today-is-a-good-day
19.5 C
Athens

Εις μνήμη Δ.Παντερμαλή: Πώς έκανε το Μουσείο της Ακρόπολης και τι πρόσεξε στο Δίον

Δύο ήταν οι πολύ μεγάλες αγάπες του Δημήτρη Παντερμαλή, ο αρχαιολογικός χώρος στο Δίον και το μουσείο Ακρόπολης. Μόχθησε πολύ και για τα δυο, αφιέρωσε ατέλειωτες ώρες, υπήρξε ο πολύτιμος άνθρωπος που έδωσε σάρκα και οστά σε οράματα τα οποία απαιτούσαν πολλή γνώση, δεξιότητες και ταλέντο για να ολοκληρωθούν. Ηδη από τη σύλληψή τους, άλλωστε, που ήταν δική του, είχε δείξει τη μεγάλη στόφα του.

Ας δούμε τι έχει πει στην υπογράφουσα για τις δύο μεγάλες αγάπες του:

Είναι αδύνατον να δούμε τους αρχαιολογικούς χώρους της Ελλάδας ανεξάρτητα από το περιβάλλον τους, συνηθίζει να λέει. Ο επιστήμονας που μελέτησε όσο λίγοι την ελληνική αρχαιότητα, τόνιζε  πάντοτε πως στην αρχαία Ελλάδα το περιβάλλον ήταν αξεδιάλυτα δεμένο με τα ιερά, τις πόλεις, γενικώς, τους οικισμούς. Το περιβάλλον αυτό, το τοπίο που μένει σχεδόν αλώβητο μέχρι σήμερα στην πλειονότητα των περιπτώσεων, αποτελούν προστιθέμενη αξία για τις αρχαιότητές μας.

Ο Δ.Παντερμαλής συνοδευόμενος από τον υπουργό Πολιτισμού Α.Σαμαρά ξεναγεί τα ΜΜΕ στο νέο μουσείο της Ακρόπολης

Εμπνευση από τη φύση για το Δίον

«Κατά την αρχαιότητα πολλά ιερά είχαν ιδρυθεί μέσα σε άλση, στα οποία, μάλιστα, διέθεταν και ιδιοκτησίες. Η έμπνευση από τη φύση, ήταν κοινός τόπος. Αλλοι εμπνέονταν από μια πηγή, άλλοι από ένα ποτάμι, άλλοι από ένα άλσος, άλλοι από τη θάλασσα και άλλοι από τις ψηλές κορυφές.»

«Μέσα σε αυτό το τοπίο, σε αυτό το σκηνικό, γεννήθηκαν οι θεοί, για το λόγο αυτό έχει  ιδιαίτερη σημασία. Υπάρχουν κανονισμοί για τη διαχείριση των δασών καθώς οι αρχαίοι πίστευαν  ότι τα δέντρα μέσα στα δάση έχουν ζωντανή ψυχή και οι θεοί καταριούνται όποιον τα κόβει. Σήμερα είναι αδύνατον να αναπαραστήσουμε το τοπίο της αρχαίας Ελλάδας αν δεν δούμε τη διάδραση και επίδραση του ανθρώπου με τη φύση.»

Όταν πήγε στο Δίον, κατάλαβε πως το βασικό ιερό στοιχείο είναι το νερό. «Εκατοντάδες πηγές έχουν ως αποτέλεσμα να υπάρχει οργιώδης βλάστηση και πολύ ψηλά δέντρα και όλο αυτό θυμίζει το ιερό βουνό των θεών, των Ολυμπο.»

Κάποτε εγκαταλείφθηκε το ιερό και εδάφη χρησιμοποιήθηκαν για καλλιέργειες, επομένως είχαμε αλλαγές στο φυσικό περιβάλλον, όμως «κατά μία ευτυχή συγκυρία, ένα μεγάλο μέρος του αρχαιολογικού χώρου ήταν βαλτώδες και παρέμεινε άθικτο. Εκεί υπήρχαν και εξακολουθούν να υπάρχουν πανύψηλα δέντρα, που δίνουν μία πάρα πολύ πιθανή εικόνα του περιβάλλοντος κατά το παρελθόν.  Μετά τις εκτεταμένες απαλλοτριώσεις που κάναμε αποφάσισα να αφήσω τη φύση ελεύθερη να δημιουργήσει μία ανάπλαση. Σιγά- σιγά μεγάλωσαν  φυτά και δέντρα και  ο αρχαιολογικός χώρος είναι γεμάτος.

