today-is-a-good-day
16.8 C
Athens

Αλλιώς εννοούσαμε το Μάτι μας για «παράδεισο»…

Η συγκλονιστική κατάθεση ψυχής ενός Ματιώτη

«Η φωτιά πέρασε στο Μάτι». Μια φράση. Πέντε λέξεις. Είμασταν αρκετοί μαζί όταν ακούστηκε. Δεν πρέπει να την ένιωσε τόσο καλά την φράση άλλος. Γιατί δεν ήταν άλλος από το Μάτι. Για να παγώσει αμέσως με εκατομμύρια σκέψεις που πέρασαν σαν αστραπή από το μυαλό.

*Του Μενέλαου Σεβαστιάδη

«Αν πέρασε την Μαραθώνος, τέλος. Θα τα καταστρέψει όλα και θα έχουμε πολλούς νεκρούς», κατάφερα να μουρμουρίσω πριν αρχίσω να κοιτάζω το κινητό και να το κρατάω νευρικά στο χέρι.

«Εμείς φύγαμε, δόξα τω Θεώ. Αλλά ξέρεις, όταν νιώσαμε ασφαλείς και αρχίσαμε να μιλάμε με τους άλλους, δεν βρήκαμε επαφή με όλους». Είπε και τρία ονόματα ο συνομιλητής. Η πρώτη επαφή με γείτονες, ήταν σκωτσέζικο ντους. Απάντησαν αυτοί που κάλεσα, αλλά κάποιοι δεν είχαν δώσει σημάδι. Μέσα μου ήξερα. Μεγάλοι άνθρωποι, σε δύσκολο σημείο. Μια κρυφή ελπίδα, να είχαν καταφέρει να φύγουν νωρίτερα. Αλλά ρεαλιστικά, πιο ισχυρό το προαίσθημα. Θα φτάναμε σε ολοκαύτωμα…

Τα συναισθήματα δεν περιγράφονται. Ταινία βλέπεις με φυσική καταστροφή και τσιτώνεσαι. Αληθινές παρόμοιες καταστροφές βλέπεις σε άλλες χώρες και ταράζεσαι. Τις βλέπεις στην χώρα σου και συγκλονίζεσαι. Όταν τις βλέπεις στο σπίτι σου, δεν υπάρχει ρήμα  να αποδώσει αυτό που νιώθεις.

Τα μάτια άρχισαν να τρέχουν ποτάμι αυθόρμητα. Και το μυαλό να τρέχει. Να σκέφτεσαι αν είναι ύβρις να λες ότι ο Θεός λυπήθηκε τη μάνα και την πήρε πριν λίγο καιρό από φυσικά αίτια και δεν άφησε να καεί ζωντανή εκεί. Όπως οι δύο γείτονες, η καθημερινή της συντροφιά, αυτοί που λογικά θα την είχαν βάλει στο αυτοκίνητο… Να σκέφτεσαι ότι έμοιαζε ειρωνία όταν μαζεύοντας λίγα υπάρχοντα πρόσφατα, μιλούσαμε για τέλος εποχής. Επειδή δεν θα ξαναπηγαίναμε εκεί όπου μεγάλωσα εγώ, μεγάλωσαν και τα παιδιά μου. Και να βλέπεις μετά από λίγες μέρες τι σημαίνει πραγματικά τέλος εποχής, τέλος περιοχής, τέλος ζωής…

Να σκέφτεσαι τις καμμένες περιουσίες των παιδικών σου  φίλων, ιδιοκτησίες γιατί εμάς μόνο… συναισθηματική ήταν η ιδιοκτησία, όχι πραγματική, δεν μας ανήκε. Να μην τολμάς ούτε να σκεφτείς το «πάλι καλά» γι’ αυτό το γεγονός, όταν ξέρεις ότι τα σπίτια που πέρασες τα ωραιότερά σου χρόνια, που έζησες την ενηλικίωση, την εφηβεία σου, που έβλεπες τους γονείς των φίλων να βάζουν με μεράκι μια πρόκα, ένα τούβλο, ένα λουλουδάκι, έγιναν στάχτη. Όπως φυσικά βάζαμε κι εμείς και οι πατεράδες μας στο «κτήμα». Το καμάρι μας, την ξενοιασιά μας, το μελίσσι που μάζευε όλο το μάτι επειδή είχε γήπεδα, τότε που όλοι γινόμασταν μια παρέα.

Να μην μπορείς να χωνέψεις πού χάθηκαν 26 άνθρωποι αγκαλιασμένοι. Να βλέπεις για ώρες φόντο στα ρεπορτάζ το λιμανάκι. «Της ΕΟΦ», έτσι το λέγαμε, κατεβαίνοντας λεφούσια, πιτσιρίκια με γονείς, κάθε μέρα, για τρεις μήνες, για τέσσερις δεκαετίες. Και τις λίγες μέρες που έκανε «λαδιά» σε έναν τόπο που μεγαλώσαμε με τον αέρα, το Μάτι από το «Μάτι του Βοριά» βγήκε και τα μποφόρ ήταν… παρέα μας, ξανοιγόμασταν. Τα μποφόρ ήταν παρέα, αλλά υποσυνείδητα πάντα είχαμε τον φόβο της φωτιάς. Ακούγαμε από τους μεγαλύτερους ότι με τον Βοριά που βάζουν τις φωτιές, τις κρατάει τουλάχιστον πάνω από τον δρόμο. Ακούγαμε επίσης ότι «το Μάτι μόνο δυτικός μπορεί να το κάψει». Δυτικός, σας αυτόν που φύσαγε την Δευτέρα.

