι είναι το καλό, τι είναι το κακό, το τι είναι το σωστό, τι είναι το λάθος, θα το κρίνουν τα μέλη του κάθε κόμματος», πρόσθεσε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος.
Σχετικά με τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ και τη στάση του απέναντι στο νομοσχέδιο του υπουργείου παιδείας ο κ. Μαρινάκης ανέφερε ότι ο κ. Ανδρουλάκης είχε την επιλογή να μιλήσει με το παρόν, με το μέλλον, με την κοινωνία ή, όπως είπε, να συμπεριφερθεί ως Γραμματέας Νεολαίας κεντροαριστερής παράταξης της δεκαετίας του ’80 ή του ’90.
«Επέλεξε το δεύτερο, δηλαδή επέλεξε το αμφιθέατρο των προηγούμενων δεκαετιών από την κοινωνία. Προφασίστηκε δικαιολογίες ή αιτιάσεις. Η ρητορική του προέδρου του ΠΑΣΟΚ, και δεν ξέρω αν αυτό είναι μία άποψη που έχουν συνολικά τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ, και στο συγκεκριμένο θέμα, μας θυμίζει ρητορική αμφιθεάτρου δεκαετιών προηγούμενων, μάλιστα και δεκαετιών προηγούμενων και από αυτές που είμαστε κι εμείς στα αμφιθέατρα. Δεν το υποβαθμίζω το αμφιθέατρο, έχουν δοθεί μάχες, έχουν δοθεί ιδεολογικές μάχες, αλλά νομίζω ότι έχουμε πάει σ’ ένα άλλο επίπεδο», συμπλήρωσε.
Και επισήμανε: «Ο κύριος Ανδρουλάκης χρησιμοποίησε τρία επιχειρήματα, δικαιολογώντας την καταψήφιση. Το πρώτο επιχείρημα είναι η υποχρηματοδότηση και η ανάγκη για περεταίρω χρηματοδότηση του δημόσιο πανεπιστημίου.
Πέραν του ότι επί Κυριάκου Μητσοτάκη έχει αυξηθεί η χρηματοδότηση κατά σχεδόν 50%, από περίπου 90 εκατομμύρια το χρόνο -αυτό είναι από επίσημα στοιχεία του κρατικού Προϋπολογισμού- σε 130 εκατομμύρια το χρόνο, το νομοσχέδιο που θα καταψηφίσει a priori ο κύριος Ανδρουλάκης, δίνει 1 δις και λίγο περισσότερο στα δημόσια πανεπιστήμια, ενώ το 70% του νομοσχεδίου αυτού αφορά αυτά.
Δεύτερον, λέει αυστηρά κριτήρια, αυστηρούς όρους για τα μη κρατικά. Όλα όσα επικαλείται ο κύριος Ανδρουλάκης, προβλέπονται ήδη από το νομοσχέδιο του υπουργείου Παιδείας και μάλιστα, εγώ θα πω και κάτι -το έχω πει πολλές φορές, το έχουμε πει όλοι πολλές φορές, το έχει πει και ο κύριος Πιερρακάκης και όλη η Κυβέρνηση- ας έρθουν να μας πουν σε ποια χώρα στην Ευρώπη υπάρχουν, και ποια είναι αυτά να τα συζητήσουμε, αντί να λένε από πριν θα καταψηφίσουν, πιο αυστηρά κριτήρια από αυτά που θέτουμε.
Και τρίτον, δεν θα υπάρχει, λέει, έλεγχος. Ενώ, πάλι λέει το νομοσχέδιο, ότι κάθε μη κρατικό πανεπιστήμιο που θα θέλει να έρθει ως παράρτημα στη χώρα, θα πρέπει να ελεγχθεί και να εγκριθεί και από την Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης, την ΕΘΑΑΕ και από τον ΕΟΠΠΕΠ.
Δηλαδή, όλα αυτά τα οποία λέει, τα έχουμε ήδη προβλέψει. Με λίγα λόγια ψάχνει να βρει δικαιολογίες, για να κάνει μια στείρα αντιπολίτευση. Είναι λυπηρό. Χρειαζόταν θεωρώ μία όσο πιο ισχυρή πλειοψηφία. Και να σας πω και κάτι, ακόμα και συνταγματολόγοι που ανήκουν παραδοσιακά σε άλλο χώρο από τη Νέα Δημοκρατία, ο κύριος Βενιζέλος, ο κύριος Αλιβιζάτος, έχουν ταχθεί υπέρ και της συνταγματικότητας του νομοσχεδίου. Εμείς πρέπει να προχωρήσουμε».
