today-is-a-good-day
17.6 C
Athens

Μέθη

Δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις η κατάσταση εκείνη που προκαλείται από την πολυποσία, την υπερβολική κατανάλωση οίνου, κοινώς το μεθύσι. Οι αρχαίοι μας είχαν διάφορες σχετικές εκφράσεις όπως: πίνειν εἰς μέθην (το να πίνω σε τέτοιο βαθμό που να οδηγούμαι σε μεθύσι, χρῆσθαι μέθῃ (το να μεθά κάποιος).

Γράφει η Σοφία Μουρούτη – Γεωργάνα

Η μέθη στα παλιά ελληνικά μας ήταν επίσης ο ενθουσιασμός, όπως άλλωστε και σε εμάς τους νεότερους, εκφράζει μια παραφροσύνη. Λέμε για παράδειγμα ή μέθη της επιτυχίας, της νίκης, του έρωτα και εννοούμε το δυνατό εκείνο συναίσθημα, το οποίο νιώθει κανείς, όταν έχει φθάσει σε ένα σημείο έντονης διέγερσης.

Η μέθη σημαίνει ταυτόχρονα ευφορία ψυχική, αλλά και κινήσεις σκόρπιες και ασυντόνιστες. Ενίοτε αυτοί που έχουν μεθοκοπήσει καυγαδίζουν, γιατί τα οινοπνευματώδη βγάζουν τον κόσμο εκτός εαυτού. Η λαϊκή παροιμία εξάλλου το λέει: είδε ο τρελός τον μεθυσμένο και φοβήθηκε. Ο μεθυσμένος είναι πιο επικίνδυνος από τον τρελό, γιατί ο πρώτος δεν ελέγχει τον εαυτό του από τη ζαλάδα, ενώ ο δεύτερος έχει το ακαταλόγιστο.

Στις εγχειρήσεις μάς υποβάλλουν σε μέθη, μας χορηγούν ελαφριά αναισθητική ουσία.

Το μεθύσι παρουσιάζει διαβαθμίσεις. Γι’ αυτό έχουμε μεθυσμένους, αλλά μέθυσους και μεθύστακες, όπως εκείνοι που πίνουν πάρα πολύ, κατ’ εξακολούθηση. Η οινοποσία είναι συνήθειά τους.

Τις γυναίκες που τους αρέσει να τα πίνουν τις αποκαλούμε μεθύστρες, αν και ο όρος αυτός είναι λίγο παλιομοδίτικος. Η μεθύστρα σήμερα κυρίως ξελογιάζει τους άντρες, ενώ αυτή που αγαπά το ποτό -σε πιο απλά ελληνικά- λέγεται μπεκρού. Σε κείμενο Ανώνυμου Κωμικού (στ. 271) η μεθύουσα ήταν μεθυσοχάριβδις ή κρασοχάρυβδις, δηλαδή και μεθύστρα και χάρυβδις, κακό μυθικό τέρας, σαν τη Χάρυβδη της μυθολογίας που μαζί με τη Σκύλλα ρουφούσε στο Βόσπορο τα διερχόμενα πλοία .

Με τη μέθη συνδέεται ο μεθυστικός, ιδιότητα όχι μόνο των περιεκτικών σε αλκοόλ ποτών, αλλά και της μυρωδιάς, των έντονων συναισθημάτων, της ομορφιάς και του φιλιού.

Το ρήμα από το οποίο βγαίνει ο σημερινός λεκτικός μας τύπος είναι το ρήμα μεθῶ ή μεθύω, που με τη σειρά του προκύπτει από την ινδοευρωπαϊκή ρίζα medhu – . Το medhu – δήλωνε αρχικά το μέλι και κατόπιν χρησιμοποιήθηκε για τη σημασία του ποτού με αλκοόλ.

Ας δούμε, ωστόσο, μερικές ακόμη μεθυσμένες λέξεις ή φράσεις του τότε και του τώρα:

 

  • Μεθυλένιο: Μέθη + ὕλη (= ξυλεία). Απασχολεί κυρίως τους ασχολούμενους με τη Χημεία, όπως εξάλλου το μεθύλιο και όλα τα μεθυλο-χημικά.
  • Μεθυσμένα: Όρος της μαγειρικής για αλμυρά ή γλυκά, τα οποία, όταν τα μαγειρεύουμε, προσθέτουμε αλκοόλ. Διάσημα τα μεθυσμένα σουτζουκάκια ή τα μεθυσμένα σκαλτσούνια.
  • Αμέθυστος και ξεμέθυστος: και τα δυο περιγράφουν τον νηφάλιο, όποιον δεν έχει πιει. Ειδικά το πρώτο αναφέρεται στον ημιπολύτιμο λίθο με το μωβ χρώμα του σταφυλιού. Συνεπώς όποιος κατέχει αμέθυστο, μένει ξεμέθυστος.
  • Το μέθυ: ο οίνος, το κρασί. Στην Οδύσσεια ο Όμηρος κάνει λόγο για σῖτον καὶ μέθυ ἡδύ (= ψωμί και γλυκό κρασί Δ. 746).
  • Μέθυσμα: το μεθυστικό ποτό.
  • Μεθυσοκότταβος: ο κότταβος ήταν ένα παιχνίδι στην αρχαιότητα, σύμφωνα με το οποίο έπινε λίγο κρασί κάποιος στο συμπόσιο και το υπόλοιπο το έριχνε σε μια λεκάνη κάνοντας μια ευχή για ένα αγαπημένο πρόσωπο. Εκείνος που μεθούσε με το παιχνίδι αυτό ονομαζόταν μεθυσοκότταβος.
  • Μεθυμναῖος: προσωνύμιο του θεού Διονύσου, θεού του κρασιού και της μέθης. Οι πιστοί του ακόλουθοι μέσα στη χαρά και την ευωχία τραγουδούσαν μεθυχάρμονες (γεμάτοι ηδονή από το κρασί).

Τώρα που καλοκαιριάζει θα κολυμπήσετε. Προσέξτε μην παρασυρθείτε από τις κολυμβητικές σας ικανότητες και βουτήξετε σε βάθος. Παραμονεύει η μέθη των δυτών, ασθένεια που προσβάλλει τους δύτες. Η νάρκωση προέρχεται από το ευρισκόμενο στο νερό άζωτο.

Αντί για μέθη, ζαλάδα, χανγκόβερ, σούρα, κραιπάλη, οινοφλυγία προτείνουμε ηρεμία, νηφαλιότητα.

Η καλή η μέθη, η υπερένταση, χρειάζεται πού και πού. Συνοδεύει τις σπουδαίες και μεγάλες πράξεις.

*Η Σοφία Μουρούτη – Γεωργάνα είναι φιλόλογος και διδάσκει στο Αμερικανικό Κολλέγιο Ελλάδας

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