Οι τηλεφωνικές παρακολουθήσεις, η πολιτική μάχη για τη διεκδίκηση του Κέντρου, αλλά και το φορολογικό νομοσχέδιο ήταν τα βασικά θέματα της συνέντευξης του υπουργού Επικρατείας Μάκη Βορίδη, στον τηλεοπτικό σταθμό «Αντέννα».
Στο θέμα των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων ειδικότερα, ο υπουργός Επικρατείας εξαπέλυσε σφοδρή επίθεση κατά του Στέφανου Κασσελάκη, με αφορμή προηγούμενη ανάρτηση του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία, την Κυριακή, ότι σιωπά ο υπουργός στο θέμα της παρακολούθησής του από το Predator.
Συγκεκριμένα, «όταν είσαι αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, δικαίωμά σου να τοποθετείσαι. Αλλά είναι καλό να έχεις μια αίσθηση των νομικών δεδομένων τουλάχιστον. Δεν περιμένω να ξέρει πολλά νομικά ο κ. Κασσελάκης, αλλά φαντάζομαι πως θα έχει κάνα άνθρωπο εκεί γύρω του να του λέει καμιά κουβέντα», απάντησε ο Μ. Βορίδης.
Ταυτοχρόνως, ο υπουργός προχώρησε και σε τρεις παρατηρήσεις για την ουσία της υπόθεσης. Πρώτον, «για τα ζητήματα των παρακολουθήσεων είναι σαφές ότι δεν προσδιορίζεται ο αποστολέας, δεν ξέρεις ποιος έχει κάνει την αξιόποινη πράξη». Δεύτερον, «διοικητικά έχει ολοκληρωθεί ό,τι είναι να γίνει». Τρίτον, «η Εισαγγελία κάνει αυτεπάγγελτο έλεγχο». Επομένως, συμπέρανε, «επειδή με κατηγορεί ο κ. Κασσελάκης ότι δεν έκανα κάτι, η απάντηση είναι ότι δεν υπάρχει κάτι να κάνω». Στο σημείο αυτό, εξ άλλου, ο υπουργός έκανε γνωστό ότι έλαβε ενημέρωση, κάποια στιγμή, από την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα ότι είχε πέσει θύμα κακόβουλου λογισμικού.
Και, εν συνεχεία, «όλες οι ενέργειες που πρέπει να γίνουν, έχουν γίνει. Η μήνυση το μόνο που θα έκανε, ήταν να περιπλέξει τη δικογραφία. Δεν ξέρω κάτι για να εισφέρω. Αν ήξερα, να το καταλάβω […] Αν κάποιος έρθει να μου πει το “ποιος” (σ.σ. τον παρακολουθούσε), αυτό αποκτά ένα νόημα».
Και, ερχόμενος στο πολιτικό σκέλος ξανά, «είναι άλλο οι εικασίες, οι υποθέσεις, οι συνειρμοί, οι σκέψεις, τα οποία ο καθένας τα βλέπει όπως θέλει και έχουν άπειρα κενά μεταξύ τους», δήλωσε κάνοντας λόγο για «εργώδη προσπάθεια από την πλευρά της αξιωματικής και της ελάσσονος αντιπολίτευσης να συνδέσουν το κακόβουλο λογισμικό με την κυβέρνηση ή με τις υπηρεσίες πληροφοριών».
Όμως, ανέφερε ο υπουργός, «αυτό καθόλου δεν έχει αποδειχθεί. Η υπόθεση εκκρεμεί στα πιο αρμόδια χέρια, με το τεκμήριο της ανεξαρτησίας – γιατί ούτε η αξιωματική αντιπολίτευση ούτε η ελάσσων αντιπολίτευση τέτοιο τεκμήριο δεν έχει. Όμως, η δικαιοσύνη το έχει αυτό το τεκμήριο. Να περιμένουμε λίγο τι έχει να μας πει η δικαιοσύνη;», συνέστησε κλείνοντας.
