19.7 C
Athens

Να μιλήσουμε για την εξωτερική πολιτική; – Γράφει ο Γιώργος Κατρούγκαλος

Η εξωτερική πολιτική δεν είναι στην κεντρική ημερήσια διάταξη της προεκλογικής εκστρατείας. Είναι κρίμα. Όχι απλώς είναι κρισιμότατη εθνικά, αλλά, αντίθετα με άλλους τομείς, όπως η οικονομία, που η απόδειξη κάθε ισχυρισμού επιβεβαιώνεται ή ανατρέπεται αυτόματα στην τσέπη του καθενός μας, η κοινή γνώμη  διαμορφώνεται ως προς αυτήν καθοριστικά από την μηντιακή υπεροπλία της Νέας Δημοκρατίας. Όμως, χωρίς ουσιαστικό διάλογο δεν μπορεί να οικοδομηθεί η αναγκαία εθνική συνεννόηση, ούτε η συγκρότηση συγκεκριμένης στρατηγικής. Το μητρώο του κ. Μητσοτάκη είναι μαύρο στα θέματα δημοκρατίας και κράτους δικαίου (υποκλοπές, αλλά όχι μόνον) αλλά και ως προς την εξωτερική πολιτική συνιστά παράδειγμα προς αποφυγή. Είναι ο μόνος πρωθυπουργός που δεν συγκάλεσε ποτέ Συμβούλιο πολιτικών αρχηγών, το κατ’ εξοχήν όργανο για την διαμόρφωση πολιτικών συναινέσεων, όπως έγινε τον Μάρτιο του 2016 πριν την επίσκεψη του Αλέξη Τσίπρα στην Άγκυρα. Ακόμη χειρότερα, συχνά χρησιμοποιεί εμπρηστικό και διχαστικό λόγο. Στη συζήτηση στη βουλή για τις αμερικανικές βάσεις είχε προσβάλλει ευθέως τον Πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ λέγοντας ότι «για εσάς ο πατριωτισμός αποτελεί άγνωστη λέξη». Πρόσφατα μας κατηγόρησε ως οργανωτές «εθνικού σαμποτάζ» και ως «εθνική εξαίρεση», πράττοντας τα ακριβώς αντίθετα για την ομοψυχία από ό,τι επιβάλλει ο θεσμικός του ρόλος.

Του Γιώργου Κατρούγκαλου *

Και δεν πρόκειται μόνον για τις επιθέσεις κατά των πολιτικών του αντιπάλων. Σε αρκετές περιπτώσεις, κατά την διάρκεια της τετραετίας, αθέτησε την υποχρέωση αλήθειας που υπέχει προς τον ελληνικό λαό, συσκοτίζοντας συνειδητά το χαρακτήρα των τουρκικών προκλήσεων, για να συγκαλύψει  την αδυναμία του να τις προλάβει ή να τις αποκρούσει αποφασιστικά. Έτσι έγινε την πρώτη φορά που το Oruc Reis κινήθηκε εντός της υφαλοκρηπίδας μας νότια της Κρήτης και η επίσημη διαρροή ήταν ότι «το πήρε ο άνεμος στο FIR Αθηνών». Έτσι έγινε με την είσοδο Τούρκων στρατιωτών σε ελληνικό έδαφος σε νησίδα του Έβρου, για την οποία το ΥΠΕΞ προέβη σε δύο διαβήματα, αλλά κατά τα άλλα δεν υπήρξε παραβίαση συνόρων. Έτσι και πολύ χειρότερα έγινε με την παραβίαση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων από το Oruc Reis και το στολίσκο πολεμικών πλοίων που το συνοδεύουν όπου ο φαιδρός ισχυρισμός ήταν ότι δεν παραβιάζονται τα κυριαρχικά μας δικαιώματα, γιατί ο θόρυβος των μηχανών δεν επιτρέπει αξιόπιστες σεισμογραφικές έρευνες.

Στο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ πιστεύουμε στην ανάγκη να υπάρχει εθνικό μέτωπο για τα μείζονα θέματα της εξωτερικής μας πολιτικής. Προϋπόθεση όμως για να χτιστεί αυτό είναι να ξαναβρεί πυξίδα η διπλωματία μας με συγκεκριμένη στρατηγική και να μην παρακολουθεί απλώς αμυντικά και αντανακλαστικά τις εξελίξεις, ιδίως δε τις τουρκικές προκλήσεις. Είναι αλήθεια ότι η διπλωματία μας έχει ορισμένες πάγιες σταθερές, ανεξαρτήτως της εναλλαγής των κυβερνήσεων. Είμαστε φιλειρηνική χώρα, αποδεχόμαστε το διεθνές δίκαιο ως βάση των διμερών και πολυμερών σχέσεων, επιδιώκουμε φιλικές σχέσεις με όλες τις χώρες του κόσμου. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υφίστανται διαφορές στον τρόπο άσκησης της εξωτερικής πολιτικής και ως προς τη στρατηγική επιδίωξης των εθνικών στόχων. Η Κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, απορρίπτοντας τη λογική της αδράνειας και της “μη-λύσης”, επεδίωξε την ανάδειξη της πατρίδας μας σε ενεργό πρωταγωνιστή. Και δεν αναφέρομαι μόνον στη Συμφωνία των Πρεσπών.  Όπως έχουν δεχθεί τόσο ο νυν όσο και ο πρώην Πρόεδρος της Κύπρου, οι κύριοι Χριστοδουλίδης και Αναστασιάδης, ποτέ δεν φτάσαμε τόσο κοντά στη λύση του Κυπριακού όσο στο Κρανς Μοντάνα και μάλιστα, για πρώτη φορά, με θέσεις αρχής που έθεταν επί τάπητος την αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων και την κατάργηση των εγγυήσεων.

