today-is-a-good-day
13 C
Athens

Handelsblatt: Ανησυχία επενδυτών για bail in στις Ελληνικές τράπεζες

Απογοητευτική η ανάπτυξη της οικονομίας για το δεύτερο τρίμηνο

 

Στην έντυπη έκδοση της Handelsblatt δημοσιεύεται ανταπόκριση του Gerd Höhler από την Αθήνα με τίτλο «Ελληνικές τράπεζες: Οι κίνδυνοι των δανείων ανησυχούν τους επενδυτές» και υπότιτλο «Οι προβλέψεις για τα ‘κόκκινα δάνεια’ τροφοδοτούνται από τα ούτως ή άλλως ισχνά κέρδη των ελληνικών τραπεζών. Υφίσταται ανησυχία για νέες κεφαλαιακές ανάγκες».

Στο δημοσίευμα αναφέρονται τα ακόλουθα:

Ανησυχία επικρατεί στους μετόχους των ελληνικών τραπεζών, καθώς οι τέσσερις συστημικές τράπεζες έχουν απολέσει περισσότερο από το ¼  της χρηματιστηριακής αξίας τους από τις αρχές Σεπτεμβρίου. Τους τέσσερις προηγούμενους μήνες, οι απώλειες αυξήθηκαν περισσότερο από 40%, με τον τραπεζικό δείκτη του ΧΑΑ να σημειώνει τη χαμηλότερη τιμή του, τους τελευταίους 31 μήνες.

Πολλοί επενδυτές ανέμεναν άνοδο των τραπεζικών μετοχών την άνοιξη, μετά την επιτυχή ολοκλήρωση των stress test της ΕΚΤ από τις ελληνικές τράπεζες. Εξάλλου, μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος βοήθειας στο τέλος Αυγούστου φαινόταν ότι η Ελλάδα άφησε πίσω της την κρίση.

Ωστόσο, η έξοδος από το πρόγραμμα δεν είναι όσο ομαλή ανέμενε η κυβέρνηση. Η ανάπτυξη της οικονομίας ήταν απογοητευτική το δεύτερο τρίμηνο, ενώ οι πολιτικές αναταράξεις στην Ιταλία και η νομισματική κρίση στη γειτονική Τουρκία δημιούργησαν πιέσεις στις τιμές των ελληνικών ομολόγων. Η επιστροφή της χώρας στις κεφαλαιαγορές είναι ακόμα μακριά, πράγμα που κάνει ακριβότερη την επαναχρηματοδότηση των ελληνικών τραπεζών και, παράλληλα, ελαττώνει τη ρευστότητα τους.

Όμως οι επενδυτές ανησυχούν κυρίως για τους πιστωτικούς κινδύνους που καταγράφονται στους ισολογισμούς των τραπεζών. Σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας, στο τέλος Ιουνίου, δάνεια ύψους 88,6 δισ. ευρώ δεν εξυπηρετούνταν για 90 ημέρες ή ήταν προβληματικά. Το ποσό αντιστοιχεί στο 47,6% όλων των χορηγηθέντων δανείων. Το υψηλότερο ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων σημειώθηκε στα μέσα του 2016, με τον όγκο τους να αγγίζει τα 107 δισ. ευρώ, δηλ.  το 50,5% όλων των χορηγηθέντων δανείων. Το ανώτατο αποδεκτό όριο στην ευρωζώνη είναι  5%.

Οι τράπεζες δεσμεύτηκαν έναντι της ΕΚΤ να μειώσουν τα προβληματικά δάνεια μέχρι το τέλος του 2018 σε 83,3 δισ. ευρώ ή 34% στο σύνολο των δανείων. Πράγματι, σημειώνουν πρόοδο, καθώς, μείωσαν στο δεύτερο τρίμηνο 4% τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Όμως, ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός απαιτεί γρηγορότερη προσαρμογή του δανειακού χαρτοφυλακίου. Στο τέλος Σεπτεμβρίου, οι τράπεζες θα υποβάλλουν στον ΕΕΜ νέους στόχους χρονοδιαγράμματος. Ανεπισήμως λέγεται ότι ο ΕΕΜ επιθυμεί μείωση του ποσοστού των προβληματικών δανείων κάτω του 20% μέχρι το 2021 και κάτω του 10% από το επόμενο έτος.

Πρόκειται για ιδιαίτερα φιλόδοξους στόχους, ιδιαίτερα, καθώς τα μέσα των τραπεζών είναι περιορισμένα. Η αναδιάρθρωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι χρονοβόρα και σπάνια βιώσιμη. Οι διαγραφές ή η πώληση μη εξυπηρετούμενων δανείων εξυγιαίνουν τους ισολογισμούς, αλλά εξαντλούν τα ίδια κεφάλαια. Σε κάθε περίπτωση, οι τράπεζες θα βρεθούν αντιμέτωπες με νέες επιβαρύνσεις με την αλλαγή του κανόνα υπολογισμού IFRS9, ο οποίος αναγκάζει τις τράπεζες να διατηρούν μεγαλύτερο αποθεματικό. Τραπεζικοί κύκλοι εκτιμούν ότι η επιπρόσθετη επιβάρυνση ανέρχεται σε 5 δισ. ευρώ για το διάστημα μιας πενταετίας.

Οι τράπεζες, βέβαια, είναι επαρκώς κεφαλαιοποιημένες, ακόμα και για το χειρότερο σενάριο ύφεσης. Όπως έδειξαν τα stress tests, χρειάζονται ελάχιστες βελτιώσεις. Μεμονωμένες τράπεζες, όπως η Τράπεζα Πειραιώς, θα πρέπει να ενισχύσουν την κεφαλαιοποίησή τους το επόμενο έτος και αυτό μπορεί να γίνει είτε με την πώληση νέων μετοχών είτε με την έκδοση ομολόγων.

 

Όμως, στο τέλος Αυγούστου, οι τράπεζες δημοσιοποίησαν απογοητευτικά στοιχεία που αφορούν τον κύκλο εργασιών τους. Επειδή οι τράπεζες δανείζουν όλο και λιγότερο, έχουν όλο και μικρότερο κέρδος. Τα έσοδα από τους τόκους μειώθηκαν στο πρώτο εξάμηνο του έτους από 1,5 έως 22,5%. Τώρα, αυξάνεται η ανησυχία των επενδυτών ότι οι τράπεζες θα μπορούσαν να χρειαστούν μεγαλύτερες κεφαλαιακές ενέσεις. Οι τέσσερις συστημικές τράπεζες ανακεφαλαιοποιήθηκαν τρεις φορές κατά τη διάρκεια της κρίσης, με τελευταία στο τέλος του 2015 με 13,5 δισ. ευρώ.

Είναι αμφισβητήσιμο το εάν οι ιδιώτες επενδυτές θα προσφέρουν ακόμα μια φορά κεφάλαια. Η πρόσφατη απώλεια τιμής των ελληνικών τραπεζικών μετοχών αντικατοπτρίζει την ανησυχία ότι μπορεί να υπάρξει ένα bailin, μια προσέλκυση των πιστωτών και τελικά να ακολουθήσει κρατικοποίηση των τραπεζών.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