today-is-a-good-day
22.8 C
Athens

Μια νοερή βόλτα στην Αθήνα του Μένη Κουμανταρέα

Αν ένας συγγραφέας υπήρξε λάτρης της Αθήνας αλλά και αθηναιογράφος, αυτός είναι ο Μένης Κουμανταρέας. Το σημείωνε άλλωστε κι ο ίδιος. «Είμαι τόσο σεσημασμένος αθηναιογράφος ώστε λυπάμαι πολύ που σε ένα κομμάτι αφιερωμένο στην αγαπημένη μου και αδικημένη Αθήνα θα θυμίσω ότι δύο από τα τελευταία μου μυθιστορήματα, “Οι αλεπούδες του Γκόσπορτ” και “Θάνατος στο Βαλπαραΐζο”, ταξιδεύουν τον αναγνώστη σε μια επαρχιακή πόλη της Νότιας Αγγλίας το πρώτο και σε ένα περιώνυμο λιμάνι της Νότιας Αμερικής το δεύτερο. Ωστόσο, ακόμη κι όταν γράφω για ξένους τόπους, είναι σαν να γράφω για την Αθήνα. Οπότε έχετε δίκιο να με συμπεριλαμβάνετε στους ραψωδούς του κλεινού άστεως. Ομως η περιοχή την οποία αγαπώ δεν είναι ούτε η Ακρόπολη ούτε η Πλάκα ούτε οι στύλοι του Ολυμπίου Διός. Προτιμώ τους πεσμένους στύλους που άλλοτε υποστήριζαν την εκπεσούσα αστική τάξη της Πλατείας Βικτωρίας και των πέριξ».

Το απόσπασμα είχε αποθησαυρίσει ο Θανάσης Θ. Νιάρχος σε ένα εξαιρετικός κείμενο για  τον σπουδαίο και αγαπημένο συγγραφέα, που  τόσο μάς λείπει, το οποίο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Τα Νέα».

Οι Εκδόσεις Πατάκη και το βιβλιοπωλείο IANOS (Σταδίου 24) οργάνωσαν εκδήλωση με τίτλο «Μια νοερή βόλτα στην Αθήνα του Μένη Κουμανταρέα» σήμερα Δευτέρα 29 Μαΐου, ώρα 20.30.  Την εκδήλωση συντονίζει ο δημοσιογράφος Νίκος Βατόπουλος. Τον περίπατο στα βιβλία του Μένη Κουμανταρέα σχεδίασε η Αλεξάνδρα Τράντα, διαχειρίστρια του έργου του.

Συμμετέχουν (με αλφαβητική σειρά) οι ηθοποιοί:
ΜΑΝΟΣ ΚΑΡΑΤΖΟΓΙΑΝΝΗΣ
ΣΤΡΑΤΟΣ ΤΖΩΡΤΖΟΓΛΟΥ
ΑΓΓΕΛΟΣ ΧΑΤΖΑΣ

και οι

ΝΙΚΟΣ ΑΔΑΜ ΒΟΥΔΟΥΡΗΣ
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ
ΝΙΚΟΣ ΔΑΒΒΕΤΑΣ
ΧΛΟΗ ΚΟΛΥΡΗ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΑΠΟΥΡΤΑΣ
ΛΗΤΩ ΠΙΤΥΡΗ
ΠΕΤΡΟΣ ΠΟΛΥΜΕΝΗΣ
ΝΙΚΟΣ ΣΚΟΠΛΑΚΗΣ
ΘΑΝΟΣ ΦΩΣΚΑΡΙΝΗΣ
ΕΛΙΑΝΑ ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΟΥ

Ο Μένης Κουμανταρέας (Αθήνα, 1931-2014) πρωτοεμφανίστηκε στη λογοτεχνία το 1961, μεταφράζοντας για το περιοδικό Ο Ταχυδρόμος πεζά των Hemingway, Joyce και Moravia. Το 1962 εκδόθηκε το πρώτο του βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων Τα μηχανάκια. Βραβεύτηκε για τα βιβλία του Το αρμένισμα (Β’ Κρατικό βραβείο Διηγήματος, 1967), Βιοτεχνία υαλικών (Α’ Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος, 1976), Η μυρωδιά τους με κάνει να κλαίω (Α’ Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος, 1997) και Δυο φορές Έλληνας (Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος, 2002). Το 2001 τιμήθηκε με το βραβείο «Blue Book» για το μυθιστόρημα Ο ωραίος λοχαγός και το 2008 με το Βραβείο του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του έργου του.

Συγγραφέας και ψυχογράφος του αθηναϊκού αστικού τοπίου, θα περιγράψει, γιατί τα έχει δει, όσα δεν μπορούν να ειπωθούν αλλά και όσα λέγονται  και  αποκαλύπτονται σε φωτεινές στιγμές της.