Για τις δημοσκοπήσεις που δείχνουν ότι το ΠΑΣΟΚ ξεχωρίζει αυτή τη στιγμή στην κούρσα της αντιπολίτευσης ο κυβερνητικός εκπρόσωπος ανέφερε: «Οι δημοσκοπήσεις αποτυπώνουν την εμπιστοσύνη των πολιτών, προφανώς με πολλά προβλήματα, το οποίο συνέβαινε και τον Ιούνιο που κερδίσαμε τις εκλογές. Δεν κερδίσαμε και ο κόσμος είπε «λύθηκαν όλα τα προβλήματα».
Τα ίδια προβλήματα υπάρχουν και τώρα. Κάποια εκ των οποίων έχουν μειωθεί. Κάποια έχουν λυθεί. Κάποια προέκυψαν στην πορεία. Η Κυβέρνηση αυτή δίνει μια μάχη καθημερινότητας. Προσπαθεί να λύσει τα περισσότερα εκ των προβλημάτων ή των αιτημάτων των πολιτών, να απαντήσει σ’ αυτά. Προχωρεί μεγάλες μεταρρυθμίσεις.
Μέσα σε περίπου εφτάμιση μήνες έχουμε συζητήσει για μη κρατικά Πανεπιστήμια, για νέο Ποινικό Κώδικα, για νέο τρόπο διορισμού Διοικητών, για επιστολική ψήφο. Αυτά ψηφίζονται. Για ένα οικονομικό πρόγραμμα που αυξάνει μισθούς στο Δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα. Μια σειρά από παρεμβάσεις στην Υγεία. Όλα αυτά- προφανώς – ο κόσμος για να τα αποδεχθεί πρέπει να τα δει στην πράξη. Κάποια, ήδη, υλοποιούνται».
Επιπλέον δήλωσε πως η εισαγόμενη ακρίβεια είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η ελληνική κοινωνία ενώ είπε πως είναι λυπηρό που χάθηκε η εξεταστική έστω κι αν αυτό συνέβη σε ποσοστό λίγο λιγότερο από το 10%.
«Είναι σημαντικό ότι περνά ένα τόσο σημαντικό νομοσχέδιο και πάνω από το 90% των Πανεπιστημίων έχουν εξασφαλισμένη εξεταστική, με καταλήψεις κάτω του μισού. ‘Αρα όλο αυτό που λένε «η οργή των φοιτητών», δεν είναι η πλειοψηφική άποψη των φοιτητών. Προφανώς, πρέπει να διανύσουμε κι άλλη απόσταση και όλα τα υπόλοιπα μέτρα, που πρέπει να γίνουν για να μην είναι καν είδηση η εκκένωση μιας κατάληψης. Είναι σημαντικό ότι από το 2019 και μετά γίνονται εκκενώσεις καταλήψεων. Και στο άλλο το οποίο μου είπατε, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει και η χώρα μας, είναι η ακρίβεια. Η ακρίβεια αντιμετωπίζεται -όχι ως δια μαγείας- με τρεις τρόπους. Ο πρώτος είναι, με έκτακτα μέτρα. Τα έκτακτα μέτρα -κάποια εκ των οποίων εφαρμόζονται από την 1η Μαρτίου- για να μειωθούν οι συνέπειες, όπως είναι όλο αυτό το οποίο κάνουμε για το βρεφικό γάλα, για να πέσουν οι τιμές καταλόγου, θα τα δούμε στην πράξη. Ο δεύτερος και σημαντικότερος είναι οι μόνιμες παρεμβάσεις. Ναι, σωρευτικά ο πληθωρισμός είναι 14% από το 2019 μέχρι και σήμερα, αλλά οι αυξήσεις στον μέσο μισθό είναι παραπάνω, είναι 15%. ‘Αρα, ουσιαστικά μειώνουμε τις συνέπειες. Και ο τρίτος τρόπος, είναι οι έλεγχοι. Και οι έλεγχοι έχουν ξεκινήσει στην πραγματικότητα την τελευταία τετραετία στη χώρα μας και εντείνονται. Έχουν αποτέλεσμα. Όλα αυτά μαζί κρατάνε όρθια την οικονομία και τους πολίτες και το κυριότερο έχουν ένα μόνιμο χαρακτήρα τα περισσότερα εξ αυτών και μένουν όταν οι κρίσεις θα φύγουν», υπογράμμισε.
Ερωτηθείς αν η κυβέρνηση ρίχνει πια το βάρος στο ΠΑΣΟΚ μετά τις εξελίξεις στον ΣΥΡΙΖΑ, απάντησε πως «εμείς ρίχνουμε βάρος, όπως και πριν, στην αντιμετώπιση των προβλημάτων των πολιτών».