Και βλέπαμε όπως ξανοιγόμασταν,  πρώτο σημάδι το σπίτι στην άκρη του γκρεμού και λέγαμε ωραία θέα. Και ξανοιγόμασταν κι άλλο, με δεύτερο στόχο να δούμε το Κόκκινο και επόμενο να δούμε και το λιμάνι της Ραφήνας. Τότε είχαμε… ρεκόρ. Μαγκιά, πολύ βαθιά, η ακτή αχνά φαινόταν, μόνο τα χέρια των μανάδων που έκαναν νοήματα να πάμε έξω.

Το λιμανάκι μας, λοιπόν. Από πάνω πια σκεπάζει ο θάνατος. Αθώες 26 ψυχές. Μια στροφή, λίγα μέτρα πιο κάτω έβγαινε στο μονοπατάκι που οδηγούσε στην θάλασσα. Δεν μπόρεσαν…

Να βλέπεις καμμένες λαμαρίνες έξω από τον Κάβο. Τον δικό μας «Ανεμο», πριν αλλάξει όνομα. Και δίπλα το ταβερνάκι της κυρα Κυριακής. Που πίνοντας τους καφέδες μας στο άλλο, το… νεανικό, κοροϊδεύαμε τους… Αθηναίους, που το βρισκαν πάνω στη θάλασσα και έπεφταν με τα μούτρα να φάνε καλαμαράκι. Μια χαρά ήταν κι εμείς τρώγαμε μικροί. Αλλά μετά εμείς οι… Ματιώτες ξέραμε καλύτερα, είμασταν οι ψαγμένοι, στα δικά μας λημέρια.

Να βλέπεις το Αρτιον  καμμένο και να θυμάσαι το πρώτο σουβλατζίδικο που εμφανίστηκε ποτέ, και μετά όλη την κατηφόρα, τον φούρνο με τα πεϊνιρλί, τα μπλιμπλίκια του Σωκράτη, τα Λίμπρα, τα σινεμά. Τα ξενοδοχεία που κάναμε τις πρώτες εξόδους, ειδικά στο Αττικα που μάζευε τις Γαλλιδούλες και είχε μια ψευτοντίσκο, το Πλατούν που έκανε το ’87 κέντρο του κόσμου το Μάτι γιατί είχαν πλακώσει οι πρωταθλητές Ευρώπης του μπάσκετ. Και μέχρι τότε υπήρχε σημείο αναφοράς, η Τροπικάλια, δίπλα στο αστυνομικό τμήμα, είχαμε και τέτοιο τότε.

Και παρακάτω, το λιμανάκι του ΝΑΟΜΑ, να το βλέπεις να στριμώχνονται αλαφιασμένοι, κλαμμένοι, απογοητευμένοι, πανικόβλητοι και να ψάχνουν μια βάρκα να μπουν για να σωθούν. Αυτοί, τα παιδιά τους, οι φίλοι τους.

Να ακούς τον ένα φίλο, που δεν έχανε ευκαιρία να ηρεμεί στο Μάτι να σου λέει από το βράδυ της Δευτέρας ότι «τελειώσαμε, πάει το Μάτι». Να βλέπεις το σπίτι του άλλου που το είχε για μόνιμη κατοικία, κάρβουνο. Να, να, να… Και να σκέφτεσαι την πρώτη φράση που έλεγε όποιος έφερνες στο Μάτι και δεν ήξερε. «Ρε συ, τι πράγμα είναι αυτό εδώ με το πράσινο; Εδώ είναι ο παράδεισος»…

Ακουγες ανακρίβειες, οργιζόσουν με κακοήθειες, αδιαφορούσες για την προσπάθεια των πολιτικών και των φορέων να πετάξουν τις ευθύνες. Τι σημασία είχαν όλα αυτά; Δεν θα άλλαζε κάτι. Με την καρδιά πέτρα και τα μάτια θολά, απλά σκεφτόσουν. Την εικόνα της καταστροφής. Την αγωνία που έζησαν οι άνθρωποι και που πολλοί ζουν ακόμα. Και πάνω απ’ όλα τους ανθρώπους που έφυγαν. Που έζησαν την κόλαση και τώρα είναι στον παράδεισο, άδικα, βίαια.

Αλλιώς εννοούσαμε όλοι εμείς το Μάτι (μας) για παράδεισο… Μεταφορικά το λέγαμε ότι πηγαίναμε στο παράδεισό μας, γαληνεύαμε, ηρεμούσαμε, νιώθαμε σαν στο μικρό γαλατικό χωριό μας. Το δικό μας Μάτι και οι αναμνήσεις θα μας συνοδεύουν για πάντα. Αλλά ποτέ πια δεν θα είναι ίδιο το παραμικρό.

*Ο Μενέλαος Σεβαστιάδης είναι δημοσιογράφος

 

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