today-is-a-good-day
22.4 C
Athens

ΓΗ ΤΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΙΑΣ: O Μπαράκ Ομπάμα αποκαλύπτεται στον New Yorker

ΓΗ ΤΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΙΑΣ: Η πρώτη προδημοσίευση του βιβλίου του Μπαράκ Ομπάμα ΓΗ ΤΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΙΑΣ,  δημοσιεύεται στον NewYorker και αναδημοσιεύεται στο CAPITAL.GR Τι λέει ο Πρόεδρος Ομπάμα για τη μεγαλύτερη μεταρρύθμιση των τελευταίων δεκαετιών, το ObamaCare. Πώς αντιμετώπισε τη γρίπη του Η1Ν1 που άφησε 12.000 νεκρούς στις ΗΠΑ.  Πώς χειρίστηκε περιστατικό σύλληψης μαύρου διανοούμενου καθηγητή από αστυνομικό.

Το βιβλίο κυκλοφορεί από την Athens Bookstroe Publications και προπαραγγελίες μπορούν να γίνουν μέσω του obamabook.gr και του public.gr 

“Δεν μπορώ να μην παραδεχτώ την κάπως υπερβολική σιγουριά μου. Ήμουν βέβαιος ότι η λογική της μεταρρύθμισης του συστήματος ήταν τόσο προφανής ώστε, ακόμη και αντιμετωπίζοντας καλά οργανωμένες αντιδράσεις, θα μπορούσα να κινητοποιήσω τη στήριξη του αμερικανικού λαού”.

Κυρίως θυμόμουν τη μητέρα μου.

“Θυμόμουν τη μαμά μου να αργοσβήνει τους τελευταίους μήνες της ζωής της: θυμόμουν τις εξετάσεις που ανέβαλε, και που ίσως να είχαν εντοπίσει την ασθένεια εγκαίρως, επειδή για κάποιο διάστημα είχε μείνει χωρίς δουλειά και χωρίς ασφάλιση”·

Πώς αντιμετώπισε τη γρίπη του Η1Ν1 που άφησε 12.000 νεκρούς στις ΗΠΑ
“Είχα αρχίσει να συνειδητοποιώ ότι αυτή ήταν η φύση της προεδρίας: Μερικές φορές το πιο σημαντικό σου έργο είναι αυτό που κανένας δεν θα μάθει”

“….Δεν ήμασταν καθόλου έτοιμοι. Τα ετήσια εμβόλια κατά της γρίπης δεν παρείχαν προστασία έναντι του Η1Ν1, μάθαμε, και επειδή γενικά τα εμβόλια δεν ήταν κερδοφόρα για τις φαρμακευτικές εταιρείες, οι ελάχιστες που μπορούσαν να τα φτιάξουν στις ΗΠΑ είχαν περιορισμένες δυνατότητες να πετύχουν γρήγορα μαζική παραγωγή ενός νέου εμβολίου…”

Πώς χειρίστηκε περιστατικό σύλληψης μαύρου διανοούμενου καθηγητή από αστυνομικό
“Τέτοια περιστατικά ήταν καθημερινά για τους μαύρους φίλους και γνωστούς μου, για τους μαύρους που δούλευαν στο κουρείο της γειτονιάς μου. Αν ήσουν φτωχός ή χαμηλής κοινωνικής τάξης ή αν ζούσες σε καμιά υποβαθμισμένη γειτονιά ή αν δεν έδινες την εντύπωση του καθώς πρέπει νέγρου, οι ιστορίες ήταν συνήθως χειρότερες. Σχεδόν για κάθε μαύρο σε αυτή τη χώρα, και για κάθε γυναίκα που αγαπούσε έναν μαύρο, για κάθε γονιό μαύρου παιδιού, δεν ήταν ζήτημα υστερίας ή αυτοθυματοποίησης ή έλλειψης σεβασμού προς τις δυνάμεις της τάξης το να συμπεράνουν πως, ό,τι και να είχε συμβεί εκείνη την ημέρα στο Κέιμπριτζ, ένα πράγμα ήταν σχεδόν βέβαιο: Κάποιος πλούσιος, διάσημος, πενηνταοχτάχρονος λευκός καθηγητής του Χάρβαρντ, με ύψος 1,67 και βάρος 70 κιλά, που περπατούσε με μπαστούνι εξαιτίας ενός παιδικού τραυματισμού στο πόδι, δεν θα είχε οδηγηθεί με χειροπέδες στο αστυνομικό τμήμα επειδή μίλησε με αγένεια σε έναν αστυνομικό που του είχε ζητήσει ταυτότητα μέσα στην αυλή του σπιτιού του”.

Ακολουθεί η διήγηση του Μπ. Ομπάμα

ΟΤΑΝ ΘΥΜΑΜΑΙ ΕΚΕΙΝΕΣ τις πρώτες συζητήσεις, δεν μπορώ να μην παραδεχτώ την κάπως υπερβολική σιγουριά μου. Ήμουν βέβαιος ότι η λογική της μεταρρύθμισης του συστήματος ήταν τόσο προφανής ώστε, ακόμη και αντιμετωπίζοντας καλά οργανωμένες αντιδράσεις, θα μπορούσα να κινητοποιήσω τη στήριξη του αμερικανικού λαού. Άλλες μεγάλες πρωτοβουλίες – όπως η μεταρρύθμιση της μεταναστευτικής πολιτικής ή η νομοθεσία για την κλιματική αλλαγή – θα ήταν πιθανότατα ακόμη πιο δύσκολο να περάσουν από το Κογκρέσο · υπολόγιζα ότι μία νίκη στο ζήτημα που επηρέαζε περισσότερο την καθημερινή ζωή των ανθρώπων θα ήταν το καλύτερο χαρτί μας στην προσπάθεια να εξασφαλίσουμε πολιτικό κεφάλαιο για την προώθηση του υπόλοιπου νομοθετικού μου προγράμματος. Όσο για το πολιτικό κόστος για το οποίο ανησυχούσαν ο Αξ και ο Ραμ, η ύφεση εξασφάλιζε ούτως ή άλλως την πτώση των ποσοστών αποδοχής μου. Η ατολμία δεν θα άλλαζε αυτό το δεδομένο. Αλλά ακόμη κι αν το άλλαζε, το να χάσω μια ευκαιρία να βοηθήσω εκατομμύρια ανθρώπους επειδή αυτό μπορεί να επηρέαζε αρνητικά τις προοπτικές της επανεκλογής μου… ε, αυτή ήταν ακριβώς η μυωπική, ιδιοτελής στάση στην οποία είχα ορκιστεί ότι θα αντιταχθώ.

Το ενδιαφέρον μου για την ιατροφαρμακευτική ασφάλιση δεν ήταν απλώς πολιτικό· ήταν προσωπικό, όπως ήταν και για τον Τέντι. Κάθε φορά που συναντάω έναν πατέρα που δυσκολεύεται να βρει τα χρήματα για την περίθαλψη του άρρωστου παιδιού του, θυμάμαι εκείνη τη νύχτα που η Μισέλ κι εγώ πήγαμε τη Σάσα, που ήταν τότε τριών μηνών, στα επείγοντα, όπου της διέγνωσαν ιογενή μηνιγγίτιδα – τον τρόμο και την απελπισία που νιώθαμε, καθώς οι νοσοκόμες την έπαιρναν για να της κάνουν οσφυονωτιαία παρακέντηση, και τη συνειδητοποίηση ότι ίσως να μην προλαβαίναμε την κατάσταση, αν τα κορίτσια δεν είχαν μόνιμο παιδίατρο που νιώθαμε άνετα να τον καλέσουμε ακόμη και μέσα στη νύχτα. Όταν, κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιοδείας, συναντούσα αγρότες ή ταμίες σούπερ μάρκετ με κατεστραμμένα γόνατα ή με προβλήματα στη μέση επειδή δεν μπορούσαν να πληρώσουν μία επίσκεψη στον γιατρό, σκεφτόμουν έναν από τους καλύτερους φίλους μου, τον Μπόμπι Τίτκομπ, επαγγελματία ψαρά στη Χαβάη, ο οποίος ζητούσε επαγγελματική ιατρική βοήθεια μόνο σε περιπτώσεις τραυματισμών που απειλούσαν τη ζωή του (όπως τότε που ένα καμάκι του τρύπησε τον πνεύμονα) επειδή το μηνιαίο κόστος της ασφαλιστικής του κάλυψης θα απαιτούσε το εισόδημά του από την ψαριά μιας ολόκληρης εβδομάδας.

 

Κυρίως, όμως, σκεφτόμουν τη μητέρα μου. Στα μέσα Ιουνίου, πήγα στο Γκριν Μπέι του Ουισκόνσιν για την πρώτη από μια σειρά ανοιχτών συζητήσεων με θέμα την υγεία που θα κάναμε σε ολόκληρη τη χώρα, θέλοντας να ακούσουμε τη φωνή των πολιτών και να ενημερώσουμε τον κόσμο για τη δυνατότητα μιας μεταρρύθμισης. Εκείνη την ημέρα με παρουσίασε η Λόρα Κλίτσκα, η οποία ήταν τριάντα πέντε ετών και έπασχε από επιθετικό καρκίνο του μαστού που είχε επεκταθεί στα οστά της. Αν και την κάλυπτε η ασφάλιση του συζύγου της, οι επαναλαμβανόμενοι κύκλοι επεμβάσεων, ακτινοθεραπείας και χημειοθεραπείας είχαν ανεβάσει τα ιατρικά τους έξοδα πάνω από το πλαφόν της κάλυψης, δημιουργώντας ένα απλήρωτο χρέος 12.000 δολαρίων. Παρά τις αντιρρήσεις του Πίτερ, του συζύγου της, η Λόρα τώρα αναρωτιόταν αν άξιζε τον κόπο να συνεχίσει τις θεραπείες της. Καθόμασταν στο σαλόνι τους προτού ξεκινήσουμε για τη συγκέντρωση, και η Λόρα κοιτούσε με ένα κουρασμένο χαμόγελο τον Πίτερ να παλεύει να τα φέρει βόλτα με τα δύο μικρά παιδιά που έπαιζαν στο πάτωμα.

“Θέλω να περάσω όσο περισσότερο χρόνο γίνεται μαζί τους” μου είπε “αλλά δεν θέλω να τους αφήσω ένα βουνό από χρέη. Μου φαίνεται εγωιστικό”. Τα μάτια της άρχισαν να βουρκώνουν και της έπιασα το χέρι, ενώ θυμόμουν τη μαμά μου να αργοσβήνει τους τελευταίους μήνες της ζωής της: θυμόμουν τις εξετάσεις που ανέβαλε, και που ίσως να είχαν εντοπίσει την ασθένεια εγκαίρως, επειδή για κάποιο διάστημα είχε μείνει χωρίς δουλειά και χωρίς ασφάλιση· το άγχος που είχε ακόμη και στο κρεβάτι του νοσοκομείου, όταν η ασφαλιστική της αρνήθηκε να αναγνωρίσει την ανικανότητά της για εργασία και να την αποζημιώσει, ισχυριζόμενη ότι είχε αποκρύψει μία προϋπάρχουσα πάθηση, παρά το γεγονός ότι η ασθένειά της δεν είχε καν διαγνωστεί όταν έκανε το συμβόλαιο. Τις ανομολόγητες τύψεις.

Ο νόμος για την ιατροφαρμακευτική ασφάλιση δεν θα έφερνε πίσω τη μαμά μου. Δεν θα μπορούσε να σβήσει τις τύψεις που ένιωθα, επειδή δεν ήμουν δίπλα της στην τελευταία της πνοή. Και πιθανότατα θα ερχόταν πολύ αργά για να βοηθήσει τη Λόρα Κλίτσκα και την οικογένειά της.

Αλλά θα έσωζε τη μαμά κάποιου άλλου ανθρώπου. Και αυτό ήταν κάτι για το οποίο άξιζε να αγωνιστώ.

TO ZHTHMA HTAN αν μπορούσαμε να τα καταφέρουμε. Μπορεί να είχαμε δυσκολευτεί να περάσουμε τον Νόμο για την Οικονομία, αλλά τουλάχιστον η βασική αντίληψη πίσω από εκείνο το νομοθέτημα οικονομικής τόνωσης ήταν αρκετά απλή: δίνουμε τη δυνατότητα στο κράτος να ρίξει χρήμα στην οικονομία όσο πιο γρήγορα γίνεται, προκειμένου να την κρατήσουμε ζωντανή και να σώσουμε θέσεις εργασίας. Ο νόμος ούτε έπαιρνε λεφτά από κανέναν, ούτε υποχρέωνε τις επιχειρήσεις να αλλάξουν τον τρόπο λειτουργίας τους, ούτε διέκοπτε παλιά προγράμματα για να χρηματοδοτήσει νέα. Βραχυπρόθεσμα, κανένας δεν είχε τίποτε να χάσει.

Από την άλλη μεριά, ένας φιλόδοξος νόμος για την ιατροφαρμακευτική ασφάλιση θα σήμαινε την αναδιάρθρωση του ενός έκτου της αμερικανικής οικονομίας. Ένα τέτοιο νομοθέτημα ήταν βέβαιο ότι θα συμπεριλάμβανε εκατοντάδες σελίδες ατέρμονα ψειρισμένων τροπολογιών και ρυθμίσεων, κάποιες από τις οποίες θα ήταν καινούργιες, άλλες αναθεωρήσεις παλαιότερων νόμων, και η καθεμιά από αυτές θα έκρινε πολύ σημαντικά συμφέροντα. Μία και μόνη πρόβλεψη κρυμμένη κάπου μέσα στο νομοσχέδιο θα μπορούσε να συνεπάγεται δισεκατομμύρια δολάρια κέρδους ή ζημιάς για κάποιον κλάδο του τομέα της υγείας. Η προσθαφαίρεση ενός ψηφίου, ενός μηδενικού εδώ ή ενός δεκαδικού εκεί, θα μπορούσε να σημάνει την κάλυψη εκατομμυρίων περισσότερων οικογενειών – ή την εξαίρεσή τους. Σε όλα τα μήκη και πλάτη της χώρας, ασφαλιστικές εταιρείες όπως η Aetna και η United-Healthcare ήταν σημαντικοί εργοδότες, και τα τοπικά νοσοκομεία ήταν οικονομικοί ζωοδότες πολλών μικρών πόλεων και κομητειών. Οι απλοί άνθρωποι είχαν σοβαρούς λόγους – λόγους ζωής και θανάτου – να ενδιαφέρονται για το πώς θα επηρέαζε τη ζωή τους η οποιαδήποτε αλλαγή.

Υπήρχε επίσης το ζήτημα της χρηματοδότησης. Για να καλύψουμε περισσότερους, ήταν το επιχείρημά μου, η Αμερική δεν χρειαζόταν να ξοδέψει περισσότερα χρήματα για υγειονομική ασφάλιση· χρειαζόταν απλώς να χρησιμοποιήσει τα χρήματα αυτά πιο συνετά. Θεωρητικά, αυτό ήταν σωστό. Αλλά αυτό που για κάποιον είναι σπατάλη και πεταμένα λεφτά, για κάποιον άλλον είναι κέρδος ή διευκόλυνση· οι δαπάνες για ιατροφαρμακευτική κάλυψη θα εμφανίζονταν στους ομοσπονδιακούς λογαριασμούς πολύ νωρίτερα από ό,τι η εξοικονόμηση που θα απέφερε η μεταρρύθμιση· και αντίθετα με τις ασφαλιστικές εταιρείες ή τις μεγάλες φαρμακοβιομηχανίες, των οποίων οι μέτοχοι απαιτούσαν να έχουν πάντα τον νου τους και να τους προστατεύουν από οποιαδήποτε αλλαγή θα μπορούσε να ρίξει κατά καμιά δεκάρα την αξία των μετοχών τους, οι περισσότεροι που θα ωφελούνταν από τις μεταρρυθμίσεις – η σερβιτόρα, ο μικροπαραγωγός, ο αυτοαπασχολούμενος εργολάβος ή ο άνθρωπος που πάλευε με τον καρκίνο – δεν είχαν στρατιές από καλοπληρωμένους και πολύπειρους λομπίστες να πηγαινοέρχονται στους διαδρόμους του Κογκρέσου για λογαριασμό τους.

Με άλλα λόγια, τόσο από πολιτικής όσο και από ουσιαστικής πλευράς, ο τομέας της υγείας ήταν τόσο μεγάλο μπλέξιμο που δεν το χωρούσε το μυαλό του ανθρώπου. Θα χρειαζόταν να εξηγήσω στον αμερικανικό λαό, περιλαμβανομένων και εκείνων που είχαν καλής ποιότητας ασφάλιση υγείας, γιατί και πώς μπορούσε να πετύχει η μεταρρύθμιση. Γι’ αυτόν τον λόγο, σκέφτηκα ότι έπρεπε να ακολουθήσουμε μία όσο περισσότερο διαφανή διαδικασία γινόταν κατά την προετοιμασία της απαραίτητης νομοθεσίας. “Όλοι θα έχουν θέση στο τραπέζι” είχα πει στους ψηφοφόρους προεκλογικά. “Δεν θα διαπραγματευθούμε κεκλεισμένων των θυρών, αλλά θα φέρουμε όλους τους εταίρους μαζί στο ίδιο τραπέζι και θα μεταδίδουμε τις διαπραγματεύσεις μέσω του C-SPAN, ώστε ο αμερικανικός λαός να μπορεί να δει ποιες είναι οι επιλογές που έχουμε μπροστά μας”. Όταν αργότερα ανέφερα αυτήν την ιδέα στον Ραμ, με κοίταξε σαν να ήθελε πολύ να μην ήμουν ο Πρόεδρος εκείνη την ώρα, ώστε να μπορούσε να μου εξηγήσει πιο γλαφυρά πόσο ηλίθιο ήταν το σχέδιό μου. Για να καταφέρουμε να περάσουμε το νομοσχέδιο, μου είπε, θα ήταν ανάγκη να κάνουμε άπειρες διαπραγματεύσεις και αμέτρητους συμβιβασμούς – και όλο αυτό δεν θα ήταν σαν σεμινάριο πολιτικού πολιτισμού.

“Κανένας δεν θέλει να ξέρει πώς γίνονται τα λουκάνικα, κύριε Πρόεδρε” μου είπε. “Κι εσείς τώρα πάτε να φτιάξετε ένα πολύ μεγάλο λουκάνικο”.

ΕΝΑ ΠΡΑΓΜΑ ΓΙΑ το οποίο ο Ραμ κι εγώ συμφωνούσαμε ήταν ότι είχαμε μήνες δουλειάς μπροστά μας – να υπολογίσουμε το κόστος και το αποτέλεσμα κάθε ενδεχόμενου νομοθετήματος, να συντονίσουμε τις προσπάθειές μας με διάφορες ομοσπονδιακές υπηρεσίες και με τα δύο σώματα του Κογκρέσου, προσπαθώντας ταυτόχρονα να επιστρατεύσουμε την επιρροή σημαντικών παραγόντων του τομέα της υγείας, από ιατρικούς παρόχους και διοικητικά στελέχη νοσοκομείων ως ασφαλιστικές και φαρμακευτικές εταιρείες. Για να τα κάνουμε όλα αυτά, χρειαζόμασταν ένα πρώτης γραμμής επιτελείο για να κατευθύνει τις προσπάθειές μας.

Ευτυχώς, μπορέσαμε να επιστρατεύσουμε ένα εξαιρετικό τρίο γυναικών για τον συντονισμό του όλου εγχειρήματος. Η Καθλίν Σεμπέλιους, η οποία είχε υπηρετήσει δύο θητείες ως Δημοκρατική κυβερνήτης του παραδοσιακά ρεπουμπλικανικού Κάνσας, ανέλαβε τη θέση της Υπουργού Υγείας και Πρόνοιας. Η Καθλίν ήταν πρώην πολιτειακή επίτροπος ασφαλιστικής εποπτείας και ήξερε καλά τόσο τις πολιτικές όσο και τις οικονομικές διαστάσεις του τομέα της υγείας, ήταν δε αρκούντως προικισμένη πολιτικός – έξυπνη, με χιούμορ, εξωστρεφής, σκληρό καρύδι και έμπειρη με τα μέσα ενημέρωσης– ώστε να μπορεί να παίξει τον ρόλο του δημόσιου προσώπου της μεταρρύθμισης, του ανθρώπου που θα μπορούσε να βγαίνει στην τηλεόραση και να μιλάει σε ανοιχτές συγκεντρώσεις σε όλη τη χώρα, εξηγώντας τι ήταν αυτό που κάναμε. Η Τζιν Λάμπρου, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Τέξας και αυθεντία όσον αφορά τα προγράμματα Medicare και Medicaid, έγινε διευθύντρια του Γραφείου Υγειονομικής Μεταρρύθμισης του Υπουργείου Υγείας, και ήταν βασικά η κύρια σύμβουλός μας για τα ζητήματα αυτά. Ψηλή, ενθουσιώδης και συχνά ασυγκίνητη από τους πολιτικούς περιορισμούς, έπαιζε στα δάχτυλα και την τελευταία λεπτομέρεια κάθε προγράμματος ιατροφαρμακευτικής ασφάλισης – και ήξερα ότι η παρουσία της μας συγκρατούσε, όταν παρασυρόμασταν παραπάνω από ό,τι έπρεπε από τις πολιτικές σκοπιμότητες, κάνοντας τις συζητήσεις μας πιο ανοιχτές και ειλικρινείς.