Αντιθέτως, ο κ. Μητσοτάκης ήταν ο μόνος Έλληνας πρωθυπουργός που δεν συμπεριέλαβε στις προτεραιότητες της ελληνικής διπλωματίας, κατά την πρώτη ομιλία του στη ΓΣ του ΟΗΕ το 2019, την δίκαιη επίλυση του Κυπριακού, στην πιο δύσκολη, ίσως, στιγμή της ιστορίας του. Λόγω της επιστροφής στη λογική της αδράνειας, καταργήθηκαν, ή δεν ενεργοποιήθηκαν δραστήρια, σχήματα πολυμερούς διπλωματίας τα οποία προώθησαν ιδιαίτερα την θέση της χώρας μας, όπως η διάσκεψη της Ρόδου, η πρωτοβουλία για τον διαθρησκευτικό διάλογο και την προστασία των μειονοτήτων στη Μέση Ανατολή και αρκετά από τα πολυμερή σχήματα στα Βαλκάνια.

Ακόμη πιο επικίνδυνη είναι η απόκλιση του κ. Μητσοτάκη από πάγια δόγματα της εξωτερικής μας πολιτικής. Ενώ από το 1979, όταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επισκέφθηκε στο μέσο του ψυχρού πολέμου τη Μόσχα, πάγια πρωθυπουργοί και υπουργοί εξωτερικών χρησιμοποιούσαν για να προσδιορίσουν το ρόλο της Ελλάδας τη μεταφορά του «πυλώνα σταθερότητας» και της «γέφυρας» ανάμεσα στο πολιτικό μας σπίτι, την Ευρωπαϊκή Ένωση, και τις άλλες μεγάλες πολιτικές δυνάμεις. Αντιθέτως, ο πρωθυπουργός επαναλαμβάνει το ξεχασμένο δόγμα της ελληνικής δεξιάς της μετεμφυλιακής περιόδου, ότι είμαστε «το προκεχωρημένο φυλάκιο της Δύσης». Ένα φυλάκιο, προφανώς, δεν ασκεί δική του πολιτική, περιμένει τις οδηγίες από το αρχηγείο. Δεν είναι περίεργο λοιπόν που ακόμη και η κυρία Μπακογιάννη σε σχετική ερώτηση πρόσφατης συνέντευξης της «άδειασε» τον αδερφό της λέγοντας ότι αυτή δεν υιοθετεί τη μεταφορά του «φυλακίου» αλλά αυτή της «γέφυρας και του πυλώνα». Και μην νομίζετε ότι αυτά είναι μόνο θεωρητικά. Ο κ. Μητσοτάκης ήταν ο πρώτος έλληνας πρωθυπουργός, μετά τον πόλεμο της Κορέας, που έστειλε μάχιμα ελληνικά στρατεύματα και μια πυροβολαρχία Πάτριοτ στη Σαουδική Αραβία, σε ένα ενδοαραβικό πόλεμο σιιτών και σουνιτών, άσχετο με τα εθνικά μας συμφέροντα.

Και στο κρίσιμο μέτωπο των ελληνοτουρκικών δεν είναι καλύτερα τα πράγματα. Ο κ. Μητσοτάκης έλπιζε στην αρχή ότι θα αρκούσε η καλλιέργεια προσωπικών σχέσεων με τον κ. Ερντογάν για τη βελτίωση της κατάστασης και για το λόγο αυτό δεν έθιξε καθόλου ζητήματα τουρκικής επιθετικότητας κατά την πρώτη του συνάντηση μαζί του στη Νέα Υόρκη το 2019. Έτσι αιφνιδιάσθηκε πλήρως από την ανακοίνωση, λίγο μετά, του παράνομου τουρκολιβυκού συμφώνου. Την περασμένη Κυριακή διαβάσαμε στην «Καθημερινή» ότι ο Τούρκος Πρόεδρος θεωρεί ότι μετά τις εκλογές μπορεί να υπάρξει μια νέα εποχή στις ελληνοτουρκικές σχέσεις «αρκεί ο κ. Μητσοτάκης να κρατήσει τις υποσχέσεις του». Σε πρόσφατο debate με τον κ. Δένδια ρώτησα ποιες είναι οι υποσχέσεις αυτές, χωρίς να πάρω συγκεκριμένη απάντηση.

