Εάν κάτι έχει γίνει σαφές από την πολυεπίπεδη κρίση που διέρχεται ο πλανήτης και το διεθνές σύστημα είναι ότι η οικονομία είναι πλέον ο κρίσιμος παράγοντας εθνικής ασφάλειας. Μέσα από την οικονομία, από εδώ και στο εξής θα κριθεί ποιες θα είναι οι μεγάλες δυνάμεις του πλανήτη και το ποιες θα είναι οι χώρες που θα επιβιώσουν σε αυτό το νέο γεωπολιτικό χάρτη. Όπως συνέβαινε και στο μέχρι πρότινος σε ισχύ διεθνές σύστημα, η χώρα η οποία δίνει το ρυθμό των αλλαγών και των επερχόμενων εξελίξεων είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες. Το τι συμβαίνει σήμερα στην Ουάσιγκτον και το τι σχεδιάζεται για την τετραετία μετά τις προεδρικές εκλογές του 2024 είναι καθοριστικό για τι εξελίξεις και χρήζει ιδιαίτερης προσοχής και μελέτης.
Του Δημήτρη Γ. Απόκη *
Μετά την ανακοίνωση της διεκδίκησης μιας δεύτερης προεδρικής θητείας από το σημερινό Αμερικανό Πρόεδρο, Τζο Μπάιντεν, το 2024, το τι εφαρμόζει και ειδικά το τι σχεδιάζει, στην περίπτωση μιας δεύτερης θητείας, η κυβέρνηση Μπάιντεν, στον τομέα της οικονομίας, είναι βαρύνουσας σημασίας για οποιαδήποτε γεωπολιτική ανάλυση και διαμόρφωση εθνικής στρατηγικής. Η κυβέρνηση Μπάιντεν σχεδιάζει έναν θεμελιώδη μετασχηματισμό της αμερικανικής οικονομικής πολιτικής στο εσωτερικό και στο εξωτερικό.
Η ρήξη με τη μεταψυχροπολεμική, εμπορική και οικονομική πολιτική, των Δημοκρατικών, είναι ριζοσπαστική. Η έμφαση στο ελεύθερο εμπόριο, την ανάπτυξη και τη μεταρρύθμιση με προσανατολισμό στην αγορά έχει παρέλθει. Αυτές οι πολιτικές θεωρούνται λανθασμένες, για το επιτελείο Μπάιντεν, και θεωρούνται υπεύθυνες για την κρίση που διέρχεται ο πλανήτης σήμερα.
Η σημερινή ελίτ εξωτερικής και εσωτερικής πολιτικής στην Ουάσιγκτον, η οποία ελέγχει πλήρως την εφαρμογή και διαμόρφωση των πολιτικών του κ. Μπάιντεν, έχει κατασταλάξει στην άποψη, ότι η άνοδος της Κίνας, η διάβρωση της αμερικανικής μεσαίας τάξης, η άνοδος του λαϊκισμού, η κλιματική αλλαγή και η χρηματοπιστωτική αστάθεια είναι συνέπειες των λανθασμένων οικονομικών πολιτικών που προώθησαν, μεταξύ άλλων, ο πρώην Πρόεδρος, Μπιλ Κλίντον και οι Υπουργοί Οικονομικών του, Ρόμπερτ Ρούμπιν και Λάρι Σάμερς.
Αυτό που προωθεί το υφιστάμενο σύστημα στην αμερικανική πρωτεύουσα, επικεντρώνεται στη διαμόρφωση της βιομηχανικής πολιτικής, στην προστασία από την Κίνα, στην υπεράσπιση του αμερικανικού εργατικού δυναμικού από τον ξένο ανταγωνισμό χαμηλών μισθών και στη χρήση εργαλείων που κυμαίνονται από δασμούς έως διεθνή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα για να αναγκάσουν τις χώρες του Παγκόσμιου Νότου να επιτύχουν τους στόχους της κλιματικής αλλαγής.
Η σημερινή Ουάσιγκτον, πιέζει τις κυβερνήσεις του δυτικού κόσμου, να κάνουν πολύ περισσότερα για να κατευθύνουν το κεφάλαιο προς τις βιομηχανίες και τα αποτελέσματα που προτιμά η γραφειοκρατία και οι εκλεγμένοι αξιωματούχοι των ΗΠΑ.