Αλλά εκείνη στην οποία βασίστηκα τελικά περισσότερο από όλους καθώς διαμορφωνόταν η καμπάνια μας ήταν η Νάνσι-Αν ΝτεΠαρλ. Η ΝτεΠαρλ ήταν δικηγόρος από το Τενεσί, όπου είχε τη διαχείριση των πολιτειακών υγειονομικών προγραμμάτων, προτού αναλάβει τη διεύθυνση του Medicare για την κυβέρνηση Κλίντον, και είχε πάντα αυτόν τον καμαρωτό αέρα του ανθρώπου που είχε συνηθίσει να βλέπει τη σοβαρή δουλειά του να οδηγεί στην επιτυχία. Σε ποιο βαθμό όφειλε τον ακατάβλητο επαγγελματισμό της στο γεγονός ότι είχε μεγαλώσει ως Αμερικανίδα κινεζικής καταγωγής σε μια μικρή πόλη του Τενεσί, δεν μπορούσα να το ξέρω. Η Νάνσι-Αν δεν μιλούσε πολύ για τον εαυτό της, τουλάχιστον σε εμένα. Εκείνο που ξέρω είναι πως όταν ήταν δεκαεφτά η μητέρα της πέθανε από καρκίνο του πνεύμονα, πράγμα που ίσως είχε να κάνει με την απόφασή της να εγκαταλείψει μία καλοπληρωμένη θέση σε μία ιδιωτική εταιρεία, για να αναλάβει μία δουλειά που απαιτούσε από αυτήν να λείπει ακόμη περισσότερο μακριά από τον αγαπημένο της σύζυγο και τους δυο μικρούς γιους της.

Δεν ήμουν ο μόνος για τον οποίο η ψήφιση του νόμου για την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη είχε προσωπική σημασία.

Μαζί με τον Ραμ, τον Φιλ Σιλίρο και τον αναπληρωτή επιτελάρχη μου, τον Τζιμ Μεσίνα, που ήταν το δεξί χέρι του Πλαφ στην προεκλογική εκστρατεία και ένα από τα πιο εύστροφα στελέχη μας σε θέματα πολιτικής διαχείρισης, η ομάδα εργασίας για την ιατροφαρμακευτική μεταρρύθμιση άρχισε να σκιαγραφεί τη νομοθετική στρατηγική μας. Βάσει όσων είχαμε δει με τον Νόμο για την Οικονομία, δεν είχαμε καμία αμφιβολία ότι ο Μιτς ΜακΚόνελ θα έκανε τα πάντα για να σαμποτάρει τις προσπάθειές μας, και ότι οι πιθανότητες να πάρουμε ρεπουμπλικανικές ψήφους στη Γερουσία για κάτι τόσο μεγάλο και τόσο αμφιλεγόμενο, όσο ένας νόμος για την υγειονομική ασφάλιση, ήταν αμυδρές. Ήταν ενθαρρυντικό το γεγονός ότι αντί για πενήντα οχτώ γερουσιαστές στην ομάδα των Δημοκρατικών όταν περάσαμε τον Νόμο για την Οικονομία, ήταν πιθανό να έχουμε εξήντα όταν θα ερχόταν η ώρα της ψήφισης του όποιου νομοσχεδίου. Ο Αλ Φράνκεν είχε τελικά κερδίσει την έδρα του, έπειτα από μία επεισοδιακή επανακαταμέτρηση ψήφων στη Μινεσότα, και ο Άρλεν Σπέκτερ είχε αποφασίσει να αλλάξει κόμμα, αφού ουσιαστικά οι Ρεπουμπλικάνοι τον είχαν αποβάλει – όπως είχαν κάνει και με τον Τσάρλι Κριστ – επειδή είχε υποστηρίξει τον Νόμο για την Οικονομία.

Ωστόσο, η ασφαλής μας πλειοψηφία ήταν αβέβαιη, επειδή συμπεριλάμβανε τον βαριά άρρωστο Τεντ Κένεντι και τον επίσης ασθενή και αδύναμο Ρόμπερτ Μπερτ από τη Δυτική Βιρτζίνια, συν κάποιους συντηρητικούς Δημοκρατικούς, όπως ο Μπεν Νέλσον από τη Νεμπράσκα (πρώην στέλεχος ασφαλιστικής εταιρείας), οι οποίοι θα μπορούσαν να μας αδειάσουν ανά πάσα στιγμή. Πέρα από το γεγονός ότι ήθελα να έχουμε ένα προβάδισμα ασφαλείας, ήξερα επίσης ότι η ψήφιση ενός νόμου τόσο μεγάλης σημασίας όσο αυτός για τη μεταρρύθμιση της υγειονομικής ασφάλισης, καθαρά με μονοκομματική πλειοψηφία, θα έκανε τον νόμο πολιτικά πιο ευάλωτο μακροπρόθεσμα. Συνεπώς, θεωρήσαμε ότι θα ήταν καλό να διαμορφώσουμε τη νομοθετική μας πρόταση με τρόπο που θα είχε έστω μία μικρή πιθανότητα να κερδίσει κάποιες ρεπουμπλικανικές ψήφους.

Ευτυχώς, υπήρχε ένα μοντέλο στο οποίο μπορούσαμε να βασιστούμε, ένα μοντέλο το οποίο, κατά ειρωνικό τρόπο, είχε προκύψει από μία συνεργασία του Τεντ Κένεντι και του πρώην κυβερνήτη της Μασαχουσέτης, Μιτ Ρόμνεϊ, ενός από τους αντιπάλους του Τζον ΜακΚέιν για το προεδρικό χρίσμα των Ρεπουμπλικάνων. Έχοντας να αντιμετωπίσει ελλείμματα και την προοπτική να χάσει τη χρηματοδότηση για το πρόγραμμα Medicaid, λίγα χρόνια νωρίτερα, ο Ρόμνεϊ ήταν αποφασισμένος να βρει έναν τρόπο για να ασφαλίσει επαρκώς περισσότερους κατοίκους της Μασαχουσέτης, πράγμα που θα μείωνε τις πολιτειακές δαπάνες για την επείγουσα περίθαλψη ανασφάλιστων πολιτών και, ιδανικά, θα βελτίωνε τη γενική υγεία του πληθυσμού.

Μαζί με το επιτελείο του σχεδίασαν ένα πολυεπίπεδο σύστημα στο οποίο καθένας έπρεπε να αγοράσει ασφάλιση υγείας (“υποχρεωτική ατομική ασφάλιση”), όπως κάθε ιδιοκτήτης αυτοκινήτου υποχρεούται να έχει ασφαλισμένο το αυτοκίνητό του. Τα άτομα μεσαίου εισοδήματος που δεν μπορούσαν να έχουν ασφάλιση μέσω της εργασίας τους, δεν πληρούσαν τα προσόντα για να καλυφθούν από το Medicare ή το Medicaid, και δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να πληρώσουν για ιδιωτική ασφάλιση, θα επιδοτούνταν για την ασφάλισή τους. Οι επιδοτήσεις θα καθορίζονταν σε μία κλίμακα ανάλογα με το εισόδημα, και θα δημιουργούσαν μία κεντρική ψηφιακή αγορά, όπου οι καταναλωτές θα μπορούσαν να επιλέξουν την καλύτερη προσφορά. Οι ασφαλιστικές εταιρείες, από την άλλη μεριά, δεν θα μπορούσαν πλέον να αρνηθούν την κάλυψη επικαλούμενες προϋπάρχουσες παθήσεις.

Αυτές οι δύο ιδέες – η υποχρεωτική ασφάλιση και η προστασία των ανθρώπων με προϋπάρχουσες παθήσεις – ήταν αλληλένδετες. Με μία τεράστια νέα πηγή επιδοτούμενων πελατών, οι ασφαλιστικές εταιρείες δεν είχαν πλέον δικαιολογία να προσπαθούν να διαλέγουν μόνο τους νέους και υγιείς πελάτες για να προστατεύουν την κερδοφορία τους. Εν τω μεταξύ, η επιβολή της υποχρεωτικής κάλυψης διασφάλιζε το γεγονός ότι κανένας δεν θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί το σύστημα, περιμένοντας να αρρωστήσει για να ασφαλιστεί. Υποστηρίζοντας το πρόγραμμα στους δημοσιογράφους, ο Ρόμνεϊ έλεγε ότι η υποχρεωτική ασφάλιση ήταν “η απόλυτη συντηρητική πολιτική”, επειδή ενθάρρυνε την ατομική ευθύνη.

Όπως ήταν αναμενόμενο, το ελεγχόμενο από τους Δημοκρατικούς πολιτειακό νομοθετικό σώμα της Μασαχουσέτης είχε αντιμετωπίσει στην αρχή με καχυποψία το σχέδιο του Ρόμνεϊ, και όχι μόνο επειδή το είχε προτείνει ένας Ρεπουμπλικάνος· για πολλούς προοδευτικούς, η ανάγκη για την αντικατάσταση της ιδιωτικής ασφάλισης και υγειονομικής περίθαλψης με ένα κρατικά χρηματοδοτούμενο σύστημα, όπως του Καναδά, ήταν αξίωμα. Αν ξεκινούσαμε από το μηδέν, θα συμφωνούσα μαζί τους· τα στοιχεία από άλλες χώρες δείχνουν ότι ένα ενιαίο, εθνικό σύστημα –ουσιαστικά ένα Medicare για Όλους – ήταν ένας αποδοτικός τρόπος για παροχή υψηλής ποιότητας υπηρεσιών υγείας. Όμως, ούτε η Μασαχουσέτη ούτε οι Ηνωμένες Πολιτείες ξεκινούσαν από το μηδέν. Ο Τέντι, ο οποίος παρά τη φήμη του ως ακραιφνούς προοδευτικού πολιτικού ήταν ταυτόχρονα πολύ πρακτικός άνθρωπος, καταλάβαινε ότι το να προσπαθήσουμε να καταργήσουμε το υπάρχον σύστημα και να το αντικαταστήσουμε με ένα εντελώς νέο όχι μόνο δεν είχε καμία ελπίδα πολιτικά, αλλά θα προκαλούσε και τεράστια οικονομική αναστάτωση. Έτσι, είχε υιοθετήσει με ενθουσιασμό την πρόταση του Ρόμνεϊ και τον είχε βοηθήσει να συγκεντρώσει τις Δημοκρατικές ψήφους που απαιτούνταν για να περάσει ο νόμος.

Το σύστημα του Ρόμνεϊ ήταν πλέον δύο χρόνια σε ισχύ και ήταν σαφές ότι ήταν επιτυχημένο, καθώς είχε μειώσει το ποσοστό των ανασφάλιστων στη Μασαχουσέτη σε κάτω από 4 τοις εκατό, το χαμηλότερο σε όλη τη χώρα. Ο Τέντι το είχε χρησιμοποιήσει ως βάση για μία πρόταση νόμου που είχε αρχίσει να ετοιμάζει πολλούς μήνες πριν από τις εκλογές, ως πρόεδρος της Επιτροπής Υγείας και Παιδείας της Γερουσίας. Και μολονότι ο Πλαφ και ο Αξ με είχαν πείσει να αποφύγω να υιοθετήσω το σύστημα της Μασαχουσέτης προεκλογικά – η υποχρεωτική ασφάλιση ήταν μία ιδέα που καθόλου δεν άρεσε στους ψηφοφόρους, κι έτσι είχα δώσει έμφαση στο σχέδιό μου για μείωση του κόστους – τώρα ήμουν πεπεισμένος, όπως και οι περισσότεροι υποστηρικτές της υγειονομικής μεταρρύθμισης, ότι το μοντέλο Ρόμνεϊ μας έδινε τις μεγαλύτερες πιθανότητες να πετύχουμε τον στόχο μας.

Υπήρχε ακόμη αντιγνωμία ως προς τις λεπτομέρειες και τα χαρακτηριστικά που θα είχε μια εθνική εκδοχή του συστήματος της Μασαχουσέτης, και καθώς οι συνεργάτες μου και εγώ σχεδιάζαμε τη στρατηγική μας, ορισμένοι υποστηρικτές της μεταρρύθμισης μας παρότρυναν να διευθετήσουμε νωρίς αυτά τα ζητήματα, δημοσιεύοντας μία συγκεκριμένη πρόταση του Λευκού Οίκου την οποία θα ακολουθούσε το Κογκρέσο. Αποφασίσαμε να μην το κάνουμε αυτό. Ένα από τα μαθήματα που είχαμε πάρει από την αποτυχημένη προσπάθεια των Κλίντον ήταν η ανάγκη να προσεταιριστούμε στην πορεία κομβικά στελέχη των Δημοκρατικών, ώστε να ταυτιστούν με το νομοσχέδιο. Ξέραμε ότι ο ανεπαρκής συντονισμός μπορούσε να οδηγήσει στο θάψιμο του νομοσχεδίου.

Για τη Βουλή, αυτό σήμαινε να συνεργαστούμε με παραδοσιακούς προοδευτικούς όπως ο Χένρι Γουάξμαν, ο τετραπέρατος, εριστικός βουλευτής από την Καλιφόρνια. Στη Γερουσία, το τοπίο ήταν διαφορετικό: Λόγω του προβλήματος υγείας του Τέντι, ο βασικός παίκτης ήταν ο Μαξ Μπόκους, ένας συντηρητικός Δημοκρατικός από τη Μοντάνα και πρόεδρος της πανίσχυρης Επιτροπής Δημοσιονομικού Ελέγχου. Στα φορολογικά ζητήματα, που κυρίως απασχολούσαν την επιτροπή, ο Μπόκους συχνά ευθυγραμμιζόταν με τα επιχειρηματικά λόμπι, πράγμα που μου προξενούσε ανησυχία, και στις τρεις δεκαετίες του ως γερουσιαστής δεν είχε ποτέ πρωτοστατήσει στην ψήφιση κανενός σημαντικού νομοσχεδίου. Ωστόσο, φαινόταν να ενδιαφέρεται ειλικρινά για το ζήτημα, καθώς είχε οργανώσει τον προηγούμενο Ιούνιο μία διάσκεψη υψηλού επιπέδου στο Κογκρέσο με θέμα την υγεία και είχε συνεργαστεί επί μήνες με τον Κένεντι και το επιτελείο του για την αρχική προετοιμασία του μεταρρυθμιστικού νομοσχεδίου. Ο Μπόκους ήταν επίσης στενός φίλος του Τσακ Γκράσλι, ενός πρωτοκλασάτου Ρεπουμπλικάνου στην Επιτροπή Δημοσιονομικού Ελέγχου, και αισιοδοξούσε ότι θα μπορούσε να εξασφαλίσει την υποστήριξή του για το νομοσχέδιο.

Ο Ραμ και ο Σιλίρο δεν πολυπίστευαν ότι μπορούσαμε να ελπίζουμε στην υποστήριξη του Γκράσλι – άλλωστε το έργο αυτό το είχαμε ξαναδεί στις διαπραγματεύσεις για το πακέτο στήριξης. Αλλά αποφασίσαμε ότι το καλύτερο που μπορούσαμε να κάνουμε ήταν να περιμένουμε να δούμε τι θα κατάφερνε να πετύχει ο Μπόκους. Είχε ήδη περιγράψει κάποιες από τις ιδέες τους στον Τύπο και σύντομα θα συγκροτούσε μία ομάδα εργασίας για τη μεταρρύθμιση της υγειονομικής ασφάλισης, στην οποία θα συμμετείχαν ο Γκράσλι και δύο άλλοι Ρεπουμπλικάνοι. Σε μία συνάντηση που είχαμε στον Λευκό Οίκο, πάντως, φρόντισα να τον προειδοποιήσω να μην αφήσει τον Γκράσλι να του παίξει κανένα παιχνίδι.

“Έχετέ μου εμπιστοσύνη, κύριε Πρόεδρε” είπε ο Μπόκους. “Ο Τσακ κι εγώ το έχουμε συζητήσει ήδη. Θα το έχουμε κλείσει το θέμα ως τον Ιούλιο”.

ΚΑΘΕ ΔΟΥΛΕΙΑ ΕΧΕΙ τις εκπλήξεις της. Μηχανήματα χαλάνε ξαφνικά. Ένα τροχαίο σε αναγκάζει να αλλάξεις τα δρομολόγιά σου. Ένας πελάτης σου λέει ότι παίρνεις τη δουλειά – αλλά θέλει την παράδοση τρεις μήνες νωρίτερα από το αρχικό πλάνο. Αν είναι κάτι που έχει ξανασυμβεί, ο οργανισμός στον οποίο εργάζεσαι μπορεί να έχει συστήματα και διαδικασίες για την αντιμετώπιση τέτοιων καταστάσεων. Αλλά ακόμη και οι καλύτεροι οργανισμοί δεν γίνεται να είναι προετοιμασμένοι για κάθε πιθανό ενδεχόμενο, και σε αυτήν την περίπτωση μαθαίνεις να αυτοσχεδιάζεις, ώστε να πετύχεις τους στόχους σου – ή τουλάχιστον να περιορίσεις τη ζημιά.

Έτσι είναι και η προεδρία. Μόνο που οι εκπλήξεις εκεί είναι καθημερινές, και πολλές φορές απανωτές. Και κατά τη διάρκεια της άνοιξης και του καλοκαιριού εκείνης της πρώτης χρονιάς, καθώς παλεύαμε με την οικονομική κρίση, με δύο πολέμους και με την προώθηση της υγειονομικής μεταρρύθμισης, είχαμε και αρκετά απρόοπτα ζητήματα που διεκδικούσαν την ήδη υπερτεταμένη προσοχή μας.

Το πρώτο μπορούσε κάλλιστα να πάρει κυριολεκτικά καταστροφικές διαστάσεις. Τον Απρίλιο, άρχισαν να έρχονται ειδήσεις για μια ανησυχητική εξάπλωση της γρίπης στο Μεξικό. Ο ιός της γρίπης χτυπάει συνήθως ισχυρότερα τις πιο ευάλωτες ομάδες, όπως οι ηλικιωμένοι, τα βρέφη και οι άνθρωποι που πάσχουν από άσθμα, αλλά αυτό το στέλεχος φαινόταν να προσβάλει νέους, υγιείς ανθρώπους – και το ποσοστό θνησιμότητας ήταν υψηλότερο από το συνηθισμένο. Μέσα σε λίγες εβδομάδες, είχαμε τους πρώτους ασθενείς στις Ηνωμένες Πολιτείες: έναν στο Οχάιο, δύο στο Κάνσας, οχτώ σε ένα γυμνάσιο της Νέας Υόρκης. Ως το τέλος του μήνα, τόσο το δικό μας Κέντρο Ελέγχου Ασθενειών (CDC), όσο και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) είχαν επιβεβαιώσει ότι επρόκειτο για μία παραλλαγή του ιού Η1Ν1. Τον Ιούνιο, ο ΠΟΥ ανακοίνωσε επισήμως την πρώτη πανδημία των τελευταίων σαράντα ετών.

Ήμουν αρκετά καλά ενημερωμένος για τον Η1Ν1, αφού είχα ασχοληθεί με το θέμα της προετοιμασίας της χώρας για το ενδεχόμενο πανδημίας όσο ήμουν στη Γερουσία. Αυτά που είχα μάθει με έκαναν τώρα να χάσω τον ύπνο μου. Το 1918, ένα στέλεχος του Η1Ν1 που έγινε γνωστό ως “ισπανική γρίπη” είχε μολύνει, όπως υπολογίζεται, μισό δισεκατομμύριο ανθρώπους και είχε σκοτώσει μεταξύ 50 και 100 εκατομμυρίων – γύρω στο 4 τοις εκατό του παγκόσμιου πληθυσμού. Στη Φιλαδέλφεια μόνο, 12.000 άνθρωποι πέθαναν μέσα σε λίγες εβδομάδες. Οι επιπτώσεις της πανδημίας ήταν πολύ περισσότερες από το απίστευτο κόστος σε ανθρώπινες ζωές και το πάγωμα της οικονομικής δραστηριότητας· μεταγενέστερες έρευνες θα έδειχναν ότι όσοι ήταν έμβρυα κατά τη διάρκεια της πανδημίας είχαν ως ενήλικες χαμηλότερα εισοδήματα, χαμηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης και υψηλότερα ποσοστά αναπηρίας.

