Ονειρευόταν να γίνει θεατρικός συγγραφέας, αλλά, όπως έλεγε ο ίδιος ο Βασίλης Βασιλικός, «το 1955 έγινε μια “στραβή” και δεν συνέχισα. Eγινε, ευτυχώς, πεζογράφος, και αρκετά από τα βιβλία του έγιναν ταινίες, με πρώτο και πασίγνωστο, το «Ζ». Ο Βασίλης Βασιλικός έφυγε σε ηλικία 89 ετών, υπηρετώντας μέχρι την τελευταία στιγμή τη Λογοτεχνία. Είχε γεννηθεί στην Καβάλα, το 1934 (18 Νοεμβρίου) και αφήνει πίσω του ένα έργο μεστό, ένα έργο με πολλά βιβλία και τηλεοπτικές εκπομπές- καθώς υπήρξε και πολυγραφότατος και δραστήριος.
«Σε περιόδους ασφυξίας το πνεύμα ανθεί. Διότι είναι άυλο. Δεν το πιάνει κανένας κορωνοϊός» έλεγε σε συνέντευξή του για το ISSUU. Επέμενε να μην το βάζει κάτω και να συνεχίζει να μάχεται. Μεγαλωμένος σ’ ένα περιβάλλον που αγαπούσε τις τέχνες και τα γράμματα και έντονη τη δική του ανάγκη να γράφει, ο Βασίλης Βασιλικός ακολούθησε το νήμα τής γνώσης, που οδηγεί στα μονοπάτια τής συγγραφής.
«Δύσκολο δεν είναι να περπατάς τελικά επί τόσα χρόνια στους δρόμους της γραφής» έλεγε σε μια συνέντευξη που είχε δώσει στην Εφη Δούλη για το περιοδικό «Μετέωρα». «Το δύσκολο είναι στους δρόμους αυτούς να αποφεύγεις τις λακκούβες, όπου μπορείς να πέσεις».
Aναφερόμενος στο πιο γνωστό βιβλίο του, είχε πει: «Το “Ζ” ήταν “ώριμο τέκνο της οργής” (Βάρναλης) και έγινε γνωστό όταν μετά λίγους μήνες από την πρώτη του έκδοση στο “Θεμέλιο”, μας “γύψωσε” η χούντα των Συνταγματαρχών. Όμως, αυτό που έκανε παγκοσμίως γνωστό το βιβλίο και μεταφράστηκε σε πολλές ξένες γλώσσες ήταν η υπέροχη ταινία του Κώστα Γαβρά.»
Δεν είμαι του «εγώ». Ανήκω στο «εμείς», επέμενε. Ηταν βέβαιος πως αυτή την εποχή τής περιρρέουσας μελαγχολίας και της κατάθλιψης η λογοτεχνία έχει τελικά κάτι να πει στον κόσμο: «Η μόνη που έχει. Είναι φαρμακείο της ψυχής. Ξέρετε πότε οι Έλληνες διάβαζαν με πάθος; Στη Γερμανική Κατοχή, επί Χούντας, και τώρα στην πανδημία του κορωνοϊού και στον συνακόλουθο εγκλεισμό μας.»
Στη συνέντευξη για το ΙSSUU έλεγε πως το πρώτο και κύριο που τον είχε σημαδέψει ήταν «ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Ξέρετε τι είναι για ένα παιδί να βλέπει στο δρόμο σκελετωμένους ενήλικες από την πείνα; Και μετά οι βομβαρδισμοί των συμμάχων. Οι βόμβες τους που προορίζονταν για τους Γερμανούς κατακτητές, πολύ συχνά πέφταν στα σπίτια μας. (Στην Κατοχή είχαμε δραπετεύσει απ’ την Καβάλα λόγω των Βουλγάρων φασιστών και ο πατέρας μου προτίμησε τους Ναζί Γερμανούς στη Θεσσαλονίκη για να αποφύγει μια νέα βουλγαρική ομηρία όπως είχε συμβεί το 1913 στην πόλη μας).
Ακολούθησε η Απελευθέρωση που κατέληξε στον Εμφύλιο. Με βρήκε εσώκλειστο στο σχολείo Anatolia, πάνω από την Καπουτζίδα, σημερινή Πυλαία. Κατόπιν ο 1 ος Καραμανλής (1955- 1963) που έφερε την «αντιπαροχή» στην οικοδομή και κατέστρεψε την Αθήνα, και μετά η Χούντα των Συνταγματαρχών. Η πιο μακροχρόνια περίοδος ειρήνης που γνώρισε η χώρα μας από την Απελευθέρωση και μετά υπήρξε αυτή που ονομάστηκε «Μεταπολίτευση». Ώσπου ήρθε η Κρίση το 2009 και μας αποτέλειωσε.»
Ο Βασίλης Βασιλικός ήταν ένας από τους σημαντικότερους και πολυμεταφραασμένους Έλληνες πεζογράφους. Έγινε παγκοσμίως γνωστός με το μυθιστόρημά του «Ζ», που μετέφερε στον κινηματογράφο ο Κώστας Γαβράς. Βασικά χαρακτηριστικά του έργου του Βασιλικού ήταν το αυτοβιογραφικό στοιχείο, ο πολιτικός και κοινωνικός προβληματισμός, το χιούμορ και η ειρωνεία και η κατάλυση της παραδοσιακής αφηγηματικής γραφής, τόσο στο επίπεδο της ροής του λόγου όσο και στη χρονική συνοχή και εξέλιξη των γεγονότων, με επιρροές από τη δημοσιογραφική και την κινηματογραφική τεχνική.