Πολιτικά, η νέα συναίνεση στην αμερικανική πρωτεύουσα αντικατοπτρίζει τη σύγκλιση τριών στοιχείων της πολιτικής των Δημοκρατικών. Τα αμερικανικά εργατικά συνδικάτα απεχθάνονταν την εμπορική πολιτική της εποχής Κλίντον, ήταν αντίθετα στη Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου της Βόρειας Αμερικής, στη δημιουργία του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου και στην είσοδο της Κίνας σε αυτόν.
Κατά την άποψή τους, επιτρέποντας στις αναπτυσσόμενες χώρες να ανταγωνίζονται στις αμερικανικές αγορές με χαμηλόμισθο εργατικό δυναμικό αποτελεί ανάθεμα και η νέα πολιτική της Ουάσιγκτον, έχει σχεδιαστεί για να το αποφύγει.
Ταυτόχρονα, συμφωνούν και οι ακτιβιστές για το κλίμα και το λόμπι των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Σύμφωνα με την επικρατούσα, σήμερα στην Ουάσιγκτον άποψη, οι φτωχές χώρες συνήθως επιβάλλουν λιγότερο επαχθείς περιβαλλοντικούς κανονισμούς στη βιομηχανία για να μεγιστοποιήσουν τα πλεονεκτήματα κόστους τους. Σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη, η απαγόρευση ή η τιμωρία προϊόντων που παράγονται με ορυκτά καύσιμα και άλλες μεθόδους μαζικής χρήσης άνθρακα, θα αναγκάσει τις χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος να εφαρμόσουν πολιτικές που διαφορετικά θα μπορούσαν να αποφύγουν.
Για αυτό το λόμπι, η προσέγγιση της σημερινής αμερικανικής κυβέρνησης σημαίνει κυριολεκτικά τρισεκατομμύρια δολάρια σε επιχειρηματικές ευκαιρίες, καθώς η διεθνής εμπορική πολιτική οδηγεί τις χώρες χαμηλού εισοδήματος να υιοθετήσουν προϊόντα και τεχνολογίες που τα γεράκια του λόμπι των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας επιθυμούν και προωθούν.
Επίσης, οι λεγόμενοι προοδευτικοί και η ακραία πλευρά του Δημοκρατικού Κόμματος, επιδιώκουν διακαώς, να επιστρέψουν στο σύστημα των σχετικά κλειστών και εξαιρετικά ρυθμισμένων εθνικών οικονομιών που επικρατούσαν, την αμέσως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο εποχή.
Για όλους αυτούς και την επικρατούσα σήμερα πολική ελίτ στην Ουάσιγκτον, η άνοδος των ολοκληρωμένων παγκόσμιων χρηματοπιστωτικών αγορών και η απελευθέρωση του εμπορίου, υπονόμευσαν την ικανότητα των εθνικών κυβερνήσεων να ελέγχουν τις οικονομικές συνθήκες εντός των συνόρων τους.
Η επικρατούσα σήμερα άποψη στη μητρόπολη του δυτικού κόσμου, επιδιώκει να θεσπίσει παγκόσμιους οικονομικούς κανόνες και φορολογικές πολιτικές που θα υποστηρίξουν την ικανότητα των εθνικών κυβερνήσεων να επιστρέψουν στις ισχυρές ρυθμιστικές πολιτικές της δεκαετίας του 1950.
Η πολιτική που εφαρμόζει σήμερα και σχεδιάζει για μια πιθανή δεύτερη τετραετία, το σύστημα το οποίο κατευθύνει το Λευκό Οίκο του κ. Μπάιντεν, απευθύνεται κυρίως και έχει προσελκύσει την πλειοψηφία των Δημοκρατικών, τους Πράσινους και τους λεγόμενους προοδευτικούς. Αν και αρκετοί Διευθύνοντες Σύμβουλοι επιχειρήσεων και πολυεθνικών, αμφιβάλουν όσο αφορά τις μακροπρόθεσμες συνέπειες της αυξανόμενης κυβερνητικής επιρροής στην οικονομία, βλέπουν ευκαιρίες μεγάλου κέρδους στις επιδοτήσεις που προσφέρει αυτός ο οικονομικός ακτιβισμός.
