today-is-a-good-day
22.5 C
Athens

Εκρυψαν τις αρχαιότητες το ’40, συνέχισαν να τις προστατεύουν με γενναιότητα και σθένος κατά την κατοχή

Δούλεψαν συστηματικά, με τάξη,  προσοχή και αφοσίωση, έχοντας την αίσθηση του επείγοντος. Ετσι, οι Ελληνες αρχαιολόγοι έσωσαν τις αρχαιότητες της χώρας μας από τους κατακτητές Γερμανούς. Αντί να αφήσουν τα μουσεία απροστάτευτα, μάζεψαν και έθαψαν ή έκρυψαν όλες τις αρχαιότητες. Αυτή η μεγάλη  επιχείρηση, που ξεκίνησε λίγες μέρες μετά την 28η Οκτωβρίου με εγκύκλιο από τη Διεύθυνση Αρχαιολογίας του υπουργείου Παιδείας, ολοκληρώθηκε με θρίαμβο. Θρίαμβος ήταν και η συνέχεια, με τους πρωτοπόρους της αρχαιολογίας να υπερασπίζονται τα αρχαία ενώ κινδύνευε η ζωή τους. Δεν κιότεψαν όμως μπροστά στον εχθρό, δεν πρόδωσαν. Αυτή υπήρξε μια επίσης μεγάλη συνεισφορά τους προς την  πατρίδα.

Η προστασία των αρχαιοτήτων σε περιόδους πολέμου είναι ένα από τα σημαντικότερα θέματα που απασχόλησαν την Αρχαιολογική Υπηρεσία κατά τη διάρκεια της ιστορίας της, σύμφωνα με τη Μαρία Λαγογιάννη- Γεωργακαράκου, πρώην διευθύντρια του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου και νυν αντιπρόεδρό του. Στις 30 Οκτωβρίου 1940, δύο μέρες μετά την κήρυξη της εμπλοκής της Ελλάδας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ξεκίνησαν οι υπηρεσιακές ενέργειες για την προστασία των αρχαιοτήτων του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου. Κατά την ίδια περίοδο, δημιουργήθηκαν υπηρεσιακές επιτροπές για το έργο της φύλαξης και προστασίας των αρχαίων όλων των Μουσειακών Συλλογών της Ελλάδας και εκδόθηκαν οδηγίες για την προστασία των αρχαίων από τους κινδύνους των αεροπορικών επιδρομών και βομβαρδισμών.

Σύμφωνα με όσα αναφέρονται σε μια ψηφιακή έκδοση για την απόκρυψη αρχαιοτήτων στο ΕΑΜ,  «ακολουθώντας τις γενικές οδηγίες, μαρμάρινα γλυπτά και κεραμικά θάφτηκαν κάτω από τα δάπεδα των αιθουσών των Μουσείων στα οποία βρίσκονταν και άλλα σε αυλές Μουσείων, δημοσίων κτιρίων ή σε υπόγεια. Από τα τέλη του 1940 και μέχρι τον Απρίλιο 1941 στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο ολοκληρώθηκε το μεγάλο έργο της ασφαλούς φύλαξης των αρχαίων. Αρχαιολόγοι, συντηρητές, εργατοτεχνικό προσωπικό, εθελοντές και αρμόδιοι εργάστηκαν νυχθημερόν για το σκοπό αυτό στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο και σε άλλα Μουσεία της Ελλάδας.

Στο έργο της προστασίας και απόκρυψης των αρχαιοτήτων του Μουσείου πρωτοστάτησαν οι αρχαιολόγοι Χρήστος Καρούζος και Σέμνη Παπασπυρίδη- Καρούζου. Το κείμενο των αναμνήσεων της Σ. Καρούζου από αυτή την περίοδο αποτελεί πολύτιμη μαρτυρία για την ιστορία του Εθνικού Μουσείου.»

Όπως τονίζει η κα Λαγογιάννη,

«τη Δευτέρα, 28 Απριλίου 1941, δεύτερη κιόλας μέρα της εισβολής στην Αθήνα, “εκείνοι που κουβαλούσαν στα στρατιωτικά τους σακίδια τον Hölderlin” παρουσιάστηκαν επίσημα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Κατάπληκτοι διαπίστωσαν ότι το κτήριο ήταν έρημο, οι αίθουσες κενές και οι ξύλινες προθήκες άδειες. Στις αλλεπάλληλες ερωτήσεις για την τύχη των αρχαιοτήτων η απάντηση ήταν λιτή και επίμονα ίδια: “Τα αρχαία βρίσκονται στη γη”.