Από την ανεπίσημη ξενάγηση του Δ.Παντερμαλή σε Έλληνες και ξένους δημοσιογράφους λίγες ημέρες πριν την λειτουργία του Μουσείου τη Ακρόπολης

 

Το χάλκινο ειδώλιο στην τσέπη

Από την επίσκεψη του προέδρου των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα στο Μουσείο της Ακρόπολης

 

Σε μια από τις συναντήσεις μας που είχε γίνει στο εστιατόριο του μουσείου, όπου συνήθιζε να τρώει ώστε να μην απομακρύνεται από τον χώρο εργασίας του,  είχε προσέλθει κρατώντας ένα αντίγραφο από χάλκινο ειδώλιο Αθηνάς. Με το πέρας της συζήτησης, κατευθύνθηκε προς την προθήκη όπου εκτίθεται το πρωτότυπο, στον πρώτο όροφο, ώστε να κάνει τη σύγκριση, «επειδή ποτέ κανείς δεν ξέρει». Το συνήθιζε να τριγυρνά, το έκανε, μάλιστα, και πριν από τα εγκαίνια, με τον Αντώνη Σαμαρά, τότε υπουργό Πολιτισμού να μοιράζεται σκέψεις μαζί του.

Όλα αυτά τα χρόνια «εμπλοκής» με το συγκεκριμένο μουσείο, που ανήκει στη χορεία των μεγάλων διεθνών μουσείων, δεν άφησε ποτέ κάτι στην τύχη. Είχε, εκτός από τις ανάλογες περγαμηνές για να αναλάβει τη συγκεκριμένη ευθύνη, και θεωρητικές βάσεις. Κεντρικό βάρος των μεταπτυχιακών  του σπουδών είχε πέσει στον κλασικό κόσμο, έτσι, γνώριζε καλά την Ακρόπολη.

«Ο δάσκαλός μου στο Φράιμπουργκ της Γερμανίας ο Βάλτερ Σούχαρτ ήταν ένας από τους παγκοσμίως γνωστούς ειδικούς της Ακρόπολης  και υπήρξε ένας από τους ελάχιστους πολύ υψηλού επιπέδου γνώστες της κλασικής γλυπτικής» σημείωσε. «Επομένως μαθήματα, φροντιστήρια, συζητήσεις, συνταντήσεις εργασίας, διατριβές, όλα γύριζαν γύρω από την αρχαϊκή και κλασική Αθήνα..»

Στην πρώτη φάση του μεγάλου διαγωνισμού που έγινε για το μουσείο το 1989 ήταν μέλος της επιτροπής προετοιμασίας. Σιγά- σιγά διαμόρφωσε την άποψή του, «μια άποψη ολιστικής παρουσίασης του μνημείου και όχι αποσπασματικής. Δηλαδή πίστευα ότι τα εκθέματα δεν έπρεπε να είναι μονάχα σαν αποσπάσματα, αλλά να παρουσιάζονται με τέτοιο τρόπο που να δείχνουν την πλήρη εικόνα των γλυπτών που διασώθηκαν.  Ακόμα και παλιά σχέδια όσων έχουν καταστραφεί. Γιατί δεν μπορείς να εκτιμήσεις ένα μνημείο αν δεν το δεις συνολικά.

Προσωπικά ανήκω σε εκείνους που δεν πιστεύουν στον κατακερματισμό της επιστήμης, ο οποίος έγινε τον 19ο αιώνα, αλλά σε μια συνθετικότερη και πιο ολοκληρωμένη αντίληψη της γνώσης. Η εντελώς εξειδικευμένη γνώση είναι χρήσιμη, όμως αν δεν σχετίζεται με το σύνολο θα προχωρήσει  σε έναν δρόμο παραπλανητικό.»