Παρά το γεγονός ότι η Ευρώπη, δυσανασχετεί, με τις προστατευτικές επιδοτήσεις «Πρώτα η Αμερική» που ενσωματώνονται στον παραπλανητικά τιτλοφορούμενο νόμο για τη μείωση του πληθωρισμού, στο βάθος κατανοούν ότι μακροπρόθεσμα η νέα επικρατούσα άποψη στην Ουάσιγκτον θα είναι θεόσταλτο δώρο για τις Βρυξέλλες. Παραδοσιακά αρκετοί στο εσωτερικό του Δημοκρατικού Κόμματος, επιθυμούσαν και επεδίωκαν, μια αμερικανική κοινωνική και οικονομική πολιτική που θα ταυτίζεται με αυτή της Ευρώπης. Αυτό ακριβώς επιδιώκει να επιτύχει η νέα οικονομική πολιτική της σημερινής αμερικανικής κυβέρνησης. Ένα μείγμα πράσινου ακτιβισμού, κρατικού σχεδιασμού και εργασιακού προστατευτισμού που αντικατοπτρίζει τις κλασικές απόψεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Και το αμείλικτο ερώτημα που τίθεται είναι το εξής. Πόσο καλό είναι για τη Δύση, να επικρατήσει στην Αμερική μια παρόμοια χρυσοκάνθαρη γραφειοκρατία τύπου Βρυξελλών;
Είναι πάρα πολύ δύσκολο εάν όχι αδύνατο, να βρει κανείς μια επιτυχία αυτής της τραγικής γραφειοκρατίας των Βρυξελλών, τις τελευταίες δεκαετίες. Μια συμμόρφωση της αμερικανικής οικονομικής πολιτικής με το μοντέλο της ΕΕ θα είναι τραγική και επικίνδυνη όσο αφορά τον επερχόμενο ανταγωνισμό της Δύσης με την Κίνα και τους θιασώτες της.
Είναι σχεδόν βέβαιο και ήδη βλέπουμε τα πρώτα σημάδια ότι η πίεση προς τις χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος να υιοθετήσουν ακριβότερες ενεργειακές πολιτικές, αμβλύνοντας παράλληλα την ικανότητά τους να κεφαλαιοποιούν το χαμηλό κόστος εργασίας, θα δημιουργήσει πρόβλημα στη Δύση να βρει συμμάχους πέρα από την Ομάδα του G7.
Το τραγικό στην υπόθεση αυτή, είναι ότι για να αποτραπεί αυτή η επικίνδυνη πορεία, οι δυνάμεις που βρίσκονται απέναντι σε αυτή την καταστροφική πολιτική και βρίσκονται στους Ρεπουμπλικάνους αλλά και μέσα στο Δημοκρατικό Κόμμα, πρέπει ενόψει των προεδρικών εκλογών του 2024, να ξεκολλήσουν από το σύνδρομο Τραμπ και τη γκρίνια. Πρέπει άμεσα, να αναπτύξουν εγχώριες και διεθνείς οικονομικές πολιτικές που είναι εξίσου έξυπνες πολιτικά και πάνω από όλα λειτουργικές. Σε αντίθετη περίπτωση οδεύουμε προς καταστροφικές συνέπειες.
* Ο Δημήτρης Γ. Απόκης, είναι Διεθνολόγος, με ειδίκευση στην Αμερικανική Εξωτερική Πολιτική, Γεωπολιτική και Διεθνή Οικονομία. Απόφοιτος των πανεπιστημίων The American University, School of International Service, και The Johns Hopkins University, The Paul H. Nitze, School of Advanced International Studies της Ουάσιγκτον. Είναι μέλος του The International Institute for Strategic Studies, του Λονδίνου. Ως Δημοσιογράφος, υπήρξε επί σειρά ετών διαπιστευμένος ανταποκριτής στο Λευκό Οίκο, στο Στέητ Ντιπάρτμεντ και στο Αμερικανικό Πεντάγωνο.