Πολύ γρήγορα οι κατακτητές συγκρότησαν “Υπηρεσία Προστασίας των Μνημείων της Τέχνης” και απαίτησαν φορτικά την άμεση επαναλειτουργία του Εθνικού Μουσείου. Παράλληλα συνέταξαν ένα κατάλογο από 103 αγάλματα με την εντολή να εκτεθούν γιατί ο πόλεμος είχε δήθεν τελειώσει.

Το σκοτεινό σχέδιο δεν πραγματοποιήθηκε παρά τις απειλές και τις αφόρητες πιέσεις. Τις μεγάλες εκείνες ώρες κανείς δεν δέχτηκε να εκτελέσει την εντολή των κατακτητών. Τα αρχαία παρέμειναν ασφαλή στα κρυφά τους καταφύγια μέχρι την απελευθέρωση, όταν αναδύθηκαν και πάλι στο φως. Κατά τον Χρήστο Καρούζο ‘η επίμονη αντίσταση της αρχαιολογικής υπηρεσίας, γλίτωσε τα σπουδαιότερα Μουσεία μας από την καταστροφή και τη λεηλασία.’»

Πού ήταν οι αρχαιότητες;  Γλυπτά, χάλκινα και πήλινα έργα είχαν εγκιβωτισθεί  και μεταφερθεί σε καταφύγια της Αθήνας (35 κιβώτια φυλάχτηκαν στο σπήλαιο της Εννεάκρουνου και άλλα 22 στις φυλακές του Σωκράτη) τα χρυσά είχαν αποκρυφτεί στα υπόγεια της Τράπεζας της Ελλάδας, τα μεγάλα αγάλματα είχαν καταχωθεί σε μεγάλες τάφρους που ανοίχθηκαν στα δάπεδα των αιθουσών.

Την επόμενη της εισβολής των Ναζιστικών στρατευμάτων στην Αθήνα, η Σέμνη και ο Χρήστος Καρούζος έστειλαν την παραίτησή τους από μέλη στο Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο.  «Από πολλά χρόνια είχε πάψει (το Ινστιτούτο) να έχει σχέση με την Επιστήμη και έπρεπε να τους κοπεί η ελπίδα ότι θα πετύχαιναν τίποτε στην προσπάθεια που τη μάντευα συστηματική και μεθοδική να μας λερώσουν όλους με αθώες προτάσεις ειρηνικής και πολιτιστικής συνεργασίας», αναφέρει ο Χρήστος Καρούζος, Διευθυντής του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, στη συνέντευξή του της 16ης Ιουνίου του 1945 στα Ελεύθερα Γράμματα.  Ο ίδιος συνεχίζει: «Μόλις μπήκαν οι Γερμανοί, οι αρχαιολόγοι τους που αποτέλεσαν ιδιαίτερη στρατιωτική «υπηρεσία προστασίας της τέχνης» απαιτήσανε πρώτα-πρώτα να ανοίξουμε αμέσως τα Μουσεία, λέγοντας στην αρχή πως ο πόλεμος τελείωσε πια, ύστερα πως τα αρχαία θα πάθουν κρυμμένα, ύστερα πως στον πόλεμο ίσα-ίσα οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να καταφεύγουν στην τέχνη κλπ.»

Επικεφαλής της προσπάθειας να επαναλειτουργήσει το ΕΑΜ (για να αρπάξουν οι κατακτητές τα αγάλματα και τους πολύτιμους θησαυρούς του), ήταν ο Hans Ulrich von Schönebeck αρχαιολόγος και Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Προστασίας των Μνημείων της Τέχνης (της υπηρεσίας που κατάκλεβε τους πολιτιστικούς θησαυρούς των χωρών). Σύντομα στην ίδια υπηρεσία αποσπάστηκαν ο αρχαιολόγος Wilhelm Kraiker και ο γεωγράφος Ernst Kirsten. Ο Σόνεμπεκ και ο Κράικερ  ανήκαν στην Ειδική Στρατιωτική Υπηρεσία για την Προστασία της Τέχνης, τη λεγόμενη Kunstschutz. Την ίδια «υπηρεσία» πρόσφερε και το ίδρυμα Ίδρυμα Rosenberg με εκπρόσωπο τον λοχαγό Herman von Ingram.