Ήταν πολύ νωρίς για να μπορεί να προβλέψει κανείς πόσο θανατηφόρος θα ήταν αυτός ο νέος ιός. Αλλά δεν είχα σκοπό να το διακινδυνεύσω. Την ίδια μέρα που επικυρώθηκε ο διορισμός της Καθλίν Σεμπέλιους ως Υπουργού Υγείας, στείλαμε ένα αεροπλάνο να την πάρει από το Κάνσας και να τη φέρει στο Καπιτώλιο για να ορκιστεί σε μία πρόχειρη τελετή· αμέσως μετά, της ζήτησα να συντονίσει μία δίωρη τηλεδιάσκεψη με στελέχη του ΠΟΥ και με τους Υπουργούς Υγείας του Μεξικού και του Καναδά. Λίγες μέρες αργότερα, φτιάξαμε μία διϋπηρεσιακή ομάδα για να αξιολογήσει την ετοιμότητα των Ηνωμένων Πολιτειών για το χειρότερο σενάριο.

Η απάντηση ήταν ότι δεν ήμασταν καθόλου έτοιμοι. Τα ετήσια εμβόλια κατά της γρίπης δεν παρείχαν προστασία έναντι του Η1Ν1, μάθαμε, και επειδή γενικά τα εμβόλια δεν ήταν κερδοφόρα για τις φαρμακευτικές εταιρείες, οι ελάχιστες που μπορούσαν να τα φτιάξουν στις ΗΠΑ είχαν περιορισμένες δυνατότητες να πετύχουν γρήγορα μαζική παραγωγή ενός νέου εμβολίου. Έπειτα αντιμετωπίσαμε τα ζητήματα του πώς θα διανεμηθούν αντιιικά φάρμακα, τι οδηγίες ακολουθούσαν τα νοσοκομεία για τις περιπτώσεις γρίπης, ακόμη και πώς θα χειριζόμασταν το ενδεχόμενο να κλείσουν τα σχολεία και να επιβάλουμε καραντίνες αν τα πράγματα χειροτέρευαν σοβαρά. Ορισμένοι βετεράνοι της κυβέρνησης Φορντ, οι οποίοι είχαν συμμετάσχει στην ομάδα για την αντιμετώπιση της γρίπης των χοίρων του 1976, μας προειδοποίησαν για τις δυσκολίες της αντίδρασης σε μια επιδημία χωρίς υπερβολές και χωρίς να προκληθεί πανικός: Φαίνεται ότι ο Πρόεδρος Φορντ, θέλοντας να αντιδράσει αποφασιστικά στο μέσο μιας προεκλογικής εκστρατείας για την επανεκλογή του, είχε βιαστεί να επιβάλει υποχρεωτικούς εμβολιασμούς προτού προσδιοριστεί η σοβαρότητα της πανδημίας, με αποτέλεσμα περισσότεροι Αμερικανοί να εμφανίσουν μία νευρολογική πάθηση που συνδεόταν με το εμβόλιο από όσους πέθαναν από τη γρίπη.

“Πρέπει να είστε παρών, κύριε Πρόεδρε” μου είπε ένας από τους συνεργάτες του Φορντ “αλλά πρέπει να αφήσετε τους ειδικούς να κατευθύνουν την πορεία”.

Έβαλα το χέρι μου στον ώμο της Σεμπέλιους. “Το βλέπετε αυτό;” είπα, κάνοντας ένα νεύμα προς το μέρος της. “Αυτό… είναι το πρόσωπο του ιού. Συγχαρητήρια, Καθλίν”.

“Χαρά μου να φανώ χρήσιμη, κύριε Πρόεδρε” είπε εκείνη πρόσχαρα. “Χαρά μου να φανώ χρήσιμη”.

Οι οδηγίες μου προς την Καθλίν και το επιτελείο δημόσιας υγείας ήταν απλές: Οι αποφάσεις θα λαμβάνονταν με βάση τα καλύτερα διαθέσιμα επιστημονικά δεδομένα, και θα εξηγούσαμε κάθε βήμα της αντίδρασής μας στον κόσμο – και αυτό περιλάμβανε το τι ξέρουμε και τι δεν ξέρουμε. Μέσα στους επόμενους έξι μήνες, κάναμε ακριβώς αυτό. Η καλοκαιρινή μείωση των περιστατικών Η1Ν1 έδωσε στο επιτελείο χρόνο να συνεργαστεί με φαρμακευτικές εταιρείες και να δώσει κίνητρα για νέες διαδικασίες που θα επέτρεπαν την ταχύτερη παραγωγή εμβολίων. Φρόντισαν να διαθέσουν ιατρικά εφόδια στις περιφέρειες της χώρας και να δώσουν στα νοσοκομεία αυξημένη ευελιξία για να διαχειριστούν μία αύξηση των περιστατικών. Αξιολόγησαν –και τελικά απέρριψαν– την ιδέα να κλείσουν τα σχολεία για το υπόλοιπο της σχολικής χρονιάς, αλλά συνεργάστηκαν με τις περιφερειακές διευθύνσεις, με εταιρείες, και με πολιτειακούς και τοπικούς αξιωματούχους, φροντίζοντας όλοι να έχουν ό,τι χρειάζονταν για να μπορέσουν να αντιδράσουν σωστά.

Μολονότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπόρεσαν να αποφύγουν εντελώς το κόστος της πανδημίας – περισσότεροι από 12.000 Αμερικανοί έχασαν τη ζωή τους – ήμασταν τυχεροί, γιατί αυτό το συγκεκριμένο στέλεχος του Η1Ν1 αποδείχτηκε τελικά λιγότερο θανατηφόρο από ό,τι φοβόντουσαν οι ειδικοί, και το νέο ότι η πανδημία είχε υποχωρήσει, προς τα μέσα του 2010, δεν προκάλεσε ιδιαίτερη αίσθηση. Ωστόσο, εγώ ήμουν πολύ υπερήφανος για τον τρόπο με τον οποίο είχε λειτουργήσει το επιτελείο μας. Χωρίς φανφάρες και πολλά λόγια, όχι μόνο είχαν συμβάλει στον περιορισμό του ιού, αλλά είχαν επίσης ενισχύσει την ετοιμότητά μας για οποιαδήποτε μελλοντική υγειονομική έκτακτη ανάγκη – κάτι που αποδείχτηκε ανεκτίμητο λίγα χρόνια αργότερα, όταν η επιδημία Έμπολα στη Δυτική Αφρική προκάλεσε κυριολεκτικά πανικό.

Είχα αρχίσει να συνειδητοποιώ ότι αυτή ήταν η φύση της προεδρίας: Μερικές φορές το πιο σημαντικό σου έργο είναι αυτό που κανένας δεν θα μάθει.

…Η ΑΡΓΗ ΠΟΡΕΙΑ προς τη μεταρρύθμιση του συστήματος υγειονομικής ασφάλισης πήρε σχεδόν όλο το καλοκαίρι. Καθώς το νομοσχέδιο πήγαινε κι ερχόταν μέσα στους διαδρόμους του Κογκρέσου, εμείς αναζητούσαμε τρόπους για να κρατάμε το θέμα ζεστό. Έπειτα από εκείνη τη διάσκεψη στον Λευκό Οίκο, τον Μάρτιο, μέλη του πολιτικού και του νομοθετικού μου επιτελείου είχαν συμμετάσχει σε αμέτρητες συσκέψεις για το ζήτημα αυτό στο Καπιτώλιο, γυρνώντας στο Οβάλ προς το τέλος της ημέρας σαν ταλαίπωροι πολεμιστές που γύριζαν από το μέτωπο, δίνοντάς μου αναφορές για τα πάνω και τα κάτω της μάχης. Τα καλά νέα ήταν ότι σημαίνοντες Δημοκρατικοί του Κογκρέσου – ειδικά ο Μπόκους και ο Γουάξμαν – πάλευαν να καταρτίσουν νομοσχέδια και να τα περάσουν από τις επιτροπές τους πριν από την παραδοσιακή διακοπή του Αυγούστου. Τα άσχημα νέα ήταν ότι όσο έμπαινε κανείς στις λεπτομέρειες της μεταρρύθμισης, τόσο περισσότερες διαφορές ουσίας και στρατηγικής ανέκυπταν – όχι μόνο ανάμεσα σε Δημοκρατικούς και Ρεπουμπλικάνους, αλλά και ανάμεσα στους Δημοκρατικούς της Βουλής και στους Δημοκρατικούς της Γερουσίας, ανάμεσα σε εμάς και στους Δημοκρατικούς του Κογκρέσου, και ακόμη ανάμεσα στα μέλη του επιτελείου μου.

Οι περισσότερες συζητήσεις αφορούσαν το ζήτημα του πώς θα εξασφαλίζαμε έναν συνδυασμό εξοικονόμησης και νέων εσόδων, ώστε να χρηματοδοτήσουμε την επέκταση της κάλυψης σε εκατομμύρια ανασφάλιστους Αμερικανούς. Λόγω χαρακτήρα, αλλά και επειδή ήθελε να φτιάξει ένα νομοσχέδιο κοινής αποδοχής, ο Μπόκους προσπαθούσε να αποφύγει οτιδήποτε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αύξηση φόρου. Έτσι, εκείνος και το επιτελείο του υπολόγιζαν τα σημαντικά κέρδη που θα έφερνε μία νέα μεγάλη εισροή ασφαλισμένων πελατών για τα νοσοκομεία, τις φαρμακευτικές και τις ασφαλιστικές εταιρείες, και είχε χρησιμοποιήσει αυτά τα στοιχεία ως βάση για να διαπραγματευτεί την εξασφάλιση των δισεκατομμυρίων δολαρίων που θα χρειάζονταν στην αρχή, μέσω τελών ή μέσω μειώσεων στις πληρωμές του Medicare προς τον ιδιωτικό τομέα. Για να χρυσώσει το χάπι, ο Μπόκους ήταν διατεθειμένος να κάνει κάποιες παραχωρήσεις. Για παράδειγμα, υποσχέθηκε στο λόμπι της φαρμακοβιομηχανίας ότι το νομοσχέδιο δεν θα προέβλεπε τη δυνατότητα επανεισαγωγής φαρμάκων από τον Καναδά – μία δημοφιλής πρόταση των Δημοκρατικών που έδειχνε πώς το καναδικό και τα ευρωπαϊκά κρατικά υγειονομικά συστήματα χρησιμοποιούσαν την τεράστια διαπραγματευτική τους δύναμη για να εξασφαλίσουν πολύ χαμηλότερες τιμές από αυτές που χρέωνε η φαρμακοβιομηχανία στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Πολιτικά και προσωπικά, θα με ικανοποιούσε πολύ περισσότερο να πέσουμε πάνω στις φαρμακευτικές και στις ασφαλιστικές εταιρείες και να προσπαθήσουμε να τις υποχρεώσουμε να υποταχθούν. Οι ψηφοφόροι τις είχαν άχτι – και με το δίκιο τους. Αλλά από πρακτική άποψη, ήταν δύσκολο να αντικρουστεί η πιο συμβιβαστική προσέγγιση του Μπόκους. Δεν υπήρχε τρόπος να εξασφαλίσουμε εξήντα ψήφους στη Γερουσία για ένα μεγάλο νομοσχέδιο για την υγεία χωρίς έστω τη σιωπηρή συμφωνία των μεγάλων παραγόντων του ιδιωτικού τομέα. Η επανεισαγωγή φαρμάκων ήταν σπουδαίο πολιτικό ζήτημα, αλλά, όταν τα βάζαμε όλα κάτω, βλέπαμε ότι δεν είχαμε αρκετές ψήφους για να περάσει, εν μέρει επειδή πολλοί Δημοκρατικοί είχαν μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες στις πολιτείες τους.

Με αυτά τα δεδομένα υπόψη, έδωσα την έγκριση να συμμετάσχουν ο Ραμ, η Νάνσι-Αν και ο Τζιμ Μεσίνα – ο οποίος είχε περάσει κάποτε από το επιτελείο του Μπόκους – στις διαπραγματεύσεις του τελευταίου με τους αντιπροσώπους του ιδιωτικού τομέα της υγείας. Ως το τέλος του καλοκαιριού, είχαν πετύχει μία συμφωνία που εξασφάλιζε εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια σε επιστροφές και γενικότερες εκπτώσεις φαρμάκων για τα άτομα τρίτης ηλικίας που καλύπτονταν από το Medicare. Το πιο σημαντικό, όμως, ήταν ότι είχαν εξασφαλίσει την υπόσχεση των νοσοκομείων, των ασφαλιστικών εταιρειών και της φαρμακοβιομηχανίας για υποστήριξη –ή τουλάχιστον για μη εναντίωση– στο νομοσχέδιο.

Αυτό ήταν ένα μεγάλο εμπόδιο που έπρεπε να βγάλουμε από τη μέση, κλασική περίπτωση της πολιτικής ως τέχνης του εφικτού. Αλλά για κάποιους πιο προοδευτικούς Δημοκρατικούς στη Βουλή, όπου δεν είχαν λόγο να ανησυχούν για σαμποτάρισμα του νομοσχεδίου από τους Ρεπουμπλικάνους, και για τις προοδευτικές ομάδες πίεσης που εξακολουθούσαν να ελπίζουν στο ενδεχόμενο θεμελίωσης ενός κρατικά χρηματοδοτούμενου υγειονομικού συστήματος, οι συμβιβασμοί μας ισοδυναμούσαν με συνθηκολόγηση, ήταν μια συμφωνία με τον διάβολο. Δεν βοήθησε το γεγονός ότι, όπως είχε προβλέψει ο Ραμ, καμία από τις διαπραγματεύσεις με τον ιδιωτικό τομέα δεν μεταδόθηκε από το C-SPAN. Ο Τύπος άρχισε να γράφει για “παρασκηνιακές συμφωνίες”. Κάμποσοι ψηφοφόροι μού έγραψαν, ρωτώντας με αν είχα συμμαχήσει με τις δυνάμεις του σκότους. Και ο Γουάξμαν επέμενε να λέει ότι δεν θεωρούσε ότι ο ίδιος δεσμευόταν από τις παραχωρήσεις που είχαν κάνει ο Μπόκους ή ο Λευκός Οίκος με τα λόμπι του ιδιωτικού τομέα.

Παρότι πάντα έτοιμοι να αγωνιστούν για υψηλά ιδανικά στα λόγια, οι Δημοκρατικοί βουλευτές έσπευδαν επίσης να προστατέψουν το στάτους κβο όταν απειλούνταν τα προνόμιά τους ή όταν αυτό ωφελούσε παράγοντες που είχαν μεγάλη πολιτική επιρροή. Για παράδειγμα, λίγο πολύ όλοι οι οικονομολόγοι της υγείας συμφωνούσαν ότι δεν αρκούσε να αποσπάσουμε χρήματα από τις ασφαλιστικές και τις φαρμακευτικές εταιρείες και να τα χρησιμοποιήσουμε για την κάλυψη περισσότερων ανθρώπων – προκειμένου να πετύχει η μεταρρύθμιση, έπρεπε να κάνουμε κάτι για τις δυσθεώρητες αμοιβές των γιατρών και των νοσοκομείων. Διαφορετικά, όσα λεφτά κι αν ρίχναμε στο σύστημα, θα απέδιδαν όλο και λιγότερες υπηρεσίες για όλο και λιγότερους ανθρώπους, μακροπρόθεσμα. Ένας από τους καλύτερους τρόπους για να “χαμηλώσουμε την καμπύλη κόστους” ήταν να θεσμοθετήσουμε μία ανεξάρτητη αρχή, προστατευμένη από πολιτικές σκοπιμότητες και λόμπι, που θα όριζε τις αμοιβές των παρόχων του Medicare με βάση τη σχετική αποτελεσματικότητα των συγκεκριμένων υπηρεσιών υγείας.

Οι Δημοκρατικοί βουλευτές δεν ήθελαν ούτε να το ακούσουν αυτό, επειδή θα έπρεπε να απεμπολήσουν την εξουσία να καθορίζουν εκείνοι τι κάλυπτε και τι δεν κάλυπτε το Medicare (μαζί με τις ενδεχόμενες δυνατότητες προεκλογικής χρηματοδότησης που συνόδευε αυτή την εξουσία). Φοβόντουσαν επίσης ότι θα βρίσκονταν στο στόχαστρο δυσαρεστημένων συνταξιούχων που δεν θα μπορούσαν να έχουν το καινούργιο φάρμακο ή την εξέταση που διαφημίζει η τηλεόραση, έστω κι αν ένας ειδικός μπορούσε να αποδείξει ότι ήταν άχρηστα.

Είχαν επίσης δυσπιστία απέναντι στην άλλη μεγάλη πρόταση για έλεγχο του κόστους: ένα πλαφόν στις εκπτώσεις φόρου για τα λεγόμενα ασφαλιστικά προγράμματα “Κάντιλακ” – ακριβά συμβόλαια που παρείχαν οι εργοδότες και που κάλυπταν κάθε λογής υψηλού κόστους υπηρεσίες, αλλά δεν βελτίωναν το υγειονομικό αποτέλεσμα. Εκτός από τους διευθυντές εταιρειών και τους καλοπληρωμένους ιδιώτες επαγγελματίες, η κύρια ομάδα που είχε τέτοιες καλύψεις ήταν τα μέλη των συνδικάτων, και τα συνδικάτα πολέμησαν με νύχια και με δόντια τον “φόρο Κάντιλακ”, όπως κατέληξε να λέγεται. Δεν είχε σημασία για τους ηγέτες των συνδικάτων ότι τα μέλη τους ίσως να ήταν διατεθειμένα να ανταλλάξουν μία νοσοκομειακή σουίτα πολυτελείας ή μία δεύτερη μαγνητική που δεν ήταν απαραίτητη με μια αύξηση του πραγματικού εισοδήματός τους. Δεν πίστευαν ότι οι εξοικονόμηση που θα επέφερε η μεταρρύθμιση θα περνούσε στα μέλη τους, και ήταν απολύτως βέβαιοι ότι θα δέχονταν τα πυρά για τις όποιες αλλαγές στα ασφαλιστικά προγράμματα των εργαζομένων. Δυστυχώς, εφόσον τα συνδικάτα ήταν αντίθετα στον “φόρο Κάντιλακ”, την ίδια στάση θα κρατούσαν και οι Δημοκρατικοί βουλευτές.

Οι αντιγνωμίες γρήγορα έγιναν θέμα στον Τύπο, κάνοντας την όλη διαδικασία να μοιάζει ανερμάτιστη και λαβυρινθώδης. Στα τέλη Ιουλίου, οι δημοσκοπήσεις έδειχναν πια ότι οι περισσότεροι Αμερικανοί είχαν αρνητική γνώμη για τον τρόπο με τον οποίο χειριζόμουν τη μεταρρύθμιση του συστήματος, πράγμα που με έκανε να παραπονεθώ στον Αξ για την επικοινωνιακή μας στρατηγική. “Έχουμε το δίκιο με το μέρος μας σ’ αυτό το ζήτημα” του τόνισα. “Απλώς πρέπει να το εξηγήσουμε καλύτερα στους ψηφοφόρους”.

Ο Αξ ενοχλήθηκε· αισθάνθηκε ότι το μαγαζί του φορτωνόταν την ευθύνη για εκείνο ακριβώς το πρόβλημα για το οποίο με είχε προειδοποιήσει από την αρχή. “Μπορούμε να το εξηγούμε μέχρι να μαλλιάσει η γλώσσα μας” μου είπε. “Αλλά οι άνθρωποι που έχουν ήδη ιατροφαρμακευτική κάλυψη δεν πιστεύουν ότι η μεταρρύθμιση θα τους ωφελήσει, και όσα στοιχεία και δεδομένα κι αν επικαλεστούμε, αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει”.

Εγώ δεν πείστηκα, και αποφάσισα ότι έπρεπε να δώσουμε μεγαλύτερη δημοσιότητα στη στρατηγική μας. Και κάπως έτσι βρέθηκα να δίνω μία τηλεοπτική συνέντευξη Τύπου σε ώρα υψηλής τηλεθέασης για το θέμα της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, μπροστά σε μία αίθουσα γεμάτη δημοσιογράφους, πολλοί από τους οποίους ήδη συνέτασσαν τη νεκρολογία για την υπ’ αριθμόν ένα νομοθετική πρωτοβουλία μου.

ΓΕΝΙΚΑ ΜΙΛΩΝΤΑΣ, μου άρεσε η ελευθερία των ζωντανών συνεντεύξεων Τύπου. Και αντίθετα με την πρώτη ανοιχτή προεκλογική συζήτηση με θέμα την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, στην οποία εγώ τα είχα θαλασσώσει, ενώ η Χίλαρι και ο Τζον Έντουαρντς έλαμψαν, τώρα ήξερα το θέμα απ’ έξω κι ανακατωτά. Ίσως, μάλιστα, και λίγο πιο καλά απ’ ό,τι χρειαζόταν. Στη συνέντευξη Τύπου, θυμήθηκα μια παλιά μου συνήθεια, δίνοντας εξαντλητικές εξηγήσεις για κάθε πτυχή του υπό συζήτηση ζητήματος. Ήταν λες και, αφού δεν είχα καταφέρει να μεταδοθούν οι διάφορες διαπραγματεύσεις για το νομοσχέδιο από το C-SPAN, πήγαινα τώρα να επανορθώσω προσφέροντας στο κοινό ένα ταχύρρυθμο, λεπτομερές σεμινάριο μιας ώρας με θέμα την αμερικανική πολιτική ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης.

