Λεβέντικο κουρέλι η Αττική σε δύο μέρες μόλις.. Σπίτια και περιουσίες της, ρημάδια.. Ηχώ ο μόνος ήχος της φωνής της. Κι αυτός από μακριά, θαρρείς πώς ένας ολόκληρος λαός τείνει να ξεψυχήσει: «Φωτιά ωραία φωτιά μη λυπηθείς τα κούτσουρα, Φωτιά ωραία φωτιά μη φτάσεις ως τη στάχτη, Φωτιά ωραία φωτιά καίγε μας, λέγε μας τη ζωή[1]»..
*Της Βασιλικής Τζότζολα
Δε λυπήθηκε η φωτιά. Τίποτα. Κανέναν. Τί κι αν μας καίει, όμως; Μας λέει τη ζωή.. Πεισματικά, ακολουθώντας τα αποκαΐδια, περιπλανώμενη, όπως οι στάχτες στα θερινά μπαλκόνια, μάς επιτίθεται εκείνη η φράση του Σεφέρη: «όλοι μαζί, πεθαμένοι και ζωντανοί, είμαστε αλληλέγγυοι και συνυπεύθυνοι». Αυτός ο ντόπιος λαός, κάποτε αδικημένος από πλούτη και από τιμή, κάποτε μαστιγωμένος, σαν τη θάλασσα του Ξέρξη, μολονότι πάντοτε ταραγμένος, δεν εφησυχάζει κι αποζητά μιαν αρμονία. Με ένα ζύγι κι ένα μέτρο, που Αυτός εφηύρε στο διηνεκές.
«Όλοι μαζί..»
Δεν είναι μόνον ο Αισχύλος ή ο Μακρυγιάννης που διατύπωσαν το «εμείς» έναντι του «εγώ», το «μέσο» και το «πάνυ ακριβές» έναντι της υβριστικής υπέρβασής του. Είναι το κάθ’ έκαστον Ελληνάκι, που γέννησε ένας άγριος ηπειρώτικος βράχος ή ο παφλασμός ενός αιγαιϊκού κύματος. Το λευκό σε τούτη τη χώρα είναι αποτέλεσμα της διάσχισης του απόλυτου μαύρου. Και το γαλανό, η κατάκτηση, η κατάλυση εκείνου του νεκρώσιμου μωβ της Σαρακοστής. Το ελληνικό γαλανόλευκο είναι το απόλυτο πένθος. Που ανεδείχθη νικητής κραταιός, αντιμαχόμενο τον μόνο εχθρό του, τον Εαυτό του. Κι έγινε Ανάσταση. «Όλοι μαζί».. στη γάζα, στο betadine, στη fucicort. «Όλοι μαζί», αφού πρώτα πεθάνει η κατσίκα του διπλανού, μετά «όλοι μαζί»! Πιασμένοι από το χέρι σε κύκλο. Όχι ίδιοι, αλλά όμοιοι. Μοναδικοί, όπως τα δάχτυλα της πυγμής, που αμέσως ενώνονται σε ενιαίο και ανίκητο Όλον. Πρόσωπα μονάκριβα κι ανεπανάληπτα, εκουσίως υποτασσόμενα στην πειθαρχία, αλλά και την αγκαλιά της Κοινότητας. Στοιχισμένοι, συστρατευμένοι. Στον πόνο και στον αγώνα. Ύστερα στην Ελπίδα, «με άπειρη ευλάβεια..[2]»
«..πεθαμένοι και ζωντανοί .. αλληλέγγυοι και συνυπεύθυνοι»
Στον κύκλο τον Ελληνικό, τον άλλοτε φαύλο και άλλοτε ενάρετο, συναντώνται οι ζώντες με τους νεκρούς. Τολμώ να πω και με τους αγέννητους. Η μακρυγιάννεια «μαγιά» για να ζυμωθεί, δεν αρκείται στον παρόν. Αναζητά τα ψήγματα του παρελθόντος και αναπτύσσεται στον ιστό του μέλλοντος. «Αθάνατοι θνητοί, θνητοί αθάνατοι, ζώντες τον εκείνων θάνατον, τον δε εκείνων βίον τεθνεώτες[3]». Μου χρωστάει ο νεκρός μου. Και φταίω σε βάρος του αγέννητού μου. Λογοδοτώ στον πρόγονο. Ζητώ τη γνώμη του απογόνου.Ευθύνη, συνυπευθυνότητα ενώπιον της αρχής και του τέλους. Άρα, αλληλεγγύη προς την πρώτη εισπνοή, το κλάμα του μωρού, αλληλεγγύη και προς την τελευταία εκπνοή, την επιθανάτιο του Αδελφού.
Η Ελλάδα είναι Αόριστη, δίχως όρια. Στον καημό και στη χαρά. Η δυσδιάκριτη ενότητα ζωντανών και νεκρών, πεθαμένων και αθανάτων, στη δική μας Πολιτεία είναι ευδιάκριτα δομική. Εσύ κι εγώ, εμείς, δεν έχουμε σύνορα. Κάθε στιγμή σε τούτον τον τόπο είναι σήμερα κι εδώ! Κι επειδή ο βιολογικός μας βίος αθανατίζει νεκρούς και αγέννητους,σπεύσατε, Αδελφοί! Υπέρ ενδύσεως, υποδύσεως, σιτίσεως, αιμοδοσίας..! Σπεύσατε, όλοι μαζί, πεθαμένοι και ζωντανοί, αλληλέγγυοι, διότι συνυπεύθυνοι. Κι ας μην αντιλαμβάνεται ο κάθε Υπέρεργος Υγείας Πολάκης ότι δε χρειάζεται η εκταμίευση εκατομμυρίων ευρώ, παρά ένα ταπεινό και αλληλέγγυο τηλεφώνημα για πολλή fucicort…
[1] «Ήλιος ο Πρώτος», Οδ. Ελύτης
[2] «Θεόφιλος», Δοκιμές, τομ. Α΄, Γ. Σεφέρης
[3] «Ιππόλυτος», Ηράκλειτος