Και οι πρόσφατες παρεμβάσεις των στελεχών του Υπουργείου Εξωτερικών δεν είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικές ως προς τη στρατηγική που θα ακολουθήσει η κυβέρνηση στα ελληνοτουρκικά. Ο μεν ΑΝΥΠΕΞ σε πρόσφατο άρθρο του πανηγύριζε γιατί, τάχα, «η Ελλάδα αποτίναξε από πάνω της τον ρόλο του επαίτη και αποτέλεσε μέρος των λύσεων» και γιατί «καταφέραμε να μετατρέψουμε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις σε ευρωτουρκικό ζήτημα». Ως προς το πρώτο, ξεχνά όχι απλώς επί ποιας κυβέρνησης επιλύθηκε η διαφορά του Μακεδονικού και ήρθε για πρώτη φορά τόσο κοντά στη λύση του το Κυπριακό, αλλά και πότε αναβαθμίσθηκαν οι σχέσεις μας με τις ΗΠΑ σε επίπεδο στρατηγικού διαλόγου και καθιερώθηκε το σχήμα 3+1.

Ξεχνά την ιστορική ομιλία του Προέδρου Ομπάμα στην Πνύκα, όπου τόνισε ότι οι Έλληνες “ενέπνεαν ολόκληρο τον κόσμο” με τη στάση τους στο προσφυγικό και συνεχάρη τον Αλέξη Τσίπρα για τις μεταρρυθμίσεις του. Ως προς το δεύτερο, η επιλεκτική αμνησία έχει αιτιολογικό λόγο, εφόσον ο ίδιος ήταν που υποστήριζε ότι δεν ήταν στρατηγικός στόχος οι κυρώσεις κατά της Τουρκίας, παρά τη σημαντική ομόφωνη απόφαση που είχε πετύχει ο Αλέξης Τσίπρας στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ιουλίου 2019 και το μετέπειτα μπαράζ αμφισβητήσεων των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων.

Οι τελευταίες τοποθετήσεις του ΥΠΕΞ είναι επίσης ομιχλώδεις. Διατυπώνει την άποψη ότι έχουν εξαντλήσει την δικαιολογητική τους ύπαρξη οι διερευνητικές επαφές, επιφυλάσσεται όμως να διατυπώσει την δική του εναλλακτική πρόταση σε αυτές μετά τις εκλογές και όχι δημόσια, στον επόμενο Πρωθυπουργό και τον δικό του διάδοχο. Είναι φανερό ότι έτσι δεν μπορεί να διαμορφωθεί η συγκεκριμένη εθνική στρατηγική που είναι αναγκαία για να αξιοποιηθεί το παράθυρο ευκαιρίας που έχει ανοίξει με την αλληλεγγύη του λαού μας προς τον τουρκικό λαό και τις επικείμενες εκλογές στη γειτονική χώρα. Το κόμμα μας, αντιθέτως, είναι το μόνο που έχει αφιερώσει ένα ολόκληρο κεφάλαιο από το κυβερνητικό του πρόγραμμα στην εξωτερική πολιτική και το μόνο που έχει διατυπώσει ξεκάθαρες και συνεκτικές προτάσεις για την αυριανή μέρα.

Το 1999 παρήγαγε αποτελέσματα η «διπλωματία των σεισμών» γιατί υπηρέτησε ένα ευρύτερο σχέδιο ένταξης των ελληνοτουρκικών στο ευρωτουρκικό πλαίσιο, με τη συμφωνία του Ελσίνκι, παρά τις σκιές του τελευταίου να μην ξεκαθαρίζει ότι η προσφυγή στη Χάγη θα γίνει αποκλειστικά για τις θαλάσσιες οικονομικές ζώνες. Εμείς προτείνουμε μια προσαρμοσμένη στο σήμερα ανάλογη στρατηγική, με διασύνδεση της Χάγης με την τελωνειακή ένωση Τουρκίας-ΕΕ, σε συνδυασμό με δικές μας πρωτοβουλίες στραμμένες στο διάλογο και αποφασιστική υπεράσπιση των κόκκινων γραμμών μας. Πρόσφατα ζητήσαμε η αναγκαία επέκταση των χωρικών υδάτων στην Ανατολική Μεσόγειο να συνδυασθεί με μια ευρύτερη, συνεκτική στρατηγική, που θα περιλαμβάνει ως επόμενο βήμα πρόσκληση στις όμορες χώρες της περιοχής προκειμένου να υπάρξει οριοθέτηση της ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδας με προσφυγή στη Χάγη.

Σήμερα περισσότερο από ποτέ, προβάλλει η ανάγκη να ξαναβρεί η χώρα ένα συνεκτικό στρατηγικό σχέδιο στην εξωτερική πολιτική, ανάλογο της πολυδιάστατης και ενεργητικής διπλωματίας που εφαρμόσαμε επί της διακυβέρνησης μας.

Η 21η Μαΐου είναι κρίσιμη και για την εξωτερική μας πολιτική.

* Ο κ. Γιώργος Κατρούγκαλος είναι Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου, Τομεάρχης Εξωτερικών ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ – Υποψήφιος Βουλευτής Β1 Βόρειου τομέα της Αθήνας με το ΣΥΡΙΖΑ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