ΩΣ ΤΑ ΤΕΛΗ ΙΟΥΛΙΟΥ ΤΟΥ 2009, κάποια εκδοχή του νόμου για την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη είχε περάσει από όλες τις αρμόδιες επιτροπές της Βουλής. Η Επιτροπή Υγείας και Παιδείας της Γερουσίας είχε επίσης ολοκληρώσει τις εργασίες της. Το μόνο που απέμενε ήταν να περάσουμε ένα νομοσχέδιο από την Επιτροπή Δημοσιονομικού Ελέγχου του Μαξ Μπόκους. Όταν γινόταν και αυτό, θα μπορούσαμε να συνθέσουμε τις διάφορες εκδοχές σε ένα νομοσχέδιο για τη Βουλή και ένα για τη Γερουσία και να τα περάσουμε, ιδανικά, πριν από τη διακοπή του Αυγούστου, με στόχο να έχουμε μια τελική μορφή του νομοθετήματος στο γραφείο μου για υπογραφή πριν από το τέλος του χρόνου.

Όσο κι αν πιέζαμε, όμως, δεν μπορούσαμε να καταφέρουμε τον Μπόκους να ολοκληρώσει τη δουλειά του. Μπορούσα να καταλάβω τους λόγους που τον καθυστερούσαν: Αντίθετα με τους άλλους Δημοκρατικούς προέδρους επιτροπών, οι οποίοι είχαν περάσει τα νομοσχέδια με μονοκομματική πλειοψηφία χωρίς να τους απασχολούν οι Ρεπουμπλικάνοι, ο Μπόκους εξακολουθούσε να ελπίζει ότι μπορούσε να παρουσιάσει ένα κοινής αποδοχής νομοσχέδιο. Αλλά όσο περνούσε το καλοκαίρι, αυτή η αισιοδοξία άρχιζε να μοιάζει περισσότερο με αυταπάτη. Οι ΜακΚόνελ και Μπόνερ είχαν ήδη ανακοινώσει τη δριμεία αντίθεσή τους στις νομοθετικές μας πρωτοβουλίες, ισχυριζόμενοι ότι ήταν μία προσπάθεια “απαλλοτρίωσης” του συστήματος υγείας. Ο Φρανκ Λαντζ, γνωστός Ρεπουμπλικάνος επικοινωνιολόγος, είχε κυκλοφορήσει μία εγκύκλιο στην οποία έλεγε ότι αφού είχε μετρήσει την απήχηση που είχαν ούτε λίγο ούτε πολύ σαράντα σλόγκαν κατά της μεταρρύθμισης, είχε καταλήξει ότι η επίκληση της “απαλλοτρίωσης” ήταν ο καλύτερος τρόπος για να αμαυρωθεί το νομοσχέδιο. Από εκεί και μετά, οι συντηρητικοί ακολούθησαν αυτή τη γραμμή, επαναλαμβάνοντας τη λέξη σαν να ήταν κάποιο ξόρκι.

Ο γερουσιαστής Τζιμ ΝτεΜιντ, ο αρειμάνιος συντηρητικός από τη Νότια Καρολίνα, ήταν πιο ειλικρινής όσον αφορά τις προθέσεις του κόμματός του. “Αν καταφέρουμε να σταματήσουμε τον Ομπάμα εδώ” ανακοίνωσε σε μία εθνικής εμβέλειας τηλεδιάσκεψη με άλλους συντηρητικούς ακτιβιστές “αυτό θα είναι το Βατερλό του. Θα τον τσακίσει”.

Όπως ήταν αναμενόμενο, μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα, οι τρεις Ρεπουμπλικάνοι γερουσιαστές που είχαν προσκληθεί να συμμετάσχουν σε δικομματικές συνομιλίες με τον Μπόκους είχαν τώρα μείνει δύο: ο Τσακ Γκράσλι και η Ολύμπια Σνόου, η μετριοπαθής γερουσιαστής από το Μέιν. Οι συνεργάτες μου κι εγώ κάναμε καθετί που μπορούσαμε για να βοηθήσουμε τον Μπόκους να εξασφαλίσει τη στήριξή τους. Είχα φέρει τον Γκράσλι και τη Σνόου επανειλημμένως στον Λευκό Οίκο, και τους τηλεφωνούσα κάθε λίγες εβδομάδες για να δω τις διαθέσεις τους. Εγκρίναμε ένα σωρό αλλαγές που ήθελαν στο προσχέδιο του Μπόκους. Η Νάνσι-Αν είχε κατασκηνώσει στα γραφεία τους στη Γερουσία και είχε βγάλει τη Σνόου τόσες πολλές φορές για δείπνο που στο τέλος της κάναμε πλάκα, ρωτώντας την αν ζηλεύει ο άντρας της.

“Πες στην Ολύμπια να πιάσει να γράψει το νομοσχέδιο από την αρχή!” είπα στη Νάνσι-Αν μία μέρα που έφευγε για να πάει να τη συναντήσει. “Θα το πούμε σχέδιο Σνόου. Πες της ότι αν ψηφίσει το νομοσχέδιο, της παραχωρώ τον Λευκό Οίκο… Η Μισέλ κι εγώ θα πιάσουμε ένα διαμέρισμα εδώ κοντά!”

Αλλά και πάλι δεν προχωρούσε το πράγμα. Η Σνόου καμάρωνε για το γεγονός ότι είχε τη φήμη κεντρώας πολιτικού, και είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα ζητήματα της υγείας (είχε μείνει ορφανή σε ηλικία εννέα ετών, όταν έχασε τους γονείς της, τον έναν αμέσως μετά τον άλλον, από καρκίνο και καρδιά). Αλλά η απότομη δεξιά στροφή του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος την έκανε να νιώθει όλο και πιο απομονωμένη μεταξύ των συναδέλφων της, πράγμα που την οδηγούσε να είναι ακόμη πιο επιφυλακτική από ό,τι συνήθως, και να προσπαθεί να συγκαλύψει την αναποφασιστικότητά της με το ψείρισμα των λεπτομερειών του νομοσχεδίου.

Ο Γκράσλι ήταν άλλη ιστορία. Στα λόγια ήταν όλο επιθυμία να βοηθήσει τους αγρότες της Αϊόβας που δυσκολεύονταν να βρουν αξιόπιστη ασφάλιση, και όταν η Χίλαρι Κλίντον είχε προτείνει τη δική της μεταρρύθμιση τη δεκαετία του 1990, ο Γκράσλι είχε εισηγηθεί μαζί με άλλους ένα εναλλακτικό σχέδιο που έμοιαζε από πολλές απόψεις με το σύστημα της Μασαχουσέτης, περιλαμβανομένης της υποχρεωτικής ασφάλισης. Αλλά αντίθετα με τη Σνόου, ο Γκράσλι σπανίως ερχόταν σε αντίθεση με την ηγεσία τους κόμματός του σε ακανθώδη ζητήματα. Με τα μούτρα κατεβασμένα και με τη βραχνή μεσοδυτική προφορά του, ψέλλιζε αντιρρήσεις για αυτό ή για εκείνο το πρόβλημα που είχε με το νομοσχέδιο, αλλά ποτέ δεν μας έλεγε τι ήθελε για να πει το ναι. Ο Φιλ θεωρούσε ότι ο Γκράσλι παραμύθιαζε τον Μπόκους, παίζοντας το παιχνίδι του ΜακΚόνελ και προσπαθώντας να καθυστερήσει τη διαδικασία και να μας πάει πίσω και στην εφαρμογή του υπόλοιπου προγράμματός μας. Ακόμη κι εγώ, ο επίσημος Πρώτος Αισιόδοξος του Λευκού Οίκου, στο τέλος έχασα την υπομονή μου και είπα στον Μπόκους να έρθει να με δει.

“Η ώρα έχει έρθει, Μαξ” του είπα μέσα στο Οβάλ Γραφείο, σε μία συνάντησή μας προς τα τέλη Ιουλίου. “Έκανες ό,τι μπορούσες. Ο Γκράσλι μας έχει φύγει. Απλώς δεν σου το έχει ανακοινώσει ακόμη”.

Ο Μπόκους κούνησε το κεφάλι. “Με όλον τον σεβασμό, κύριε Πρόεδρε, δεν συμφωνώ” είπε. “Τον ξέρω τον Τσακ. Νομίζω πως είμαστε τόσο κοντά σε μία συμφωνία”. Σήκωσε το χέρι του, με τον αντίχειρα και τον δείκτη σε απόσταση ενός εκατοστού, χαμογελώντας μου σαν κάποιος που έχει ανακαλύψει τη θεραπεία του καρκίνου και είναι υποχρεωμένος να προσπαθήσει να πείσει κάποιους ανόητους σκεπτικιστές. “Ας δώσουμε λίγο ακόμη χρόνο στον Τσακ και να κάνουμε την ψηφοφορία μόλις επιστρέψουμε από τη διακοπή”.

Μια φωνή μέσα μου μου έλεγε να σηκωθώ επάνω, να αρπάξω τον Μπόκους από τους ώμους και να αρχίσω να τον ταρακουνάω μέχρι να συνέλθει. Αποφάσισα ότι δεν θα έβγαινε τίποτε έτσι. Μια άλλη φωνή μου έλεγε να τον απειλήσω ότι δεν θα είχε την πολιτική μου στήριξη για την επανεκλογή του, αλλά καθώς εκείνος είχε υψηλότερα ποσοστά στις δημοσκοπήσεις από εμένα στη Μοντάνα, όπου εκλεγόταν, σκέφτηκα ότι ούτε και με αυτό θα έβγαινε τίποτε. Έτσι, αποφάσισα να επιχειρηματολογήσω και να προσπαθήσω να τον πείσω για κάνα μισάωρο ακόμη, και τελικά να συμφωνήσω με το σχέδιό του να μην προχωρήσουμε άμεσα σε ψηφοφορία, που θα περνούσε το νομοσχέδιο με τις ψήφους των Δημοκρατικών και να περιμένουμε να την κάνουμε μέσα στις πρώτες δύο εβδομάδες του Σεπτεμβρίου, όταν θα ξανάρχιζε τις εργασίες του το Κογκρέσο.

ΜΕ ΤΟ ΚΟΓΚΡΕΣΟ να έχει διακόψει τις εργασίες του και με τις δύο ψηφοφορίες να περιμένουν, αποφασίσαμε να περάσω τις πρώτες δύο εβδομάδες του Αυγούστου στον δρόμο, συμμετέχοντας σε ανοιχτές συζητήσεις σε μέρη όπως η Μοντάνα, το Κολοράντο και η Αριζόνα, όπου η στήριξη για τη μεταρρύθμιση ήταν πιο ασθενής. Για να χρυσώσουν το χάπι, οι συνεργάτες μου πρότειναν να έρθουν μαζί η Μισέλ και τα κορίτσια και να επισκεφτούμε κάποια εθνικά πάρκα στον δρόμο.

Μου άρεσε πολύ αυτή η ιδέα. Όχι ότι η Μαλία και η Σάσα είχαν στερηθεί την πατρική προσοχή ή ότι τους έλειπε η καλοκαιρινή διασκέδαση – ήταν χορτασμένες και από τα δύο, με παρέες και εξόδους για σινεμά και με πολύ αραλίκι. Συχνά, γυρίζοντας το βράδυ ανέβαινα στον τρίτο όροφο, όπου έβρισκα το μεγάλο σαλόνι κατειλημμένο από μια παρέα οκτάχρονων ή εντεκάχρονων κοριτσιών με τις πιτζάμες τους, έτοιμες για διανυκτέρευση στον Λευκό Οίκο, να χοροπηδάνε σε φουσκωτά στρώματα, να σκορπίζουν ποπ κορν και παιχνίδια ολόγυρα και να χαζογελάνε ασταμάτητα με ό,τι έδειχνε το Nickelodeon.

Αλλά όσο κι αν η Μισέλ κι εγώ (με τη βοήθεια της αστείρευτης υπομονής των στελεχών της Μυστικής Υπηρεσίας) προσπαθούσαμε να παρέχουμε ό,τι κοντινότερο σε μια φυσιολογική παιδική ζωή στις κόρες μου, ήταν δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να τις πηγαίνω σε διάφορα μέρη, όπως θα έκανε ένας κανονικός πατέρας. Δεν μπορούσαμε να πάμε στο λούνα παρκ μαζί και να σταματήσουμε ξαφνικά για μπέργκερ στον δρόμο. Δεν μπορούσαμε να πηγαίνουμε, όπως παλιά, βόλτα με το ποδήλατο τα απογεύματα της Κυριακής. Για να πεταχτούμε να φάμε ένα παγωτό ή για να πάμε σε ένα βιβλιοπωλείο έπρεπε να στηθεί ολόκληρη επιχείρηση – αποκλεισμοί δρόμων, ειδικές μονάδες ασφαλείας και η πανταχού παρούσα δημοσιογραφική ομάδα.

Αν έλειπαν στα κορίτσια αυτά τα πράγματα, δεν το έδειχναν. Εμένα όμως μου έλειπαν τρομερά. Με στενοχωρούσε ιδιαίτερα η ιδέα ότι κατά πάσα πιθανότητα δεν θα είχαμε ποτέ την ευκαιρία να κάνουμε μαζί ένα μεγάλο καλοκαιρινό ταξίδι με το αυτοκίνητο, όπως αυτό που είχαμε πάει όταν ήμουν έντεκα χρονών, τότε που η μητέρα μου και η Τουτ αποφάσισαν ότι είχε έρθει η ώρα να δούμε εγώ και η Μάγια τις ηπειρωτικές Ηνωμένες Πολιτείες. Είχε κρατήσει ένα μήνα και μου έμεινε αξέχαστο – και όχι μόνο επειδή πήγαμε στη Ντίσνεϊλαντ (αν και αυτή ήταν προφανώς μεγάλη στιγμή για εμένα). Είχαμε βγάλει μύδια με την άμπωτη στο Πάτζετ Σάουντ, είχαμε κάνει ιππασία σε ένα ποταμάκι στο Κάνυον ντε Σέι της Αριζόνα, είχαμε χαζέψει τα ατέλειωτα λιβάδια του Κάνσας από το παράθυρο του τρένου, είχαμε δει ένα κοπάδι βίσωνες στο φως του δειλινού σε μια πεδιάδα του Γέλοουστοουν, και κλείναμε την κάθε μέρα με τις απλές απολαύσεις ενός αναψυκτικού από τον αυτόματο πωλητή, μιας βουτιάς στην πισίνα που είχε καμιά φορά το μοτέλ όπου θα διανυκτερεύαμε ή απλώς του κλιματισμού και των καθαρών σεντονιών. Εκείνο το ταξίδι μου έδωσε μια ιδέα της ιλιγγιώδους ελευθερίας του ανοιχτού δρόμου, του πόσο τεράστια είναι η Αμερική και πόσο γεμάτη θαυμαστούς τόπους.

Δεν μπορούσα να προσφέρω αυτήν την εμπειρία στις κόρες μου, ούτε όταν πετούσαμε με το Air Force One, ούτε όταν ταξιδεύαμε με αυτοκινητοπομπές και δεν σταματούσαμε ποτέ για διανυκτέρευση σε ένα μοτέλ στον αυτοκινητόδρομο. Οι μετακινήσεις μας ήταν υπερβολικά γρήγορες και υπερβολικά άνετες, και οι μέρες τόσο γεμάτες με προγραμματισμένες από τους συνεργάτες μου δραστηριότητες – χωρίς τίποτε από εκείνο το παράξενο αλλά οικείο μείγμα εκπλήξεων, μικρών περιπετειών και ανίας που είναι τα απαραίτητα συστατικά ενός μεγάλου ταξιδιού με το αυτοκίνητο. Όμως, για μία εβδομάδα εκείνου του Αυγούστου, η Μισέλ, τα κορίτσια κι εγώ περάσαμε ωραία, παρ’ όλα αυτά. Είδαμε τον Όλντ Φέιθφουλ, τον εντυπωσιακό θερμοπίδακα στο Γέλοουστοουν εν δράσει και χαζέψαμε την αχανή ώχρα του Γκραντ Κάνυον. Τα κορίτσια έκαναν σκι με φουσκωτές σαμπρέλες. Τα βράδια, παίζαμε επιτραπέζια και προσπαθούσαμε να αναγνωρίσουμε τους αστερισμούς. Καθώς βάζαμε τα κορίτσια για ύπνο, ήλπιζα ότι παρ’ όλη την τρέλα που περιέβαλλε τη ζωή μας, το μυαλό τους θα φύλαγε από αυτό το ταξίδι μια εικόνα των ατέλειωτων δυνατοτήτων της ζωής και της ομορφιάς των αμερικανικών τοπίων, όπως είχε κάνει κάποτε το δικό μου· και ότι ίσως κάποια μέρη θα αναπολούν τα ταξίδια που κάναμε μαζί και θα θυμούνται ότι ήταν τόσο αξιαγάπητες, τόσο συναρπαστικές και γεμάτες με τη φλόγα της ζωής, που οι γονείς τους δεν ήθελαν τίποτε άλλο περισσότερο από το να μοιραστούν αυτούς τους ορίζοντες μαζί τους.

ΦΥΣΙΚΑ, ΕΝΑ ΑΠΟ τα πράγματα που η Μαλία και η Σάσα έπρεπε να υπομένουν κατά τη διάρκεια εκείνου του ταξιδιού προς τα δυτικά, ήταν ότι ο μπαμπάς εξαφανιζόταν μέρα παρά μέρα για να εμφανιστεί μπροστά σε πλήθη ανθρώπων και στις τηλεοπτικές κάμερες για να μιλήσει για την ιατροφαρμακευτική ασφάλιση. Οι συγκεντρώσεις καθεαυτές δεν διέφεραν πολύ από εκείνες που είχα κάνει νωρίτερα, την άνοιξη. Οι άνθρωποι μας μιλούσαν για το πώς το υπάρχον σύστημα είχε αφήσει την οικογένειά τους ακάλυπτη και ρωτούσαν πώς το νομοσχέδιο που ετοιμάζαμε θα επηρέαζε την ασφάλισή τους. Ακόμη και εκείνοι που ήταν αντίθετοι με την προσπάθειά μας, άκουγαν προσεκτικά ό,τι είχα να πω.

Έξω, όμως, η ατμόσφαιρα ήταν πολύ διαφορετική. Ήμασταν μέσα σε αυτό που έγινε γνωστό ως το “καλοκαίρι του Κινήματος του Τσαγιού”, μιας οργανωμένης προσπάθειας να συνδεθούν οι ειλικρινείς φόβοι του κόσμου για μία Αμερική που άλλαζε με τη δεξιά πολιτική ατζέντα. Σε κάθε συγκέντρωση, μας υποδέχονταν και μας αποχαιρετούσαν δεκάδες οργισμένοι διαδηλωτές. Μερικοί φώναζαν με ντουντούκες. Άλλοι μας χαιρετούσαν με το μεσαίο δάχτυλο. Πολλοί κρατούσαν πλακάτ με συνθήματα όπως ΔΕΝ ΘΕΛΟΥΜΕ OBAMACARE ή το ακούσια ειρωνικό ΕΞΩ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΑΠΟ ΤΟ MEDICARE. Κάποιοι κουνούσαν ρετουσαρισμένες φωτογραφίες μου, στις οποίες έμοιαζα με τον Τζόκερ του Χιθ Λέτζερ στον Σκοτεινό ιππότη, με μαύρα μάτια και έντονο μακιγιάζ – σαν δαίμονας. Άλλοι, πάλι, ήταν ντυμένοι με κοστούμια από την εποχή της αποικιοκρατίας και ανέμιζαν την επαναστατική σημαία με τον κροταλία και την επιγραφή ΜΗΝ ΤΟΛΜΗΣΕΙΣ ΝΑ ΜΕ ΠΑΤΗΣΕΙΣ. Όλοι τους φαίνονταν να θέλουν πιο πολύ να εκφράσουν τη γενικότερη περιφρόνηση προς το πρόσωπό μου, στάση που βρήκε την πιο χαρακτηριστική της έκφραση σε μία παραλλαγή του διάσημου πόστερ που είχε φτιάξει για την προεκλογική μου εκστρατεία ο Σέπαρντ Φέρι: η ίδια εικόνα μου σε κόκκινο, λευκό και μπλε, αλλά με τη λέξη HOPE (ελπίδα) να έχει αντικατασταθεί από τη λέξη NOPE (όχι).