Ο Θανάσης Θ. Νιάρχος αναφέρει, στο  κείμενό του για τον δημιουργό: «ο Μένης Κουμανταρέας παραμένει ένας χαρτογράφος, ένας απομνηματογράφος και κυρίως ραβδοσκόπος της φανερής, ή υπόγειας και μυστικής, ημερήσιας και νυχτερινής ζωής της Αθήνας. Επειδή τα τρία ουσιαστικά που σημειώσαμε (χαρτογράφος, απομνηματογράφος, ραβδοσκόπος) είναι ευκόλως παρεξηγήσιμα, μη θεωρηθεί ότι ο Κουμανταρέας είναι ένα είδος εξελιγμένου αθηναιογράφου, τύπου Κώστα Καιροφύλα. Ο,τι γνωρίζουμε για την Αθήνα, το γνωρίζουμε χάρη σε μυθιστορηματικές συνθέσεις που οι ήρωές τους ενδέχεται να καθορίζονται σε καταλυτικό βαθμό από την πόλη αυτή, όσον αφορά τη δράση τους, ταυτόχρονα όμως θα μπορούσαν να σταδιοδρομήσουν και αυτονόμως, με τον ίδιο ακριβώς ψυχισμό και την ίδια συμπεριφορά.»
« Ποιες είναι οι προτιμητέες περιοχές της Αθήνας για τον δημιουργό του «Αρμενίσματος» και των «Καημένων»; Και που δεν είναι λιγότερο «ύποπτες» σήμερα απ’ ό,τι ήταν όταν έγραφε τα μυθιστορήματα και τις νουβέλες που ήδη αναφέραμε ο Κουμανταρέας, «ύποπτες» αν και κατοικημένες από μια μικροαστική και μεσοαστική τάξη που θεωρείται πάντα η ασφαλέστερη εγγύηση της καθεστηκυίας ηθικής και της νομιμότητας, και κατακλυσμένες σήμερα από τους έτοιμους για όλα αλλοδαπούς.

(…) Οσο όμως και να ξεναγεί τον αναγνώστη του ο Μένης Κουμανταρέας σε δρόμους και σε πλατείες της Αθήνας, σε καμιά περίπτωση δεν θα χαρακτήριζες τα βιβλία του ως τουριστικά. Οι ήρωές του όσο μας είναι οικείοι και αναγνωρίσιμοι, άλλο τόσο έχουν κάτι από τη γοητεία ενός μύθου που μεγαλώνει ανάλογα με τον βαθμό του κοινωνικού τους αποκλεισμού και της ερωτικής τους ιδιαιτερότητας. Οπως επίσης τα τετριμμένα αστικά τοπία μεταμορφώνονται στην πεζογραφία του Μένη Κουμανταρέα, φέρνοντας κάτι από τη δροσιά και το θάμβος ανεξερεύνητων περιοχών.»

Ο Νίκος Βατόπουλος, αναφερόμενος στην επανέκδοση του βιβλίου «Η κυρία Κούλα», γράφει: «Σκέφτομαι συχνά τις αθηναϊκές πατρίδες του Μένη Κουμανταρέα, όταν τυχαίνει να παίρνω τον ηλεκτρικό συνήθως από και προς Νέο Φάληρο. Παίρνω το τρένο και κατεβαίνω στο Μοναστηράκι ή στη Βικτώρια, αλλά πρόσφατα κατέβηκα στον Αγιο Νικόλαο. Ηταν μια παρέκκλιση από το σύνηθες, καθώς μια αθηναϊκή περιπλάνηση με είχε τραβήξει προς τα εκεί. Η φαιά πατίνα των πολυκατοικιών έδινε μια όψη πρόωρου γήρατος αλλά μέσα στα στενά, εκεί όπου συναντά κανείς ακόμη εκείνη την αθηναϊκή ατμόσφαιρα με τα μικρά μαγαζιά, τις εξώθυρες σε ισόγεια και ημιυπόγεια και τους βιαστικούς διαβάτες, έπιασα τον εαυτό μου να αναζητεί το κουτούκι, όπου ο Μίμης πήγε την κυρία Κούλα, στο πρώτο τους ραντεβού.

Είχα πρόσφατα ξαναδιαβάσει την «Κυρία Κούλα» του Μένη Κουμανταρέα, που επανεκδόθηκε από τις εκδόσεις Πατάκη και είχα και πάλι βυθιστεί σε εκείνη τη μελαγχολική αθηναϊκή ατμόσφαιρα της δεκαετίας του ’70. Εχουν περάσει πάνω από 40 χρόνια από τότε που «Η κυρία Κούλα», φρέσκια νουβέλα εκείνα τα χρόνια (γραμμένη το 1975) εξιστορούσε την υγρασία ενός ερωτικού σπασμού, ανάμεσα σε έναν νεαρό και μια ώριμη γυναίκα. Το τρίτο πρόσωπο της ιστορίας ήταν η ίδια η Αθήνα, με εκείνο το βαθύ, άρρητο αλλά πάντα ορισμένο, αναγνωρίσιμο και αδιαπραγμάτευτο αποτύπωμα μιας ασάλευτης πόλης.

Θυμάμαι τον ηλεκτρικό εκείνων των χρόνων, με τον μουντό φωτισμό, τα βαγόνια τα ξύλινα («τα πολυκαιρισμένα» σαν «βετεράνοι») και τα άσπρα («τα καινούργια») αυτά που περιγράφει ο Κουμανταρέας, γεμάτα «χαραγματιές από σουγιάδες». Με εκείνο το χλωμό φως, τα βαγόνια ήταν βυθισμένα σε μια καταθλιπτική στρώση μοναξιάς, ιδίως όταν νύχτωνε. Μα, μήπως και σήμερα έτσι δεν είναι;»

Αγγελική Κώττη

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