«… Αι γερμανικαί αρχαί διά του αρχαιολόγου Dr von Schonebeck, πρώτον, είτα δε διά του καθ. Kraiker επίεζον και συνέθλιβον την αρχαιολογικήν υπηρεσίαν του ελληνικού κράτους, άλλοτε μεν ίνα προστατεύωσιν αρχαιοκαπήλους, άλλοτε δε ίνα συγκαλύψωσι καταστροφάς υπό στρατιωτικών ομάδων προξενηθείσας, άλλοτε ίνα μη δυνηθή το κράτος να παρακολουθήση τυχαίαν ανεύρεσιν αρχαίων και την ενέργειαν στρατιωτικών έργων και άλλοτε ίνα αρνηθώσιν εις το κράτος το δικαίωμα της ασκήσεως κυριότητος επί των ανεσκαμμένων αρχαιοτήτων…»

Αυτά αναφέρει ο υπουργός Παιδείας Α. Παπαδήμος στον πρόλογο του βιβλίου «Ζημίαι των αρχαιοτήτων εκ του πολέμου και των στρατών κατοχής». Παρόμοιες ήταν και οι αφηγήσεις του Χρήστου Καρούζου, ο οποίος μιλούσε για αφόρητες πιέσεις. Το γεγονός ότι ουδείς έδωσε το  παραμικρό στους Γερμανούς κατακτητές, είναι προς τιμήν και έπαινό τους.

Κατά τη διάρκεια της κατοχής, ο αρμόδιος υπουργός (καίτοι η κυβέρνηση ήταν προδοτική) απαντά τον Αύγουστο του 1941 σε εντολή στρατιωτικού διοικητή: «Η ελληνική κυβέρνησις μέγιστα κατ αρχήν απησχολημένη τα μέγιστα υπό άλλων μεγάλων προβλημάτων ως ο απειλών το έθνος ημών δια εξολοθρεύσεως λιμός, δεν σκέπτεται εν τω παρόντι να ανασυστήσει τα μουσεία, ούτε εκεί ένθα ο εξακoλoυθoύν πόλεμος  δεν φθάνει δια της καταστροφής του, ως εις Θεσσαλονίκην, ένθα μάλιστα προτιθέμεθα να κτίσουμε ειδικόν οικοδόμημα μουσείου ώστε θα ήτο άσκοπος η ανασύστασης του μέχρι τούδε ανεπαρκούς και κακού.

Ούτε δε τα φιλάρχαια και καλλιτεχνικά αισθήματα του ελληνικού λαού είναι τώρα ζωηρά εφ όσον ούτος πεινά, ούτε τουρισμός υπάρχει τώρα.

Αι  ελληνικαί αρχαιότητες παρέμειναν εν τη γη  επί χιλιετηρίδας και υπάρχουν άλλαι,  αίτινες εξακολουθούν ακόμη να είναι αφανείς εν αυτή.  Η γενόμενη απόκρυψις ή συγκάλυψις των αρχαίων καλό είναι να διατηρηθή και εφ όσον αι στερήσεις διαρκώσιν ή και γίνονται κακοί σύμβουλοι των υφισταμένων αυτάς. Παν  ό,τι δεν είναι πρόχειρον και προσιτόν, αποφεύγει τους κινδύνους τους προερχόμενους εξ οιωνδήποτε ατόμων ή ομάδων είτε κακών είτε προς το κακόν ωθουμένων  μέχρις ηρεμήσεως του κόσμου.»

Λίγες μέρες μετά, στις 28 Αυγούστου του 1941, ο γενικός διευθυντής της Αρχαιολογίας Κωνσταντίνος Κεραμόπουλλος καταγγέλλει με έγγραφο προς το Γερμανικό Ινστιτούτο και την Ειδική υπηρεσία των Γερμανών, πως γίνονται γερμανικές ανασκαφές στη Θεσσαλονίκη χωρίς άδεια από την ελληνική υπηρεσία. Καταγγέλλει «την αυθαίρετον και παράνομον» ανασκαφή και ζητά να επαναφέρουν τον λαθρανασκαφέα.

Τις ίδιες ημέρες, με έγγραφο «λίαν επείγον» ο κατοχικός υπουργός ζητά από την ιταλική διοίκηση να αφαιρέσει τους αντιαεροπορικούς προβολείς και όλμους από την Ακρόπολη. Όπως λέει, η ενημέρωση προέρχεται από τον έφορο Ακροπόλεως.  «Επιθυμούμε να κάνετε φανερόν  εις τας ιταλικάς στρατιωτικάς αρχάς ότι η ενέργειά των αύτη μας ανησυχεί μεγάλως,  διά τους αφεύκτους κινδύνους ους συνεπάγεται επί τα αθάνατα καλλιτεχνήματα της Ακροπόλεως, θεωρούμενης ως ουδέτερου ή ανυπάρκτουκτου προς πολεμικούς σκοπούς εδάφους.