Το Κίνημα του Τσαγιού ήταν μία νέα και ισχυρή δύναμη στην αμερικανική πολιτική. Είχε ξεκινήσει πριν από μερικούς μήνες με τη μορφή λίγων ανοργάνωτων, μικρών διαδηλώσεων εναντίον του TARP και του νόμου για την οικονομία. Κάποιοι από εκείνους τους πρώτους διαδηλωτές φαίνονταν να προέρχονται από τον κόσμο που είχε υποστηρίξει τη δονκιχοτική, ακραία φιλελεύθερη προεκλογική εκστρατεία του Ρεπουμπλικάνου γερουσιαστή Ρον Πολ, ο οποίος ζητούσε την κατάργηση του ομοσπονδιακού φόρου εισοδήματος και της Ομοσπονδιακής Τράπεζας, επιστροφή στον κανόνα του χρυσού και αποχώρηση από τον ΟΗΕ και το ΝΑΤΟ. Το διαβόητο τηλεοπτικό παραλήρημα του Ρικ Σαντέλι τον Φεβρουάριο, εναντίον της πρότασής μας για το στεγαστικό, είχε προσφέρει ένα πιασάρικο σλόγκαν για το χαλαρό δίκτυο των συντηρητικών ακτιβιστών, και σύντομα ιστότοποι και καμπάνιες μέσω ιμέιλ είχαν αρχίσει να οργανώνουν μεγαλύτερες διαδηλώσεις, ενώ τοπικές οργανώσεις του Κινήματος του Τσαγιού εμφανίζονταν απ’ άκρη σ’ άκρη της χώρας. Εκείνους τους πρώτους μήνες, δεν είχαν αρκετή ορμή ώστε να σταματήσουν την ψήφιση του πακέτου για την οικονομία, και μια πανεθνική κίνηση διαμαρτυρίας την ημέρα κατάθεσης των φορολογικών δηλώσεων, τον Απρίλιο, είχε περάσει ανώδυνα. Αλλά με τον ενστερνισμό του κινήματος από γνωστές προσωπικότητες των συντηρητικών μέσων ενημέρωσης, όπως ο Ρας Λίμπο και ο Γκλεν Μπεκ, το Κίνημα του Τσαγιού έπαιρνε τα πάνω του, και σιγά σιγά τοπικής και κατόπιν εθνικής εμβέλειας Ρεπουμπλικάνοι πολιτικοί άρχισαν να συστρατεύονται κάτω από τη σημαία του.

Όταν έφτασε το καλοκαίρι, ο βασικός στόχος αυτών των ανθρώπων ήταν να σταματήσουν το βδέλυγμα που είχαν ονομάσει “Obamacare”, το οποίο, όπως ισχυρίζονταν, θα εγκαθίδρυε μια σοσιαλιστική, καταπιεστική νέα τάξη στην Αμερική. Καθώς εγώ έκανα τη σχετικά ήρεμη περιοδεία μου στα δυτικά, τα δελτία ειδήσεων άρχισαν να δείχνουν σκηνές από παράλληλες εκδηλώσεις σε όλη τη χώρα, με μέλη της Βουλής και της Γερουσίας να βρίσκονται ξαφνικά αντιμέτωπα με θυμωμένα, θορυβώδη πλήθη στις περιφέρειές τους και με μέλη του Κινήματος του Τσαγιού να διακόπτουν εσκεμμένα τις συγκεντρώσεις, τρομάζοντας τόσο τους πολιτικούς, ώστε άρχισαν να ακυρώνουν τις προγραμματισμένες δημόσιες εμφανίσεις τους.

Μου ήταν δύσκολο να αποφασίσω τι σήμαιναν όλα αυτά. Το αντιφορολογικό, αντιρρυθμιστικό και αντικρατικό μανιφέστο του Κινήματος του Τσαγιού δεν ήταν τίποτε καινούργιο· η βασική του γραμμή – ότι οι διεφθαρμένες προοδευτικές ελίτ είχαν καταλάβει το ομοσπονδιακό κράτος και έκλεβαν τα χρήματα από τις τσέπες των εργαζόμενων Αμερικανών για να χρηματοδοτούν την προνοιακή πατρωνία τους και να ανταμείβουν παρατρεχάμενους επιχειρηματίες – ήταν το αφήγημα που πουλούσαν επί χρόνια οι Ρεπουμπλικάνοι πολιτικοί και τα συντηρητικά μέσα ενημέρωσης. Ούτε, όπως φάνηκε, επρόκειτο για κάποιο αυθόρμητο, λαϊκό κίνημα όπως ήθελε να παρουσιάζεται. Από την αρχή, οργανώσεις των αδελφών Κοκ, όπως οι Αμερικανοί για την Ευημερία (Americans for Prosperity), μαζί με άλλους δισεκατομμυριούχους συντηρητικούς της παρέας του Ίντιαν Γουέλς, που είχαν μαζέψει οι αδελφοί Κοκ αμέσως μετά την ορκωμοσία μου, είχαν καλλιεργήσει επιμελώς το κίνημα, κατοχυρώνοντας ονόματα τομέα (domain names) στο διαδίκτυο και εξασφαλίζοντας άδειες για συλλαλητήρια· εκπαιδεύοντας οργανωτές και χρηματοδοτώντας συνέδρια· και τελικά παρέχοντας μεγάλος μέρος της οικονομικής βάσης, των υποδομών και της στρατηγικής κατεύθυνσης του Κινήματος του Τσαγιού.

Από την άλλη μεριά, δεν χωρούσε συζήτηση ότι το Κίνημα του Τσαγιού αντιπροσώπευε μία υπαρκτή λαϊκιστική τάση εντός του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Αποτελείτο από ανθρώπους που το πίστευαν ειλικρινά, έμπλεους με τον ίδιο αυθόρμητο ενθουσιασμό και την ωμή μανία που είχαμε δει στους υποστηρικτές της Σάρας Πέιλιν προς το τέλος της προεκλογικής εκστρατείας. Ως έναν βαθμό, τον καταλάβαινα αυτόν τον θυμό, αν και τον θεωρούσα παραπλανημένο. Πολλοί από τους λευκούς της εργατικής και της μεσαίας τάξης που έλκονταν από το Κίνημα του Τσαγιού είχαν υπομείνει επί δεκαετίες στάσιμους μισθούς, αυξανόμενο κόστος ζωής, και την απώλεια των σταθερών θέσεων εργασίας που εξασφάλιζαν μια ασφαλή συνταξιοδότηση. Ο Μπους και οι Ρεπουμπλικάνοι του κατεστημένου δεν είχαν κάνει τίποτε για αυτούς, και η οικονομική κρίση είχε δώσει ένα ακόμη βαρύ πλήγμα στις κοινότητές τους. Και ως εκείνη την ώρα, τουλάχιστον, η οικονομία εξακολουθούσε να πηγαίνει όλο και χειρότερα, παρά τα πάνω από ένα τρισεκατομμύριο δολάρια που είχαν διατεθεί για την ενίσχυση της και για διάφορες διασώσεις. Σε εκείνους που ήταν ήδη προδιατεθειμένοι υπέρ των συντηρητικών αντιλήψεων, η ιδέα ότι οι πολιτικές μου αποσκοπούσαν στο να βοηθήσουν άλλους εις βάρος τους – ότι το παιχνίδι ήταν στημένο και ότι εγώ ήμουν ένας από αυτούς που το έστηναν – θα πρέπει να φαινόταν απολύτως πιστευτή.

Άλλωστε, όσο κι αν δεν μου άρεσε αυτό, ήμουν υποχρεωμένος να παραδεχτώ τους ηγέτες του Κινήματος του Τσαγιού για το πόσο γρήγορα είχαν κινητοποιήσει μεγάλο αριθμό υποστηρικτών και είχαν καταφέρει να κυριαρχούν στην ειδησεογραφία, χρησιμοποιώντας σε έναν βαθμό τα ίδια κοινωνικά δίκτυα και τις ίδιες οργανωτικές στρατηγικές που είχαμε αξιοποιήσει κι εμείς προεκλογικά για να κινητοποιήσουμε τον απλό κόσμο. Είχα αφιερώσει ολόκληρη την πολιτική καριέρα μου στην προώθηση της συμμετοχής των πολιτών στα κοινά, ως λύση για πολλά από τα κακώς κείμενα της δημοκρατίας μας. Δεν είχα το δικαίωμα να παραπονιέμαι, έλεγα μέσα μου, απλώς και μόνο επειδή τώρα αυτή την ενθουσιώδη συμμετοχή την πυροδοτούσε η εναντίωση στο δικό μου πρόγραμμα.

Όσο περνούσε ο καιρός, όμως, ήταν δύσκολο να αγνοήσει κανείς ορισμένες από τις πιο ανησυχητικές παρορμήσεις που υποκινούσε το κίνημα αυτό. Όπως είχε συμβεί και σε συγκεντρώσεις της Πέιλιν, δημοσιογράφοι έπιαναν παρευρισκομένους σε εκδηλώσεις του Κινήματος του Τσαγιού να με συγκρίνουν με ζώα ή με τον Χίτλερ. Άρχισαν να εμφανίζονται πλακάτ που με έδειχναν ντυμένο σαν Αφρικανό μάγο με ένα κόκαλο περασμένο στη μύτη και με το σύνθημα OBAMACARE – ΣΥΝΤΟΜΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΚΛΙΝΙΚΗ ΣΑΣ. Οι θεωρίες συνωμοσίας έδιναν κι έπαιρναν: ότι το νομοσχέδιό μου θα προέβλεπε “επιτροπές θανάτου”, οι οποίες θα αποφάσιζαν αν οι ασθενείς δικαιούνται θεραπεία, ανοίγοντας τον δρόμο για “ευθανασία με κρατική σφραγίδα” ή ότι θα ωφελούσε τους παράνομους μετανάστες, στο πλαίσιο του γενικότερου σχεδίου μου να πλημμυρίσω τη χώρα με εξαρτημένους από την κρατική πρόνοια ψηφοφόρους που θα ψήφιζαν δαγκωτό Δημοκρατικούς. Το Κίνημα του Τσαγιού ξέθαψε επίσης και έβαλε φωτιά σε μια παλιά φήμη που είχε κυκλοφορήσει προεκλογικά: ότι όχι μόνο ήμουν μουσουλμάνος, αλλά ότι είχα μάλιστα γεννηθεί στην Κένυα, οπότε συνταγματικά δεν είχα το δικαίωμα να υπηρετώ ως Πρόεδρος. Τον Σεπτέμβριο, το ζήτημα του σε ποιο βαθμό η επιτυχία του Κινήματος του Τσαγιού μπορούσε να ερμηνευθεί με όρους νατιβισμού και ρατσισμού έγινε μεγάλο θέμα συζήτησης στις τηλεοπτικές εκπομπές λόγου – ειδικά, αφότου ο πρώην Πρόεδρος και ακραιφνής Νότιος ,Τζίμι Κάρτερ, εξέφρασε την άποψη ότι οι βιτριολικές επιθέσεις εναντίον μου οφείλονταν εν μέρει τουλάχιστον σε ρατσιστικές αντιλήψεις.

Στον Λευκό Οίκο, είχαμε αποφασίσει να μην αναφέρομαι καθόλου σε όλα αυτά – και όχι μόνο επειδή ο Αξ είχε μαζέψει τεράστιο όγκο δεδομένων που μας έδειχναν ότι οι λευκοί ψηφοφόροι, περιλαμβανομένων εκείνων που με στήριζαν, δυσανασχετούσαν με τα φυλετικά κηρύγματα. Ήταν ζήτημα αρχής για εμένα ότι ένας Πρόεδρος δεν πρέπει να γκρινιάζει δημοσίως για την κριτική που δέχεται από τους ψηφοφόρους – είναι κάτι που πρέπει να έχει αποδεχτεί, εφόσον ανέλαβε να κάνει αυτή τη δουλειά – και δεν έχανα ευκαιρία να θυμίζω τόσο στους δημοσιογράφους όσο και στους φίλους μου ότι και όλοι οι λευκοί προκάτοχοί μου είχαν υπομείνει παρόμοιες λυσσαλέες προσωπικές επιθέσεις και παρακώλυση του έργου τους.

Από πιο πρακτική άποψη, δεν έβλεπα τρόπο να ξεδιαλύνω τα κίνητρα των ανθρώπων, δεδομένου μάλιστα του γεγονότος ότι οι φυλετικές αντιλήψεις είναι συνυφασμένες με κάθε πτυχή της ιστορίας του έθνους μας. Άραγε, αυτό το μέλος του Κινήματος του Τσαγιού υποστηρίζει τα “δικαιώματα των πολιτειών”, επειδή πραγματικά θεωρεί ότι αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος προώθησης της ελευθερίας, ή επειδή εξακολουθεί να τον ενοχλεί ο τρόπος με τον οποίο η ομοσπονδιακή παρέμβαση έχει οδηγήσει στην κατάργηση του καθεστώτος Τζιμ Κρόου και του φυλετικού διαχωρισμού και στην άνοδο της πολιτικής δύναμης των μαύρων στον Νότο; Άραγε αυτή η συντηρητική ακτιβίστρια είναι αντίθετη σε οποιαδήποτε επέκταση του κράτους πρόνοιας, επειδή πιστεύει ότι καταπνίγει την ιδιωτική πρωτοβουλία, ή επειδή είναι πεπεισμένη ότι θα ωφελήσει μόνο τους έγχρωμους που περνάνε κάθε μέρα τα σύνορα; Ό,τι και να μου έλεγε το ένστικτό μου, ό,τι αλήθειες και αν έλεγαν τα βιβλία της ιστορίας, ήξερα πως δεν επρόκειτο να κερδίσω ψηφοφόρους χαρακτηρίζοντας τους αντιπάλους μου ρατσιστές.

Ένα πράγμα μου φαινόταν βέβαιο: μεγάλο τμήμα του αμερικανικού λαού, περιλαμβανομένων ορισμένων από εκείνους που προσπαθούσα να βοηθήσω, δεν πίστευαν λέξη από όσα έλεγα. Ένα βράδυ, εκείνες τις μέρες, είδα ένα ρεπορτάζ στην τηλεόραση για μία φιλανθρωπική οργάνωση που λεγόταν Απομακρυσμένη Ιατρική Βοήθεια, η οποία παρείχε ιατρικές υπηρεσίες σε προσωρινές κλινικές εκστρατείας σε όλη τη χώρα, στήνοντάς τις σε τροχόσπιτα έξω από γήπεδα και σε άλλους ανοιχτούς χώρους. Σχεδόν όλοι οι ασθενείς που είδα στο ρεπορτάζ ήταν λευκοί του Νότου από μέρη όπως το Τενεσί, η Γεωργία και η Δυτική Βιρτζίνια – άντρες και γυναίκες που είχαν δουλειά, αλλά όχι εργοδοτική ασφάλιση ή που είχαν ασφάλιση με πολύ μεγάλες απαλλαγές. Πολλοί είχαν οδηγήσει εκατοντάδες χιλιόμετρα – μερικοί κοιμόντουσαν μέσα στα αυτοκίνητά τους με τη μηχανή αναμμένη για να μην παγώσουν – προκειμένου να στηθούν στην ουρά αξημέρωτα μαζί με εκατοντάδες άλλους, ώστε να τους δει ένας από τους εθελοντές γιατρούς, ο οποίος μπορεί να τους έκανε μία εξαγωγή δοντιού, να αντιμετώπιζε ένα έντονο κοιλιακό άλγος ή να εξέταζε έναν όγκο στο στήθος. Η ζήτηση ήταν τόσο μεγάλη που όσους ασθενείς έφταναν μετά την ανατολή του ήλιου συχνά δεν τους δέχονταν.

Βρήκα το ρεπορτάζ αυτό σπαρακτικό και εξοργιστικό ταυτόχρονα, ένα “κατηγορώ” εναντίον μιας πλούσιας χώρας που άφηνε τόσους πολίτες της στην τύχη τους. Κι όμως, ήξερα ότι σχεδόν όλοι αυτοί οι άνθρωποι που περίμεναν να δουν έναν γιατρό χωρίς να πληρώσουν προέρχονταν από βαμμένες ρεπουμπλικανικές περιφέρειες, από τα μέρη εκείνα όπου η αντίθεση στο νομοσχέδιο για την υγειονομική κάλυψη, και η υποστήριξη για το Κίνημα του Τσαγιού, ήταν κατά πάσα πιθανότητα ισχυρότατες. Υπήρχε μια εποχή – τότε που ήμουν ακόμη πολιτειακός γερουσιαστής και περιόδευα στο νότιο Ιλινόις ή, αργότερα, στην περιφέρεια της Αϊόβα στις αρχές της προεκλογικής εκστρατείας για την προεδρία – που μπορούσα να πλησιάσω ψηφοφόρους σαν και αυτούς. Δεν ήμουν ακόμη αρκετά γνωστός, ώστε να είμαι στόχος σαρκαστικών γελοιογραφιών, πράγμα που σήμαινε ότι όποιες προκαταλήψεις μπορεί να είχε κάποιος για έναν μαύρο τύπο με ξένο όνομα που ερχόταν από το Σικάγο, μπορούσαν εύκολα να διασκεδαστούν με μια απλή κουβέντα, με μια μικρή χειρονομία αβρότητας. Το γεγονός ότι καθόμουν και μιλούσα με τους ανθρώπους εκείνους σε κάποιο φαστφουντάδικο ή άκουγα τα παράπονά τους σε μία υπαίθρια αγορά δεν σήμαινε ότι κέρδιζα τις ψήφους τους ή έστω τη συμφωνία τους στα περισσότερα ζητήματα. Αλλά τουλάχιστον είχαμε μια επαφή, και βγαίναμε από αυτές τις συναντήσεις με την αντίληψη ότι είχαμε κοινές ελπίδες, κοινούς αγώνες και αξίες.

Αναρωτιόμουν αν κάτι τέτοιο ήταν ακόμη εφικτό, τώρα που ζούσα κλειδωμένος πίσω από πύλες και φρουρούς, τώρα που η εικόνα μου έφτανε στους ανθρώπους μέσα από το Fox News και από άλλα μέσα ενημέρωσης, τα οποία είχαν στηρίξει την ίδια τους την ύπαρξη στο να συδαυλίζουν τον θυμό και τον φόβο στο ακροατήριό τους. Ήθελα να πιστεύω ότι η ικανότητα για επαφή με τους ανθρώπους δεν είχε χαθεί. Η γυναίκα μου δεν ήταν και τόσο σίγουρη. Ένα βράδυ, προς το τέλος του ταξιδιού μας, αφού είχαμε βάλει τα κορίτσια για ύπνο, η Μισέλ έπεσε σε μία διαδήλωση του Κινήματος του Τσαγιού στην τηλεόραση – με τις σημαίες να ανεμίζουν φρενιασμένα και με τα εμπρηστικά σλόγκαν. Έπιασε το τηλεκοντρόλ και έκλεισε την τηλεόραση, με μία έκφραση που έμοιαζε κάτι ανάμεσα σε οργή και παραίτηση.

“Είναι για γέλια, ε;” είπε.

“Ποιο πράγμα;”

“Που σε φοβούνται. Που μας φοβούνται”.

Κούνησε το κεφάλι και πήγε για ύπνο.

Ο ΤΕΝΤ ΚΕΝΕΝΤΙ πέθανε στις 25 Αυγούστου. Το πρωινό της κηδείας του, οι ουρανοί πάνω από τη Βοστώνη σκοτείνιασαν, και όταν προσγειώθηκε η πτήση μας, οι δρόμοι ήταν πια πλημμυρισμένοι από μια καταρρακτώδη βροχή. Το σκηνικό μέσα στην εκκλησία άρμοζε στο μεγαλείο της ζωής του Τέντι: η αίθουσα ήταν κατάμεστη με πρώην Προέδρους και αρχηγούς κρατών, γερουσιαστές και μέλη του Κογκρέσου, εκατοντάδες πρόσφατους και παλιούς συνεργάτες του, την τιμητική φρουρά και το φέρετρο με τη σημαία. Αλλά εκείνο που είχε περισσότερη σημασία εκείνη τη μέρα ήταν οι ιστορίες που διηγήθηκε η οικογένειά του, κυρίως τα παιδιά του. Ο Πάτρικ Κένεντι θυμόταν τον πατέρα του να τον φροντίζει, όταν πάθαινε κρίσεις άσθματος, κρατώντας μία κρύα πετσέτα στο μέτωπό του μέχρι να τον πάρει ο ύπνος. Μας περιέγραψε πώς τον έπαιρνε ο πατέρας του να βγουν με το σκάφος, ακόμη και με ταραγμένη θάλασσα. Ο Τέντι Τζούνιορ μας είπε για μία μέρα, αφού είχε χάσει το πόδι του εξαιτίας του καρκίνου, που ο πατέρας του επέμενε να πάνε για έλκηθρο στα χιόνια, σκαρφαλώνοντας μαζί του έναν χιονισμένο λόφο, σηκώνοντάς τον όταν έπεφτε, σκουπίζοντας τα δάκρυά του όταν ήθελε να τα παρατήσει, ώσπου οι δυο τους έφτασαν με τα πολλά στην κορυφή και κατέβηκαν με το έλκηθρο τις χιονισμένες πλαγιές. Αυτό ήταν για εκείνον η απόδειξη, είπε ο Τέντι Τζούνιορ, ότι ο κόσμος του δεν είχε σταματήσει. Συνολικά, είδαμε το πορτρέτο ενός ανθρώπου που είχε φτιάξει τη ζωή του με μεγάλες επιθυμίες και φιλοδοξίες αλλά και με τεράστιες απώλειες και αμφιβολίες. Ενός ανθρώπου που είχε μάθει να ισοφαρίζει.