– Βλέπουμε συνέχεια αλλαγές Θα τελειώσει ποτέ το μουσείο;

 

«Δεν πρόκειται για δημόσιο έργο, πρόκειται για έναν ζωντανό οργανισμό. Και οι ζωντανοί οργανισμοί δεν ολοκληρώνονται ποτέ. Χρειάζεται συνεχής αναζήτηση. Επειδή αυτά τα έργα είναι σπουδαία, σου επιτρέπουν κάθε φορά να ανακαλύπτεις πράγματα που δεν τα είχες πριν δει. Κάθε τόσο μένω έκπληκτος με κάτι που βλέπω, σε έργα που τα έχω ξαναδεί αμέτρητες φορές.  Η διαρκής διαδικασία της ανακάλυψης είναι ίσως η πεμπτουσία του μεγάλου μουσείου.»

 

-Στην πρώτη- πρώτη παρουσίαση στο Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο, είχατε πει πως θα θέλατε αυτό το μουσείο, να είναι ένα μουσείο του 21ου αιώνα.  Τι εννοούσατε με αυτό; Πώς κινηθήκατε για να το πετύχετε;

«Η Ελλάδα έχει ένα πολύ μεγάλο προνόμιο. Σε αντίθεση με τα μουσεία της κεντρικής Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής τα οποία έχουν εκθέματα των μεσογειακών χωρών χωρίς πολλές φορές να ξέρουμε την ακριβή προέλευση, ή με ποια κτήρια σχετίζονται. Είναι σκόρπια εκθέματα. Τα ελληνικά  μουσεία στην πλειονότητά τους έχουν εκθέματα από συστηματικές ανασκαφές, όπου η σύνδεση κτιρίων και κινητών ευρημάτων μπορεί να γίνει απόλυτα σαφής και όπου μπορεί κανείς να παρακολουθήσει- όπως π.χ. στην Ακρόπολη- τις ιστορικές περιπέτειες των εκθεμάτων. Ανάμεσα στο σήμερα και σε 2500 χρόνια πίσω υπάρχει μια μεγάλη ιστορική διαδρομή η οποία συνήθως δεν υπάρχει, δεν τονίζεται, δεν παρουσιάζεται στα μουσεία των άλλων χωρών.

Το μουσείο της Ακρόπολης είναι κατ’ εξοχήν συνδεδεμένο με τον Ιερό Βράχο και έχει και ουσιαστική και οπτική επαφή μαζί του. Οταν λοιπόν μιλούσα για μουσείο του 21ου αιώνα, εννοούσα να είναι πολύ πιο συνδεδεμένο με τον χώρο προέλευσης, να παρουσιάζει τις διάφορες διαδρομές των γλυπτών μέχρι να φτάσουν να εκτεθούν και συγχρόνως να απαλλαγούν τα γλυπτά όσο είναι δυνατόν, από συμπληρώσεις, από αυτή τη ‘σκόνη’ που αφήνει η πολύχρονη έκθεση. Είναι ευρήματα του 19ου αιώνα, που πρέπει να συντηρηθούν, να απαλλαγούν από τη ‘σκόνη’ και να είναι προσιτά από όλες τις πλευρές. Να μπορεί ο επισκέπτης δηλαδή να γυρίζει και να τα βλέπει. Η σπουδαία σύλληψη της κλασικής γλυπτικής, το σπουδαίο χαρακτηριστικό, είναι το στοιχείο της τρισδιάστατης εικόνας. Αυτό τονίσαμε στο μουσείο και χρησιμοποιήσαμε και φυσικό φως, κάτι που δεν γινόταν ως τώρα. Θεωρώ ότι το φυσικό φως με τις εναλλαγές του, με τη διαφοροποίηση της ποιότητάς του και των αποχρώσεών του, είναι το κατάλληλο  για τα γλυπτά αυτά τα οποία δημιουργούνταν για τέτοιο φως.»