Σε άλλο θέμα, ερωτηθείς για τις προτάσεις του πρώην πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά (μέσω της «Καθημερινής») σε σχέση με την τοποθέτηση της κυβέρνησης μεταξύ Δεξιάς και Κέντρου, ο Μ. Βορίδης υπογράμμισε τη «μεγάλη επιτυχία του Κυριάκου Μητσοτάκη»: αυτή είναι ότι «μέσα από έναν πραγματιστικό άξονα, μια ρεαλιστική προσέγγιση, λιγότερο βαριά ιδεολογική και περισσότερο ρεαλιστική, έχει βάλει στο κέντρο της πολιτικής συζήτησης τα προβλήματα. Και προσεγγίζει, προσπαθεί να λύσει, λύνει η κυβέρνησή μας τα προβλήματα. Σε αυτό το σημείο επίλυσης των προβλημάτων είναι που υπάρχει ταύτιση απόψεων ανθρώπων που προέρχονται από (διαφορετικές) ιδεολογικές ή και πολιτικές αφετηρίες», τόνισε εξ άλλου και έφερε τρία παραδείγματα:
Συγκεκριμένα, «η κυβέρνηση έρχεται και εφαρμόζει μια περιοριστική, αυστηρή, αλλά δίκαιη μεταναστευτική πολιτική. Σε αυτό το σημείο συγκλίνουν όλοι, και αυτός που έχει μια ορθολογική προσέγγιση από το Κέντρο έρχεται και συμφωνεί με την πολιτική αυτή. Αλλά και ο δεξιός συμφωνεί με την πολιτική αυτή. Στην πολιτική της οικονομικής ελευθερίας, όταν είπαμε ότι στόχος μας είναι να μειώσουμε τη φορολογία […] συμφώνησαν όλοι σε αυτό. Τέλος, στην αντεγκληματική πολιτική η προηγούμενη κυβέρνησή μας άλλαξε τον Ποινικό Κώδικα, που ήταν υπερεπιεικής επί ΣΥΡΙΖΑ». Ενώ ζητήματα, σήμερα, που φαίνεται «να μην λειτουργούν καλά», όπως των αναστολών, των υφ’ όρον απολύσεων, «το Υπουργείο Δικαιοσύνης θα πάρει μια πρωτοβουλία με την οποία πάλι όλοι συμφωνούν».
Ερωτηθείς, και πάλι, για τη συνέντευξη Σαμαρά, απάντησε ότι «ο πρώην πρωθυπουργός έχει προφανώς την οπτική του, η οποία είναι απολύτως σεβαστή και την θεωρώ ότι είναι μια σημαντική συνεισφορά σε όλη αυτή τη συζήτηση». Σε κάθε περίπτωση, «ο κόσμος συγκρατείται και φαίνεται η πολιτική ηγεμονία της Νέας Δημοκρατίας, και η αποδοχή των κυβερνητικών πολιτικών στον άξονα των αποτελεσματικών πολιτικών. Είναι λιγότερο θεωρητικο-ιδεολογικό και περισσότερο ρεαλιστικό, αποτελεσματικό».
Η συνέντευξη έκλεισε με το φορολογικό νομοσχέδιο και, εδώ, ο υπουργός έδωσε είδηση, όπως είπε: «Κάποια στιγμή ελπίζω ότι θα μπορέσουμε να έχουμε ένα σύστημα στο οποίο θα ελέγχουμε τον πλουτισμό και θα βλέπουμε αν θα δικαιολογείται από τη δήλωση των εισοδημάτων […] σας λέω κάτι που ξέρω, η κυβέρνηση εργάζεται για αυτό. Με διασταυρωτικά στοιχεία, κάποια στιγμή όλοι, και εδώ περιλαμβάνονται και οι μισθωτοί».
Όσον αφορά τις επιμέρους αλλαγές του νομοσχεδίου, επανέλαβε ότι «το αγροτικό εισόδημα εξαιρείται, δεν θα μπει στο τεκμήριο». Επίσης, «το θέμα του οικογενειακού εισοδήματος είναι κάτι που ακούει το υπουργείο Οικονομικών, δεν ξέρω πού θα καταλήξει». Για τη δήλωση Τσακλόγλου είπε πως ήταν «άστοχη», για αυτό «και απελογήθη». Ωστόσο, διευκρίνισε, «το μείζον είναι η (κυβερνητική) παρέμβαση».
Εν κατακλείδι, «ήταν πολύ πλούσια η διαβούλευση στο νομοσχέδιο και όλα τα σχόλια θα τα λάβει υπ’ όψιν του (σ.σ. το αρμόδιο υπουργείο) […] προκειμένου να δει πώς μπορεί να γίνει δικαιότερο το σύστημα αυτό». Το υπουργείο Οικονομικών «θα κάνει σημειακές βελτιώσεις», επεσήμανε κλείνοντας.