“Ο πατέρας μου πίστευε στην αξία της εξιλέωσης” είπε ο Τέντι Τζούνιορ. “Και δεν παραδινόταν ποτέ, δεν σταματούσε ποτέ να προσπαθεί να διορθώσει τα κακώς κείμενα, είτε αυτά ήταν αποτέλεσμα δικών του αδυναμιών είτε δικών μας”.

Πήρα μαζί μου αυτά τα λόγια πίσω στην Ουάσινγκτον, όπου επικρατούσε ένα κλίμα παράδοσης – ειδικά όσον αφορά την ψήφιση του νομοσχεδίου για την υγειονομική κάλυψη. Το Κίνημα του Τσαγιού είχε καταφέρει τους σκοπούς του, υποκινώντας μία πλημμυρίδα αρνητικής δημοσιότητας για την προσπάθειά μας, δηλητηριάζοντας την κοινή γνώμη με κάθε λογής φόβους για τη μεταρρύθμιση: ότι θα είχε τεράστιο κόστος, ότι θα προκαλούσε μεγάλη αναστάτωση ή ότι θα ωφελούσε μόνο όσους ήταν φτωχοί. Μία προκαταρκτική έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κογκρέσου, της ανεξάρτητης, στελεχωμένης με επαγγελματίες υπηρεσίας που είχε την ευθύνη της κοστολόγησης κάθε ομοσπονδιακού νομοθετήματος, αποτίμησε το κόστος του αρχικού νομοσχεδίου της Βουλής στο αστρονομικό ποσό του 1 τρισεκατομμυρίου δολαρίων. Μολονότι η κοστολόγηση του Γραφείου αργότερα χαμήλωσε, καθώς γίνονταν αναθεωρήσεις και αποσαφηνίσεις στο νομοσχέδιο, τα σχετικά πρωτοσέλιδα πρόσφεραν στους αντιπάλους μας ένα γερό ματσούκι για να μας κοπανάνε. Οι Δημοκρατικοί από αμφιταλαντευόμενες πολιτείες έτρεχαν πανικόβλητοι, πεπεισμένοι ότι η στήριξη του νομοσχεδίου θα ισοδυναμούσε με αποστολή αυτοκτονίας. Οι Ρεπουμπλικάνοι εγκατέλειψαν όλα τα προσχήματα της τάχα διάθεσης για διαπραγμάτευση, ενώ μέλη του Κογκρέσου επαναλάμβαναν σε σταθερή βάση τους ισχυρισμούς του Κινήματος του Τσαγιού ότι ήθελα να στείλω τις γιαγιάδες στα θυμαράκια.

Το μόνο θετικό σε όλα αυτά ήταν ότι με βοήθησαν να γιατρέψω τον Μαξ Μπόκους από την εμμονή του να προσπαθεί να κερδίσει τον Τσακ Γκράσλι. Αποφάσισα να κάνω μία τελευταία προσπάθεια και κάλεσα τους δυο τους στον Λευκό Οίκο, στις αρχές Σεπτεμβρίου. Κάθισα και άκουσα υπομονετικά τον Γκράσλι να απαριθμεί πέντε νέους λόγους για τους οποίους εξακολουθούσε να έχει πρόβλημα με το τελευταίο προσχέδιο του νόμου.

“Να σε ρωτήσω κάτι, Τσακ” είπα στο τέλος. “Αν ο Μαξ αφαιρέσει και τα πέντε αυτά σημεία, θα μπορείς να στηρίξεις το νομοσχέδιο;”

“Κοιτάξτε…”

“Υπάρχει οποιαδήποτε αλλαγή – οποιαδήποτε – που θα σε έκανε να μας δώσεις την ψήφο σου;”

Ακολούθησε μια αμήχανη σιωπή, ώσπου τελικά ο Γκράσλι σήκωσε το κεφάλι και συνάντησε το βλέμμα μου.

“Μάλλον όχι, κύριε Πρόεδρε”.

Μάλλον όχι.

Στον Λευκό Οίκο, η ατμόσφαιρα βάραινε όλο και πιο γρήγορα. Κάποιοι συνεργάτες μου άρχισαν να ρωτάνε μήπως είχε έρθει η ώρα να πάμε πάσο. Ο Ραμ ήταν ιδιαιτέρως βαρύθυμος. Έχοντας περάσει αυτό το ροντέο άλλη μία φορά με τον Μπιλ Κλίντον, ήξερε πολύ καλά τι μπορεί να σήμαινε η πτώση μου στις δημοσκοπήσεις για τις προοπτικές επανεκλογής των Δημοκρατικών από τις αμφίρροπες πολιτείες, πολλούς από τους οποίους είχε προσωπικά στρατολογήσει και βοηθήσει να εκλεγούν, και πολύ περισσότερο ήξερε πως όλο αυτό θα μπορούσε να κάνει ζημιά στη δική μου υποψηφιότητα για το 2012. Συζητώντας τις επιλογές που είχαμε σε μία σύσκεψη με τους κορυφαίους συνεργάτες μου, ο Ραμ συμβούλεψε να προσπαθήσουμε να κλείσουμε μία συμφωνία με τους Ρεπουμπλικάνους για ένα σημαντικά ψαλιδισμένο νομοσχέδιο – που θα επέτρεπε ίσως σε άτομα μεταξύ εξήντα και εξήντα πέντε να ενταχθούν στο Medicare πληρώνοντας κάποιες εισφορές ή που θα διεύρυνε την κάλυψη του Προγράμματος Υγειονομικής Ασφάλισης Παιδιών. “Δεν θα έχει όλα όσα θέλατε, κύριε Πρόεδρε” είπε. “Αλλά και πάλι θα βοηθήσει πολύ κόσμο, και θα μας δώσει καλύτερες πιθανότητες να προωθήσουμε το υπόλοιπό πρόγραμμά σας”.

Κάποιοι παριστάμενοι συμφώνησαν. Άλλοι θεωρούσαν ότι ήταν πολύ νωρίς για να καταθέσουμε τα όπλα. Αφού μας έδωσε μία εικόνα από τις συζητήσεις που είχε κάνει στο Καπιτώλιο, ο Φιλ Σιλίρο είπε ότι κατά τη γνώμη του ο δρόμος ήταν ακόμη ανοιχτός για να περάσουμε ένα πλήρες νομοσχέδιο μόνο με τις ψήφους των Δημοκρατικών, αλλά παραδέχτηκε ότι δεν ήταν βέβαιο.

“Νομίζω ότι το ερώτημα που πρέπει να σας απασχολήσει τώρα, κύριε Πρόεδρε, είναι αυτό: Νιώθετε ότι η τύχη είναι με το μέρος σας;”

Τον κοίταξα και χαμογέλασα. “Πού είμαστε τώρα, Φιλ;”

Ο Φιλ δίστασε, σαν να αναρωτιόταν αν η ερώτηση ήταν παγίδα. “Στο Οβάλ Γραφείο;”

“Κι εμένα πώς με λένε;”

“Μπαράκ Ομπάμα”.

Χαμογέλασα. “Μπαράκ Χουσεΐν Ομπάμα. Και είμαι εδώ μαζί σου μέσα στο Οβάλ Γραφείο. Αδερφέ, πώς να μη νιώθω ότι η τύχη είναι με το μέρος μου;”.

Είπα στους συνεργάτες μου ότι κρατάμε την πορεία μας. Αλλά, ειλικρινά, η απόφασή μου δεν είχε και πολύ να κάνει με το αν ένιωθα την τύχη με το μέρος μου. Ο Ραμ δεν είχε άδικο για τους κινδύνους, και ίσως σε ένα διαφορετικό πολιτικό περιβάλλον, για ένα άλλο ζήτημα, ίσως αποδεχόμουν την ιδέα του να διαπραγματευτώ με τους Ρεπουμπλικάνους για ένα μισογεμάτο ποτήρι. Αλλά σε αυτό το θέμα, δεν έβλεπα καμία ένδειξη που να μου λέει ότι οι ηγέτες των Ρεπουμπλικάνων θα μας πέταγαν σωσίβιο. Ήμασταν τραυματισμένοι, η βάση τους ζητούσε αίμα, και όσο μετριοπαθής κι αν ήταν η μεταρρύθμιση που θα προτείναμε, ήταν βέβαιο ότι θα έβρισκαν ένα σωρό καινούργιους λόγους για να μη συνεργαστούν μαζί μας.

Πέραν αυτού, ένα ψαλιδισμένο νομοσχέδιο δεν θα βοηθούσε εκατομμύρια ανθρώπους που ήταν σε απελπιστική κατάσταση, ανθρώπους σαν τη Λόρα Κλίτσκα από το Γκριν Μπέι. Η ιδέα να τους κρεμάσω –να τους αφήσω να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους, επειδή ως Πρόεδρος δεν ήμουν αρκετά γενναίος, ικανός ή πειστικός, ώστε να καταφέρω να αρθώ πάνω από την πολιτική κακοφωνία και να κάνω αυτό που ήξερα ότι ήταν το σωστό– ήταν κάτι που δεν μπορούσα να το καταπιώ.

ΩΣ ΕΚΕΙΝΗ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ, είχα κάνει ανοιχτές συγκεντρώσεις σε οχτώ πολιτείες, εξηγώντας τόσο σε γενικές γραμμές όσο και στις λεπτομέρειες της την υγειονομική μεταρρύθμιση και τη σημασία της. Είχα δεχτεί τηλεφωνήματα από μέλη της Αμερικανικής Ένωσης Συνταξιούχων (AARP) σε ζωντανή τηλεοπτική μετάδοση, απαντώντας σε ερωτήσεις για τα πάντα, από τα κενά στην κάλυψη του Medicare ως τις εν ζωή διαθήκες. Αργά το βράδυ, στην Αίθουσα της Συνθήκης, μελετούσα μία αδιάκοπη ροή υπομνημάτων και φύλλων εργασίας, ώσπου να είμαι βέβαιος ότι είχα κατανοήσει με κάθε λεπτομέρεια τις “μεθόδους περιθωρίου” και τα “πλαφόν επανασφάλισης”. Είχα υπόψη μου ότι είτε η μεταρρύθμιση πετύχαινε θεαματικά είτε αποτύγχανε παταγωδώς, εγώ θα ήμουν η αιχμή του δόρατος. Ήμουν ευγνώμων για την προθυμία των συνεργατών μου να παλέψουν ακόμη πιο σκληρά και να μην το βάλουν κάτω, ακόμη κι όταν η μάχη έγινε αποτρόπαια και οι πιθανότητες παρέμεναν εναντίον μας. Ο Ντένις ΜακΝτόνα κάποια στιγμή μοίρασε αυτοκόλλητα σε όλη την ομάδα με τα λόγια ΠΟΛΕΜΗΣΤΕ ΤΟΝ ΚΥΝΙΣΜΟ. Ήταν κι αυτό ένα από τα άρθρα της πίστης μας.

Γνωρίζοντας ότι έπρεπε να δοκιμάσουμε κάτι μεγάλο για να ξαναβάλουμε τη συζήτηση για την ιατροφαρμακευτική ασφάλιση στις σωστές βάσεις, ο Αξ πρότεινε να μιλήσω ζωντανά, στην τηλεόραση και σε ώρα υψηλής τηλεθέασης, σε μία κοινή συνεδρίαση του Κογκρέσου. Ήταν μια παρακινδυνευμένη κίνηση, μου εξήγησε, που είχε χρησιμοποιηθεί μόνο δύο φορές τα τελευταία δεκαέξι χρόνια, αλλά θα μου έδινε την ευκαιρία να μιλήσω απευθείας σε εκατομμύρια τηλεθεατές. Τον ρώτησα ποιες ήταν οι άλλες δύο φορές.

“Η πιο πρόσφατη ήταν όταν ο Μπους ανακοίνωσε τον Πόλεμο κατά της Τρομοκρατίας, μετά την 11η Σεπτεμβρίου”.

“Και η άλλη;”

“Ο Μπιλ Κλίντον για το νομοσχέδιο της υγειονομικής του μεταρρύθμισης”.

Γέλασα. “Ε, αυτό το τελευταίο είχε τεράστια επιτυχία, πάντως”.

Παρά το αποθαρρυντικό αυτό προηγούμενο, αποφασίσαμε ότι άξιζε τον κόπο να το προσπαθήσουμε. Δύο μέρες μετά την πρωτομαγιά, η Μισέλ κι εγώ μπήκαμε στο Κτήνος για να μας πάει ως την ανατολική είσοδο του Καπιτωλίου, και ανεβήκαμε τα σκαλιά που είχαμε ανέβει πάλι πριν από εφτά μήνες για να φτάσουμε στην είσοδο της αίθουσας συνεδριάσεων της Βουλής. Η ανακοίνωση από τον φρούραρχο, τα φώτα, οι κάμερες, το χειροκρότημα, οι χειραψίες στον κεντρικό διάδρομο – εκ πρώτης όψεως, τουλάχιστον, όλα έμοιαζαν να είναι όπως τον Φεβρουάριο. Αλλά αισθανόμουν την ατμόσφαιρα στην αίθουσα διαφορετική αυτή τη φορά – τα χαμόγελα λίγο σφιγμένα, έναν ψίθυρο έντασης και αμφιβολίας στον αέρα. Ή ίσως ήταν η δική μου διάθεση διαφορετική. Η όποια μεθυστική αίσθηση προσωπικού θριάμβου ένιωθα λίγο μετά την ανάληψη των καθηκόντων μου είχε τώρα εξανεμιστεί· τη θέση της είχε πάρει κάτι πιο στιβαρό: η αποφασιστικότητα να ολοκληρώσω τη δουλειά που είχα αρχίσει.

Εκείνο το βράδυ, εξηγούσα επί μία ώρα όσο πιο απλά και ξεκάθαρα μπορούσα τι θα σήμαιναν οι μεταρρυθμιστικές προτάσεις μας για τις οικογένειες που με άκουγαν: ότι θα παρείχαν προσιτή ασφάλιση σε εκείνους που τη χρειάζονταν, αλλά και σημαντική προστασία σε όσους είχαν ήδη ασφάλιση· ότι θα εμπόδιζε τις ασφαλιστικές εταιρείες να κάνουν διακρίσεις σε βάρος ατόμων με προϋπάρχουσες παθήσεις και θα εξάλειφε τα πλαφόν δαπανών που επιβάρυναν οικογένειας σαν εκείνη της Λόρα Κλίτσκα. Εξήγησα λεπτομερώς πώς το σχέδιο θα βοηθούσε τους ηλικιωμένους να πληρώνουν τα φάρμακα που τους κρατούσαν στη ζωή και θα απαιτούσε από τις ασφαλιστικές εταιρείες να καλύπτουν τακτικά τσεκάπ και προληπτική φροντίδα χωρίς επιπλέον χρεώσεις. Εξήγησα ότι όλα αυτά περί απαλλοτριώσεων και επιτροπών θανάτου ήταν ανοησίες, ότι ο νόμος δεν θα πρόσθετε ούτε ένα δολάριο στο έλλειμμα, και ότι η ώρα για να το κάνουμε αυτό είχε έρθει.

Λίγες μέρες νωρίτερα, είχα λάβει μία επιστολή από τον Τεντ Κένεντι. Την είχε γράψει τον Μάιο, αλλά είχε δώσει οδηγίες στη Βίκυ να μου τη στείλει μετά τον θάνατό του. Ήταν ένα δισέλιδο αποχαιρετιστήριο γράμμα, στο οποίο με ευχαριστούσε που είχα πάρει επάνω μου την υγειονομική μεταρρύθμιση, την οποία αποκαλούσε “τη μεγάλη υπόθεση που η κοινωνία μας έχει αφήσει στη μέση” και σκοπό της ζωής του. Πρόσθεσε ότι θα πέθαινε πιο ήσυχος, πιστεύοντας ότι αυτό για το οποίο είχε δουλέψει τόσα χρόνια θα γινόταν επιτέλους πραγματικότητα, με τη δική μου προεδρία.

Έτσι, τελείωσα την ομιλία μου εκείνο το βράδυ, παραθέτοντας δυο λόγια από το γράμμα του Τέντι, ελπίζοντας ότι τα λόγια του θα άγγιζαν την ψυχή του έθνους, όπως είχαν αγγίξει τη δική μου. “Αυτό που έχουμε μπροστά μας” είχε γράψει “είναι πάνω απ’ όλα ζήτημα ηθικής· αυτά που διακυβεύονται δεν είναι απλώς οι λεπτομέρειες μιας συγκεκριμένης πολιτικής, αλλά θεμελιώδεις αρχές κοινωνικής δικαιοσύνης και ο χαρακτήρας της πατρίδας μας”.

Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, η ομιλία μου στο Κογκρέσο αύξησε την αποδοχή του νομοσχεδίου από την κοινή γνώμη, τουλάχιστον προσωρινά. Το πιο σημαντικό για αυτό που θέλαμε να πετύχουμε ήταν ότι φάνηκε να στηρίζει τα πόδια των αμφίθυμων Δημοκρατικών στο Κογκρέσο. Ωστόσο, δεν άλλαξε τη γνώμη ούτε ενός Ρεπουμπλικάνου στο σώμα. Αυτό έγινε σαφές μέσα στο πρώτο ημίωρο της ομιλίας, όταν – καθώς κατέρριπτα τον ψευδή ισχυρισμό ότι το νομοσχέδιο θα παρείχε ασφάλιση στους παράτυπους μετανάστες – ένας μάλλον άσημος Ρεπουμπλικάνος από τη Νότια Καρολίνα, εκλεγμένος πέντε φορές στο Κογκρέσο, ο Τζο Γουίλσον, έγειρε μπροστά πάνω από το έδρανό του, τέντωσε το δάχτυλο προς το μέρος μου, και φώναξε με το πρόσωπο κατακόκκινο από θυμό: “Λες ψέματα!”

Προς στιγμή, μια παγωμένη σιωπή πλάκωσε την αίθουσα. Γύρισα να δω ποιος ήταν ο φωνακλάς αυτός (όπως και η Πρόεδρος Πελόζι και ο Τζο Μπάιντεν, η Νάνσι σαν να μην πίστευε στα αυτιά της και ο Τζο κουνώντας το κεφάλι). Μπήκα στον πειρασμό να κατέβω από το βήμα, να πάω στο έδρανό του και να τον πλακώσω στις σφαλιάρες. Αντ’ αυτού, απάντησα απλώς λέγοντας, “Δεν είναι αλήθεια” και συνέχισα την ομιλία μου, ενώ οι Δημοκρατικοί γιούχαραν τον Γουίλσον.

Κανείς δεν θυμόταν να έχει ξαναγίνει κάτι παρόμοιο σε μία ομιλία Προέδρου ενώπιον της ολομέλειας του Κογκρέσου – τουλάχιστον στους σύγχρονους καιρούς. Η καταδίκη ήταν άμεση και από τα δύο κόμματα και το επόμενο πρωί ο Γουίλσον ζήτησε δημοσίως συγγνώμη για την απρεπή συμπεριφορά του, ενώ τηλεφώνησε και στον Ραμ και του ζήτησε να μου διαβιβάσει τη λύπη του για το γεγονός. Εγώ κράτησα χαμηλά τους τόνους, λέγοντας σε έναν δημοσιογράφο ότι είχα εκτιμήσει το γεγονός ότι ζήτησε συγγνώμη και ότι είμαι από τους ανθρώπους που πιστεύουν πως όλοι κάνουμε λάθη.

Από την άλλη μεριά, δεν μπορούσα να αγνοήσω τα ρεπορτάζ που έλεγαν ότι οι διαδικτυακές συνεισφορές για την εκστρατεία επανεκλογής του Γουίλσον είχαν ανέβει απότομα τις εβδομάδες μετά το επεισόδιο. Προφανώς, για πολλούς Ρεπουμπλικάνους ψηφοφόρους ο Γουίλσον ήταν ήρωας, ένας άνθρωπος που δεν δίστασε να πει την αλήθεια ενώπιον της εξουσίας. Ήταν μια ένδειξη ότι το Κίνημα του Τσαγιού και οι σύμμαχοί του στα μέσα ενημέρωσης είχαν πετύχει τον στόχο τους να δαιμονοποιήσουν το νομοσχέδιο, αλλά και κάτι παραπάνω. Είχαν καταφέρει να δαιμονοποιήσουν κι εμένα προσωπικά· και κάνοντάς το αυτό, είχαν στείλει ένα μήνυμα σε όλους τους Ρεπουμπλικάνους που κατείχαν δημόσια αξιώματα: Στην προσπάθεια εναντίωσης στην κυβέρνησή μου, δεν ίσχυαν οι παραδοσιακοί κανόνες.