-Το μουσείο του 21ου αιώνα, δεν μπορεί βεβαίως να είναι ένα μουσείο αριστουργημάτων. Ωστόσο, το γεγονός ότι είχατε πολλά αριστουργήματα, που έπρεπε να βρούνε μία θέση, δημιούργησε προβλήματα στο στήσιμο της έκθεσης;

«Νομίζω ότι πετύχαμε η έκθεση να έχει την πυκνότητα που είναι κρίσιμη για το επίπεδο του μουσείου. Μιλάμε για μουσείο διεθνούς επιπέδου, με μεγάλη επισκεψιμότητα και χρειάζεται χώρος και για να αναπνέουν τα γλυπτά και για να κινούνται με ευχέρεια οι επισκέπτες. Οσο  στήναμε την παρουσίαση, δεν μας ενδιέφερε η εικόνα τους σε ένα άδειο μουσείο, αλλά το φανταζόμασταν γεμάτο. Κάναμε διάφορες δοκιμές και δύο εκθέσεις στο κτήριο Βάιλερ. Περάσαμε από τη βάσανο της αισθητικής και από το πώς θα το εκλάβει ο επισκέπτης. Προβληματιστήκαμε για πολλά, ανάμεσα στα οποία, π.χ. τι φόντο θα έχουν τα αγάλματα; Διαπιστώσαμε ότι ένα σκληρό φόντο, ένας βαμμένος τοίχος ή ένα πανό με χρώμα, δημιουργεί σκληρά περιγράμματα. Είδαμε γυάλινα βάθρα, εναλλασσόμενο φως, διαφορά υψών, δοκιμάσαμε πολλά.»

Εργα με δραματική ιστορία

-Παρόλα αυτά, στον τρίτο όροφο συστεγάσατε κατά παράβαση της μουσειολογίας, πρωτότυπα με αντίγραφα. Αυθεντικές πλάκες της ζωφόρου που είχαμε εδώ και αντίγραφα των κλεμμένων από τον λόρδο Ελγιν που βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο. Θα μπορούσατε να κατηγορηθείτε για προπαγάνδα, κάτι που δεν πρέπει να κάνει ένα μουσείο….

«Θίγετε ένα από τα πιο κεντρικά θέματα. Αυτό το μουσείο έχει σύμβολα και έργα με μια δραματική ιστορία κατακερματισμού και τεμαχισμού. Θα έπρεπε λοιπόν να έχουμε κατά κάποιο τρόπο αναφορές σε αυτά που λείπουν. Η πρώτη μας κατεύθυνση ήταν, να μη γίνουμε μουσείο προπαγάνδας. Η αρχαιότητα είναι ένα αυτονόητο στοιχείο σε αυτή τη χώρα. Τη βλέπουμε μπροστά μας σε κάθε βήμα. Δεν μπορείς να ζεις στην Αθήνα και να μη συνειδητοποιείς ότι ο Παρθενώνας είναι ολοένα μπροστά σου. Η σχέση μας λοιπόν με την αρχαιότητα δεν είναι ένας τυφλός και μονοκόμματος εθνικισμός, αλλά μια αυτονόητη σχέση, όπως είναι όταν βρίσκεσαι σε ένα νησί. Μπορείς να πεις ότι δεν βλέπω τη θάλασσα αλλά βλέπω μονάχα τα βουνά;

Υπάρχει όμως κίνδυνος να εκτραπείς όταν στήνεις  ένα τέτοιο μουσείο και να στοιχηθείς σε αυτή την στενή αντίληψη του τι είναι παράδοση, τι είναι εθνικό και να κάνεις σοβαρά λάθη. Είμαστε τελείως ξεκάθαροι.

Προσωπικά έχω ξεκαθαρίσει εδώ και πάρα πολλά χρόνια γιατί αξίζει και τι κερδίζεις από τα όσα βλέπεις στα μουσεία. Είναι ένας ολόκληρος κόσμος δεν είναι κάτι τυχαίο που το έκανες σύμβολο και επειδή το έκανες σύμβολο το φόρτωσες ιδεολογία και όταν φύγει η ιδεολογία μένει κενό. Είναι ουσία. Πιστεύω ότι η τεχνική τελειότητα αυτών των αγαλμάτων κρύβει νόηση. Στον 5ο αιώνα π.Χ. είχαν πετύχει, επομένως, έναν ανώτατο βαθμό νόησης. Τουλάχιστον ως άσκηση για τον σύγχρονο άνθρωπο αξίζει τον κόπο να το μελετήσει. Δεν πρόκειται για κενό θαυμασμό. Είναι ουσία. Τη βλέπω αυτή την ουσία. Και θα πρέπει να είμαι ανόητος για να μη  καταλάβω ότι αυτός ο συνδυασμός υψηλής νόησης και υψηλής καλλιτεχνικής ποιότητας είναι κάτι που αξίζει τον κόπο να το έχεις και να το προβάλεις.»