Προ τινων δε εβδομάδων τώρα, αι γερμανικαί αρχαί είχον αναβιβάσει αντιαεροπορικά πυροβόλα αλλά κατά την αίτησή μας τα απέσυραν και ούτω η Ακρόπολις εθεωρήθη ξένη προς τας πολεμικάς επιχειρήσεις.

Αυτά και άλλα πολλά είναι τα παραδείγματα του πώς οι αρχαιολόγοι πίεζαν την κατοχική κυβέρνηση να πράξει τα δέοντα. Εχουμε όμως και έγγραφα των ίδιων, που δείχνουν το θάρρος τους και την αφοσίωσή τους στην κληρονομιά μας. Ο Σόνεμπεκ ζητά από τον Κεραμόπουλλο τον Απρίλιο του 1942 να γίνει έλεγχος των θαμμένων αρχαιοτήτων, επειδή έχουν περάσει ήδη δύο χειμώνες σε κατάχωση, ώστε να διαπιστωθεί η κατάσταση διατήρησής τους. Πονηρά μάλιστα, στο έγγραφο παρουσιάζεται ως πρόταση ό,τι ξεχωθεί να μην ξαναχωθεί, λόγω των εξόδων, αλλά να παραμείνει στο μουσείο υπό τη φρούρηση των Γερμανών. Φυσικά, αυτό δεν έγινε. «Επιθυμούμεν δε να τονίσωμεν» αναφέρεται στην απάντηση, «ότι η γενική πείρα εκ των συμβαινόντων εις διάφορα σημεία της χώρας περί τα αρχαία συνηγορεί γενικώς περί της παρατάσεως της σημερινής αφανείας αυτών. Διότι ο πόλεμος έχει αδυσωπήτους αξιώσεις, προ των οποίων κάμπτεται πάσα άλλη αξίωσις».

Τον Μάιο του 46, ο Α. Δ. Κεραμόπουλλος γράφει μια σημείωση, που είναι δηλωτική: «Τι θα εγίνετο εάν εξεχώναμεν και εξεθέταμεν τα αρχαία δεικνύει η τύχη του γυναικείου αγάλματος, όπερ ευρεθέν εν Θεσσαλονίκη απήχθη εις Βιέννην και ήδη λήξαντος του πολέμου ανευρέθη εις παλαιόν αλατωρυχείο ν παρά το Zaltsbourg, μετεκομίσθη εις Μόναχον και αναμένει Έλληνα απεσταλμένον ίνα το μεταφέρει εις την Ελλάδα». Πρόκειται για το άγαλμα της Ηρακλειώτισσας, που απήχθη από τα στρατεύματα κατοχής με αίσιο τέλος.

Λίγους μήνες μετά, ο Σόνεμπεκ αναχωρεί για το μέτωπο κατά της Σοβιετικής Ενωσης και τελικά σκοτώνεται κατά την απόβαση της Νορμανδίας. Η αποχώρησή του συνοδεύεται επίσης με προσπάθεια επίδειξης πυγμής από τους Γερμανούς (είμαστε οι νικητές και δεν ακούμε κανένα ελληνικό υπουργείο) και με την επιστροφή του εγγράφου τους. Συνοδεύεται με μια διπλωματική απάντηση της ελληνικής αρχαιολογικής υπηρεσίας, η οποία θα συνεχίσει να δίνει μάχη για τη διαφύλαξη των αρχαιοτήτων μας με το ίδιο σθένος μέχρι την αναχώρηση των Γερμανών.

Το βιβλίο «Ζημίαι των αρχαιοτήτων» εκδίδεται το 1946 και αναφέρεται σε αρκετές καταστροφές και κλοπές. Κάποια από όσα εκλάπησαν έχουν επιστραφεί, κάποια αντικείμενα από λαθρανασκαφές το ίδιο, αλλά και πάλι λείπουν πολλά. Χωρίς την εμπνευσμένη δουλειά και τη γενναία στάση των αρχαιολόγων θα ήταν περισσότερα ή δεν θα τα γνωρίζαμε μέχρι σήμερα.

Κατά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο έλαβε χώραν η μεγαλύτερη κλοπή έργων τέχνης. Οι Γερμανοί αφαίρεσαν περισσότερα από 4 εκατομμύρια, εκ των οποίων το ένα τέταρτο ανήκε σε μουσεία και τα υπόλοιπα σε ιδιωτικές συλλογές. Οι αριθμοί όσων δεν έχουν ανακτηθεί, κυρίως από εβραϊκές οικογένειες, ζαλίζουν ακόμα και σήμερα.

Αγγελική Κώττη

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