Γεννήθηκε στην Καβάλα, αλλά κατά τη διάρκεια της Κατοχής (τριπλής, δηλαδή γερμανικής, ιταλικής και βουλγαρικής) η οικογένειά του αναγκάστηκε να μετακομίσει στη Θεσσαλονίκη, όπου έμεινε έως το 1957, με μια σύντομη επιστροφή στην Καβάλα, μετά το τέλος του πολέμου. Φοίτησε στο Κολέγιο «Ανατόλια» και σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Συνέχισε τις σπουδές του στις ΗΠΑ στον τομέα της τηλεόρασης (σεναριολογία στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ και τηλεσκηνοθεσία στη Σχολή της RCA στην Νέα Υόρκη), από το 1959 έως το 1961. Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, παράλληλα με την συγγραφική του δραστηριότητα, εργάστηκε ως σεναριογράφος και βοηθός σκηνοθέτη σε ελληνικές και διεθνείς κινηματογραφικές παραγωγές.
Στα ελληνικά γράμματα πρωτοεμφανίστηκε το 1949 δημοσιεύοντας ποιήματά του στην εφημερίδα «Μακεδονία», ενώ έγραψε το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο «Τα Σιλό», που αναφέρεται στην βουλγαρική κατοχή της πατρίδας του (1941-1944) και εκδόθηκε αρκετά χρόνια αργότερα. Το 1953, εξέδωσε το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο «Η διήγηση του Ιάσονα», με θεματολογία από την αρχαία ελληνική γραμματεία, που επαινέθηκε ιδιαίτερα από την κριτική.
Το 1956, εξέδωσε το μυθιστόρημα «Θύματα Ειρήνης», ένα χρονικό για τους νέους της Θεσσαλονίκης και την εξέγερσή τους. Υστερα από την επιστροφή του από τις ΗΠΑ, κυκλοφόρησε η τριλογία του «Το Φύλλο», «Το Πηγάδι» και «Τ’ Αγγέλιασμα» (1961), η οποία τον επόμενο χρόνο τιμήθηκε με το «Βραβείο των Δώδεκα» (Ουράνη), Η τριλογία του αυτή θεωρείται από την κριτική ως η κορυφαία συνεισφορά του στα ελληνικά γράμματα.
Το 1966, εκδόθηκε το μυθιστόρημα που έμελλε να γίνει το πιο διάσημο έργο του. Το «Ζ: Φανταστικό ντοκιμαντέρ ενός εγκλήματος», αναφέρεται στην δολοφονία του βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη από παρακρατικούς το 1963 στην Θεσσαλονίκη.
Κατά την περίοδο της δικτατορίας των συνταγματαρχών (1967-1974), ο Βασίλης Βασιλικός έζησε σε χώρες της δυτικής Ευρώπης και την Νέα Υόρκη, αναπτύσσοντας αντικαθεστωτική δράση. Με τον μεγάλο έρωτά της ζωή του, την πρώτη του σύζυγο Μιμή, ίδρυσε τον εκδοτικό οίκο «8 1/2», από το οποίο εκδόθηκαν πολλά έργα του.
Αμέσως μετά Μεταπολίτευση επέστρεψε στην Ελλάδα, αν και κατά διαστήματα τα έζησε στο εξωτερικό τα επόμενα χρόνια. Το 1977 έλαβε το βραβείο «Premio Mediterraneo Internazionale» στο Παλέρμο της Σικελίας για το μεταφρασμένο και στα ιταλικά μυθιστόρημά του «Ο Μονάρχης» (1974). Το 1980 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος (ο ίδιος δεν το αποδέχτηκε) για το έργο του «Το τελευταίο αντίο», μια ερωτική ιστορία-αναφορά στην ζωή του με την σύντροφό του Μιμή, που την είχε χάσει. Το μυθιστόρημα του αυτό μεταφέρθηκε στην τηλεόραση το 1995 (Mega) με πρωταγωνιστές την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη και τον Γιώργο Κιμούλη.
Με την ανάληψη της εξουσίας από το ΠΑΣΟΚ το 1981 ανέλαβε την θέση του αναπληρωτή γενικού διευθυντή της ΕΡΤ, από την οποία παραιτήθηκε το 1984. Για χρόνια παρουσίαζε από την δημόσια τηλεόραση την εκπομπή για το βιβλίο «Άξιον Εστί». Από το 1994 έως το 1996 και από το 2014 έως το 2015 διετέλεσε δημοτικός σύμβουλος του Δήμου Αθηναίων, Το 1997, με απόφαση της κυβέρνησης Σημίτη διορίστηκε πρεσβευτής της Ελλάδας στην ΟΥΝΕΣΚΟ, τον πολιτιστικό βραχίονα του ΟΗΕ και παρέμεινε στην θέση αυτή έως το 2004. Στις εκλογές της 7ης Ιουλίου 2019, εξελέγη βουλευτής ως επικεφαλής του ψηφοδελτίου Επικρατείας του ΣΥΡΙΖΑ και ολοκλήρωσε την κοινοβουλευτική του θητεία στις 22 Απριλίου 2023.
Ηταν εκείνος που συνέλαβε την ιδέα να καθιερωθεί παγκόσμια ημέρα ποίησης, κάτι που κατάφερε. Η Ημέρα αυτή εορτάζεται στις 21 Μαρτίου με την εαρινή ισημερία. Είχε τιμηθεί με το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού.
Όλα αυτά τα χρόνια συνέχισε την συγγραφική του δράση και το έργο του ξεπερνά πλέον τα 120 αυτοτελή έργα. Εκτός από τα πεζά του έχει εκδώσει ποιητικές και θεατρικά έργα.
Ηταν παντρεμένος με την υψίφωνο Βάσω Παπαντωνίου με την οποία απέκτησε μια κόρη, την Ευρυδίκη.
Αγγελική Κώττη