-Ολα αυτά δείχνουν γιατί δεν είστε ένα μουσείο που έγινε απλώς της μόδας. Αν ίσχυε αυτό, θα είχατε «περάσει».

«Αυτό είναι  και η ουσία του κλασικού. Ταυτοχρόνως, προσπαθήσαμε να απαλλάξουμε από το βάρος και τη θαμπάδα του κλασικισμού το  γνήσια κλασικό. Να δώσουμε δυνατότητα στον επισκέπτη να επιστρέψει στις πηγές να δει το αυθεντικό και να ξεφύγει από τη στρεβλή ιδεολογική αντίληψη ότι ο 5ος αιώνας ήταν ένας Χρυσούς Αιώνας. Πρόκειται για εφεύρημα των μεταγενέστερων. Ο 5ος αιώνας ήταν ένας πολύ ζωντανός αιώνας, με τεράστιες συγκρούσεις, με ακρότητες, αλλά και με  δυνατότητα να μετατρέψεις όλη αυτή την πολιτική αναστάτωση σε υψηλή τέχνη. Αυτό είναι το τελείως ιδιαίτερο. Νομίζω ότι η κοινωνία του δεν ήταν πιο ήρεμη από τη δική μας κοινωνία.»

-Προϋποτίθενται αμέτρητες εργατοώρες από ολόκληρο το προσωπικό, ξενύχτια, αγωνία…

«Ως διοίκηση έχουμε πολύ καλή συνεργασία με το προσωπικό και αναπτύσσουμε ανθρώπινες σχέσεις και επαφές. Οι άνθρωποί μας- ίσως ακούγεται λίγο παλιομοδίτικο-χαίρονται που ασχολούνται με αυτό το αντικείμενο. Πολλές φορές χρειάζεται να παραβούν και το ωράριό τους και να κάνουν προσπάθειες μαζί μας ώστε να μπορέσει το μουσείο να ανταποκριθεί.»

-Το δημόσιο μουσείο, να θυμίσουμε.

«Δημόσιο, ναι. Δεν έχουμε καμία σχέση με τον ιδιωτικό τομέα. Νομίζω  το μεγάλο στοίχημα είναι να είσαι στο δημόσιο και να δουλεύεις με μεγαλοψυχία, με όραμα, αλλά και με μία πρακτική προσέγγιση. Δεν πιστεύω σε κάποια διοίκηση που είναι απομακρυσμένη, κάνει ένα χρονοδιάγραμμα, ένα οργανόγραμμα και περιμένει να λειτουργήσει αυτόματα. Είναι πολύ σημαντικό να συνειδητοποιήσει αυτός που έχει την ευθύνη ότι κοντά στα θεωρητικά, υπάρχει και ένα ανθρώπινο στοιχείο. Εκεί χρειάζεται διαχείριση, δεν γίνεται αυτόματα. Υπάρχουν μεταβλητές, παράμετροι που πρέπει να αντιμετωπιστούν. Ξαφνικά ανακαλύπτεις νέες ανάγκες, βρίσκεις ανθρώπους που είναι ικανοί, αλλά εργάζονται σε άλλον τομέα, θα πρέπει να τους μετακινήσεις…

Νομίζω ότι ως τώρα έχει δουλέψει καλά αυτό και με τη φροντίδα για το προσωπικό, όπως πχ επιμορφώσεις, έχουν δείξει πως από τη διοίκηση υπάρχει ειλικρινής διάθεση και από το προσωπικό πλήρης ανταπόκριση. Εξάλλου, αυτό δεν το κρίνουμε εμείς, κρίνεται από τον κόσμο.»

 

Αγγελική Κώττη

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