ΠΑΡΟΤΙ ΕΧΩ ΜΕΓΑΛΩΣΕΙ στη Χαβάη, δεν έμαθα ποτέ να κυβερνώ σκάφος· αυτό το είδος αναψυχής ήταν πάνω από τις οικονομικές δυνατότητες της οικογένειάς μου. Όμως, για τους επόμενους τρεισήμισι μήνες ένιωθα, όπως φαντάζομαι ότι νιώθουν οι ναυτικοί στις ανοιχτές θάλασσες μετά το πέρασμα μιας τρομερής θύελλας. Η δουλειά εξακολουθούσε να είναι επίπονη και ενίοτε μονότονη, πιο δύσκολη όποτε χρειαζόταν να κλείνω τρύπες και να αδειάζω τα νερά. Η διατήρηση της ταχύτητας και της πορείας μας εν μέσω συνεχών μεταβολών στους ανέμους και στα ρεύματα απαιτούσε υπομονή, δεξιότητα και προσοχή. Αλλά για κάποιο διάστημα, είχαμε μέσα μας την ευγνωμοσύνη του επιζήσαντα, και το στήριγμα μιας αναπτερωμένης πίστης ότι μπορούσαμε να φτάσουμε στο λιμάνι, τελικά.

Κατ’ αρχάς, έπειτα από μήνες καθυστερήσεων, ο Μπόκους έφερε επιτέλους προς συζήτηση το νομοσχέδιο στην Επιτροπή Δημοσιονομικού Ελέγχου. Το δικό του σχέδιο, το οποίο ακολουθούσε το μοντέλο της Μασαχουσέτης που χρησιμοποιούσαμε όλοι, ήταν πιο σφιχτό με τις επιδοτήσεις προς τους ανασφάλιστους από ό,τι θα θέλαμε, και επιμείναμε να αντικαταστήσει έναν φόρο σε όλα τα εργοδοτικά ασφαλιστικά συμβόλαια με αυξήσεις φόρων στους πιο πλούσιους. Αλλά προς τιμήν όλων, η σχετική συζήτηση ήταν γενικά ουσιαστική και χωρίς κινήσεις εντυπωσιασμού. Έπειτα από τρεις εβδομάδες εξαντλητικής δουλειάς, το νομοσχέδιο πέρασε από την επιτροπή με ψήφους 14 έναντι 9. Η Ολύμπια Σνόου, μάλιστα, αποφάσισε να το υπερψηφίσει, δίνοντάς μας μία και μοναδική ρεπουμπλικανική ψήφο.

Η Πρόεδρος Πελόζι, κατόπιν, φρόντισε να περάσει γρήγορα ένα ενοποιημένο νομοσχέδιο από τη Βουλή μέσα από την ομόφωνη και θορυβώδη εναντίωση των Ρεπουμπλικάνων, σε μία ψηφοφορία που έγινε στις 7 Νοεμβρίου 2009. (Το νομοσχέδιο ήταν έτοιμο από καιρό, αλλά η Νάνσι δεν ήθελε να το φέρει στην ολομέλεια – και να αναγκάσει την κοινοβουλευτική της ομάδα να δώσει αυτή τη δύσκολη ψήφο – προτού σιγουρευτεί ότι η Γερουσία δεν θα έκανε πίσω.) Αν μπορούσαμε να καταφέρουμε την ολομέλεια της Γερουσίας να υπερψηφίσει ένα παρόμοιο ενοποιημένο δικό της νομοσχέδιο πριν από τα Χριστούγεννα, υπολογίζαμε, θα μπορούσαμε μέσα στον Ιανουάριο να συζητήσουμε τις διαφορές μεταξύ των νομοσχεδίων της Γερουσίας και της Βουλής, να στείλουμε ένα ενιαίο νομοσχέδιο και στα δύο σώματα για έγκριση και με λίγη τύχη να έχουμε τον τελικό νόμο στο γραφείο μου για υπογραφή προτού βγει ο Φεβρουάριος.

Ήταν ένα μεγάλο αν – και σε μεγάλο βαθμό εξαρτώμενο από τον παλιό μου φίλο, τον Χάρι Ριντ. Με την πάντα κυνική του άποψη για την ανθρώπινη φύση, ο ηγέτης της πλειοψηφίας στη Γερουσία υπέθετε ότι δεν μπορούσαμε να στηριχθούμε στην Ολύμπια Σνόου τη στιγμή που θα έφτανε το νομοσχέδιο στην ολομέλεια. (“Όταν ο ΜακΚόνελ αποφασίσει να της τραβήξει το αυτί” μου είπε πολύ σοβαρά “θα βάλει την ουρά στα σκέλια”.) Για να αποφύγει το ενδεχόμενο παρελκυστικών τακτικών, ο Χάρι δεν είχε το περιθώριο να χάσει ούτε έναν από τους γερουσιαστές του. Και όπως είχε γίνει και με τον Νόμο για την Οικονομία, αυτό έδινε σε καθέναν από αυτούς τους γερουσιαστές τεράστια διαπραγματευτική δύναμη για να ζητήσουν αλλαγές στο νομοσχέδιο, ασχέτως του πόσο κοντόφθαλμες ή πρόχειρες μπορεί να ήταν οι απαιτήσεις τους.

Δεν ήταν μία κατάσταση που ευνοούσε μεγαλόπνοες πολιτικές στοχεύσεις, αλλά αυτό δεν ενοχλούσε καθόλου τον Χάρι, ο οποίος μπορούσε να ελίσσεται, να κλείνει συμφωνίες και να ασκεί πίεση καλύτερα από τον καθένα. Για τις επόμενες έξι εβδομάδες, ενώ το ενοποιημένο νομοσχέδιο εισήχθη στην ολομέλεια και ξεκίνησαν οι ατέλειωτες συζητήσεις επί της διαδικασίας, η μόνη ουσιαστική δράση συνέβαινε κεκλεισμένων των θυρών, μέσα στο γραφείο του Χάρι, όπου συναντούσε τους αντιρρησίες έναν προς έναν προσπαθώντας να δει τι ήθελαν για να ψηφίσουν θετικά. Ορισμένοι ήθελαν να εξασφαλίσουν χρηματοδότηση για καλοπροαίρετα, αλλά ελάχιστα χρήσιμα προσωπικά τους σχέδια. Κάμποσοι από τους πλέον προοδευτικούς γερουσιαστές, οι οποίοι εξαπέλυαν μύδρους κατά των υπέρογκων κερδών των μεγάλων φαρμακοβιομηχανιών και των ασφαλιστικών εταιρειών, ξαφνικά δεν είχαν κανένα απολύτως πρόβλημα με τα υπέρογκα κέρδη των βιομηχανιών ιατρικού εξοπλισμού που είχαν εγκαταστάσεις στις πολιτείες τους, και πίεζαν τον Χάρι να μειώσει έναν φόρο που προέβλεπε το νομοσχέδιο για αυτόν τον κλάδο. Η Μαίρη Λάντριου και ο Μπεν Νέλσον δήλωσαν ότι θα έδιναν την ψήφο τους υπό τον όρο να διατεθούν δισεκατομμύρια επιπλέον ποσά για το πρόγραμμα Medicaid, ειδικά για τη Λουιζιάνα και τη Νεμπράσκα, απαιτήσεις που οι Ρεπουμπλικάνοι εύστοχα ονόμασαν “Αγορά της Λουιζιάνα” και “Μίζα των καλαμποκάδων”.

Ό,τι και να χρειαζόταν, ο Χάρι ήταν πρόθυμος να το συζητήσει. Μερικές φορές παραήταν πρόθυμος. Φρόντιζε να έχει συνεχή επαφή με τους συνεργάτες μου, και έδινε στον Φιλ και στη Νάνσι-Αν τη δυνατότητα να αποκρούσουν αλλαγές που θα επηρέαζαν αρνητικά τον πυρήνα της μεταρρύθμισης, αλλά καμιά φορά στύλωνε τα πόδια για κάποια συμφωνία που ήθελε να κλείσει, και χρειαζόταν να επέμβω προσωπικά με ένα τηλεφώνημα. Αφού άκουγε τις αντιρρήσεις μου, συνήθως υποχωρούσε, αλλά όχι χωρίς λίγη γκρίνια, αναρωτώμενος πώς στην ευχή θα κατάφερνε να περάσει το νομοσχέδιο, αν ακολουθούσε τη δική μου τακτική.

“Κύριε Πρόεδρε, ξέρετε πολύ περισσότερα από μένα για τα θέματα της πολιτικής υγείας” μου είπε κάποια στιγμή. “Αλλά εγώ ξέρω τη Γερουσία, εντάξει;”

Σε σύγκριση με τις εξωφρενικές τακτικές – ρουσφέτια, συναλλαγές, πατρωνίες – που χρησιμοποιούσαν παραδοσιακά οι ηγέτες της Γερουσίας για να καταφέρουν να περάσουν μεγάλα, αμφιλεγόμενα νομοσχέδια, όπως τον Νόμο για τα Πολιτικά Δικαιώματα ή τον Νόμο Φορολογικής Μεταρρύθμισης του Ρόναλντ Ρέιγκαν το 1986, ή πακέτα όπως το Νιου Ντιλ, οι μέθοδοι του Χάρι ήταν μάλλον αθώες. Αλλά εκείνα τα νομοσχέδια είχαν περάσει σε εποχές που τα αλισβερίσια της Ουάσινγκτον δεν έβλεπαν το φως της δημοσιότητας, πριν από την επί 24ώρου βάσεως ειδησεογραφική κάλυψη. Για εμάς, η αργή και επίπονη διαδικασία έγκρισης του νομοσχεδίου ήταν ένας επικοινωνιακός εφιάλτης. Κάθε φορά που γινόταν μία αλλαγή στο νομοσχέδιο του Χάρι για να γίνει το χατίρι σε κάποιον γερουσιαστή, οι δημοσιογράφοι άρχιζαν να μιλάνε για “παρασκηνιακές συμφωνίες”. Όποια βελτίωση είχε δει η λαϊκή αποδοχή μου μετά την ομιλία στο Κογκρέσο σύντομα εξανεμίστηκε – και τα πράγματα πήραν μία εξαιρετικά αρνητική τροπή, όταν ο Χάρι αποφάσισε, με τις ευλογίες μου, να βγάλει από το νομοσχέδιο τη λεγόμενη “κρατική εναλλακτική”.

Από την αρχή της συζήτησης για την ασφαλιστική μεταρρύθμιση, οι πολιτικοί γκουρού της αριστεράς μας πίεζαν να τροποποιήσουμε το μοντέλο της Μασαχουσέτης, δίνοντας στους καταναλωτές την επιλογή να αγοράσουν κάλυψη στην ψηφιακή “αγορά”, όχι μόνο από τις μεγάλες ιδιωτικές ασφαλιστικές αλλά και από έναν νέο φορέα κρατικής ιδιοκτησίας και διαχείρισης. Όπως ήταν αναμενόμενο, οι ασφαλιστικές εταιρείες δεν ήθελαν ούτε να ακούσουν για κρατική εναλλακτική, με το επιχείρημα ότι δεν θα μπορούσαν να ανταγωνιστούν μία κρατική ασφαλιστική που θα μπορούσε να λειτουργεί χωρίς την πίεση της κερδοφορίας. Φυσικά, για τους υποστηρικτές της κρατικής εναλλακτικής, αυτό ήταν ακριβώς το ζητούμενο: Αναδεικνύοντας τη δυνατότητα της κρατικής ασφάλισης να προσφέρει κάλυψη με χαμηλότερο κόστος και αποκαλύπτοντας τις φουσκωμένες περιττές δαπάνες και τις αήθεις πρακτικές της ιδιωτικής ασφαλιστικής αγοράς, ήλπιζαν ότι η κρατική εναλλακτική θα άνοιγε τον δρόμο για την αποδοχή ενός αποκλειστικά δημόσιου συστήματος ασφάλισης.

Ήταν έξυπνη ιδέα και είχε αρκετή υποστήριξη, ώστε η Νάνσι Πελόζι να τη συμπεριλάβει στο νομοσχέδιο της Βουλής. Αλλά στη Γερουσία δεν θα βλέπαμε ούτε με το κιάλι εξήντα ψήφους αν το νομοσχέδιο περιλάμβανε την κρατική εναλλακτική. Υπήρχε μία νερωμένη εκδοχή της στο νομοσχέδιο της Επιτροπής Υγείας και Παιδείας, η οποία απαιτούσε από τον δημόσιο φορέα να χρεώνει τα ίδια ασφάλιστρα με τις ιδιωτικές ασφαλιστικές, αλλά φυσικά κάτι τέτοιο θα ακύρωνε το όλο πνεύμα της κρατικής εναλλακτικής. Το επιτελείο μου κι εγώ σκεφτήκαμε ότι μία ενδεχόμενη συμβιβαστική λύση θα μπορούσε να προβλέπει την κρατική εναλλακτική, όπου οι ιδιωτικές ασφαλιστικές ήταν πολύ λίγες για να υφίσταται ουσιαστικός ανταγωνισμός κι ένας δημόσιος φορέας θα μπορούσε να αποτελέσει μοχλό πίεσης για μείωση των ασφαλίστρων. Αλλά ακόμη κι αυτό ήταν απαράδεκτο για τους πιο συντηρητικούς Δημοκρατικούς, όπως ο Τζο Λίμπερμαν από το Κονέκτικατ, ο οποίος ανακοίνωσε λίγο πριν από την Ημέρα των Ευχαριστιών ότι δεν υπήρχε περίπτωση να ψηφίσει ένα νομοσχέδιο που θα προέβλεπε κρατική εναλλακτική.

Όταν μαθεύτηκε ότι η κρατική εναλλακτική είχε αφαιρεθεί από το νομοσχέδιο της Γερουσίας, οι ακτιβιστές της αριστεράς έγιναν πυρ και μανία. Ο Χάουαρντ Ντιν, πρώην κυβερνήτης του Βερμόντ και κάποτε υποψήφιος για την προεδρία, διακήρυξε την “ουσιαστική κατάρρευση της μεταρρύθμισης του συστήματος υγείας στη Γερουσία των Ηνωμένων Πολιτειών”. Τους εξόργιζε ιδιαίτερα το γεγονός ότι ο Χάρι κι εγώ, όπως φαινόταν, κάναμε τα χατίρια του Τζο Λίμπερμαν – ο οποίος ήταν στο στόχαστρο των προοδευτικών και είχε ηττηθεί στις προκριματικές εκλογές του 2006 εξαιτίας της αταλάντευτης στήριξής του στον Πόλεμο του Ιράκ και κατόπιν είχε υποχρεωθεί να θέσει υποψηφιότητα για την επανεκλογή του ως ανεξάρτητος. Δεν ήταν η πρώτη φορά που επέλεγα τον ρεαλισμό έναντι του πείσματος με τον Λίμπερμαν: Παρά το γεγονός ότι είχε στηρίξει το φιλαράκι του, τον Τζον ΜακΚέιν, στις τελευταίες προεδρικές εκλογές, ο Χάρι κι εγώ είχαμε αποκρούσει τις εκκλήσεις να τον βγάλουμε από τις διάφορες επιτροπές στις οποίες ήταν μέλος, με το σκεπτικό ότι δεν είχαμε το περιθώριο να τον κάνουμε να αποχωρήσει από την ομάδα των Δημοκρατικών και να χάσουμε μία σίγουρη ψήφο. Είχαμε δίκιο σε αυτό – ο Λίμπερμαν είχε στηρίξει σταθερά το πρόγραμμα της εσωτερικής πολιτικής μου. Αλλά το γεγονός ότι φαινόταν να έχει τη δύναμη να υπαγορεύει τους όρους της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης ενίσχυε την άποψη, που επικρατούσε μεταξύ ορισμένων Δημοκρατικών, ότι μεταχειριζόμουν τους εχθρούς καλύτερα από ό,τι τους συμμάχους και ότι γύριζα την πλάτη μου στους προοδευτικούς που με είχαν φέρει στη θέση αυτή.

Προσωπικά, όλο αυτό το πατιρντί με εξουθένωνε. “Χρειαζόμαστε εξήντα ψήφους – τι δεν καταλαβαίνουν;” γκρίνιαζα στους συνεργάτες μου. “Να βγω να πω στα τριάντα εκατομμύρια που δεν έχουν ασφάλιση ότι θα χρειαστεί να περιμένουν άλλα δέκα χρόνια, επειδή δεν μπορούμε να περάσουμε την κρατική εναλλακτική;”

Δεν ήταν μόνο το γεγονός ότι η κριτική από τους φίλους πονούσε πάντα περισσότερο. Αυτή η φαγωμάρα είχε άμεσες πολιτικές συνέπειες για τους Δημοκρατικούς. Προκαλούσε σύγχυση στη βάση μας (η οποία, σε γενικές γραμμές, δεν είχε ιδέα τι στο καλό ήταν αυτή η κρατική εναλλακτική) και διαιρέσεις στις Δημοκρατικές ομάδες του Κογκρέσου, δυσκολεύοντας την προσπάθειά μας να εξασφαλίσουμε τις ψήφους που χρειαζόμασταν για την τελική υπερψήφιση του νομοσχεδίου. Επίσης, αγνοούσε το γεγονός ότι όλες οι μεγάλες πρόοδοι της κοινωνικής πρόνοιας στην αμερικανική ιστορία, περιλαμβανομένης της Κοινωνικής Ασφάλισης και του Medicare, είχαν ξεκινήσει με ελλείψεις και είχαν συμπληρωθεί σταδιακά, με τον καιρό. Μετατρέποντας πρόωρα μία ενδεχόμενη μνημειώδη, έστω και ατελή, νίκη σε ταπεινωτική ήττα, η κριτική που δεχόμασταν συνέβαλλε σε μία μακροπρόθεσμη απογοήτευση των Δημοκρατικών ψηφοφόρων – με το σκεπτικό “γιατί να πάω να ψηφίσω, αφού τίποτε δεν αλλάζει;” – πράγμα που θα μας δυσκόλευε να κερδίσουμε εκλογές και να προωθήσουμε προοδευτικούς νόμους μελλοντικά.

Δεν ήταν τυχαίο, έλεγα στη Βάλερι, που οι Ρεπουμπλικάνοι έκαναν συνήθως το αντίθετο – που ο Ρόναλντ Ρέιγκαν, για παράδειγμα, μπορούσε να έχει στη διάρκεια της προεδρίας του τεράστιες αυξήσεις στον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό, στο ομοσπονδιακό έλλειμμα και στο ομοσπονδιακό εργατικό δυναμικό και ταυτόχρονα να προβάλλεται από το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα ως ο άνθρωπος που συρρίκνωσε το ομοσπονδιακό κράτος. Ήξεραν ότι στην πολιτική, το αφήγημα είναι συχνά εξίσου σημαντικό με το επίτευγμα.

Δεν χρησιμοποιήσαμε κανένα από αυτά τα επιχειρήματα δημοσίως, αν και για το υπόλοιπο της προεδρίας μου η φράση “κρατική εναλλακτική” ήταν ο κωδικός μέσα στον Λευκό Οίκο για τα εκάστοτε παράπονα από ομάδες πίεσης των Δημοκρατικών, όποτε δεν αγνοούσαμε την πολιτική πραγματικότητα και καταφέρναμε λιγότερα από το 100 τοις εκατό εκείνων που μας ζητούσαν. Αυτό που κάναμε, ήταν να προσπαθήσουμε, όσο καλύτερα μπορούσαμε, να ηρεμήσουμε τον κόσμο, να υπενθυμίζουμε στους δυσαρεστημένους υποστηρικτές μας ότι θα είχαμε χρόνο να βελτιώσουμε το νομοσχέδιο, όταν θα παρουσιαζόταν σε ενιαία μορφή. Ο Χάρι συνέχισε να κάνει τα δικά του, στα οποία συμπεριλαμβανόταν το να κρατήσει τη Γερουσία εν λειτουργία επί εβδομάδες πέραν της προγραμματισμένης διακοπής για τις γιορτές. Όπως είχε προβλέψει, η Ολύμπια Σνόου είχε έρθει αυτοπροσώπως στον Οβάλ Γραφείο, εν μέσω χιονοθύελλας, για να μας ανακοινώσει ότι θα ψήφιζε όχι. (Ισχυρίστηκε ότι αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι ο Χάρι προσπαθούσε να περάσει το νομοσχέδιο πολύ γρήγορα, αν και ακουγόταν ότι ο ΜακΚόνελ την είχε απειλήσει ότι θα την καθαιρούσε από τη σημαντική θέση που είχε στην Επιτροπή Μικρών Επιχειρήσεων αν ψήφιζε υπέρ.) Αλλά τίποτε από αυτά δεν είχε σημασία. Παραμονή Χριστουγέννων, έπειτα από είκοσι τέσσερις ώρες συζήτησης, με την Ουάσινγκτον σκεπασμένη από το χιόνι και με τους δρόμους σχεδόν άδειους, η Γερουσία πέρασε το νομοσχέδιό της, με τίτλο Νόμος για την Προστασία των Ασθενών και την Προσιτή Περίθαλψη, με εξήντα ακριβώς ψήφους υπέρ. Ήταν η πρώτη ψηφοφορία που γινόταν παραμονή Χριστουγέννων στη Γερουσία από το 1895.

Λίγες ώρες αργότερα, καθόμουν μέσα στο Air Force One και άκουγα τη Μισέλ και τα κορίτσια να συζητάνε πόσο άνετος ήταν ο Μπο στο πρώτο του αεροπορικό ταξίδι, ενώ πηγαίναμε για να περάσουμε τις γιορτές στη Χαβάη. Ένιωθα ότι άρχιζα να χαλαρώνω λιγάκι. Θα τα καταφέρουμε, έλεγα μέσα μου. Δεν είχαμε πιάσει λιμάνι ακόμη, αλλά χάρη στη Νάνσι, στον Χάρι και σε πολλούς άλλους Δημοκρατικούς του Κογκρέσου που είχαν δώσει μία δύσκολη ψήφο, βλέπαμε επιτέλους στεριά στον ορίζοντα.

Ο χειρισμός περιστατικού σύλληψης μαύρου διανοούμενου καθηγητή από αστυνομικό
“Πρόσφατα” είπε η Λιν “ο καθηγητής Χένρι Λούις Γκέιτς Τζούνιορ συνελήφθη στο σπίτι του, στο Κέιμπριτζ της Μασαχουσέτης. Τι σας λέει εσάς αυτό το περιστατικό και τι λέει όσον αφορά τις φυλετικές σχέσεις στην Αμερική;”

Από πού να αρχίσεις; Ο Χένρι Λούις Γκέιτς Τζούνιορ ήταν καθηγητής αγγλικής φιλολογίας και αφροαμερικανικών σπουδών στο Χάρβαρντ και ένας από τους πιο προβεβλημένους μαύρους διανοούμενους της χώρας. Είχαμε επίσης μια χαλαρή φιλική σχέση, με την έννοια ότι συναντιόμασταν περιστασιακά σε κοινωνικές συγκεντρώσεις. Νωρίτερα εκείνη την εβδομάδα, ο Γκέιτς είχε γυρίσει στο σπίτι του στο Κέιμπριτζ έπειτα από ένα ταξίδι στην Κίνα και βρήκε την εξώπορτα φρακαρισμένη. Κάποιος γείτονας –βλέποντας τον Γκέιτς να προσπαθεί να παραβιάσει την πόρτα– κάλεσε την αστυνομία, νομίζοντας ότι επρόκειτο για διάρρηξη. Όταν ο αστυνομικός που πήρε την κλήση, ο αρχιφύλακας Τζέιμς Κρόουλι, έφτασε επί τόπου, ζήτησε από τον Γκέιτς να του δείξει κάποιο έγγραφο ταυτοποίησης. Ο Γκέιτς στην αρχή αρνήθηκε και –σύμφωνα με τον Κρόουλι– τον αποκάλεσε ρατσιστή. Τελικά ο Γκέιτς έδειξε την ταυτότητά του αλλά, όπως κατηγορήθηκε, συνέχισε να προσβάλει τον αστυνομικό, ο οποίος πλέον αποχωρούσε. Όταν, έπειτα από μία προειδοποίηση, ο Γκέιτς δεν συμμορφώθηκε, ο Κρόουλι και δύο άλλοι αστυνομικοί τους οποίους είχε καλέσει για ενισχύσεις του πέρασαν χειροπέδες, τον πήραν στο αστυνομικό τμήμα και του απέδωσαν κατηγορία για απείθεια. (Η κατηγορία αποσύρθηκε γρήγορα.)

Όπως θα περίμενε κανείς, το περιστατικό πήρε εθνικές διαστάσεις. Για μεγάλο τμήμα του λευκού πληθυσμού, η σύλληψη του Γκέιτς ήταν απολύτως δικαιολογημένη, απλή περίπτωση κάποιου που δεν έδειξε τον δέοντα σεβασμό σε μια τυπική αστυνομική ενέργεια εξακρίβωσης. Για τους μαύρους, ήταν ένα ακόμη παράδειγμα των ταπεινώσεων και των διακρίσεων, μεγάλων και μικρών, που υφίστανται στα χέρια της αστυνομίας ειδικά, και της λευκής εξουσίας γενικότερα.

Η δική μου εκτίμηση για το τι είχε συμβεί ήταν πιο συγκεκριμένη, πιο ανθρώπινη, από την απλουστευτική ηθικολογία του “μαύρου-άσπρου”, με την οποία παρουσιαζόταν το περιστατικό. Έχοντας ζήσει στο Κέιμπριτζ, ήξερα ότι το εκεί αστυνομικό τμήμα δεν ήταν από εκείνα που έχουν τη φήμη ότι κατακλύζονται από χαρακτήρες τύπου Μπουλ Κόνορ. Εν τω μεταξύ, ο Σκιπ – όπως αποκαλούσαν τον Γκέιτς οι φίλοι του – είναι ευφυέστατος και πληθωρικός, κάτι μεταξύ Γ.Ε.Μ. ντι Μπόις και Μαρς Μπλάκμον, και αρκετά θρασύς, ώστε μπορούσα εύκολα να τον φανταστώ να περνάει γενεές δεκατέσσερις ένα όργανο της τάξης, μέχρι του σημείου που ακόμη και κάποιος σχετικά συγκρατημένος αστυνομικός θα άρχιζε να νιώθει την τεστοστερόνη να του ανεβαίνει στο κεφάλι.

Πάντως, αν και έληξε ανώδυνα, το επεισόδιο αυτό προσωπικά με είχε στενοχωρήσει πολύ – ήταν για εμένα μία ζωηρή υπενθύμιση του γεγονότος ότι ακόμη και με τα υψηλότερα επιτεύγματα από πλευράς των μαύρων, ακόμη και σε ένα περιβάλλον λευκών από τα πιο ανοιχτά στη διαφορετικότητα, δεν μπορούσαμε να ξεφύγουμε από τη σκιά της φυλετικής μας ιστορίας. Όταν άκουσα τι είχε συμβεί στον Γκέιτς, άθελά μου σχεδόν άρχισα να απαριθμώ μέσα μου τις δικές μου εμπειρίες. Τις πάμπολλες περιπτώσεις που μου είχαν ζητήσει να δείξω τη φοιτητική μου ταυτότητα, όταν πήγαινα στη βιβλιοθήκη του Κολούμπια, κάτι που από ό,τι έβλεπα δεν συνέβαινε ποτέ στους λευκούς συμφοιτητές μου. Τις φορές που με σταματούσαν για έλεγχο χωρίς λόγο, όταν οδηγούσα στις “καλές” γειτονιές του Σικάγου. Τους σεκιουριτάδες των πολυκαταστημάτων που με έπαιρναν από πίσω όταν έκανα τα χριστουγεννιάτικα ψώνια μου. Τον ήχο από τις ασφάλειες των αυτοκινήτων που έκλειναν καθώς περνούσα από έναν δρόμο, ντυμένος με κοστούμι και γραβάτα, μέρα μεσημέρι.

Τέτοια περιστατικά ήταν καθημερινά για τους μαύρους φίλους και γνωστούς μου, για τους μαύρους που δούλευαν στο κουρείο της γειτονιάς μου. Αν ήσουν φτωχός ή χαμηλής κοινωνικής τάξης ή αν ζούσες σε καμιά υποβαθμισμένη γειτονιά ή αν δεν έδινες την εντύπωση του καθώς πρέπει νέγρου, οι ιστορίες ήταν συνήθως χειρότερες. Σχεδόν για κάθε μαύρο σε αυτή τη χώρα, και για κάθε γυναίκα που αγαπούσε έναν μαύρο, για κάθε γονιό μαύρου παιδιού, δεν ήταν ζήτημα υστερίας ή αυτοθυματοποίησης ή έλλειψης σεβασμού προς τις δυνάμεις της τάξης το να συμπεράνουν πως, ό,τι και να είχε συμβεί εκείνη την ημέρα στο Κέιμπριτζ, ένα πράγμα ήταν σχεδόν βέβαιο: Κάποιος πλούσιος, διάσημος, πενηνταοχτάχρονος λευκός καθηγητής του Χάρβαρντ, με ύψος 1,67 και βάρος 70 κιλά, που περπατούσε με μπαστούνι εξαιτίας ενός παιδικού τραυματισμού στο πόδι, δεν θα είχε οδηγηθεί με χειροπέδες στο αστυνομικό τμήμα επειδή μίλησε με αγένεια σε έναν αστυνομικό που του είχε ζητήσει ταυτότητα μέσα στην αυλή του σπιτιού του.

Φυσικά, δεν τα είπα όλα αυτά. Ίσως θα έπρεπε. Έκανα απλώς ένα σχόλιο, που θεώρησα ότι θα περνούσε μάλλον απαρατήρητο, ξεκινώντας με την αναγνώριση του γεγονότος ότι η αστυνομία είχε καλώς ανταποκριθεί στην κλήση που δέχτηκε και επίσης ότι ο Γκέιτς ήταν φίλος μου, πράγμα που ίσως δεν μου επέτρεπε να είμαι απολύτως αντικειμενικός. “Δεν ξέρω, καθώς δεν ήμουν παρών και δεν είδα αυτά που συνέβησαν, τι ρόλο έπαιξε ο φυλετικός παράγοντας σε αυτό το περιστατικό” είπα. “Αλλά νομίζω πως είναι εύλογο να πω ότι, πρώτον, οποιοσδήποτε από εμάς θα είχε εξοργιστεί στη θέση του· δεύτερον, η αστυνομία του Κέιμπριτζ είχε ενήργησε ανόητα, συλλαμβάνοντας κάποιον, ενώ ήξερε ήδη ότι βρισκόταν μέσα στο ίδιο του το σπίτι· και τρίτον, αυτό που θεωρώ ότι γνωρίζουμε καλά, πέραν και ασχέτως του συγκεκριμένου περιστατικού, είναι ότι σε αυτή τη χώρα έχουμε μια μακρά ιστορία δυσανάλογων ελέγχων μαύρων και ισπανόφωνων από την αστυνομία”.

Αυτό ήταν όλο. Έφυγα από τη συνέντευξη υποθέτοντας ότι τα τέσσερα λεπτά που αφιέρωσα στην υπόθεση Γκέιτς θα ήταν ένα μικρό μονόστηλο δίπλα στις εκτενείς αναφορές για τη μία ώρα που είχα μιλήσει για την ιατροφαρμακευτική ασφάλιση.

Πόσο λάθος έκανα. Το επόμενο πρωί, ο ισχυρισμός μου ότι η αστυνομία είχε ενεργήσει “ανόητα” ήταν πρώτο θέμα σε όλα τα δελτία. Εκπρόσωποι των συνδικαλιστικών οργάνων των αστυνομικών υποστήριζαν ότι είχα εξυβρίσει τον αρχιφύλακα Κρόουλι και τις δυνάμεις της τάξης εν γένει και απαιτούσαν να ζητήσω συγγνώμη. Ανώνυμες πηγές ισχυρίζονταν ότι είχαν γίνει παρασκηνιακές ενέργειες για να αποσυρθούν οι κατηγορίες προτού φτάσουν στο δικαστήριο. Τα συντηρητικά μέσα δεν μπορούσαν να κρύψουν τη χαρά τους, παρουσιάζοντας το σχόλιό μου ως περίπτωση ενός μαύρου Προέδρου, που ανήκει στην ελίτ (ως υπεροπτικός καθηγητής πανεπιστημίου), και που παίρνει το μέρος του διαπλεκόμενου (και έμπλεου με το θράσος του τάχα μου καταπιεσμένου) φίλου του από το Χάρβαρντ εναντίον ενός λευκού βιοπαλαιστή αστυνομικού, που απλώς έκανε τη δουλειά του. Στην καθημερινή ενημέρωση των δημοσιογράφων, ο Γκιμπς δεν ρωτήθηκε σχεδόν για κανένα άλλο θέμα. Αργότερα, με ρώτησε αν θα εξέταζα το ενδεχόμενο να δώσω κάποιες διευκρινήσεις.

“Τι να διευκρινίσω;” τον ρώτησα. “Έχω την εντύπωση ότι ήμουν αρκετά ευκρινής”.

“Έτσι όπως περνάει, ο κόσμος θεωρεί ότι αποκάλεσες την αστυνομία ανόητη”.

“Δεν είπα ότι είναι ανόητη. Είπα ότι ενήργησε ανόητα. Είναι διαφορετικό”.

“Εγώ το καταλαβαίνω. Αλλά…”

“Δεν έχει διευκρινήσεις” είπα. “Θα ξεφουσκώσει”.

Την επόμενη μέρα, όμως, δεν είχε ξεφουσκώσει. Τουναντίον, είχε επισκιάσει πλήρως καθετί άλλο, περιλαμβανομένων των όσων είπα για την υγειονομική μεταρρύθμιση. Ο Ραμ, που δεν προλάβαινε να απαντάει στα ανήσυχα τηλεφωνήματα των Δημοκρατικών από το Καπιτώλιο, έμοιαζε έτοιμος να σαλτάρει. Αν κανείς δεν ήξερε τι είχε συμβεί, θα νόμιζε ότι είχα βγει στη συνέντευξη Τύπου με παραδοσιακή αφρικάνικη στολή και είχα περάσει ο ίδιος την αστυνομία γενεές δεκατέσσερις.

Τελικά, συμφώνησα να ακολουθήσω ένα πλάνο για να μαζέψουμε τη ζημιά. Ξεκίνησα τηλεφωνώντας στον αρχιφύλακα Κρόουλι για να του πω ότι κακώς είχα χρησιμοποιήσει τη λέξη “ανόητα”. Εκείνος ήταν καταδεκτικός και καλοδιάθετος, και κάποια στιγμή πρότεινα να έρθουν, εκείνος και ο Γκέιτς, μαζί στον Λευκό Οίκο. Να πιούμε καμιά μπύρα, του είχα πει, και να δείξουμε στη χώρα ότι οι σωστοί άνθρωποι μπορούν να ξεπερνούν τις παρεξηγήσεις. Τόσο ο Κρόουλι όσο και ο Γκέιτς, στον οποίο τηλεφώνησα αμέσως μετά, ενθουσιάστηκαν με την ιδέα. Σε μία ενημέρωση στους δημοσιογράφους την ίδια ημέρα, είπα πως εξακολουθούσα να πιστεύω ότι η αστυνομία είχε αντιδράσει υπερβολικά με τη σύλληψη του Γκέιτς, όπως και ότι ο καθηγητής είχε αντιδράσει υπερβολικά στην παρουσία της αστυνομίας στην αυλή του. Αναγνώρισα ότι θα μπορούσα να είχα ζυγίσει τα λόγια της αρχικής μου δήλωσης πιο προσεκτικά. Πολύ αργότερα, έμαθα από τον Ντέιβιντ Σίμας, τον γκουρού των δημοσκοπήσεων και αναπληρωτή του Αξ, ότι η υπόθεση Γκέιτς προκάλεσε μια τεράστια πτώση στην αποδοχή μου από λευκούς ψηφοφόρους, μεγαλύτερη από την πτώση που προκάλεσε οποιοδήποτε άλλο μεμονωμένο γεγονός κατά τη διάρκεια των οχτώ χρόνων της προεδρίας μου. Και το χειρότερο ήταν ότι αυτήν την αποδοχή δεν την ξανακέρδισα ποτέ εντελώς.

Έξι ημέρες αργότερα, ο Τζο Μπάιντεν κι εγώ καθόμασταν μαζί με τον αρχιφύλακα Κρόουλι και τον Σκιπ στον Λευκό Οίκο, σε μία συνάντηση που έγινε γνωστή ως η “σύνοδος της μπύρας”. Ήταν μία χαμηλών τόνων, φιλική, και ελαφρώς τυπική συνάντηση. Επί μία ώρα, οι τέσσερίς μας μιλήσαμε για τα παιδικά μας χρόνια, για τη δουλειά μας, και για το πώς θα μπορούσαμε να βελτιώσουμε την εμπιστοσύνη και την επικοινωνία μεταξύ των αστυνομικών και της αφροαμερικανικής κοινότητας. Όταν ολοκληρώθηκε η συνάντηση, τόσο ο Κρόουλι όσο και ο Γκέιτς εξέφρασαν την εκτίμησή τους για την ξενάγηση που είχε κάνει το προσωπικό στις οικογένειές τους, και εγώ αστειεύτηκα ότι την επόμενη φορά θα μπορούσαν ίσως να βρουν κάποιον ευκολότερο τρόπο για να εκβιάσουν μία πρόσκληση.

Αφού έφυγαν, κάθισα μόνος μου στο Οβάλ Γραφείο, σκεπτόμενος όλο αυτό το ζήτημα. Η Μισέλ, φίλοι όπως η Βάλερι και ο Μάρτι, υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι όπως ο υπουργός Έρικ Χόλντερ, η πρέσβειρα στον ΟΗΕ Σούζαν Ράις και ο Ρον Κιρκ, Εκπρόσωπος Εμπορικών Υποθέσεων των ΗΠΑ – όλοι μας ξέραμε καλά τον γεμάτο εμπόδια δρόμο που είχε χρειαστεί να κάνουμε για να πετύχουμε κάτι, εργαζόμενοι σε θεσμούς όπου κυριαρχούσαν οι λευκοί. Είχαμε αναπτύξει την ικανότητα να καταπιέζουμε τις αντιδράσεις μας σε μικρές προσβολές, να είμαστε πάντα έτοιμοι να δώσουμε το ευεργέτημα της αμφιβολίας στους λευκούς συναδέλφους μας, να θυμόμαστε πάντα ότι με κάθε αναφορά σε ζητήματα φυλής, που δεν ήταν εξαιρετικά προσεκτικά διατυπωμένη, διακινδυνεύαμε να τους προκαλέσουμε έναν μικρό πανικό. Και πάλι, όμως, οι αντιδράσεις στο σχόλιό μου για τον Γκέιτς μας εντυπωσίασαν όλους. Ήταν η πρώτη ένδειξη για εμένα του γεγονότος ότι το ζήτημα των μαύρων και της αστυνομίας ήταν πιο πολωτικό από κάθε άλλο σχεδόν ζήτημα της αμερικανικής κοινωνίας. Μου φαινόταν ότι άρδευε κάποια από τα βαθύτερα υπόγεια ρεύματα της εθνικής ψυχής, ότι άγγιζε ένα εξαιρετικά ευαίσθητο νεύρο, ίσως επειδή θύμιζε σε όλους μας, μαύρους και λευκούς, ότι η βάση του κοινωνικού καθεστώτος της χώρας μας δεν ήταν ποτέ απλώς ζήτημα συναίνεσης· ότι είχε να κάνει επίσης με αιώνες βίας των λευκών εναντίον των μαύρων ή έγχρωμων ανθρώπων με τις ευλογίες του κράτους, και με το γεγονός ότι το ποιος ελέγχει τη νομικά θεσμοθετημένη βία, το πώς αυτή ασκείται και εναντίον ποιων, εξακολουθούσε να έχει σημασία στα βάθη της συλλογικής μας διάνοιας, πολύ περισσότερο από όσο θα ήμασταν πρόθυμοι να παραδεχτούμε.

Τις σκέψεις μου διέκοψε η Βάλερι, που έβαλε το κεφάλι της στο άνοιγμα της πόρτας για να δει πώς ήμουν. Είπε ότι η κάλυψη της “συνόδου της μπύρας” ήταν γενικά θετική, αν και παραδέχτηκε ότι είχε πάρει κάμποσα τηλεφωνήματα από μαύρους υποστηρικτές μας που δεν ήταν ευχαριστημένοι. “Δεν καταλαβαίνουν γιατί έπρεπε να κάνουμε όλη αυτή τη φασαρία για να μην παρεξηγηθεί ο Κρόουλι” μου είπε.

“Κι εσύ τι τους είπες;” τη ρώτησα.

“Τους είπα ότι αυτή η υπόθεση αποσπούσε την προσοχή από πιο σημαντικά πράγματα, κι ότι εσύ είσαι προσηλωμένος στη διακυβέρνηση της χώρας και στην υγειονομική μεταρρύθμιση”.

Κούνησα το κεφάλι. “Και οι δικοί μας εδώ; Οι μαύροι συνεργάτες μας; Πώς το έχουν πάρει;”

Η Βάλερι ανασήκωσε ελαφρά τους ώμους. “Οι πιο νεαροί είναι λιγάκι αποθαρρημένοι. Αλλά καταλαβαίνουν. Με όλα αυτά που έχεις στην πλάτη σου, στενοχωριούνται που σε βλέπουν να έχεις βρεθεί σε αυτή τη θέση”.

“Σε ποια θέση;” είπα εγώ. “Του μαύρου ή του Προέδρου;”

Γελάσαμε πολύ με αυτό.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